Μια απόφαση που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον έλαβε το Υπουργείο Παιδείας για τη νέα σχολική χρονιά: τα κινητά να είναι στις τσάντες των μαθητών και να τιμωρούνται όσοι και όσες τα κρατούν στα χέρια τους στις ώρες των μαθημάτων και στα διαλείμματα. Ο πρωθυπουργός της χώρας δήλωσε ότι η απόφαση στηρίχτηκε στο ότι «τα επιστημονικά δεδομένα πια για το πώς η χρήση του κινητού κατά τη διάρκεια της ημέρας στο σχολείο επηρεάζει την ίδια τη μαθησιακή διαδικασία είναι καταλυτικά. Από την διάσπαση προσοχής μέχρι άλλα σημαντικά ζητήματα είναι σαφές ότι το κινητό δεν έχει θέση στο σχολείο την ώρα της ημέρας».
Η απόφαση αυτή προκάλεσε
αντιδράσεις σε γονείς και εκπαιδευτικούς, οι οποίοι έσπευσαν να κατηγορήσουν
την πολιτεία για έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα, για αδυναμία ενσωμάτωσης
της χρήσης της τεχνολογίας στη μαθητική ζωή, για οπισθοδρομικές αντιλήψεις. Αυτές
οι αντιδράσεις όμως δείχνουν συνειδητή αδιαφορία για στοιχεία της μαθητικής πραγματικότητας,
τα οποία υφίστανται χωρίς να σχετίζονται
κατ’ ανάγκην με τα επιστημονικά δεδομένα που η πολιτεία επικαλείται.
Η χρήση των
κινητών από τα παιδιά και τους νέους στη
ζωή τους είναι δεδομένη. Είναι εμφανές ότι πολλές φορές ζούνε για να
φωτογραφίζονται και να φωτογραφίζουν, για να επικοινωνούν διαδικτυακά μέσω των
κινητών, ενώ υπάρχει κίνδυνος έλλειψης σεβασμού των προσωπικών δεδομένων τόσο
των ίδιων, όσο και των συμμαθητών τους. Το bullying με τα κινητά να μαγνητοσκοπούν, ώστε τα περιστατικά να
αναρτηθούν ως ένδειξη μαγκιάς, έχει διογκωθεί. Το να αισθάνεται ένας
εκπαιδευτικός ότι το κινητό ενός μαθητή θα παγώσει σε μία εικονική στιγμή, η
οποία δεν εκφράζει απαραίτητα την μαθησιακή και σχεσιακή διαδικασία της
σχολικής ζωής και θα προκαλέσει ποικίλες εντυπώσεις, είναι αφορμή φοβικής
προσέγγισης της τάξης και γεννά άγχος και καχυποψία. Το να επικαλείται ακόμη
κάποιος την τεχνοφοβία ως αιτία άρνησης χρήσης κινητών στο σχολείο, ενώ σχεδόν
όλη η εκπαιδευτική διαδικασία στηρίζεται σε διαδραστικούς πίνακες και σε
ψηφιακό υλικό, το οποίο συχνά παράγεται και στα σχολικά εργαστήρια
πληροφορικής, είναι φτηνό επιχείρημα. Εξάλλου, εάν το σχολείο αποτελεί κατά
πάντα μικρογραφία της στιγμής της κοινωνικής ζωής και δεν είναι και λίγο
συντηρητικό, προβάλλοντας αξιακά πρότυπα που μιλούν στη συνείδηση των μαθητών
και δεν αναπαράγουν απλώς το μεταμοντέρνο, είναι νοοτροπία η οποία έχει
αποτύχει πανηγυρικά στην Ευρώπη.
Το σχολείο δεν
έχει ανάγκη μόνο την ψηφιακή δημιουργία των μαθητών ή το ψηφιακό μάθημα. Έχει
ανάγκη και την καλλιέργεια της κοινωνικότητας, του διαλόγου, της χαράς που
λειτουργεί στα πλαίσια του αυθορμητισμού και όχι του οργουελικού φόβου ότι
οτιδήποτε γίνεται, καταγράφεται. Το πείραμα του webex στα δύο χρόνια της πανδημίας, όπου
η σχολική διαδικτυακή τάξη στην πραγματικότητα αποτέλεσε δύο χαμένα
εκπαιδευτικά χρόνια δεν έχει διδάξει τίποτα όλους εκείνους που είναι έτοιμοι να
λειτουργούν «αντί-», ακόμη και στα αυτονόητα.
Ας αφήσουμε επιτέλους ένα μέρος της παιδικής και εφηβικής ζωής να βιωθεί στον αυθορμητισμό, τη δημιουργικότητα, την αποτυχία ακόμη, αλλά με το να κοιτιούνται δάσκαλοι και μαθητές στα μάτια. Να μπορούν ακόμη και να βαρεθούν. Να προσπαθήσουν να λύσουν, χωρίς τους εκβιασμούς που η εικόνα φέρνει, τα προβλήματα που προφανώς και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Χρειαζόμαστε όρια όλοι μας. Η επιτυχία ή μη του μέτρου δεν έχει να κάνει με την αξία του, αλλά με το πόσο όσοι ασχολούνται με την παιδεία θα θελήσουν να δούνε πέρα από ιδεοληψίες και λαϊκισμούς. Θα έχει ενδιαφέρον η νέα σχολική χρονιά.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 18 Σεπτεμβρίου 2024