6/15/24

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ, «ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ», μια προφητική παρουσίαση του κόσμου μας

 


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 135 – ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ, «ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ», εκδόσεις «βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ»

 Ζούμε σε μια εποχή στην οποία η κατανόηση του κόσμου στον οποίο βρισκόμαστε δεν απασχολεί τους πολλούς. Νοιαζόμαστε κυρίως για τον εαυτό μας, για τα ημέτερα, για τη δικαίωσή μας. Ο θησαυρός μας είναι το εγώ και το σήμερα. Λείπει αυτό που ονομάζουμε «όραμα». Και το έχουμε αποδεχτεί εντός μας, εγκλωβισμένοι σε έναν πολιτισμό κατανάλωσης, όπου η τεχνολογία θριαμβεύει και προχωρούμε ολοταχώς προς τον μετα-άνθρωπο από την μία και προς τον άνθρωπο-αριθμό, τον άνθρωπο-πείραμα. Κλειδί παραμένει το χρήμα. Και ο θάνατος, που επειδή μοιάζει ακατανίκητος, δεν μας αφήνει να σκεφτούμε κάτι άλλο από το εγώ και το σήμερα. Τουλάχιστον, να προλάβουμε να ζήσουμε.

                Γι’  αυτό και η λογοτεχνία της εποχής μας ποντάρει κυρίως στον κλειστό άνθρωπο, στα συναισθήματα που μας εγκλωβίζουν σε ένα εγώ ανερμήνευτο για τους άλλους, κατανοητό κυρίως για τον εαυτό μας. Οι άλλοι και ο κόσμος υπάρχουν ως περιβάλλον. Όχι ως αφόρμηση κοινωνίας και κοινότητας. Και γι’  αυτό δεν μας πολυενδιαφέρει να ερμηνεύσουμε τον κόσμο, στον οποίο ζούμε, ούτε να τον κατανοήσουμε, αλλά να ζήσουμε και όπου βγει. Το ζήτημα της ταυτότητας όμως θα παραμένει κλειδί. Και η ταυτότητα ούτε ισχυροποιείται, ούτε εξελίσσεται αν δεν μπορούμε να δούμε τον κόσμο και τον άλλο όπως πραγματικά είναι, όπως διαμορφώθηκε, με όραμα όχι απαραίτητα να τον αλλάξουμε, αλλά να καταθέσουμε ένα δικό μας στίγμα, να ανάψουμε ένα κεράκι στο όποιο σκοτάδι.

                Από την λογοτεχνική μας ιστορία πέρασε μια γενιά που χαρακτηρίζεται ως «η γενιά του ‘30». Κοντεύουμε ήδη στα 100 χρόνια από την δραστηριοποίησή της. Η γενιά αυτή, η οποία είχε ως κύρια ονόματά της τους τέσσερις μεγάλους ποιητές, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Βρεττάκο, και τους μεγάλους πεζογράφους, τους Μικρασιάτες Μυριβήλη και Βενέζη, τους παλαιοελλαδίτες Καραγάτση και Τερζάκη, τον μεγάλο Καζαντζάκη, που ήταν μόνος του μια γενιά, καθώς και τον σπουδαίο Κωνσταντινουπολίτη Γιώργο Θεοτοκά, αλλά και πολλούς άλλους που ο καθένας μπορεί να καταγράψει, για να μην είμαστε άδικοι, έδωσε έργα, τα οποία αποτυπώνουν την αγωνία τόσο για τον άνθρωπο και τον κόσμο, όσο και για την μαρτυρία του Ελληνισμού, έργα προφητικά, όπως επίσης και αυθεντικής κριτικής στις ρίζες ενός πολιτισμού που αποδείχτηκε η μήτρα της σημερινής σύγχυσης, του σημερινού μηδενισμού.

                Διαβάσαμε το τελευταίο μυθιστόρημα του μεγάλου Γιώργου Θεοτοκά, συγγραφέα του «Ελεύθερου Πνεύματος», της «Αργούς», του «Λεωνή», των « Ασθενών και Οδοιπόρων». Ο τίτλος του «Οι καμπάνες» και δημοσιεύθηκε το 1970, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Ο Θεοτοκάς, μέσα σε 139 μικρές σελίδες, καταφέρνει να δώσει μία συγκλονιστική ερμηνεία του πολιτισμού και του κόσμου, λειτουργώντας ως προφήτης. Κεντρικός του ήρωας ο Κωστής Φιλομάτης, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, το μεγάλο μυαλό όχι μόνο της ελληνικής οικονομίας, αλλά και ένας από τους πιο δημιουργικούς ανθρώπους του παγκόσμιου συστήματος. Κι όμως, αυτός ο τόσο καλλιεργημένος άνθρωπος περνά μια μεγάλη υπαρξιακή κρίση, στην οποία συνειδητοποιεί τα βασικά της ανθρώπινης ύπαρξης, τη φθαρτότητα, την ανάγκη για αληθινή αγάπη, , την ανάγκη για έναν κόσμο στον οποίο δεν θα κυριαρχεί το δαιμονικό πνεύμα, ο διάβολος που κρύβεται πίσω από κάθε φαινομενικό παράδεισο και από κάθε σύστημα το οποίο καθιστά κέντρο του τον άνθρωπο-θεό.

                Ο Θεοτοκάς  βάζει τον ήρωά του να παρατηρεί, μόνος του σε έναν κόσμο που συνεχίζει τη ζωή του, πολιτισμούς που καταρρέουν κυριολεκτικά μέσα από την κατάρρευση κτηρίων σε πόλεις-σύμβολα τους. Τον πολιτισμό του καπιταλισμού και των χρηματιστηρίων  με σύμβολο την Νέα Υόρκη, το Empire State Building, το Rockefeller Center, το Crysler Building, ακόμη και το Άγαλμα της Ελευθερίας. Το Παρίσι, σύμβολο της Ευρώπης της τέχνης, της παιδείας, της ανθρώπινης δημιουργίας, των ιδεών, του Διαφωτισμού. Η Στοκχόλμη, σύμβολο του σοσιαλισμού, της επιστήμης, της ανάπτυξης, της ψυχοθεραπείας, των ανέσεων, της υγιεινής. Καταρρέει και η Αθήνα, μέσα από την συντριβή του Παρθενώνα, του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, της γεωμετρίας, μιας αίσθησης αιωνιότητας των ανθρώπινων έργων. «Η Αθήνα χωρίς Παρθενώνα...δεν είταν, οπωσδήποτε, η Αθήνα που είχα μέσα μου. Αλλά ούτε κι η Ελλάδα, ολόγυρα, είταν πια η Ελλάδα. Το πιο παράξενο, μάλιστα, είταν πως κι η ίδια η Ευρώπη είχε πάψει να είναι Ευρώπη» (σ. 77).

Ο ήρωας, προσπαθώντας να λυτρωθεί, θα επισκεφθεί την Κρήτη, την αρχαία Κνωσσό. Θα θυμηθεί ότι ο μινωικός πολιτισμός γεννήθηκε με τη θρησκευτικότητά του που εξυπηρετούσε τις ανθρώπινες ανάγκες, τη ρέουσα ζωή. Κι εκείνος όμως γκρεμίζεται μπροστά του. Μόνη του παρηγοριά πλέον ο έρωτας. «Η Pax Minoica. Ο κόσμος επί τέλους ησυχασμένος, που τον προστατεύει ο μεγάλος ταύρος, αστείρευτη πηγή της γονιμότητας και του ξαναγεννημού, δύναμη ακλόνητη κι ισορροπημένη για πάντα μες στην αρμονία της φύσης, της πίστης, της τέχνης, των ηθών, των νόμων, των θεσμών» (σ. 90). Ο πολιτισμός της κανονικότητας, της ροής του χρόνου, της επιβίωσης, των μικρών ή μεγαλύτερων χαρών που δεν θέλει να γράψει ιστορία. Όμως, κι αυτός ο πολιτισμός καταστρέφεται.

Τελευταία του επίσκεψη το όρος Σινά. Εκεί όπου ο Μωυσής έλαβε από τον Θεό τις πλάκες του Νόμου, εκεί όπου ο Μωυσής οδήγησε τον λαό του μετά την Έξοδο από την Αίγυπτο της τυραννίας, της επιβίωσης χωρίς ελευθερία, της θεραπείας των αναγκών. Εκεί θα συναντήσει έναν ασκητή. Όπως θα μάθει αργότερα, ο ψυχίατρός του Κάρολος Δάνδολος, ο Φιλομάτης νοιαζότανε για το αν ο Ααρών τιμωρήθηκε για την κατασκευή του χρυσού μόσχου, όταν περίμενε ο λαός τον Μωυσή να κατέβει από την κορυφή του Σινά. Ο ασκητής του υπενθύμισε ότι ο Ααρών δεν τιμωρήθηκε διότι ο Μωυσής μεσολάβησε στον Θεό, του έδειξε δηλαδή ότι ο μόνος πολιτισμός που καλύπτει τον άνθρωπο είναι αυτός της πίστης και της αγάπης. Όμως ο άνθρωπος είναι ευχαριστημένος από την δαιμονική επίδραση της λάμψης του πλούτου, της αρχομανίας, της ηδονής της εξουσίας, της ματαιοδοξίας, της εγωπάθειας, των βαθέων, σκοτεινών και ομαδικών ενστίκτων του, με αποτέλεσμα να μην λέει ΟΧΙ στους πολιτισμούς που κυριαρχούν. Κι αυτό οφείλεται στην προπατορική εμμονή του ανθρώπου να γίνει θεός χωρίς τον Θεό. Ο ασκητής θα δείξει τη λύση: το πρόβλημα δεν είναι ο άνθρωπος να μην καλλιεργήσει τις δυνατότητές του, να μη χαρεί τη ζωή, τα έργα, τη δημιουργικότητα, αλλά να μην αρνηθεί τον Θεό, ώστε να μπορέσει να κρατήσει την ψυχική και την ηθική του ισορροπία μέσα από τη σχέση μαζί Του. Ο πειρασμός του διαβόλου έγκειται στο ότι πάντοτε προσπαθεί να πείσει τον άνθρωπο να αυτονομηθεί από τον Θεό και τη σχέση μαζί Του. Και ο διάβολος παίρνει την μορφή του δόκτορος Σνακ στο μυθιστόρημα, που θα μπορούσε να είναι η φωνή του πειρασμού εντός του καθενός μας ή ο κάθε άλλος που μας ωθεί να φάμε από μόνοι μας κάθε καρπό αυτού του κόσμου, χωρίς να τον υποβάλουμε στην κρησάρα της πίστης και της αγάπης, στην κρησάρα της σχέσης με τον Θεό και το Ευαγγέλιο, ώστε να ισορροπήσουμε, να κρατηθούμε, να αντέξουμε. Οι πολιτισμοί των ανθρώπων καταρρέουν, διότι αυτονομήθηκαν από τον Θεό.

Μια ματιά στον κόσμο μας θα μας πείσει ότι ο Θεοτοκάς ήταν όντως προφήτης. Ο κόσμος, ο οποίος στηρίζεται στις ιδέες, στην τεχνολογία, στην επιστήμη, στην οικονομία, στην κάλυψη των αναγκών, στην φιληδονία, στη φιλαυτία είναι ένας κόσμος που καταρρέει εσωτερικά, σαπίζοντας, καθώς λείπει το νόημα της αιωνιότητας, λείπει η αναφορά στον Θεό της ανάστασης, λείπει η προτεραιότητα της αγάπης. Ακόμη κι αν με θόρυβο προχωρά αυτός ο κόσμος, δεν θα πάψει να παραμένει η έλλειψη οράματος που θα κρατήσει για πάντα το κύριο ελάττωμά του. Ο αυτονομημένος, ο αυτοθεωμένος άνθρωπος δεν θα αντέξει. Και μπορεί η πτώση του να χρειαστεί αιώνες, όμως θα έρθει.

Ο Θεοτοκάς, στο κύκνειο άσμα του, μας υπενθυμίζει την ισορροπία που η σχέση με τον Θεό δίνει. Η ασκητικότητα. Η ανάγκη μας για έξοδο από την Αίγυπτο του κόσμου τούτου και  η πορεία μας για άνοδο στο Σινά, στο όρος του Θεού, στο όρος της πίστης και της αγάπης που μας κάνει να βλέπουμε τον κόσμο από ψηλά, χωρίς να νικιόμαστε από αυτόν και το φρόνημά του. Σε εποχές υπαρξιακού κενού, δοτής ταυτότητας, κλεισίματος στο εγώ και στο σήμερα τέτοια κείμενα είναι αφορμές ζωηφόρου  αφύπνισης, ιδίως για εμάς του Έλληνες που έχουμε το ακριβό προνόμιο να υπάρχουμε σε έναν τόπο και σε έναν χρόνο συνέχειας της μεγάλης σύζευξης ανάμεσα στον αρχαίο κόσμο και στον χριστιανισμό. Ας θυμόμαστε, ας κρίνουμε, ας ζούμε! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

15 Ιουνίου 2024