10/25/24

ΤΑ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ


 «Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν»
(Β’ Κορ. 9,10) 

«Και εκείνος που χορηγεί άφθονα σπόρο στο σπορέα και άρτο για τροφή θα χορηγήσει και θα πληθύνει το σπόρο σας, και θα αυξήσει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας». 

            Ποιοι είναι οι στόχοι της ζωής μας; Παλαιότερα, ο άνθρωπος ήθελε να επιβιώσει, να έχει την εργασία του, μη φοβούμενος την χειρωνακτική προσπάθεια, ενώ το σπίτι ήταν το κέντρο της ζωής του. Γι’ αυτό και ήθελε να κάνει οικογένεια, διότι γύρω από την οικογένεια οργανωνόταν η πορεία του στον κόσμο, εκεί βρισκόταν το νόημά της, εκεί ένιωθε να καταξιώνεται η διαφορετικότητά του. Ο σύνδεσμός του με την πίστη και τη θρησκεία τον έκανε να θέλει η ζωή του και έργα κατά το Ευαγγέλιο. Κι αυτό διότι αισθανόταν ότι αυτό ήταν το χρέος του: να γίνει αποδεκτός από τον Θεό και από την κοινότητα στην οποία ανήκε και με τον λόγο και με τη σιωπή και με τα έργα του.  Η ιδέα που η κοινότητά του είχε γι’ αυτόν ήταν το κλειδί για να αισθάνεται καλά. Για να μπορεί να κοιμάται με ήσυχη συνείδηση ή, τουλάχιστον, φρόντιζε, όσο κι αν αυτό σήμερα φαντάζει υποκριτικό, να κρατά εν οίκω όσα θα τον δυσκόλευαν εν δήμω.

            Σήμερα, ο άνθρωπος έχει λησμονήσει το πνευματικό περιεχόμενο της ζωής. Την έχει μετατρέψει σε μια υλιστική πορεία. Νόημα έχει η ζωή του εφόσον έχει χρήματα, εφόσον μπορεί να ικανοποιεί τις επιθυμίες του, εφόσον μπορεί να αισθάνεται ευχαρίστηση, ει δυνατόν με τον ελάχιστο δυνατό κόπο, ενώ δεν τον ενδιαφέρει να έχει σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, καθώς ο εικονικός κόσμος γεννά την αυταπάτη της υπέρβασης της μοναξιάς. Εφόσον μπορώ να γεμίζω με εικόνες τον νου και την ψυχή μου, εφόσον ο χρόνος περνά χωρίς να γίνεται η ανία θανατηφόρα για την ψυχή κατάσταση, αφού η εικονική πραγματικότητα με κάτι τον γεμίζει, τότε μπορώ με πραγματικά ή εικονικά ταξίδια να ξεφεύγω από την καθημερινότητά μου. Αυτή η θεώρηση της ζωής τοποθετεί στο περιθώριο τον μεταφυσικό προβληματισμό και καθιστά την υγεία το πολυτιμότερο αγαθό, ακριβώς διότι η ζωή έχει αξία όσο τη ζούμε. Μετά την έξοδό μας από τον κόσμο αυτό, όλα σβήνουν.

            Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας προς τους Κορινθίους, μας υπενθυμίζει ότι υπάρχει ο παράγοντας Θεό, που δεν θα φύγει από τη σκέψη και την καρδιά μας ούτε στην εποχή που ζούμε ούτε στο μέλλον. Κι αυτό διότι η υλιστική πορεία της ζωής, όσο κι αν φαίνεται ότι  γεμίζει την καθημερινότητά μας, δεν μπορεί να διαγράψει από την καρδιά μας και την ψυχή μας τον αληθινό προορισμό της ζωής, που είναι το να αγαπούμε. Και η αγάπη προϋποθέτει άνοιγμα της καρδιάς, δόσιμο ει δυνατόν με γενναιοδωρία. Και αυτή έρχεται στον άνθρωπο που πιστεύει σε έναν προορισμό διαφορετικό από το μηδέν. Σ’ αυτόν που νιώθει ότι υπάρχει και υπάρχουμε από τη γενναιοδωρία του Θεού της αγάπης, ο Οποίος σκόρπισε από τον εαυτό Του και μας δημιούργησε  και μας ανακαίνισε διά της ενανθρωπήσεως του Υιού Του και μας συντηρεί διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Μας δείχνει, ανά πάσα στιγμή, ότι είναι δίπλα μας. Και μας καλεί να δείξουμε τα γεννήματα της δικής μας δικαιοσύνης, της δικής μας αγαθοεργίας, της δικής μας αγάπης, δηλαδή την έγνοια μας για τους άλλους με ιλαρή καρδιά, χαρά και καλή διάθεση δηλαδή, την υλική μας προσφορά διά της ελεημοσύνης, την αποφυγή της κατάκρισής τους και της συμπάθειάς μας προς αυτούς, της συνάντησής μας μαζί τους στην Εκκλησία και στη ζωή.

            Έχουμε σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, να ξαναβρούμε την οδό της αγάπης. Να τη δείξουμε, μεσολαβώντας είτε διά του λόγου είτε διά της προσευχής, σε εκείνους που ξαστοχούν. Να εμπιστευθούμε τον Θεό στις δυσκολίες και τους σταυρούς της ζωής μας. Και να δείξουμε και στους άλλους ότι νικητής της ζωής δεν είναι αυτός που τα έχει άλλα, αλλά αυτός που μπορεί να αντέξει με τα λιγότερα, διότι νιώθει δίπλα του να πορεύεται ο Θεός, έτοιμος να τον στηρίξει και να τον παρηγορήσει. Αυτή η θέαση της ζωής κάνει τον άνθρωπο να βγει από τον εικονικό του κόσμο και να θελήσει, όντας ανοιχτός ψυχικά, να βρει τρόπους τα γεννήματα της δικαιοσύνης του, όποια κι αν είναι αυτά, να γίνουν κτήμα κι άλλων. Έτσι, η ζωή ξεπερνά ακόμη και το «φαίνεσθαι», ακόμη και το συμβολικό «ανήκειν»  και γίνεται συνάντηση αγάπης και αλήθειας και με τον Θεό και τους ανθρώπους, στον τρόπο της Εκκλησίας. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Ζ’ Λουκά