«Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει» (Ματθ. 17, 15)
«Κύριε, σπλαχνίσου τὸν γιό μου, γιατὶ εἶναι ἐπιληπτικὸς καὶ ὑποφέρει»
Η καταφυγή των ανθρώπων σε
περιπτώσεις μεγάλων δοκιμασιών είναι η πίστη. Το βλέπουμε αυτό στα μεγάλα
προσκυνήματα, ιδίως κατά τις εορτές. Χιλιάδες άνθρωποι, σε πείσμα των καιρών,
των ειρωνευόμενων τον Θεό και την παρηγοριά της πίστης, πηγαίνουν για να εναποθέσουν
ελπίδες, να ευχαριστήσουν, να πάρουν δύναμη από τον Χριστό, την Παναγία, του
αγίους. Συνήθως τα αιτήματα είναι συγκεκριμένα για τον καθέναν. Ό,τι μας λείπει,
ζητάμε. Ό,τι φοβόμαστε μήπως μάς συμβεί, παρακαλούμε να αποτραπεί. Αλλά και η
ανάγκη για αιωνιότητα περνά από τις ψυχές μας, η έγνοια ότι έχουμε σφάλει
έναντι του Θεού λειτουργεί ως στοιχείο που μας ωθεί να απευθυνθούμε στην πίστη.
Η πίστη, άλλωστε, είναι βαθιά ανάγκη του ανθρώπου. Ακόμη και οι σοβαροί
ορθολογιστές σέβονται την επιθυμία του πιστού να έχει καταφύγιο και παρηγοριά.
Μόνο οι μισαλλόδοξοι, εντός και εκτός δογμάτων, οι επηρμένοι δεν δέχονται αυτή
την ανάγκη.
Υπάρχει ένα αίτημα όμως το οποίο δεν
περνά από την σκέψη των πολλών. Είναι αυτό που διατυπώνει ο πατέρας του
σεληνιαζόμενου παιδιού στον Χριστό, όταν ο Κύριος κατεβαίνει από το όρος της Μεταμορφώσεως
και συναντά έναν λαό που περιμένει το θαύμα, όπως επίσης και διαπιστώνει την
αποτυχία των μαθητών Του να το πράξουν. Σε άλλες περιπτώσεις, όταν ο Χριστός
δεν ήταν παρών και είχε στείλει τους μαθητές Του σε μέρη της Παλαιστίνης για να
κηρύξουν στα απολωλότα πρόβατα του οίκου Ισραήλ τον ερχομό της βασιλείας του
Θεού, οι μαθητές έκαναν θαύματα. Εδώ, όχι. Άλλαξε η πίστη τους; Λιγόστεψε; Όχι.
Έχασαν την χάρη; Θα έλεγε κάποιος ότι εν όψει των παθών του Κυρίου που
πλησιάζουν, ο Χριστός θέλει να δείξει στους μαθητές Του ότι όσα θα δούνε στο
εξής και αφορούν στον Ίδιο θα γίνουν με την θέλησή Του. Ο Χριστός γιατρεύει,
ανασταίνει, διδάσκει, υπομένει, παραδίδει το μυστήριο της Ευχαριστίας, είναι
αποφασισμένος να πιει το ποτήριο του πάθους όχι από αδυναμία, αλλά από δύναμη.
Θέλει ακόμη να δείξει στους μαθητές Του ότι τα θαύματα δεν γίνονται για επίδειξη,
ούτε είναι η πεμπτουσία της πίστης. Ότι τους περιμένει ένας αγώνας εναντίον των
δυνάμεων του κόσμου τούτου που κείται εν τω πονηρώ, στον οποίο αγώνα δεν χωρά
εγωισμός, επίδειξη, απουσία μέτρου, αλλά μόνο προσευχή, δηλαδή εμπιστοσύνη στον
Θεό, και νηστεία, δηλαδή ταπείνωση.
Ο πατέρας διατυπώνει αυτό το
εξαιρετικό αίτημα, το οποίο έχει να κάνει με τον καθέναν από εμάς: «Κύριε,
ελέησόν μου τον υιόν». Το «ελέησον» ξεκινά από το να ρίξει ο Χριστός το
βλέμμα Του στο παιδί, να το σπλαχνισθεί, να μπει στην θέση του πατέρα, να το
γιατρέψει, να το γλιτώσει από τον επαπειλούμενο θάνατο, να νικήσει στο πρόσωπο
του παιδιού τις δυνάμεις του κακού. Δεν ζητά τον οίκτο του Χριστού ο πατέρας.
Δεν είναι κακομοίρης. Ζητά την συμπάθεια, την ευσπλαχνία, την αγάπη, διότι ως
πατέρας αγαπά τον υιό του. Και από τον Θεό ζητά ένα σημάδι ότι αυτή η αγάπη δεν
μπορεί να νικηθεί από το κακό. Ο οίκτος είναι επίδειξη ανωτερότητας από τον
δυνατό προς τον αδύναμο, που δεν καταλήγει στο να κινητοποιήσει τις δυνάμεις του αδύναμου, αλλά απλά ικανοποιεί αιτήματα,
κυρίως επιβίωσης. Η συμπάθεια, η ευσπλαχνία, το νοιάξιμο είναι αφετηρία
αλλαγής. Και αυτό κάνει ο Χριστός, ανταποκρινόμενος στο «ελέησον». Στη διήγηση
για το ίδιο περιστατικό του ευαγγελιστή Μάρκου ο Χριστός ζητά από τον πατέρα να
έχει πίστη και εκείνος ανταποκρίνεται ζητώντας με την σειρά του από τον Κύριο
να τον βοηθήσει στην ολιγοπιστία του. Ο Χριστός κινητοποιεί την δύναμη της πίστης,
την οποία ο πατέρας έχει στην καρδιά του. Κινητοποιεί την δύναμη της πίστης που
εκφράζεται ως προσευχή και νηστεία, την οποία οι μαθητές έχουν αφήσει στην
άκρη, εντυπωσιασμένοι από το χάρισμα της θαυματουργίας που έλαβαν. Και υπενθυμίζει
σε όλους μας ότι η ευσπλαχνία Του, το έλεός Του, δεν είναι μαγεία, αλλά
προτροπή για αλλαγή εντός μας.
Όσοι ειρωνεύονται την πίστη, λησμονούν ότι η πίστη είναι δύναμη που αλλάζει τις καρδιές μας. Κινητοποιεί τον εσωτερικό μας κόσμο. Μάς οδηγεί σε αυτοκριτική και αυτογνωσία. Μας κάνει να διαπιστώνουμε τα μέτρα μας. Να εμπιστευόμαστε τον Χριστό, καταβάλλοντας τον δικό μας κόπο, ακόμη και σε καταστάσεις δοκιμασίας που μοιάζουν απελπιστικές. Κυρίως όμως η πίστη είναι επίγνωση ότι υπάρχει ανάσταση και αιωνιότητα, διότι ο Θεός μας αγαπά. Μ’ αυτό το ήθος καλούμαστε οι χριστιανοί να βλέπουμε τον πλησίον μας, όταν έχει την ανάγκη μας. Όχι του οίκτου, αλλά της συμπάθειας και της αγάπης που γίνεται ευκαιρία για συν-κίνηση, συν-οδοιπορία, συνάντηση εν Χριστώ. Αυτό είναι το πρώτο θαύμα στην ζωή της Εκκλησίας, που οδηγεί τους ανθρώπους να παρακαλούν για τα δικά τους πολύ προσωπικά αιτήματα. Και ο Θεός δεν λησμονεί.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
21 Αυγούστου 2022
Κυριακή Ι’ Ματθαίου