8/24/22

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ, “Ο ΠΑΛΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: ΑΓΩΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΜΑΣ”


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 100- ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ, “Ο ΠΑΛΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: ΑΓΩΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΜΑΣ”, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ


Υπάρχουν κάποια βιβλία που σε συναρπάζουν από την αρχή μέχρι το τέλος. Ένα από αυτά είναι το αριστουργηματικό τελευταίο βιβλίο του Βασίλη Καραποστόλη, αφυπηρετήσαντος καθηγητή του τμήματος Δημοσιογραφίας, Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τίτλο “Ο παλμός του κόσμου: αγώνες της αγάπης στους καιρούς μας” (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ). Ο συγγραφέας δίνει μία απάντηση στο ερώτημα προς τα πού μπορεί να πάει ο κόσμος μας σήμερα και η απάντηση αυτή βρίσκεται στην πρόταση της αγάπης. 

Δεν είναι ένα συναισθηματικό βιβλίο, ούτε ένα εγχειρίδιο life coaching, ούτε βιβλίο πρακτικών συμβουλών για ποιότητα ζωής. Είναι ένα βιβλίο βαθύτατα φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό, επικοινωνιακό, θεολογικό, ανθρώπινο από την μία και από την άλλη ένα βιβλίο πρότασης. Κι αυτή έγκειται στην αγάπη, ππου μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην υπέρβαση ενός πολιτισμικού πλαισίου παθητικότητας, εγωκεντρισμού, αποτυχίας νοήματος. Με την αγάπη ο άνθρωπος δεν περιμένει να αλλάξει ο κόσμος, ούτε να κατεδαφιστεί, αλλά παλεύει να τον μεταμορφώσει στο μερίδιο που του αναλογεί, αρκεί να δίνεται σε ό,τι κάνει, στον πλησίον, στην ζωή. 

Θα πείτε ότι έχουμε διαβάσει αρκετά βιβλία τέτοιου τύπου. Η απάντηση είναι όχι σαν κι αυτό. Είναι ένα βιβλίο έκπληξη από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα του. Ένα βιβλίο με λόγο στιβαρό, με λόγο από έναν συγγραφέα που γνωρίζει, αλλά δεν νικιέται από τον πειρασμό της επίδειξης της γνώσης. Έναν συγγραφέα που παλεύει να γίνει ο λόγος του “τόκος εν τω αγαθώ”. Που δεν φοβάται να δείξει ότι είναι συντηρητικός, όχι στην λογική της αντίθεσης με τους προοδευτικούς ούτε στην προοπτική του οπισθοδρομικού φονταμενταλιστή, αλλά στην υιοθέτηση μιας πορείας ζωής που δεν θα κατεδαφίζει ούτε θα περιγράφει τον κόσμο, προσπερνώντας το μεγάλο ερώτημα: “μπορούμε να αλλάξουμε”, αλλά προτείνοντας  έναν δρόμο που περνά από κάποιες όψεις “πρωτογονισμού” (σελ. 261): τον δρόμο της αγάπης για την πόλη- πατρίδα (συσπείρωση, λιτότητα, εγρήγορση), όπως αυτός φαίνεται μέσα από την συνεισφορά στο σύνολο των αρχαίων Σπαρτιατών, την ανάληψη των ευθυνών και για τον εαυτό μας και για τους άλλους, την κινητοποίηση της βούλησης (σελ. 301), την υπέρβαση της αδράνειας (σελ. 300) ότι ο κόσμος πορεύεται συστημικά και, επομένως, δεν μπορούμε να τον αλλάξουμε, να αγαπήσουμε ό,τι δημιουργήσαμε και μπορούμε να δημιουργήσουμε (σελ. 298).

Συντηρητισμός για τον συγγραφέα είναι “η αγάπη ως αναγνώριση μια δωρεάς. Θα αγαπηθεί αυτό που μας έδωσε την έμπνευση να δημιουργήσουμε” (σελ. 284). Η ανθρώπινη βούληση δεν μπορεί να βρει νόημα “στην ισχύ, την κατοχή, την κυριαρχία- το αντικείμενό της είναι η αγάπη για ό,τι είναι καλό να υπάρχει και να συνεχίζει να υπάρχει. Ο κόσμος εξαρτάται από το αν οι νέες γενιές θα έχουν τη βούληση να ενεργήσουν αναλόγως” (σελ. 285). Και εδώ είναι το κλειδί για μία παιδεία που θα ξεπερνά την καθημερινότητα. “Όσον αφορά τις νεότερες γενιές, το βασικό λίπασμα είναι ο θαυμασμός. Στο σχολείο, όπως και στην οικογένεια, η καλλιέργεια του θαυμασμού αποτελεί ένα έργο από την ευόδωση του οποίου εξαρτάται σε μέγιστο βαθμό το αν εγώ του παιδιού θα ανοίξει προς τον κόσμο ή θα κλείσει σαν το νυχτολούλουδο. Μαθαίνοντας τι αξίζει να θαυμάσει, το παιδί προπαρασκευάζεται για να αγαπήσει. Του έχουν εμφυσήσει τη βεβαιότητα ότι με το εξαιρετικό θα μπορούσε να έχει μια ιδιαίτερη σχέση, ένα δεσμό. Δεν θα είναι μόνο εκτιμητής του, θα είναι και εραστής του κάποτε” (σελ. 287). 

Η ίδια η δομή του βιβλίου είναι ένα ταξίδι που καταγράφει την ζωή μας, αλλά και προτείνει. “Ο έρωτας για το αιώνιο” είναι ο δρόμος της υπέρβασης του θανάτου. “Ο έρωτας απεκάλυπτε το Ον και κέντριζε την ψυχή του ανθρώπου, μέσα από την ταραχή και τη συγκίνηση, ώστε να φθάσει στην ευδαίμονα κατάφαση, στο να πει ναι στο αιώνιο, μολονότι αγνοεί ποια είναι η θέση του μέσα σ’ αυτό” (σελ. 25). Και συνεχίζει σχολιάζοντας το πάθος της κατοχής που μας χαρακτηρίζει, προτείνοντας την αφύπνιση της συνείδησης ως αμυδρής εικόνας εντός μας για τον άνθρωπο και τον καθένα “ποιος είναι” και “τι θέλει”, πέρα από το “τι έχει ανάγκη” (σελ. 27). 

Ο θάνατος οδηγεί τον άνθρωπο με συνείδηση είτε να πενθεί για το προσεχές τέλος είτε “να ψάχνει πυρετωδώς να συλλάβει το μέγα αίτιο αυτής της συνθήκης” (σελ. 28). Εδώ έρχεται η θρησκεία να βοηθήσει τον άνθρωπο “να συναινέσει στο γεγονός του θανάτου, όχι όμως και να αφεθεί, εξαιτίας της τελικής φάσης, να νεκρώνεται βαθμιαία διά βίου. Αποδοχή του μοιραίου δεν σημαίνει αναγκαστικά και μοιρολατρία. Από το ότι θα πεθάνει μια μέρα ο άνθρωπος δεν συνάγεται ότι οφείλει και να ξεψυχά λίγο λίγο κάθε μέρα. Απέχει πολύ η ζωή από το να αποτελεί προπαρασκευή της κηδείας της- μια τέτοια στρέβλωση αδικεί τη θρησκευτική εμπειρία, καθιστώντας την εύκολη λεία στους αρνητές ή τους χλευαστές της” (σελ. 28). Εμείς θα προσθέταμε ότι την στρέβλωση αυτή συχνά την προκαλούν οι ταγοί της θρησκείας, όταν δεν καταφάσκουν στην ζωή, όταν φοβούνται τον έρωτα και το ανθρώπινο σώμα, όταν περιφρονούν τον πολιτισμό και τα επιτεύγματά του, σαν να μας έπλασε ο Θεός για να μας δικάζει κάθε στιγμή…

Κι εδώ έρχεται η τρίτη οδός για τον άνθρωπο: “το να βρει τον όμοιό του και συνάπτοντας σχέσεις μαζί του να νιώσει ενισχυμένος και πιο υπαρκτός” (σελ. 29), να υπερβεί  την μοναξιά του, η οποία αντικατέστησε την μοναδικότητά του. Ο έρωτας είναι το πρώτο βήμα για να βγει ο άνθρωπος από τον εαυτό του και να ζήσει τον τρόπο της αγάπης, τον τρόπο της έκπληξης,  τον αγώνα να γνωρίσουμε τον άλλο, το πέρασμα από την προσμονή στην ωρίμανση, την συναίσθηση ότι “αγαπάμε, γιατί θέλουμε να πολεμήσουμε το εφήμερο” (σελ. 61). Κι όλα αυτά ενταγμένα σε ένα σύνολο, σε μία κοινωνία από ομοίους που είτε μας αποδέχονται, είτε μας φθονούν, είτε μας απορρίπτουν. Κι έτσι ο χαρακτήρας μας διαμορφώνεται είτε αμυντικά, απέναντι στον φθόνο, την μικρόνοια, την πλεονεξία, είτε οικειοποιούμενος αυτά τα χαρακτηριστικά από σύμπλεγμα κατωτερότητας, είτε ως “τόκος εν τω καλώ”, που είναι η δοτικότητα, η φιλία, η γενναιοδωρία! (σσ. 74-75). Η ψυχή μας βγάζει το καλύτερο μέρος της ή το μισάνθρωπο….

Κι εδώ ο συγγραφέας επανέρχεται σε ένα θέμα που έθιξε στο εξαίρετο βιβλίο του “Διχασμός και εξιλέωση- περί πολιτικής ηθικής των Ελλήνων” (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ). Την δύναμη της φιλεύσπλαχνης χαράς, την δύναμη του ευεργετείν, που γεννά την δυνατότητα σε “όποιον δέχεται το καλό να παρακινείται να γίνει καλύτερος” (σελ. 82) . Επισημαίνει ότι η χριστιανική αγιότητα είναι οδός υπέρβασης της επιβολής έναντι των άλλων. Οι άγιοι έχουν σπαταλήσει τεράστιο ποσό ενέργειας, με πολλή επιμονή, προκειμένου να σπάσει το φράγμα της μικρόνοιας, της πλεονεξίας, της κακοήθειας, με αποτέλεσμα το πάθος τους που είναι αγάπη, να συνεγείρει τον αποδέκτη του και να τον αλλάζει ριζικά. Κι αν δεν είμαστε ικανοί να φτάσουμε στην ακραία μορφή αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον, όπως οι άγιοι, ας επιλέξουμε την οδό της καλοσύνης, ως συγχώρησης, ως μεγαλοθυμίας, ως ανοχής, ως πεποίθησης ότι “ουδείς εκών κακός” (σελ. 84). Γιατί τότε συνειδητοποιούμε ότι “ο όμοιος γίνεται ουσιαστικά και καταλυτικά πλησίον” (σελ. 85).

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας περιγράφει την αντίληψη του σήμερα ότι το νόημα βρίσκεται στην ευχαρίστηση, μόνο που αυτή η θεώρηση κάνει τον άνθρωπο να παγιδεύεται στην περιφέρεια του εαυτού του και να αφήνει το κέντρο του “σαν έναν κρατήρα σβησμένο, ανεξερεύνητο και ανησυχητικό” (σελ. 123). Επικαλείται ως αιτία παραίτησης από την αναζήτηση την κόπωση, εξορκίζει την προσπάθεια, αφήνει να εδραιώνεται ένα καθεστώς πεζότητας. “Γίνονται συνήθεια η ανόρεχτη ενασχόληση με βραχύβια πράγματα, η χρησιμοποίηση δίχως κόπο μόνον όσων είναι εύχρηστα και βολικά, οι περιστροφές του νου γύρω από το τι είναι αρεστό και τι ενοχλητικό, τα φληναφήματα εναλλασσόμενα με αστεϊσμούς που συγκαλύπτουν την κατήφεια. Όμως το σκυθρωπό τέρας παραμονεύει. Στην πραγματικότητα, το ταΐζει καθημερινά όλη αυτή η προσποιητή ευδιαθεσία. Η επιχείρηση ,,ευχαριστηθείτε,, είναι εξαρχής υπονομευμένη από την ίδια. Προσδεδεμένη στα μικρά και στα σίγουρα, είναι φυσικό να πλησιάσει πολύ ταχύτερα απ’ όσο θα φανταζόταν και θα το ήθελε την ανία” (σελ. 125). Ο άνθρωπος που δεν αναζητεί ούτε τον κόσμο ούτε τον εαυτό του, παγιδεύεται στην αποσπασματικότητα των πληροφοριών, στην μερικότητα του νοήματος, με αποτέλεσμα να υποκύπτει στην συνωμοσιολογία, στο απίθανο, σε ένα Κακό που μας περικυκλώνει και που απέναντί του μόνο οι εκλεκτοί μπορούν να δράσουν, λέγοντας τα “όχι” που κινούνται συνήθως απέναντι σε φαντασιακούς κινδύνους. 

Το ίδιο συμβαίνει και με την άρνηση του ιερού, το οποίο ταυτίστηκε με δικανικές αντιλήψεις. Απορρίποντας το ιερό, απορρίπτουμε το αιώνιο. Κι έτσι προσκολλόμαστε σε μια ζωή η οποία είναι μόνο “δικαιώματα”, καθιστώντας τέτοια και “τις παρορμήσεις μας, μέχρι ακόμη και λέξεις όπως βίτσιο ή διαστροφή, που απέκτησαν το απαραίτητο λούστρο νομιμότητας” (σελ. 132). Έτσι “τον ψυχικό τόνο της κάθε ημέρας τον δίνουν οι μικρές λαιμαργίες, οι μικρές λαγνείες, οι μικρές ατέλειωτες φροντίδες για τη σωματική υγιεινή και εμφάνιση, συνοδευόμενες από το άγχος ότι ποτέ δεν θα είναι λυσιτελείς, παρόλο που το άτομο κατατοπίζεται συνεχώς στα του οργανισμού του και της φύσης, δυστυχώς όμως η φύση αποδεικνύεται αδυσώπητη και δεν καλοπιάνεται” (σελ. 133). “Η εποχή μας κληρονόμησε απευθείας το αξίωμα του ωφελιμισμού οτι η ζωή είναι οι απολαύσεις μείον οι οδύνες, αξίωμα που απέρρεε περισσότερο από το ενδιαφέρον για τις κοινωνικές ισορροπίες και πολύ λιγότερο για την ατομική ευτυχία” (σελ. 133). Η ρουτίνα όμως δεν υπερβαίνεται χωρίς οραματισμό, αξίες, ιδέες, συλλογικότητα, ηθικό νόμο.

Στην φυγοπονία του εγώ ο συγγραφέας αντιτάσσει αρετές όπως “η χρηστότητα, η υπευθυνότητα, ο αυτοέλεγχος” (σελ. 145), κυρίως όμως η ειλικρίνεια και η απλότητα. Με παραδείγματα από την λογοτεχνία και τη φιλοσοφία σημειώνει τον λόγο του Σέλλερ ότι η έκφραση “κάθε άνθρωπος και τα λάθη του” οδήγησε στην εδραίωση του αξιώματος “κάθε άνθρωπος και οι δικαιολογίες του για να μη διορθωθεί” (σελ. 146). Έτσι, στους καιρούς μας “προέχει η διάσωση” (σελ. 153), η μετατροπή μας σε “χειριστές καταστάσεων” (σελ. 155), “καταπνίγεται αναπόφευκτα το αίσθημα της αγάπης” (σελ. 157) και στην πραγματικότητα δεν υπάρχει η φαινομενική αυτονομία του ατόμου (σελ. 158), καθώς δεν υπάρχει αντιπρόταση ζωής, τα πάντα γίνονται αγώνας εκπλήρωσης πόθων, “το πηγαίο απαγορεύεται, καθαγιάζεται το υπολογιστικό” και “η παρατεταμένη αποχή από τις οποιεσδήποτε διαχύσεις καταλήγει σε στέγνωμα. Συμπάθεια, φιλικότητα και πάνω απ’ όλα αγάπη δεν αποτελούν ψυχικές ενέργειες που αποθηκεύονται μέχρι να δοθεί η ευκαιρία για να ξεπηδήσουν στο φως. Βαθμιαία, η κατακράτησή τους επιφέρει εξάτμιση. Για να αγαπήσει κανείς, πρέπει να δοκιμάζει και να δέχεται να δοκιμάζεται. Όσο για το αν θα αγαπηθεί, αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τις δικές του επιλογές, και η φειδώ ενός φιλάργυρου θα ήταν από τη σκοπιά αυτή η πιο άστοχη επιλογή. Ένας αφορισμός του Ριβαρόλ το δείχνει γλαφυρά: ο φιλάργυρος είναι ο κατεξοχήν φτωχός. Είναι ο τελευταίος άνθρωπος που θ’ αγαπηθεί ανυστερόβουλα” (σελ. 162-163).

“Ο έρωτας ζητά το σμίξιμο, η αγάπη το δόσιμο” (σελ. 166). Η εποχή μας ζητά να αποτρέψει συμφορές. Όμως αν δεν οικοδομήσουμε με αγάπη την υπέρβαση του εαυτού μας, αν δεν νικήσουμε την θλίψη και τον φόβο ότι θα πεθάνουμε και την παθητικότητα που αυτά γεννούν, αν δεν αφήσουμε κατά μέρος την μικρότητα και την παραίτηση από την δημιουργία, συνθέτοντας όπως η τέχνη παλαιότερα έκανε, τέρποντας, παρηγορώντας, αναμορφώνοντας (σελ. 182) και όχι επιμένοντας στο τυχαίο, το θραυσματικό, το ασυνεχές, που μας αφήνουν απαρηγόρητους, τότε θα βλέπουμε τα τραύματά μας χωρίς να μπορούμε να τα επουλώσουμε. Ο συγγραφέας επικρίνει την αντίληψη ότι τον τελευταίο λόγο τον έχει ο θεατής, ο αναγνώστης, ο μαθητής. Ο δημιουργός, ο συγγραφέας, ο δάσκαλος οφείλουν να καταθέτουν την πρότασή τους και να κρίνονται γι’ αυτήν. Να αγαπούμε το όλον (σελ. 194) και να “αγαπούμε για να μην πεθάνουμε, ή πάντως για να μην πεθάνουμε άδοξα” (σελ. 195) και να ξαναβρούμε το αίσθημα της ομορφιάς. “Μαζί με την χάρη που παρακινεί τον έρωτα και την αγάπη, δίδεται στην ψυχή και η δύναμη να ενεργήσει ώστε να περισώσει από τις φθορές ό,τι αγαπά. Στην αγάπη εναποτίθεται η φύλαξη των θησαυρών. Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η ομορφιά προκαλεί δέος. Ο πρώτος λόγος είναι πως αρχικά η ομορφιά εμφανίζεται περίκλειστη. Τώρα προστίθεται και ο αναλογισμός από μέρους της ψυχής των υποχρεώσεών της. Έχει να αντιμετωπίσει πολλά εμπόδια, μερικά από τα πιο δύσκολα βρίσκονται μέσα της. Θα κατορθώσει να μείνει πιστή; Θα μπορέσει να δει, χωρίς να καταρρεύσει, πως η ασχήμια επιφέρει πλήγματα σ’  ένα όμορφο πρόσωπο, σ’ έναν τόπο, σ’ ένα πράγμα; Πόσο παραμορφώνει η ασχήμια; Αν η ψυχή το θέλει πολύ, η εικόνα της πρώτης ομορφιάς θα μείνει ανέπαφη” (σελ. 202-203).

Στο τρίτο μέρος, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι χρειάζεται να επανελκυστούμε από το ιδεώδες, αφήνοντάς το να παρέμβει στην πραγματικότητα και όχι να αρκούμαστε στα συνήθη ευχολόγια, να αρνηθούμε να καλοδεχόμαστε  την κακία, να ενσωματώσουμε στην ζωή μας “τα συστατικά εκείνου του πολιτισμού χάρη στα οποία υπερβαίνεται το έλασσον, το σύνηθες, το δεδομένο” (σελ. 331), να πάψουμε να βλέπουμε το επάγγελμά μας ως απλή διαδικασία βιοπορισμού και να το καταστήσουμε αποστολή που μας συνδέει “με μια παράδοση ομοτέχνων, μας καθιστά κρίκο μιας μακράς αλυσίδας” (σελ. 233), να νοιαστούν “ο δάσκαλος για τον μαθητή, ο γιατρός για τον ασθενή του, ο ιερέας για το ποίμνιό του, ο αξιωματικός για τους στρατιώτες του” (σελ. 234). Θα προσθέταμε και ο κάθε ένας που εργάζεται για τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρέφεται, με εκείνους που εξυπηρετεί, με εκείνους που θα αγοράσουν το προϊόν της εργασίας του. Ο σεβασμός και η αγάπη τότε γίνεται άνοιγμα συλλογικότητας, διότι αυτός που εργάζεται ανοίγει δρόμους αγάπης για το σύνολο.

Στο εξαιρετικό κεφάλαιο για την στοργή στη γενέτειρα, ο συγγραφέας δείχνει κάτι πολύ σπουδαίο, απαντώντας στους εθνικιστές και πατριδοκάπηλους: ότι δεν αρκεί να επικαλούμαστε τα έργα των προγόνων μας, ούτε να εξαντλούμε την ταυτότητά μας στο χτες, αλλά να αναλάβουμε τις ευθύνες μας στο σήμερα, υπερβαίνοντας την συχνά οδυνηρή επαφή με τους χαρακτήρες των ανθρώπων (σελ. 254). Χρειάζονται δεύτερες ευκαιρίες για επανόρθωση, καθώς και “αρκετή διάθεση επιείκειας, να είναι εφικτή η συγχώρεση των αδυνάμων ή των σφαλλόντων” (σελ. 257). Ταυτόχρονα, η αγαπητική αγωγή χρειάζεται να συνδεθεί με το αίσθημα της περιπέτειας, της προσωπικής ευθύνης, της απόφασης για να γίνει το καλό που θα ευεργετήσει τους πολλούς, την ενθάρρυνση της εθελούσιας προσφοράς, το αίσθημα ότι το χρέος έναντι του συνόλου γεννά χαρά, την συμμετοχή στην περιφρούρηση των κοινών αγαθών, ένα αίσθημα επιστροφής στο κοινό καλό, το οποίο η πολιτική το έχει διαγράψει σήμερα.  Και βεβαίως μία διάθεση υπέρβασης των προηγουμένων γενεών, όχι με κατεδάφιση των αξιών τους, αλλά με συσσωμάτωσή τους στο σήμερα! Η παιδεία είναι το κλειδί για να μας υπενθυμίζει τις πηγές από όπου θα αντλήσουμε έμπνευση και την αγάπη που ζυμώνει το καινούργιο!

Στον εξαιρετικό επίλογο του βιβλίου ο συγγραφέας επισημαίνει ότι “είναι καιρός επιτέλους να δούμε ότι συμφέρον του ανθρώπου δεν είναι να διορίζει ο ίδιος για μοίρες του τη νωθρότητα, την επιφύλαξη και την πονηριά. Δεν υπάρχει πιο ισχυρό ανασταλτικό της αγάπης από τα τρία αυτά…Αντισώματα δίνουν οι αξίες και οι οντότητες που δεν υποκύπτουν στον χρόνο” (σσ. 307-308). Χρειάζεται “να απευθυνθούμε και να αγαπήσουμε τα άδηλα” (σελ. 308). Να διακρίνουμε “ίσως την πιο ακριβοθώρητη αλήθεια στις ρυτίδες πάνω στο μέτωπο ενός ανθρώπου που έχει βαλθεί να εκτελέσει στο ακέραιο τα καθήκοντά του: φέρει τα ονόματα της ευσυνειδησίας, της πιστότητας, της εντιμότητας” (σελ. 310). 

Ασχέτως αν πιστεύουμε στον Θεό ή όχι “το κρίσιμο σημείο είναι να γίνει βίωμα ότι δεν μπορεί μόνη της η νόηση να επαναφέρει τον κόσμο στα μέτρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Και ότι, για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται το θυμικό να εξευγενισθεί και οι συγκινήσεις να λάβουν ένα χρίσμα καινούργιο: προορισμός τους θα είναι να ανοίγουν πύλες από καιρό κλειστές, να ωθούν σε μακρόπνοη δράση, να οικοδομούν. Οι αγαπώντες θα πρέπει να κτίσουν μέσα στην καρδιά τους ναούς εκεί όπου κατεδαφίστηκαν οι παλιοί” (σελ. 312).

Σας  προτείνουμε το βιβλίο ανεπιφύλακτα!


π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

24 Αυγούστου 2022