ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 170- ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ, «ΣΤΟΥ ΤΙΜΟΝΙΟΥ ΤΟ ΑΥΛΑΚΙ», εκδόσεις Δόμος
Ο Ζήσιμος
Λορεντζάτος υπήρξε μία από τις κορυφαίες μορφές της νεοελληνικής
λογοτεχνικής κριτικής, της νεοελληνικής σκέψης και ενός στοχασμού που έχει να
κάνει με την ταυτότητα του Νεοέλληνα. Η αλληλογραφία του με τον Γιώργο Σεφέρη
αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη για όποιον θέλει να δει θέματα του νεοελληνικού
βίου, ενώ η μετάφραση του βιβλίου του π. Αλέξανδρου Σμέμαν «Για να ζήσει ο
κόσμος» (εκδόσεις ΔΟΜΟΣ) μάς έδωσε τη δυνατότητα να δούμε στη γλώσσα μας μία
θεολογία σύγχρονη και την ίδια στιγμή λυτρωτική, καθώς μας έκανε να ξεφύγουμε
από την ηθικολογία του κηρύγματος και έναν αντιδυτικισμό στείρο. Η Ορθοδοξία
είναι πρόταση και όχι στείρα αντίρρηση. Η φιλία του με τον Χρήστο Γιανναρά
έδειξε ότι η θεολογική γενιά του ’60 συνάντησε τη διανόηση με ανοικτή ματιά και
προκάλεσε γόνιμο διάλογο.
Διαβάσαμε το
βιβλίο του Ζήσιμου Λορεντζάτου «Στου τιμονιού το αυλάκι» (1983) στην
επανέκδοση του 2023. Πρόκειται για ένα καλοκαιρινό ημερολόγιο, στο οποίο ο
συγγραφέας με αφόρμηση ταξίδια με καΐκια στα νησιά , κυρίως των Κυκλάδων,
αλλά και των Δωδεκανήσων, όπως και στα Κύθηρα και τις άκρες της
Πελοποννήσου από την πλευρά του Αιγαίου, θέλησε να βάλει σε τάξη ορισμένους
στοχασμούς για τον τόπο και τον λαό μας. Πέρα από τον συναρπαστικό τρόπο
γραφής (μία γλωσσική απόλαυση) και περιγραφής, ο Λορεντζάτος επισημαίνει
στοιχεία πολύτιμα για τον Νεοέλληνα του καιρού μας. Οι πολιτικοί και οι
εκπαιδευτικοί, μαζί με τους διανοουμένους, δεν πιστεύουν στην Ελλάδα της
αυθεντικής πνευματικής και λαϊκής παράδοσης, αλλά στην Ελλάδα των Κοραϊκών
σχημάτων: της αναζήτησης του αρχαίου μεγαλείου, ολίγη από θρησκευτικότητα
βυζαντινή, δεμένη με την εθιμολατρία και μιμητισμό του δυτικού ως παγκόσμιου
πολιτισμού.
Μένει σε
όποιον και όποια επιθυμεί και πιστεύει στη δύναμη του ελληνικού τρόπου να
αγωνιστεί να στήσει κοινότητες είτε στην ενορία της Εκκλησίας είτε στο σχολείο
είτε σε ομάδες που παλεύουν για την παράδοση (χορός, μουσική) είτε σε λέσχες
ανάγνωσης είτε σε συνάξεις με φαγητό και κουβέντα, κυρίως όμως στη δύναμη της
σχέσης και της επίγνωσης ότι «ο άριστος βίος» (λόγος του Δημόκριτου, «άριστο είναι ο βίος του ανθρώπου όταν ζει όσο το δυνατόν
περισσότερο με ευθυμία (ευδαίμονα ψυχική διάθεση) και ελάχιστα με λύπη. Αυτό
όμως είναι δυνατόν να γίνει αν δεν αναζητά κανείς τις ηδονές στα θνητά
πράγματα») έρχεται όταν ακολουθούμε τρεις δρόμους, όπως λέει ο Λορεντζάτος.
Ο πρώτος είναι η πίστη, που σε οδηγεί στη φροντίδα για τη μέσα ομορφιά και
κάνει τον άνθρωπο να καταλάβει ότι «δεν μπορεί να φτάσει πουθενά χωρίς την
αγάπη. Δυο χιλιάδες χρόνια τώρα σχεδόν ο λαός στον τόπο μας ακολουθάει την
πνευματική αυτή παράδοση, όσο μπορεί ο άνθρωπος να ακολουθήσει με τις
ανθρώπινες δυνάμεις ένα δύσκολο δρόμο που ξεκινάει από την πτώση και φτάνει ώς
την αγιοσύνη» (σ. 150). Ο δεύτερος είναι ο δρόμος της επιστήμης που εξερευνά το
σύμπαν, τη δημιουργία, «το άπειρο διάστημα» (σ. 151). Ο τρίτος είναι ο δρόμος
της ποίησης. «Και οι τρεις δρόμοι συνυπάρχουν δίχως αντίθεση, δίχως αντίφαση,
καθένας όμως προϋποθέτει αντιμετώπιση διαφορετική. Εμείς επιμένομε να τους
διαχωρίζομε, να τους μπερδεύομε και να βάζομε τον ένα καταπάνω στον άλλο σε σκιαμαχίες
ανωφέλευτες και συχνά φανατισμένες ή να θέλομε έναν κόσμο αποκλειστικά
περιορισμένο στον ένα δρόμο από τους τρεις (αυτόν που διαλέγομε εμείς)-
στοχάσου πόσο κολοβό κόσμο- και τους άλλους δυο βγαλμένους είτε σκάρτους είτε
ανύπαρχτους. Τόσο τυφλό το ταμάχι μας» (σ. 152)
Ο Λορεντζάτος, με την οξυδερκή ματιά του, βλέπει το ελληνικό τοπίο, τους
ανθρώπους, την τροφή, τις σχέσεις, τη ζωή αναζητώντας την ομορφιά στην απλότητα
και την αγάπη. Ταξιδεύοντας μαζί του αποθαυμάζουμε αυτό που δεν μπορούμε να
δούμε σήμερα στα τουριστικά νησιά μας: την αληθινή Ελλάδα. Αυτήν που μένει ως
αγάπη. Ως γλώσσα. Ως προσανατολισμό. Ως υπομονή και αγάπη και για τη Δύση και
για την Ανατολή. Ως φιλοσόφηση της ζωής που περνά γρήγορα. Ως δέσιμο με τη γη,
τη θάλασσα, τον ουρανό.
Ωραίο το ταξίδι με τον συγγραφέα. Θυμάσαι και ζεις την ταυτότητά σου, όχι ως ψωροπερηφάνια, αλλά ως αυθεντικό βίωμα. Αυτό που περνά στην ψυχή μας «βλέποντας τα ασβεστωμένα ξωκλήσια μας και ξέροντας πως, είτε μπαίνεις στην Αγια – Σοφιά είτε στον Άι-Γιώργη στο Αντικέρι, πνευματικά στο ίδιο μέρος μπαίνεις».
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός