Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν (Β’ Κορ. 4, 11)
Δηλαδή είμαστε ζωντανοί, αλλά εκθέτουμε συνεχώς τον εαυτό μας στο θάνατο για χάρη του Ιησού, ώστε να φανερωθεί στο θνητό μας σώμα η ζωή του Ιησού.
Ο απόστολος Παύλος γράφει προς τους Κορινθίους τη δεύτερη
επιστολή του, για να τους θυμίσει, μεταξύ άλλων, ότι η όντως ζωή βγαίνει μέσα
από τον θάνατο. Οι άνθρωποι βλέπουμε τη ζωή στο «φαίνεσθαί» της. Στις σωματικές
της λειτουργίες, στην καθημερινότητά της, στην κίνηση προς τον άλλο, τον κόσμο,
τον εαυτό μας, στη θέα διά των αισθήσεων, στους στόχους και τα επιτεύγματα.
Είναι όντως ζωή όμως αυτό το «φαίνεσθαι»;
Θα ήμασταν αχάριστοι έναντι του Θεού αν ισχυριζόμασταν
ότι όλα αυτά, επειδή έχουν έναν χαρακτήρα πρόσκαιρο, δεν είναι ζωή. Επειδή
είναι εκφάνσεις εν χρόνω, δεν αξίζουν. Ο Θεός όρισε να ζούμε στον κόσμο, στον
χρόνο που Εκείνος επέτρεψε, να έχουμε τους γονείς που μας έφεραν στη ζωή, να
έχουμε να παλέψουμε μέσα στον πολιτισμό και τα ήθη που συναντούμε. Και
επαφίεται σε μας να χαράξουμε δρόμους ή απλώς να ακολουθήσουμε ή και να
καταστρέψουμε ή και να αδιαφορήσουμε. Όμως ο Θεός μας προίκισε και με ένα
ξεχωριστό και μοναδικό δώρο: το πνεύμα, την ψυχή μας, ώστε να είμαστε διαφορετικοί
όχι μόνο σωματικά και κατ’ όψιν, αλλά και ως πρόσωπα σε σχέση με τους άλλους
ανθρώπους. Και μας έδωσε, μέσα από το πνεύμα, την ψυχή μας, τη δυνατότητα να
έχουμε ξεχωριστά χαρίσματα, εικόνα δική του, την αγάπη και την ελευθερία, το
λογικό, τη συνείδηση, τη δημιουργικότητα, τη δυναμική να σχετιζόμαστε με τον
πλησίον μας, να χτίζουμε κατά το θέλημα του Θεού ή κατά το θέλημα το δικό μας ή
σε συνδυασμό. Όλος αυτός ο δρόμος όμως στην πραγματικότητα έχει τέρμα του τον
θάνατο, την έξοδό μας δηλαδή από τον χρόνο.
Γι’ αυτό η όντως ζωή περνά μέσα από τη σχέση με τον
Χριστό. Εκείνος είναι που μέσα από την κοινωνία μαζί Του μπορούμε να δώσουμε
νόημα που διαρκεί σε όλα όσα πράττουμε, σε όλα όσα ζούμε, σε όλα όσα είμαστε. Να
περάσουμε δηλαδή από το «φαίνεσθαι» στο «είναι» όχι ως άτομα, αλλά ως πρόσωπα
που Τον αναζητούμε και Τον βρίσκουμε στον τρόπο της Εκκλησίας. Στη θεία
κοινωνία, δηλαδή στη μετοχή μας στη Θεανθρώπινη ύπαρξή Του, όπως Εκείνος μάς
προσφέρεται για να γίνουμε ένα. Στην αγάπη προς τον πλησίον, όπως Εκείνος μάς
την έδειξε, δηλαδή με τον τρόπο του σταυρού, της συγχώρεσης, της θυσίας, της
υπομονής. Στην πίστη στην ανάσταση, η οποία γκρεμίζει την ιδεολογία του
μηδενισμού και κάνει τη ζωή να αξίζει, διότι η έξοδος από τον χρόνο δεν είναι σβήσιμο
του προσώπου, αλλά κοίμηση και, την ίδια στιγμή, θέαση του προσώπου του
Χριστού, του φωτός, της ελπίδας, της αγάπης που γίνεται αιωνιότητα.
Όλα όσα ζούμε είναι ζωή αληθινή. Δεν είναι όμως αυτάρκης αυτή η ζωή. Χρειάζεται να εκθέτουμε τον εαυτό μας στον θάνατο: αυτόν της υπέρβασης της αμαρτίας, δηλαδή της αίσθησης ότι τα πάντα είναι για μένα και για το πρόσκαιρο της ζωής και δεν μου χρειάζεται ο Θεός, ενώ ο πλησίον υπάρχει για να τον χρησιμοποιώ. Και είναι θάνατος αυτός ο αγώνας να νικήσουμε την αμαρτία, διότι έχουμε να πολεμήσουμε με τον «έτερο νόμο» (Ρωμ. 7,23), του να κάνουμε αυτό που δεν θέλουμε. Τον νόμο του θελήματος. Τον νόμο του πειρασμού. Τον νόμο του «μόνο εγώ». Αν πεθαίνουμε ως προς αυτόν τον νόμο, τότε φανερώνεται εντός μας η ζωή του Χριστού. Η ζωή της αγάπης. Η ζωή της ανάστασης. Η ζωή που δεν νικιέται από τον θάνατο. Αυτός είναι ο τρόπος της Εκκλησίας, που χρειάζεται να τον αναζητήσουμε και να τον ζήσουμε. Διότι ο Χριστός δεν μας αφήνει μόνους στον αγώνα εναντίον του έτερου νόμου, αλλά μας εξάγει συνεχώς στη ζωή. Που, μαζί του, είναι η όντως και ατελεύτητη.
π. Θεμιστοκλής
Μουρτζανός
6 Οκτωβρίου 2024
Κυριακή Γ’ Λουκά