8/26/24

JOHN WILLIAMS, “ΜΟΝΟ Η ΝΥΧΤΑ”

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 140- JOHN WILLIAMS, “ΜΟΝΟ Η ΝΥΧΤΑ”, μτφρ. Ορφέας Απέργης, εκδόσεις GUTENBERG

    Ο John Williams έγινε γνωστός στο λογοτεχνικό κοινό εν Ελλάδι τα τελευταία χρόνια, μετά την έκδοση του περίφημου “Στόουνερ”. Στη συνέχεια, μεταφράστηκαν άλλα δύο μυθιστορήματά του, “Αύγουστος” και “Το πέρασμα του Μακελάρη”. Τελευταία μετάφραση είναι αυτή του πρώτου μυθιστορήματός του που γράφτηκε το 1948, με τίτλο “Μόνο η νύχτα”. Ο Ορφέας Απέργης απέδωσε έξοχα το κείμενο, με τις δυνατές λογοτεχνικές περιγραφές τόπων, μικρών τοπίων, κυρίως όμως ψυχικών συναισθημάτων και διαβαθμίσεων και οι εκδόσεις GUTENBERG εξέδωσαν το μυθιστόρημα, όπως και τα άλλα τρία. Δεν έγραψε άλλο μυθιστόρημα ο John Williams, παρά μόνο κάποια ποιήματα. Κι όμως, τα τέσσερα αυτά έργα είναι αρκετά για να τον χαρακτηρίσουν ως έναν από τους κορυφαίους στον κόσμο λογοτέχνες του 20ού αιώνα.
    Στο “Μόνο η νύχτα” ο Williams αποτυπώνει, ακολουθώντας μια πορεία κάθαρσης, ένα βαθύ τραύμα του ήρωά του, του Άρθουρ Μάξλεϊ. Μάρτυρας ως παιδί ενός φοβερού σκηνικού οικογενειακής βίας, ο ήρωας κουβαλά το βάρος στη νεανική του ηλικία, προσπαθώντας να το απωθήσει ψυχικά. Η νύχτα όμως γίνεται το σκηνικό και ο χρόνος στον οποίο ο ήρωας θα μπορέσει όχι μόνο να θυμηθεί, αλλά να επαναβιώσει το τραύμα αυτό και να αντιδράσει, αποκαλύπτοντας το μέγεθος της πληγής. Η ενοχή του που δεν μπόρεσε να προλάβει τη βία, που δεν μίλησε στον πατέρα του, που δεν εξέφρασε την οργή του απέναντι στην μητέρα του, κάνουν τον ήρωα ένα καταθλιπτικό πρόσωπο. Η κρυμμένη αλήθεια, η ανημπόρια να ανοίξει την καρδιά του, η αναποφασιστικότητά του να έρθει αντιμέτωπος με το τραύμα του από φόβο για το μέγεθός του, από λύπη για ό,τι συμβεί, από οργή για τους πρωταγωνιστές του, καθιστούν τον Άρθουρ ένα αληθινά τραγικό πρόσωπο, Και η πορεία προς την κάθαρση περνά από τις υποκαταστάσεις. Μόνο που εδώ ο Άρθουρ δεν θα γίνει ένας serial killer, όπως θέλει η σύγχρονη οπτική. Το κακό, που αλληγορείται με το σκηνικό της νύχτας, δεν θα τον συντρίψει. Όμως ούτε και ο ίδιος θα μπορέσει να βγει από τις συνέπειές του εύκολα. Θα παραμείνει μόνος του, όπως αισθάνεται. Μόνος, διότι ο ένας φίλος του κοιτά να τον εκμεταλλευτεί οικονομικά, για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Μόνος, διότι ο πατέρας του δεν έχει το κουράγιο να ζητήσει τη συγγνώμη από το παιδί τους για τον εκμηδενισμένο δεσμό με την μητέρα του και το μόνο που μπορούσε να του προσφέρει ήταν η οικονομική άνεση, ενώ ο ίδιος συνέχισε τη ζωή του, για να μη μείνει μόνος.
    Ο Άρθουρ θα βρει στα πρόσωπα δύο γυναικών υποκαταστάσεις της τραυματισμένης σχέσης του με την μητέρα. Μία χορεύτρια του παρουσιάζει το άγριο πρόσωπο της μάνας του, αυτής που δεσπόζει στη ζωή του παιδιού, όχι όμως για να το αγκαλιάσει ψυχικά, αλλά για να του δείξει ότι η ζωή είναι σκληρή. Και μια άλλη, μοναχική κοπέλα, που ο Άρθουρ ερωτεύεται, γιατί του βγάζει από μέσα του τα όσα θα ήθελε να ζήσει στην ορφάνια από την μάνα: την έγνοια, την ομορφιά, τον δεσμό που κάνει τον άνθρωπο να νιώθει ότι δεν πλάστηκε για να απολαμβάνει και να υπάρχει ως ατομική ύπαρξη, αλλά πλάστηκε για να σχετίζεται, για να μοιράζεται, για να αγαπά και να αγαπιέται. Ο Άρθουρ θα μιμηθεί τον πατέρα του, θα πληρώσει με το ίδιο αρχικά τίμημα, την βία εις βάρος του και την μοναξιά, αλλά ο συγγραφέας θα αφήσει ένα περιθώριο αισιοδοξίας, ότι η ζωή του ήρωα θα συνεχιστεί και εκεί επαφίεται στον ίδιο η αλλαγή.
    Ιδιαίτερα επίκαιρο το θέμα του μυθιστορήματος, θα λέγαμε και προφητικό για τους καιρούς μας. Μας δείχνει τις συνέπειες της βίας, των ψυχικών τραυμάτων, που είναι η βίωση της μοναξιάς. Μας δείχνει ότι ένας πολιτισμός δίχως φως και αγάπη, ένας πολιτισμός νύχτας και σκοταδιού, φτιάχνει έναν κόσμο χωρίς ταυτότητα και προσανατολισμό. Δεν είναι θέμα όμως μόνο της κοινωνίας και της εποχής. Είναι η απόφαση που καλείται να πάρει ο καθένας μας να ζήσει την δική του έξοδο προς το φως, τη δική του αναζήτηση δεσμών αγάπης, την απόφαση να μην προβάλει στον άλλο τα δικά του απωθημένα, αλλά να νικήσει το εγώ του και να ζητήσει την ίαση στην αγάπη, τον σεβασμό του προσώπου, τη ζωή που δίνει μια σχέση που δεν μένει στην ηδονή, καθώς βάζει πιο πάνω απ’ αυτήν το πρόσωπο, το σώμα και την ψυχή ενωμένα. Ο Williams, στην μοναδική σκηνή ευτυχίας του μυθιστορήματος, καταγράφει το κλειδί: “και οι τρεις τους περπατούσαν μονάχοι στο καλοκαιριάτικο λυκόφως εκείνη της ζεστής, ευωδιαστής εποχής και δεν υπήρχε σκέψη για άλλο χρόνο ούτε για άλλο τόπο γιατί και οι τρεις (πατέρας-μητέρα-παιδί) ήταν ολόκληροι εκεί και δεν υπήρχε ανάγκη για κανέναν άλλον, και τίποτα κακό δεν υπήρχε, ούτε απιστία ούτε σκοτεινή ανησυχία ούτε άλλο τίποτα” (σ. 91). Το να είσαι ολόκληρος παρών στη ζωή, στη σχέση, σε κάθε δρόμο που διαλέγεις είναι η απάντηση στη μοναξιά, στον εγωκεντρισμό, στην εκζήτηση κάθε ιδιοτέλειας, ιδίως αυτήν της φιληδονίας.
    Ο John Williams γράφει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα μνήμης, ψυχαναλυτικό όσο χρειάζεται, κυρίως όμως σπουδής στον άνθρωπο που μπορεί να γιατρευτεί αν ζητήσει την αλήθεια. Αυτός είναι και ο δρόμος της πίστης, όπως τη ζει η δική μας παράδοση. Τέτοια μυθιστορήματα μπορούν να είναι γέφυρες διαλόγου.
    
    π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
    26 Αυγούστου 2024