3/7/24

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ


 Δυο φορές τον χρόνο ιδιαίτερα η μνήμη μού υπενθυμίζει αυτούς που έφυγαν.

 Κάθε φορά που σαν παπάς παίρνω τα ψυχοχάρτια, μπροστά στα πιάτα με τα κόλλυβα, ο νους μου πάει πρώτα στον πατέρα μου που μ’ έφερε στον κόσμο, πάλεψε για να με μεγαλώσει με τον τρόπο και τις αρχές που ένιωθε ότι είχε μέσα του να μου μεταδώσει, τις χαρές και τις λύπες που έζησα κοντά του, το πείσμα για ζωή, το παιχνίδι και τις συζητήσεις, αλλά και την αγάπη που άλλοτε ήξερε και άλλοτε δεν ήξερε πώς να φανερώσει, μα που τη ένιωθες ότι την είχε και σου την έδινε. Τη θυσία του να παλεύει με τη μοναξιά, για να μην ταλαιπωρηθούμε. Το όνειρο της ησυχίας στην παραλία της αγαπημένης του πόλης, την αίσθηση ότι δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος.  

Πάει στους παππούδες και τις γιαγιάδες, εκφραστές ενός κόσμου που έδυσε ανεπιστρεπτί. Ο ένας προτίμησε να ζήσει τη ζωή του με φτώχεια, αλλά και περηφάνεια, χωρίς να υποκύψει στη δύναμη του χρήματος και σ’ αυτό που ο ίδιος πίστευε ότι δεν ήταν ηθικό. Ο άλλος ένας απλός άνθρωπος, υπομονετικός, προσευχητικός, ταπεινός και πράος, ένα ζωντανό παράδειγμα λαϊκής ευσέβειας και αγάπης, που ακόμα κι όταν μέσα σου έλεγες «γιατί δεν μιλάς; πώς αντέχεις;», ένιωθες ότι ήταν η αγάπη και η πίστη που τον κρατούσαν. Η μία που  δεν την πρόλαβες πολύ. Μια αγκαλιά όμως ήταν κι αυτό ίσως φτάνει. Η άλλη πάλι αυστηρή, κουμανταδόρα, τη σκιαζόσουνα, μα και την ίδια στιγμή με έγνοια να μη λείψει τίποτα, αρχόντισσα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.  

 Ο νους μου πάει στους πνευματικούς μου πατέρες, εκείνον τον σπουδαίο ιεραπόστολο, που κάθε Σάββατο μας έκανε κατηχητικό, τραγουδούσε μαζί μας, μας έλεγε ιστορίες, κάποτε με αυστηρότητα και με βλέμμα που σε έκανε να μαζεύεσαι, κάποτε όμως με εκείνον τον γλυκό τρόπο που η φωνή του σου έδειχνε ότι η πίστη είναι το κλειδί και πάντα με την συγχωρητικότητα που σε έκανε να φεύγεις από κοντά του ανακουφισμένος. Σ’ εκείνον τον απλό γέροντα που η εξομολόγηση κοντά του ήταν η αφήγηση μιας ιστορίας ζωής, που το σημείο του σταυρού στην ευχή σε έκανε να νιώθεις ότι ακόμα κι αν έχεις δρόμο να ανεβείς, η αγάπη του Θεού σε συντροφεύει και σου δίνει δύναμη. Αργότερα, τον μεγάλο Αρχιεπίσκοπο των καρδιών μας, με τον οποίο ένιωθες ότι γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος, αποκτούσες όραμα, δεν σε έπαιρνε να επαναπαυτείς, ότι ήθελες να κάνεις κι άλλα για να φέρεις ανθρώπους στον Θεό κοντά του, ότι εκείνος ήταν ο ηγέτης κι εμείς τα παλικάρια του, όσοι τον ακολουθούσαμε με ένα μεράκι, μια χαρά που σε ενθουσίαζε.

Στους δασκάλους μου. Τον μεσήλικα αυστηρό, αλλά και οργανωτικό, πειθαρχημένο, που μάλωνε, αλλά σου μάθαινε γράμματα με τάξη και σειρά και καλλιεργούσε ένα πνεύμα όμορφου συναγωνισμού. Κάποιους καθηγητές στο Πανεπιστήμιο που έμοιαζαν παλαιάς σχολής, αλλά είχαν γνώση και έμπνευση, μεθοδικότητα και ουσία. Ξέρανε γράμματα, το ένιωθες. Είχαν κάποτε και την αίσθηση του από καθέδρας. Οι πιο πολλοί όμως το άξιζαν. Ιδίως εκείνος της λογοτεχνίας, που σε έσπρωχνε να διαβάσεις βιβλία, ποίηση και μυθιστορήματα, γιατί η γνώση δεν είναι μόνο γραμματολογικοί πίνακες ή οι απόψεις των άλλων για τη λογοτεχνία, αλλά το δικό σου ταξίδι. Ιδίως εκείνος της Παιδαγωγικής που σε ταξίδευε στους φιλοσόφους, τον αγαπημένο του Νίτσε, τους αρχαίους, τον Σεφέρη, τον μέγα Σολωμό και κοντά του ένιωθες πως η γνώση και η διδαχή είναι φως. Κι ας μην πίστευε.

Όλες και όλους εκείνους που συνάντησες στη ζωή σου, συγγενείς και φίλους, αδιάφορους και εχθρούς, παιδιά, νέους, μεγάλους,  τους αεροπόρους που έχασαν τη ζωή τους στις φωτιές και στις ασκήσεις, το κοριτσάκι του τροχαίου, τη μάνα που έφυγε από καρκίνο, τον συνάδελφο που έφυγε μέσα στη νύχτα αφήνοντας ένα κάρο μυστικά πίσω του, τον άγιο και τον αμαρτωλό, αυτούς που εξομολόγησες, αυτούς που σε συντρόφεψαν στα δικά σου ταξίδια και οράματα με την απλότητα και την αγάπη τους και τη ζεστή τους καρδιά, «ων ουκ έστι αριθμός».

Διαβάζοντας τα ονόματα κι εκείνων και των άλλων ανθρώπων που δεν τους γνώρισες, νιώθεις εκείνη τη στιγμή ότι οι άνθρωποι είμαστε ένα. Ο καθένας έχει τη ζωή και την ιστορία του. Όμως, τα ονόματά μας μπορεί να τα ενώνει ο θάνατος, αλλά τα ενώνει και κάτι πιο δυνατό από τον θάνατο: η προσδοκία της Ανάστασης. Ότι δεν χαθήκαμε επειδή έσβησε η πνοή μας. Επειδή λίγοι μας θυμούνται. Επειδή το σώμα μας αναπαύεται στη δική του ήρεμη φωλιά, δυο μέτρα κάτω από τη γη. Η ψυχή μας συνεχίζει κοντά σ’ Αυτόν που δάκρυσε μπροστά στον θάνατο του φίλου Του. Σπλαχνίστηκε τη χήρα μάνα που έχασε τον μονάκριβο γιο της. Δεν είπε όχι στον πόνο του πατέρα για το κορίτσι του. Και αναστήθηκε για να μας συν-αναστήσει. 

Αυτός μας ενώνει. Και σ’ Αυτόν αποθέτουμε την αγάπη μας για όσους έφυγαν. Και κάπου νιώθουμε όλοι, μαζί τους κι εγώ, ότι κοντά Του και μόνο είναι η ανάπαυση. Στη χώρα των ζώντων. Στη χώρα Του και χώρα μας. 

π. Θ.Μ.

Ψυχοσάββατο, 9 Μαρτίου 2024