ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 142- MARILYNE ROBINSON, “ΤΖΑΚ”, μετάφραση Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Η Μέριλυν Ρόμπινσον είναι ίσως η σπουδαιότερη από τις εν ζωή Αμερικανίδες συγγραφείς, καθώς κάνει μέσα από την πένα της έναν αγώνα να καταδείξει τις ρίζες της κρίσης του σύγχρονου πολιτισμού, βλέποντας το θρησκευτικό του υπόβαθρο, την απόρριψη που η πίστη βιώνει και τις αντίθετες από αυτήν αξίες που κυριαρχούν στους καιρούς μας. Ταυτόχρονα, δεν φοβάται να επισημάνει το κενό νόηματος που ο κόσμος βιώνει, τις εσωτερικές ψυχικές συγκρούσεις των ανθρώπων, οι οποίοι δυσκολεύονται να ξεδιαλύνουν τον κόσμο στον οποίο ζούνε, τις προτεραιότητές τους σε σχέση με τις δικές του, την αδυναμία να βρούνε στην αγάπη την απάντηση, η οποία υπερβαίνει το πρόσκαιρο, ανανοηματοδώντάς το.
Διαβάσαμε το τέταρτο μυθιστόρημα της Ρόμπινσον (αγαπημένη συγγραφέας του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, αν κάτι λέει αυτό για τους δικούς μας πολιτικούς) από τη σειρά “Γκίλιαντ”. Ο τίτλος του: “Τζακ”. Αναφέρεται στον νεώτερο γιο του πάστορα Μπάουτον από την Γκίλιαντ και στον αγώνα του να βρει νόημα ζωής υπερβαίνοντας την πατρική σκιά, ενός κληρικού ο οποίος είναι βαθιά φιλοσοφημένος και αφιερωμένος στον αγώνα για έναν πιο ανθρώπινο κόσμο, χωρίς όμως να είναι σε θέση να κηρύξει επανάσταση εναντίον των κακώς εχόντων σε κοσμικό επίπεδο. Είναι το αιώνιο ερώτημα που ταλανίζει την πίστη και την Εκκλησία: παλεύουμε για το αεί ή αγωνιζόμαστε και για το νυν, ώστε οι άνθρωποι να μη μείνουν στην εσχατολογία, αλλά να παλέψουν για έναν πιο δίκαιο και ανθρώπινο κόσμο;
Η Ρόμπινσον αφηγείται την περιπέτεια του Τζακ, που αδυνατεί να συνυπάρξει με την πατρική οικογένεια, φεύγει από το σπίτι, γίνεται ένας αλήτης κυριολεκτικά, κάνει και φυλακή για μικροκλοπές, επιλέγει την οδό της αθεΐας, αλλά μέσα του δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος μόνο γκρεμίζοντας. Θα ερωτευθεί μία δασκάλα, την Ντέλα, κι αυτή κόρη κληρικού, μόνο που εκείνη είναι “έγχρωμη”, μαύρη, σε μια εποχή στην οποία ο Αμερικανικός Νότος δεν μπορούσε να διανοηθεί τέτοιες συνυπάρξεις. Τα αισθήματα είναι αμοιβαία και όλο το μυθιστόρημα στηρίζεται στην κλιμάκωση των συναισθημάτων, στις ψυχικές συγκρούσεις του ήρωα που ξέρει ότι ο απαγορευμένος έρωτας θα τον οδηγήσει στη φυλακή και την κοπέλα στην καταστροφή, αλλά δεν μπορεί να νικήσει την δύναμη της αγάπης που αισθάνεται για εκείνη. Ούτε όμως και η Ντέλα μπορεί να τον εγκαταλείψει.
Οι συγκρούσεις επεκτείνονται και στον κοινωνικό περίγυρο. Οι γονείς και η οικογένεια της Ντέλα ακολουθούν την οδό “του διαχωρισμού”, την ανάπτυξη της αυτάρκειας της νέγρικης φυλής, κάτι που απαγορεύει μεικτούς γάμους και σχέσεις. Δεν είναι η αγάπη, παρότι ο πατέρας της Ντέλα είναι κληρικός, το μείζον, αλλά η φυλετική καθαρότητα. Δεν είναι μόνο οι λευκοί που διαγράφουν από τη σκέψη τους τον έρωτα ενός λευκού και μίας μαύρης. Είναι και οι μαύροι που αρνούνται μια τέτοια προοπτική. Οι άνθρωποι οχυρώνονται πίσω από τις ταυτότητές τους, χωρίς να θέλουν να κάνουν ένα βήμα ανοιχτό στην πανανθρώπινη προοπτική. Δεν είναι η ανάδειξη της διαφορετικότητας ο σκοπός, αλλά η διαφύλαξη της πατροπαράδοτης αντίληψης και εμπειρίας. Η Ρόμπινσον δεν είναι κήρυκας του δικαιωματισμού. Δεν την ενδιαφέρει να καταδείξει και να δικαιολογήσει καταστάσεις που υπερβαίνουν την ανθρώπινη φυσικότητα. Στόχος της είναι να δείξει ότι μπορούμε να ζούμε σε έναν κόσμο, στον οποίο δεν είναι το “τι” που μετρά αλλά το “ποιος/ποια”.
Συγκλονιστική η αρχή του βιβλίου. Οι δύο ήρωες συναντιούνται σε ένα νεκροταφείο, όπου θα μιλήσουν μία ολόκληρη νύχτα. Και αυτό που φαίνεται από την αρχή ότι είναι νεκρό, γίνεται ζωναντόν μέσα από την κοινωνία των προσώπων. Ο έρωτας, για την Ρόμπινσον, δεν ξεκινά, ούτε αρκείται στη σεξουαλικότητα, στην έλξη των σωμάτων, αλλά είναι η βάση για να συνομιλήσουν οι άνθρωποι, να διαλεχθούν, να ανοίξουν τις καρδιές τους, να μοιραστούν το είναι τους, να αποκαλύψουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Κι εδώ οι ηθικές αρχές της χριστιανικής παράδοσης παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στο να δει ο κόσμος διαφορετικά την κοινωνία των προσώπων. Σήμερα, ζούμε σε καιρούς όπου το σώμα έχει θεοποιηθεί, βρίσκεται στην αυτάρκεια της χρήσης με κάθε τρόπο, για την ευχαρίστηση, αλλά ο σύνολος άνθρωπος, δηλαδή και οι ψυχές, μπαίνει σε υποδεέστερη ή κάποτε και μηδενική μοίρα.
Η Ρόμπινσον στήνει ένα εξαιρετικό ανάγλυφο της ψυχής του Μπάουτον. Αποκαλύπτει τα σκαλοπάτια στα οποία ο ήρωας παλεύει να ανέβει, τις απόπειρές του να δείξει στην αγαπημένη του ότι την αγαπά αληθινά εγκαταλείποντάς την, για να μην της κάνει κακό, τον αγώνα του για κανονικότητα, που του εξασφαλίζει μια λογικά κατοχυρωμένη ζωή, αλλά και την αδυναμία του να παραιτηθεί από τον έρωτα, που μπορεί να μοιάζει καταστροφικός, αλλά είναι αληθινά δυνατός, είναι “έρως ανίκατε μάχαν”, είναι αυτός που καθιστά τους δύο ήρωες τραγικούς, αλλά όχι νικημένους!
Δεν είναι τυχαίο, κατά τη γνώμη μας, το ότι η Ρόμπινσον επιμένει στον ήρωα-άντρα. Αυτός είναι ο αδύναμος της ιστορίας, όπως και στον κόσμο μας σήμερα. Άντρες οι οποίοι τα θέλουν όλα, χωρίς να είναι έτοιμοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Άντρες οι οποίοι είναι έτοιμοι να παραδώσουν το νόημα της ζωής τους στις μητέρες, στις ερωμένες, στις παρέες, για να μη συγκρουστούν και να χτίσουν τον δικό τους εαυτό. Ο Τζακ θα προσπαθήσει να λειτουργήσει σ’ αυτήν την προοπτική. Όμως, η ψυχή του θα του πει ότι αν θέλεις να κρατήσεις την αγάπη, θα παλέψεις γι’ αυτήν πολεμώντας τη νοοτροπία που σε θέλει συμβιβασμένο και βολεμένο.
Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε τον τρόπο με τον οποίο η Ρόμπινσον βλέπει τη θρησκευτικότητα ως κλειδί της αμερικάνικης και εν γένει δυτικής πραγματικότητας. Για τη συγγραφέα η πίστη, εκτός από τα δόγματά της, τα οποία στηρίζουν την πορεία του ανθρώπου, κάνοντάς τον να αισθάνεται ότι ανήκει σε κοινότητες, χρειάζεται να ξαναδεί την αποστολή της μέσα στον κόσμο. Αυτή περνά από την υπέρβαση της απολυτότητας των κρίσεων περί αμαρτίας, χρειάζεται να οδηγείται υπό το πρίσμα της επιείκειας, της κατανόησης, του διαλόγου, του σεβασμού στην αμφιβολία, της έμπρακτης αγάπης και φιλανθρωπίας, κυρίως όμως του ανοίγματος σε όλους, όχι με βάση το “τι” κάνουν, αλλά με βάση το “ποιοι/ποιες είναι”. Παιδιά του Θεού που μας αγάπησε και μας αγαπά, σταυρώθηκε, αναστήθηκε και πάντοτε μας απλώνει τα χέρια, όχι για να μας εισαγάγει σε έναν κόσμο των “πρέπει”, αλλά σε μια μεγάλη οικογένεια που οδηγεί στην μεταμόρφωση της αγάπης και της ευθύνης. Δεν είναι οι βεβαιότητες των κανόνων το μείζον, αλλά η αναγνώριση ότι οι πάντες είμαστε εικόνες Θεού. “Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν”, μας υπενθυμίζει ο Χριστός στον οποίο πιστεύουμε. Και ουδείς αναμάρτητος.
Εξαιρετική η μετάφραση της Κατερίνας Σχινά και το εξώφυλλο των εκδόσεων ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ με τη συμπλοκή των ρόδων και των αγκαθιών. Ένα μεγάλο μυθιστόρημα, το οποίο σας συστήνουμε!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
30 Αυγούστου 2024