«Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; Οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; Οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ;» (Α’ Κορ. 9,1)
«Δὲν εἶμαι ἀπόστολος; Δὲν εἶμαι ἐλεύθερος; Δὲν εἶδα τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ τὸν Κύριόν μας; Δὲν εἶσθε σεῖς τὸ ἔργον μου ἐν Κυρίῳ;».
Ένα
σπουδαίο ερώτημα θέτει ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους και σε όλους εμάς. Εκείνος
αναρωτιέται, στην αμφισβήτηση τού κατά πόσον τον θεωρούν οι Κορίνθιοι γνήσιο
απόστολος του Κυρίου, γιατί το πράττουν αυτό. Με τη μορφή των ρητορικών
ερωτημάτων, τους επισημαίνει ότι είναι και απόστολος, και ελεύθερος και έχει
δει τον Κύριο Ιησού Χριστό, όταν Τον κάλεσε στο αποστολικό αξίωμα, και οι
Κορίνθιοι είναι το έργο που έκανε για τον Κύριο, η βάπτισή τους, η συγκρότησή
τους σε σώμα Χριστού, που είναι η Εκκλησία, ο αγώνας τους να τηρήσουν τις
εντολές του Χριστού, αλλά και να κατηχηθούν, να ευαγγελιστούν, να ακολουθήσουν
τον δρόμο της πίστης είναι δικό του έργο. Γιατί λοιπόν να υπάρχει αμφισβήτηση
στο πρόσωπό του, σαν να μην γνωρίζουν ποιος είναι, σαν να μην θέλουν να τον
εμπιστευθούν;
Το
ερώτημα αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τον απόστολο Παύλο. Στην πραγματικότητα,
ξεκινά από τη στάση μας έναντι του Χριστού. Η ζωή μας, οι ιδέες μας, η θέση μας
έναντι της Εκκλησίας συχνά είναι μία αμφισβήτηση στον ίδιο τον Χριστό. Ο Κύριος
μάς έχει αφήσει ξεκάθαρους δρόμους για το καλούμαστε να πράξουμε στη ζωή μας.
Μας έχει αφήσει την Εκκλησία ως συνέχεια του έργου Του και ως συνέχεια των
αποστόλων και μαθητών Του, για να την εμπιστευόμαστε στις όποιες δυσκολίες
ανακύπτουν. Εμείς όμως, συχνά, έχοντας δική μας άποψη για τα πράγματα ή
παρασυρόμενοι από ψευδοπροφήτες, αρνούμαστε και να εμπιστευθούμε και να
ακολουθήσουμε την Εκκλησία. Κι αυτό διότι είτε έχουμε προσκόλληση σε πρόσωπα
είτε επειδή αντιπαθούμε πρόσωπα.
Τα
τελευταία χρόνια αυτός ο τρόπος θέασης έχει ενισχυθεί διά του Διαδικτύου. Δεν
βλέπουμε την Εκκλησία ως συνέχεια του έργου του Χριστού και των Αποστόλων, αλλά
ζητούμε από αυτήν να επιτελέσει έργο που δεν είναι στην αποστολή της. "Η
βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου" (Ιωάν. 18, 36),
διακήρυξε ο Χριστός στον Πιλάτο. Εμείς ζητούμε από την Εκκλησία να φέρεται σαν
να είναι η βασιλεία της εκ του κόσμου τούτου, να έχει άποψη για τα κοσμικά
πράγματα, και μάλιστα σύμφωνη με τη δική μας, να συμμετέχει στις κοσμικές δραστηριότητες,
αντί να μπολιάζει τον κόσμο με το ήθος του Ευαγγελίου να συσσχηματίζεται με τον
κόσμο, να είναι αρεστή στον κόσμο, αφήνοντας κατά μέρος την αποστολή της και
διχάζοντας τον κόσμο.
Έτσι,
το ερώτημα του Παύλου απευθύνεται και σε μας. «Ουκ ειμί ελεύθερος;»,
αναρωτιέται ο Παύλος. Έτσι κι εμείς. Ζητάμε από την Εκκλησία να απεμπολήσει την
ελευθερία της να μην είναι εξαρτημένη από τα σχήματα του κόσμου τούτου, για να
είναι αρεστή στον κόσμο. Ζητάμε από την Εκκλησία να πάψει να λειτουργεί στην
προοπτική της συγχώρησης, της παράκλησης, της μαρτυρίας της ανάστασης και να
γίνει ένα κοσμικό σχήμα που θα ζητά δικαίωση για τα πράγματα αυτής της ζωής και
μάλιστα με τον τρόπο αυτής της ζωής. Αντί να είναι ελεύθερη δίπλα στον άνθρωπο
που πονά και υποφέρει, παρακαλώντας τον με την ελπίδα της παρουσίας του Θεού
και υπενθυμίζοντάς του ότι ο αγώνας για την αιωνιότητα ξεκινά μέσα από αυτή τη
ζωή, εν τη ιστορία, δεχόμενη όσα αιτήματα έχουν να κάνουν με την αλήθεια,
αρνούμενη όμως το μίσος και την εκδίκηση, πιέζουμε για μια Εκκλησία
ιδεολογικοποιημένη, σαν όλα να πρέπει να λυθούν στον κόσμο τούτο, λησμονώντας
ότι παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου.
Εισερχόμαστε σταδιακά στην οδό της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ο απόστολος Παύλος ζητά από εμάς να κρατήσουμε την ελευθερία μας, τόσο ως προς την κατανάλωση των τροφών, να μη νικιόμαστε δηλαδή ούτε από τη λαιμαργία ούτε από την επίδειξη, αλλά να βλέπουμε τι μπορεί να σηκώσει ο αδελφός μας στη νηστεία, κυρίως όμως να παραμείνουμε ελεύθεροι από τις μόδες παντός είδους αυτού του κόσμου. Και μέσα σ’ αυτήν την ευλογημένη περίοδο να αντιτάξουμε τον τρόπο της πίστης: την προσευχή, τη συγχώρηση, την αγάπη, κάποτε και τη σιωπή. Για να παραμείνουμε ελεύθεροι εν Χριστώ.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
23 Φεβρουαρίου 2025
Κυριακή των Απόκρεω