«Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης» (Λουκ. 17, 15-16).
«Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὅταν εἶδε ὄτι θεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε δοξάζοντας τὸν Θεὸ μὲ δυνατὴ φωνὴ καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε· καὶ αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης».
Η εποχή μας είναι η εποχή των δικαιωμάτων. Ο άνθρωπος σήμερα, ζώντας την κατάσταση ενός εαυτού ναρκισσιστικού, αυτοθεοποιημένου, νιώθει πως όλοι του χρωστάνε. Είναι, έτσι κι αλλιώς, μοναδικός ως ύπαρξη. Δεν έχει σημασία η καταγωγή ή το μορφωτικό του επίπεδο ή τι έχει καταφέρει στη ζωή. Μεγαλώνει ως άτομο που όλοι μιλάνε γι’ αυτόν γενικά και στην πράξη το απαιτεί ειδικότερα. «Είμαι το κέντρο του κόσμου. Μου δικαιολογούνται όλα όσα κάνω. Ακόμη κι αν είναι λάθη, είμαι καλύτερος από άλλους. Κάνουν και οι άλλοι λάθη. Επομένως, και η εφαρμογή των νόμων πρέπει να ξεκινήσει από τους άλλους ή να τους συμπεριλάβει, ώστε να μην ξεχωρίζει το δικό μου τυχόν σφάλμα, το δικό μου κακό ή φταίνε οι άλλο, φταίει η οικογένειά μου, φταίει το σχολείο μου, φταίει η κοινωνία, πάντως όχι εγώ». Γι’ αυτό και δεν βιώνονται εύκολα τρεις ευλογημένες αληθινά καταστάσεις: η ενσυναίσθηση, η ευγνωμοσύνη, η μετάνοια.
Η
απουσία αυτών των τριών καταστάσεων από το προσκήνιο της κοινωνικής
αναγνώρισης, από τον αξιακό κώδικα των πολλών και σταδιακά και των νεωτέρων,
είναι κατάσταση εμπαθής. Μαρτυρεί την αρχέγονη αμαρτία του ανθρώπου, που είναι
η αυτοθεοποίηση, που οδηγεί στην κατάσταση του πνευματικού θανάτου. Δεν
είναι μόνο η εμφανής αδιαφορία για τη σχέση με τον Θεό. Μια δεδηλωμένη ή αφανής
έλλειψη πίστης ή μία σαφής έκφραση απιστίας ως βάση για τη ζωή. Είναι και το
γεγονός ότι ο άνθρωπος, ιδίως σήμερα, έχει διαγράψει την αμαρτία ως
κατάσταση που να εκφράζει την πορεία της ζωής του. Όταν τα πάντα κρίνονται στη
λογική του δικαιώματος, του σωστού και του λάθους, τα οποία έχουν εκταθεί στην
πλευρά ότι «δικαιούμαι το λάθος, αρκεί να μην κλέβω από τον άλλο ζωή,
ελευθερία, περιουσία», χωρίς να υπάρχει η ηθική διάσταση της ζωής, τότε είναι
αυτονόητο ότι δεν μπορούν να μπαίνουν εύκολα πνευματικές σταθερές, με άρωμα
αιωνιότητας, αλλά ο άνθρωπος αρκείται στον νόμο και τα όριά του, για να μπορεί
να υπάρχει σε κοινωνίες, οι οποίες θα αποθεώνουν τα δικαιώματά του.
Ποιο
είναι όμως το νόημα της ενσυναίσθησης, της ευγνωμοσύνης, της μετάνοιας; Γιατί
να μην είναι ξεπερασμένες καταστάσεις, όταν μάλιστα αυτές εκφράζονται από την
Εκκλησία, έναν δηλαδή κατεξοχήν συντηρητικό, και όπως πολλοί θεωρούν αδιάφορο ή
ξεπερασμένο θεσμό;
Η
απάντηση έγκειται στο ότι, μας αρέσει δεν μας αρέσει, οι άνθρωποι είμαστε
πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού. Έχουμε μέσα
μας συνείδηση και έλεγχο. Είτε το πούμε φωνή του Θεού είτε το πούμε «υπερεγώ»
υπάρχουν αξιακά πρότυπα εντός μας, τα οποία μας δείχνουν ότι πέραν του νόμου,
ελεγχόμαστε. Χρειαζόμαστε υγιείς σχέσεις. Χρειαζόμαστε συνύπαρξη η οποία δεν θα
στηρίζεται στον καταναγκασμό των νόμων, τους οποίους θα προσπαθούμε να
ξεγελάσουμε, αλλά στην αυτορρύθμιση, για να μπορούμε να νιώθουμε ότι η ζωή μας
έχει αξία, για να κοιμόμαστε όσο πιο ήσυχοι γίνεται τα βράδια. Κι αυτό δεν θα
σβήσει, όσο κι αν καυχόμαστε ότι είμαστε υπεράνω.
Στο
Ευαγγέλιο που διαβάζουμε την Κυριακή μετά το πέρας των εορτών της Επιφανείας του Θεού, βλέπουμε
τον Χριστό να γιατρεύει δέκα λεπρούς. Αυτοί οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο
ομάδες: η μία, οι πολλοί, δεν διδάχτηκαν τίποτα από την περιπέτειά τους. Η
αρρώστια δεν ήταν μόνο του σώματος, αλλά και της ψυχής. Ο ένας, ο αλλοεθνής, ο
Σαμαρείτης, η μικρά ζύμη, η μειοψηφία, έζησε τις τρεις καταστάσεις: είχε
ενσυναίσθηση, διότι κατάλαβε πως Αυτός που του έδωσε την ίαση δεν ήταν κάποιος
καλός άνθρωπος, αλλά ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Ένιωσε ακόμη πως στη ζωή έχει
σημασία το «ευχαριστώ», διότι βγαίνει από την καρδιά του ανθρώπου που γνωρίζει
τα μέτρα του, αναγνωρίζει ότι χρειάζεται τους άλλους και σ’ αυτόν που τον
ευεργετεί δείχνει έστω το ελάχιστο, που είναι μια κουβέντα αναγνώρισης. Και
έχει μετάνοια, διότι νιώθει πως δεν του άξιζε το θαύμα, αλλά ό,τι έλαβε ήταν
δωρεάν και από αγάπη. Γι’ αυτό και
πέφτει με το πρόσωπο στα πόδια του Ιησού, διότι νιώθει πως το μόνο που μπορεί
να ανταποδώσει, εκτός από το ευχαριστώ, είναι η μετάνοια για τη ζωή του και η ταπείνωση.
Αυτά δηλαδή που ζητά ο Θεός από εμάς.
Ο ευαγγελικός λόγος μάς υπενθυμίζει αλήθειες και μας οδηγεί στην Αλήθεια που είναι ο Χριστός. Όσοι θέλουμε και αντέχουμε στην εποχή του θριάμβου των εννέα λεπρών, οι οποίοι ένιωσαν ότι τελικά δικαιούνταν και το θαύμα, ας επιμείνουμε. Και ο Χριστός δεν θα μας αφήσει. Θα μας συναντήσει ιώμενος τις ελλείψεις μας.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
21 Ιανουαρίου 2024
Των δέκα λεπρών