1/23/25

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 154- ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, «Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΩΣ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ο άνθρωπος, ο θρύλος, το πολιτικό αποτύπωμα», εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

 


                Οι μεγάλοι ηγέτες, είδος εν ανεπαρκεία στην εποχή μας, γίνονται σημεία αντιλεγόμενα για την Ιστορία και τους ιστορικούς και γι’ αυτό διότι τους καλούν να πάρουν θέση έναντι του προσώπου τους. Κι εδώ βρίσκεται η γοητεία του ιστορικού: όχι όταν απλά επικαλείται μία αντικειμενικότητα, η οποία τον οδηγεί στο να καταγράφει τα συμπεράσματα της ιστορικής έρευνας αφήνοντας στον αναγνώστη τον τελευταίο λόγο, αλλά όταν, ενώ ο ίδιος έχει θέση και άποψη για τα πρόσωπα και τα γεγονότα δεν διστάζει να καταγράψει και τις αντίθετες απόψεις, κρίνοντας τόσο τις δικές του όσο και τις άλλες, ώστε να μπορέσει ο αναγνώστης του όποιου έργου να βγάλει τα συμπεράσματά του όχι μελετώντας ένα άχρωμο και άγευστο πόνημα, αλλά νιώθοντας ότι ο ιστορικός συγγραφέας του ανοίγει το παράθυρο στην αλήθεια, χωρίς να του την επιβάλλει.

                Αυτό επιχειρεί να πράξει στο τελευταίο πόνημά του (κατά κάποιους opus magnum) με τίτλο «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πλαστουργός Ιστορίας, ο άνθρωπος, ο θρύλος, το πολιτικό αποτύπωμα» (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ)  ο ακαδημαϊκός, επί δεκαετίες μαχόμενος δάσκαλος Πολιτικής Επιστήμης/Πολιτειολογίας, πολιτικός αναλυτής και αρθρογράφος, συγγραφέας μεγάλου αριθμού επιστημονικών πονημάτων κυρίως, Θανάσης Διαμαντόπουλος. Έχοντας ασχοληθεί με τον μεγάλο Έλληνα ηγέτη από την διδακτορική του  διατριβή με θέμα τον «Βενιζελισμό της Ανόρθωσης», ο Διαμαντόπουλος θα κάνει μία τελική αποτίμηση για τον Κρήτα πολιτικό που όντως υπήρξε πλαστουργός Ιστορίας, είτε με την έννοια του δημιουργού, του πλάστη είτε με την έννοια του πλαστογράφου, αναλόγως με το πώς κάποιος τον βλέπει.

                Το ενδιαφέρον στο έργο του Διαμαντόπουλου είναι ότι ξεκινά να ασχολείται με τον Βενιζέλο από τη στιγμή που εκείνος έρχεται στην κυρίως Ελλάδα, μετά το κίνημα στο Γουδή, το 1909, και επιμένει σε δύο διαστάσεις της ζωής και του έργου του που δεν βρίσκονται στο επίκεντρο της κριτικής ή της υπεράσπισης όσων ασχολούνται μαζί του.  Ο Βενιζέλος δεν υπήρξε αντιβασιλικός, όπως πολλοί πιθανόν να νόμισαν, κρίνοντας από την διαμάχη του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Όταν του δόθηκε η ευκαιρία, όντας πανίσχυρος στα μάτια του λαού, ακόμη και χωρίς να έχει εκλεγεί πρωθυπουργός, καθώς δεν κατέβηκε ως υποψήφιος στις εκλογές του Αυγούστου του 1910, « αρνήθηκε να συναινέσει στη δρομολόγηση μιας προσπάθειας για απομάκρυνση των βασιλέων, η οποία θα μπορούσε να έχει για τον τόπο σημαντικές διεθνοπολιτικές παρενέργειες, έστω και αν δεν επρόκειτο για μεταβολή πολιτεύματος, αλλά μόνο για αλλαγή δυναστείας: οι διεθνοπολιτικές επιπλοκές για τη χώρα μας αποτελούσαν εξέλιξη πιθανότατη, σε περίπτωση εκδίωξης της τότε βασιλευούσης δυναστείας, με σχεδόν όλες τις μεγάλες Δυνάμεις  της ηπείρου μας- όλες πλην μιας στην πραγματικότητα- να έχουν τότε εστεμμένες κεφαλές, συχνά συνδεόμενες με στενούς συγγενικούς δεσμούς μεταξύ τους, οπωσδήποτε δε με τη δική μας βασιλική οικογένεια. Πολλώ μάλλον που οι εστεμμένες   κεφαλές εκείνα τα χρόνια είχαν αποφασιστικό ρόλο και λόγο στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής των χωρών τους…» (σ. 58).

 Αυτή η παρατήρηση αποτελεί τη βάση του ερμηνευτικού σχήματος του Διαμαντόπουλου, που έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του Βενιζέλου, ο οποίος διαγράφεται εξαιρετικά από τον συγγραφέα: πρόκειται «για την έξη για τον τζόγο. Εσωτερικό και διεθνοπολιτικό. Έφεση, η οποία πολλάκις εκδηλώθηκε εκ νέου στο μέλλον, με συνέπειες για τη χώρα» (σσ. 76-77). Ο συγγραφέας τονίζει το ριψοκίνδυνο του χαρακτήρα του Βενιζέλου, τη φιλοδοξία του να καταστεί παίκτης του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος και όχι ένα διαχειριστής πολιτικός της Ελλάδας, ούτε απλώς κάποιος ο οποίος να βοηθήσει την πατρίδα του να προχωρήσει. Αυτό το έπραξε. Δεν ήταν όμως ο προσωπικός του στόχος. Κέντρο της ζωής του ήταν ο εαυτός του. Ο Βενιζέλος δεν συμβιβαζόταν με τα ελλαδικά πλαίσια. Έπαιξε τον ρόλο του με τέτοιον τρόπο, ώστε να καταστεί συνομιλητής των ισχυρών. Στην πραγματικότητα, έδειξε ότι η Ελλάδα, όταν στηρίζεται στην ποιότητα των ανθρώπων που γίνονται ηγέτες, μπορεί να προχωρήσει πιο πέρα από τα όριά της, ακόμη κι αν ο λαός δεν είναι έτοιμος να ακολουθήσει, ακόμη κι αν η καταστροφή είναι μάλλον αναπόφευκτη.

Γι’ αυτό  ο συγγραφέας επισημαίνει ότι ο Βενιζέλος χαρακτηριζόταν από «αδιαφορία για ιδέες, αξίες και αρχές ασφαλώς (,,έχω εντός μου όλες τις ιδέες του κόσμου’’ είπε ο ίδιος από τη  πρώτη στιγμή που ,,συστήθηκε’’ στους Έλληνες του Ελεύθερου Βασιλείου, ,,δεν εξυπηρετεί θεωρίες και αρχές, ζητεί από αυτές να τον εξυπηρετήσουν’’ έγραψε ο Γιώργος Θεοτοκάς), παράλληλα όμως και για τους δημοκρατικούς θεσμούς» (σ. 397). Ο Βενιζέλος λειτούργησε «ως αυτοθεσμισμένη προσωπικότητα» (σ. 398), δηλαδή ως μια προσωπικότητα που αυτοαναγορεύθηκε σε θεσμό, «κάτι σαν μια ανωτάτη αρχή ακόμη και με το φιλοσοφικό έως μεταφυσικό περιεχόμενο της τελευταίας λέξης» (σ. 398). Γι’  αυτό και δεν δυσκολεύτηκε να αφήσει κατά μέρος συνεργάτες, να λειτουργήσει υπερσυγκεντρωτικά, να καλλιεργήσει έμμεσα την προσωπολατρία. Αυτός ο σπουδαίος πολιτικός δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει τον βασιλιά Κωνσταντίνο καθιστώντας τον αρχιστράτηγο στους Βαλκανικούς πολέμους, διότι γνώριζε καλώς ότι ο βασιλιάς ήταν σύμβολο και αφήνοντάς του την δόξα, στην πραγματικότητα είχε το περιθώριο εκείνος να κινεί τα πράγματα και εκείνος να δοξάζεται μαζί του.

Ο Βενιζέλος όμως είχε ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Ήξερε καλά τις διεθνείς συνθήκες. Έβλεπε σε βάθος το τι θα γινόταν, ενώ συνεκτιμούσε τις ανάγκες των Ελλήνων και το πώς θα εξελισσόταν το πολιτικό παιχνίδι εάν άφηνε ευκαιρίες ανεκμετάλλευτες. Έτσι, μολονότι ο Μεταξάς, άλλη προσωπικότητα παρεξηγημένη για ιδεολογικούς λόγους -όχι άδικα-, τον είχε προειδοποιήσει ότι η εμπλοκή της Ελλάδας στην Μικρασία θα απέβαινε σε βάθος χρόνου καταστροφική, ο Βενιζέλος ανέλαβε το ρίσκο και διότι θα λειτουργούσε ως τοποτηρητής των Μεγάλων Δυνάμεων, της Αγγλίας κυρίως, στην Μικρά Ασία, αλλά και διότι υποπτευόταν ότι το ελληνικό στοιχείο θα υφίστατο μεγάλες διώξεις εάν παρέμενε απροστάτευτο ή έπεφτε στα χέρια των Ιταλών και το πολιτικό κόστος θα ήταν δυσβάσταχτο για τον ίδιο. Αυτό δεν συνειδητοποίησαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι, οι οποίοι έπρεπε να αναλάβουν την εξουσία μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 για να καταλάβουν την παγίδα. Δεν είχαν όμως ούτε τη γνώση του διεθνούς πολιτικού και οικονομικού συστήματος, ούτε την ικανότητα να πείσουν τον λαό για τυχόν απεμπλοκή, με αποτέλεσμα να φτάσουν ως τον Σαγγάριο, για να διαπιστώσουν τα αδιέξοδα, καταδικάζοντας ουσιαστικά έναν στρατό και έναν λαό σε μία καταστροφή αργότερα.

Προφανώς και η Ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις. Ωστόσο, ο συγγραφέας, περιγράφοντας τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά  στοιχεία της μεγάλης προσωπικότητας του Βενιζέλου, μας δείχνει τα στρατηγικά διλήμματα στα οποία ο Ελληνισμός ήταν και ίσως εξακολουθεί να είναι μπροστά τους. Μία Ελλάδα προσηλωμένη στη Δύση, αλλά σε ποια Δύση; Αυτή της στιγμής ή αυτή που θα εξελιχθεί σε βάθος χρόνου; Ο Βενιζέλος έβλεπε παραπέρα. Πίστευε στο χάρισμά του και στη δυνατότητα να εκπροσωπεί έναν λαό που θα βρισκόταν στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Δεν ήταν όμως επαίτης, αλλά νικητής, καθώς είχε συμβάλει στην επιτυχία των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν ένας αδίστακτα ευέλικτος, αλλά και με γνώση των προτεραιοτήτων. Η φιλοδοξία του δεν του επέτρεψε να δει τι γινόταν στο εσωτερικό της Ελλάδας στα χρόνια της απόλυτης κυριαρχίας του (1917-1920) και στο όνομά του, με αποτέλεσμα την ήττα στις εκλογές του Νοεμβρίου 1020.

Ο Βενιζέλος δεν έπαψε να παλεύει για τον εαυτό του πρώτα και κατόπιν για τη χώρα. Η νέα ανόρθωση την τετραετία 1928-1932, η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών με το σύμφωνο φιλίας του 1930, αλλά και η αδυναμία να αντιμετωπίσει την παγκόσμια οικονομική κρίση τον έστειλαν στην αντιπολίτευση. Αυτή τη φορά όμως δεν είχε χρόνο μπροστά του να περιμένει για να ξαναστήσει το στρατηγικό   παιχνίδι επανόδου του στα πράγματα, καθότι η ηλικία, η έπαρση, αλλά και η επιμονή του στην εικόνα που είχε ο λαός γι’ αυτόν παλαιότερα, χωρίς να κατανοεί ότι πλέον εξέφραζε την παλαιοκομματική νοοτροπία της κατάκτησης και διατήρησης της εξουσίας και όχι του οράματος για μία νέα Ελλάδα, ήταν η αιτία για την τελική του ήττα όταν επιχείρησε το πραξικόπημα του 1935, οδηγώντας αργότερα τον μεγάλο αντίπαλό του Ιωάννη Μεταξά στη δικτατορία, καθότι εκείνος είχε όραμα για την Ελλάδα στον μεγάλο πόλεμο που ερχόταν.

Ένα βιβλίο που είναι πολύ σημαντικό για όποιους θέλουν να δούνε τι σημαίνει πολιτική, αλλά και πώς ένας άνθρωπος χαρισματικός μπορεί να  οδηγήσει έναν λαό μπροστά, αλλά και να νικηθεί τελικά από τα πάθη του. Πάντως απαρατήρητος δεν περνά. Αγαπιέται και μισείται, ενώνει όταν ο στόχος είναι μεγάλος, αλλά και διχάζει όταν φαίνεται ότι κλειδί για τον ίδιο και τους δικούς του είναι η εξουσία.  Πάντως, πλάθει ιστορία και γράφει ιστορία.

Ο συγγραφέας του βιβλίου πετυχαίνει να μας κάνει να συνταξιδέψουμε στην πορεία της ζωής και του χαρακτήρα του Βενιζέλου. Χωρίς λοιπόν να έχει ανάγκη από τον δικό μας έπαινο, ένα «ευχαριστώ» είναι χρέος μας προς εκείνον. Σας συνιστούμε το βιβλίο ανεπιφύλακτα. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

23 Ιανουαρίου 2025