Αναρωτιόμαστε συχνά, ιδίως όταν οι μεγαλύτεροι συνομιλούμε με τους νεώτερους, γιατί δεν καταφέρνουμε να πείσουμε γ’ αυτό που θεωρούμε σωστό. Είναι μήπως γιατί αυτό που πιστεύουμε δεν είναι στην πραγματικότητα το σωστό; Είναι διότι ο άλλος, στον οποίο απευθυνόμαστε, έχει τόσο εγωισμό, ώστε δεν αποδέχεται τον λόγο μας; Είναι επειδή δεν τον καταλαβαίνει; Είναι επειδή θέλει να μπει στην περιπέτεια του λάθους, της διακρίβωσης με βάση το δικό του θέλημα του τι πρέπει να γίνει ή όχι; Ή όλα πηγάζουν από ένα αίσθημα απόρριψης της αυθεντίας και τη στιγμή που εμείς θέλουμε να δώσουμε στον άλλο να καταλάβει ότι αυτό που του λέμε είναι σωστό, εκείνη τη στιγμή στη σκέψη του λειτουργούμε ως η αυθεντία που θέλει ή έχει μάθει να απορρίπτει;
Αυτά είναι αιώνια
ερωτήματα της παιδαγωγικής και της συμβουλευτικής προσέγγισης των ανθρώπων. Και επεκτείνονται και στην
πνευματική ζωή. Συχνά οι άνθρωποι που πιστεύουμε στον Θεό θα θέλαμε να
ακολουθούν και οι άλλοι άνθρωποι, τουλάχιστον του περιβάλλοντός μας, τον δρόμο
της πίστης. Λησμονούμε βέβαια τον λόγο του Χριστού: «ει τον λόγον μου ετήρησαν,
και τον υμέτερον τηρήσουσι» (Ιωάν. 15,20). Λησμονούμε ότι ούτε εμείς
τηρούμε συνήθως τον λόγο του Χριστού και, επομένως, πώς έχουμε την απαίτηση οι
άλλοι να κάνουν αυτό που εμείς δεν πράττουμε; Άρα, ο δρόμος της ταπείνωσης
είναι η δική μας αρχή. Να μπορούμε εμείς να παλεύουμε να τηρούμε τον λόγο του
Χριστού και της Εκκλησίας, για να ζητούμε, και πάλι με διακριτική αγάπη, από
τους άλλους να πράξουν το ίδιο. Κι εκεί που νιώθουμε τοίχο, να επιλέγουμε την
οδό και τον τρόπο της προσευχής, που ενώνεται με την υπομονή.
Όμως στις σχέσεις
γονέων και παιδιών, δασκάλων και μαθητών, επικεφαλής και υφισταμένων, πώς
μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το ίδιον θέλημα, το οποίο αρνείται να πράξει αυτό
που μοιάζει και ίσως και να είναι σωστό; Η μέθοδος της βίας είναι απορριπτέα. Η
τιμωρία είναι ένα όριο, που κάποτε είναι απαραίτητο, από την άποψη ότι εάν δεν
υπάρχουν συνέπειες, τότε η ασυδοσία φέρνει περαιτέρω κακό. Αν δεν πειστεί όμως
ο άλλος για το ότι είναι προς όφελός του και έχει νόημα να πράξει το σωστό,
τότε και την τιμωρία θα βρει τρόπο να την ξεπεράσει. Ο διάλογος, η επιμονή, το
φιλότιμο μπορούν να βοηθήσουν. Κυρίως όμως η αποφασιστικότητά μας, ότι αυτό που
προτείνουμε γνωρίζουμε ότι είναι το σωστό. Έχουμε επιχειρήματα και πειθώ. Και
τότε υπάρχει η ελπίδα να βοηθηθεί ο καλοπροαίρετος στο να αντιληφθεί ότι ό,τι
προτείνουμε έχει αγάπη και ζητείται από αγάπη.
Στην καθημερινότητα της ζωής, στην πολιτική, στις ανθρώπινες σχέσεις υπάρχει η καχυποψία του συμφέροντος. Δεν είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε αυτό που μοιάζει σωστό, καθότι υποψιαζόμαστε ότι αυτός ή αυτοί που μας το προτείνουν δεν είναι ειλικρινείς, αλλά έχουν ιδιοτέλεια μέσα τους και μας το ζητούνε. Ή, αποκρύπτουν άλλους στόχους και προβάλλουν αυτό που μοιάζει σωστό, αλλά δεν είναι ολοκληρωμένη η ματιά την οποία καλούμαστε να ρίξουμε. Το ρόδο συνοδεύεται και από αγκάθια. Και ο ιδιοτελής κρύβει ό,τι θα πληγώσει, ωραιοποιώντας τον ανθό, ώστε να πετύχει τον δικό του στόχο. Γι’ αυτό χρειάζεται αλήθεια και αγάπη, όταν θέλουμε να δείξουμε έναν δρόμο που νιώθουμε ότι είναι ο σωστός. Και ας επιμείνουμε. Ο χρόνος αποκαλύπτει ό,τι κρύβεται. Η προσευχή βοηθά στην αντοχή, ακόμη κι αν η λύπη της άρνησης δυσκολεύει.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 13 Νοεμβρίου 2024