ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 168- RACHEL CUSK, “ΠΕΡΙ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣΜΟΥ”, μτφρ. Θεοδώρα Δαρβίρη, εκδόσεις Gutenberg
Η πλειονοψηφία των γάμων στην Ελλάδα σήμερα διαλύεται και οι άνθρωποι βιώνουν το τραύμα της αποτυχίας, και οι ενήλικες και τα παιδιά. Προφανώς και όταν κάτι κακοφορμίζει, καλό είναι να τελειώνει, διότι αλλιώς η σήψη του θα δημιουργήσει ανίατες καταστάσεις, όπως η δυσπιστία ή η απόρριψη της αγάπης και του έρωτα από τα παιδιά. Το διαζύγιο όμως είναι μία τραυματική εμπειρία, όπως και να το δει κάποιος, από την άποψη ότι όλα πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή, χωρίς όμως να είναι tabula rasa, καθότι, ιδίως όταν υπάρχουν και παιδιά, πρέπει να υπάρξει προσαρμογή στην νέα κατάσταση, διαχείριση της μνήμης ότι υπάρχουν δύο γονείς που δεν θα είναι πλέον μαζί, διαχείριση της μνήμης των συγκρούσεων, της ασυμφωνίας, της βίας οποιασδήποτε μορφής, της ψυχρότητας, της απιστίας, ένα αίσθημα αποτυχίας και ήττας, που έρχεται αναπόφευκτα σε τέτοιες καταστάσεις. Το διαζύγιο είναι η οριστική επιβεβαίωση του θανάτου του γάμου, της σχέσης, που όμως έχει αφήσει ζωντανούς τους πρωταγωνιστές και στη μέση, όταν υπάρχουν, τα παιδιά.
Πώς λοιπόν ένας άνθρωπος που έχει ήδη επάνω του το αίσθημα της αποτυχίας θα μπορέσει να διαχειριστεί την ανάγκη για μία καινούργια αρχή; Η Rachel Cusk, εξαιρετική σύγχρονη συγγραφέας, καταγόμενη από τον Καναδά, με ιδιαίτερη αγάπη προς την Ελλάδα (φαίνεται από τους τίτλους και το περιεχόμενο της τριλογίας της “Περίγραμμα”, “Μετάβαση”, “Κῦδος”) τολμά να καταγράψει στο βιβλίο της “Περί γάμου και χωρισμού”, σε μετάφραση της Θεοδώρας Δαρβίρη. το οποίο κυκλοφορείται και αυτό, όπως και τα άλλα (μαζί και το “Δεύτερο σπίτι”) από τις εκδόσεις Gutenberg, στην εξαιρετική σειρά Aldina, τις εμπειρίες της από τον χωρισμό με τον πρώτο της σύζυγο μετά από δέκα χρόνια γάμου και με δύο κόρες. Η Cusk καταγράφει τα συναισθήματά της για τον χωρισμό. Επισημαίνει ότι στον γάμο, εκτός από την ανάγκη για αγάπη, το ζευγάρι βιώνει και την ανάγκη για πόλεμο (Φροϋδική θέαση), ότι η ιστορία της σχέσης αν δεν είναι ταυτισμένη με την αλήθεια της εμπειρίας της, κομματιάζεται και δεν ξανακολλά, παρότι τα παιδιά θα ήθελαν τη συμφιλίωση. Το διαζύγιο φέρνει, τουλάχιστον στην αρχή, ένα σκοτάδι, ένα χάος ανοργανωσιάς, καθώς έχει κλονίσει τον “πολιτισμό, την τάξη, το νόημα, την πίστη” (σ. 18). Απαιτεί όμως δημιουργικότητα, ώστε η ζωή να ξεκινήσει από την αρχή κι αυτό δίνει μια ελπίδα. Η Cusk επισημαίνει ότι μέσα από το διαζύγιο ξανασκέφτηκε τη σχέση με τη μητέρα της, η οποία μεγάλωσε την ίδια και την αδερφή της με τον πατέρα να εργάζεται και να είναι ουσιαστικά απών, και αναρωτιέται αν τα παιδιά της θα απορρίψουν την ίδια ή πτυχές της όπως έκανε αυτή με τη μητέρα της, λόγω της απουσίας του πατέρα.
Την ίδια στιγμή, μέσα της ξύπνησε μία αίσθηση κτητικότητας. “Τα παιδιά είναι δικά μου, ανήκουν σε μένα” (σ.23), τονίζει στον άντρα της. Εκεί που ιδεολογικά περιφρονούσε μια τέτοια σκέψη, εκεί την υιοθετεί, αδιαφορώντας για την όποια δικαιοσύνη του μοιράσματος, για τον όποιο συμβιβασμό. Προβληματίζεται για τον χαρακτηρισμό “φεμινίστρια” που της αποδίδει ο πρώην σύζυγός της και διαπιστώνει ότι μολονότι δεν εξαρτιόταν οικονομικά από αυτόν, εκείνος είχε αναλάβει τη ζωή του σπιτιού, εντούτοις δεν ήταν φεμινίστρια, καθώς δεν έβλεπε την επιλογή αυτή ως συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα και της νοοτροπίας της. Απλά δεν ήθελε να αισθάνεται δέσμια της όποιας αποστολής της γυναίκας, της εκ φύσεως ή εκ πολιτισμού καθορισμένης, ήθελε να έχει μια ελευθερία από το πρωτόκολλο της μητρότητας, καθώς μέσα της δεν ένιωθε ταυτισμένη με αυτό. Ήθελε τη βοήθεια του άντρα της, για να μην είναι ολοκληρωτικά ή αναγκαστικά δοσμένη στην ανατροφή των παιδιών. Εκείνος συμφώνησε και όταν η Cusk ένιωσε ότι ήθελε τα παιδιά δικά της, ότι ενώ είχε επιλέξει ανδρικές αξίες για τη ζωή της, εκείνη τη στιγμή του χωρισμού δεν μπορούσε παρά να είναι μάνα. Είχε παραδώσει το κύρος της μάνας για δέκα χρόνια στον άντρα της και τώρα ήθελε να το διεκδικήσει. Έζησε τον κατακερματισμό της σύγχρονης γυναίκας και στο διαζύγιο συνειδητοποίησε ότι “η μητέρα που αγαπά είναι κάποια της οποίας η ιδιοτέλεια έχει μετατοπιστεί στα παιδιά της. Ο πόνος των παιδιών της τής προκαλεί πόνο μεγαλύτερο από τον δικό της: είναι η Παναγία κάτω από τον σταυρό” (σ. 45). Και τελικά διαπιστώνει ότι πλέον αυτή και τα παιδιά της “ανήκουμε περισσότερο στον κόσμο, με όλη την επικίνδυνη ακαταστασία του, τον κατακερματισμό του, την ελευθερία του. Ο κόσμος εξελίσσεται διαρκώς, και το ίδιο προσπαθεί να κάνει και η οικογένεια. Ανανεωμένη, ανακαινισμένη, εκμοντερνισμένη, αλλά ουσιαστικά η ίδια. Ένα σπίτι στο τοπίο, καταφύγιο μαζί και φυλακή” (σ. 47).
Θα περιγράψει την περιπέτεια της νέας αρχής. Θα παλέψει να νικήσει τους φόβους της, απλούς, όπως μπροστά στον οδοντίατρο, σύνθετους, όπως το τι είναι ο άντρας στη ζωή μιας γυναίκας, “προστάτης ή θηρευτής” (σ. 71). Βλέπει, με αναγωγή στην “Ορέστεια” του Αισχύλου, ότι “αν οι γυναίκες δεν ήταν πρόθυμες, ο πολιτισμός δεν θα είχε προχωρήσει” (σ. 76). “Φαίνεται πως οι γυναίκες δεν έχουν ενοχές, δεν φοβούνται, διαφορετικά θα τις είχε κυριεύσει κάτι πιο δυνατό από τον φόβο, κάτι πιο δυνατό από την υπακοή…είναι λες και, για έναν άντρα, η γυναίκα αντιπροσωπεύει τη δυνατότητα να τα καταφέρει χωρίς τον Θεό. Είναι μια δύναμη γνήσιας θνητότητα, στην οποία μπορούν να εκπληρωθούν οι πιο σκοτεινές και πλούσιες δυνατότητες της ζωής. Ποιοι είναι οι θεοί της; Ποια εξουσία τελικά αναγνωρίζει η ίδια;” (σσ. 78-79). Και φτάνει στο συμπέρασμα ότι “σε έναν γάμο, το εσωτερικό αντιπροσωπεύει τη στενή σχέση, το μέρος όπου τα ζευγάρια τσακώνονται ή κάνουν έρωτα, όπου φέρονται με ειλικρίνεια, όπου είναι ο εαυτός τους. Οι περισσότεροι γάμοι έχουν ένα δημόσιο πρόσωπο, μοιάζουν με παράσταση, όπως το σώμα έχει την επιδερμίδα του. Ένα ζευγάρι που μαλώνει δημοσίως είναι σαν το σώμα που αιμορραγεί, αλλά υπάρχουν και άλλες μορφές θανάτου που εξωτερικά δεν φαίνονται. Ο κόσμος σοκάρεται από τον καρκίνο, που είναι τόσο αθόρυβος και αόρατος, αλλά και από τον χωρισμό ζευγαριών που η αναμεταξύ τους εχθρότητα δεν φαινόταν ποτέ. Έδειχναν τόσο ευτυχισμένοι, λέει ο κόσμος, γιατί η ιδέα πως ο θάνατος μπορεί να έρχεται απαρατήρητος μας κάνει να υποπτευόμαστε ότι βρίσκεται ήδη εδώ. Ήσασταν οι τελευταίοι άνθρωποι, μου είπε ένας καλός φίλος, οι τελευταίοι άνθρωποι που θα περιμέναμε να έχουν αυτή την κατάληξη” (σσ. 79-80).
Ο χωρισμός τελικά πηγάζει από την απαίτηση της εξουσίας. Ο γάμος γεννά μια ψευδαίσθηση ισότητας, ενώ αυτή δεν υπάρχει. Η κανονικότητα του γάμου, γράφει η Cusk, έχει να κάνει με τη δύναμη της ζωής που φαίνεται “αβίαστη και ανεμπόδιστη. Παιδιά γεννιούνταν, συγκεντρωνόταν εξουσία, φιλοδοξίες ρίζωναν και άνθιζαν, αλλά κυρίως υπήρχε πίστη, πίστη στη δικαιοσύνη και στην πραγματικότητα. Είναι ενδιαφέρον τι συγχωρούν οι άνθρωποι, τι ανέχονται, όταν πιστεύουν” (σ. 81). Όταν όμως ο ένας συνειδητοποιήσει ότι “η αγνή γαλήνη της ισότητας δεν γεννά τίποτα” (σ. 81), τότε θα καταλάβει ότι η βία θα γεννήσει την πραγματική ισότητα, η βία της εξουσίας επάνω στα καθορισμένα, στη φυσική τάξη των πραγμάτων, η βία του μίσους εναντίον αυτού που εκφράζει την κανονικότητα ως έχων το πάνω χέρι. Και τότε το διαζύγιο έρχεται ως απόρροια και συνειδητοποίηση αυτού του μίσους συντρίβοντας τις άμυνες που δίνουν μία μορφή στη σχέση, όπως “η ευγένεια και η σύνεση, οι καλοί τρόποι και ο αυτοέλεγχος” (σ.82). Η Cusk θα αξιοποιήσει και την ιστορία της θυσίας του Αβραάμ, μέσα από την οποία θα επισημάνει ότι μια σχέση χρειάζεται ευθύνη: “ευθύνη σημαίνει να βάζεις το ηθικό καθήκον πάνω από το προσωπικό συναίσθημα” (σ.90). Η αγάπη έχει και ηθικό πυρήνα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι ιδανική κατάσταση. Μετά την θυσία που τελικά απετράπη “ο πατέρας ξέρει πια πως είναι σε θέση να βλάψει το παιδί του. Το παιδί έχει μάθει πως η γονεϊκή αγάπη δεν είναι τόσο ασφαλής όσο πίστευε. Ποια θα είναι η νέα ιστορία, όπως προκύπτει από αυτή τη φριχτή γνώση;” (σ.91).
Το βιβλίο της Cusk είναι συναρπαστικό. Είναι ανθρώπινο. Δεν οδηγεί σε αδιέξοδα, αλλά επισημαίνει ότι ένας γάμος θέλει πολλή δουλειά, όχι για να μην προχωρήσουμε σ’ αυτόν, όπως γίνεται δυστυχώς σήμερα από φόβο και από έλλειψη ευθύνης, αλλά γιατί δεν μπορεί καμία σχέση να είναι τέλεια.Η χαρά όμως της συνύπαρξης, το μοίρασμα της ζωής, η γέννα και η δημιουργία ολοκληρώνουν τον άνθρωπο και τον μαθαίνουν να ταξιδεύει στην αγάπη.
Το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει και στην προοπτική της πρόληψης, για να μη χρειαστεί το τέλος. Ακόμη όμως και η ήττα του γάμου, όπως είναι το διαζύγιο, στην πραγματικότητα, αν λειτουργήσει ως εφαλτήριο αυτοκριτικής και αναπροσανατολισμού, μπορεί να γίνει μία ευλογημένη καινούργια αρχή, όχι απαραίτητα ενός δεύτερου γάμου, σίγουρα όμως αξιοποίησης των συναισθημάτων και επίγνωσης ότι είμαστε φθαρτοί, έχουμε ανάγκη από βοήθεια και από πίστη και, την ίδια στιγμή, είμαστε υπεύθυνοι για τα παιδιά μας, όχι για να τα έχουν όλα, αλλά για να μπορούν να αισθάνονται ότι παρά τα λάθη και τις αποτυχίες μας, παλεύουμε να αγαπούμε. Και η αγάπη τελικά, παρότι συμπλέκεται με την εξουσία και τον πόλεμο, αν επικρατήσει στην καρδιά μας, θα μας βοηθήσει να παλέψουμε για την τελική νίκη: αυτή τη βασιλείας του Θεού, στην οποία χωρούνε όσοι παλεύουν ακριβώς για την αγάπη, νικώντας έστω και λίγο την ιδιοτέλειά τους.
Η ζωή μας θα παραμείνει φορτωμένη με τραύματα. Ας κρατήσουμε το χαμόγελο της συγχώρεσης μαζί τους και ας νικήσουμε την ευκολία του μίσους.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
28 Αυγούστου 2025
