«Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη, οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασι αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ» (Ματθ. 5, 14-15)
«Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κρυφτεῖ πόλη, ποὺ βρίσκεται ἐπάνω σὲ ἕνα βουνό. Οὔτε ἀνάβουν λυχνάρι καὶ τὸ τοποθετοῦν κάτω ἀπὸ τὸ μόδι, ἀλλὰ ἐπάνω στὸν λυχνοστάτη καὶ ἔτσι λάμπει σέ ὅλους, ποὺ βρίσκονται στὸ σπίτι»
Πώς θέλει ο κόσμος τον σύγχρονο
άνθρωπο να φαίνεται και να πορεύεται; Εκτός από τα απαραίτητα στοιχεία, την
εργασία και τον στοιχειώδη σεβασμό στους νόμους, την ακολούθηση δηλαδή κανόνων,
ο πολιτισμός μας σήμερα ζητά από τον καθέναν μας να αποδέχεται τα δικαιώματα
του άλλου. Κάνε ό,τι θες, αρκεί να μην ενοχλείς τους άλλους, αρκεί να μην τους στερείς
το δικαίωμα να κάνουν κι αυτοί ό,τι θέλουν, αρκεί να μην τους προσβάλλεις την
αξιοπρέπεια. Άμα μπορείς να περνάς καλά κι εκείνοι το ίδιο, τότε όλα είναι
καλά. Η ευτυχία μας εξαρτάται από τα αγαθά μας. Από την δυνατότητα να
απολαμβάνουμε ό,τι έχουμε, το σώμα μας και το σώμα των άλλων, ει δυνατόν με τις
λιγότερες ευθύνες. Ο κόσμος μάς θέλει ελεύθερους, ακόμη κι αν η ελευθερία
συνεπάγεται την ικανοποίηση επιθυμιών, κάποιες από τις οποίες γίνονται πάθη.
Το Ευαγγέλιο έχει ένα διαφορετικό
πρότυπο για τον άνθρωπο. Ο Χριστός, στην επί του Όρους ομιλία Του, ζητά από
εμάς να γίνουμε φως και να μοιάζουμε με πόλη που βρίσκεται πάνω στο βουνό και
φαίνεται από παντού. Ζητά από μας, δηλαδή, διαφάνεια, όχι μόνο στα λόγια και
στα έργα, αλλά και στις σκέψεις. Αυτό είμαστε, αυτό και να φαινόμαστε. Μόνο που
σ’ αυτήν την προοπτική, δεν χωρά
σκοτάδι. Δεν χωρά ο τρόπος που κάνει τον άνθρωπο κλεισμένον στο εγώ του, αλλά η
αγάπη, με ό,τι αυτή συνεπάγεται.
Ο χριστιανός, όντας πόλη που δεν
μπορεί να κρυφτεί, χωρά στην καρδιά του όλους τους συμπολίτες του. Χωρά,
δηλαδή, όλον τον κόσμο. Δεν είναι πρότυπο επίδειξης αυτό. Είναι οδός συνάντησης
με τους πάντες. Γι’ αυτό και ο Χριστός
ζητά από εμάς να μην κρίνουμε, με την έννοια της απόρριψης, της κατάκρισης, της
άρνησης να αποδεχτούμε τους άλλους, αλλά να βλέπουμε τι είναι αντίθετο με το Ευαγγέλιο
και να προτείνουμε διά του λόγου, μεταξύ «σου και εκείνου» ή ενώπιον «μαρτύρων»,
την αλλαγή, ή διά της σιωπής που εκφράζεται με την προσευχή και την υπομονή,
αναλόγως του χαρίσματός μας. Ο χριστιανός γίνεται παράδειγμα φωτός και αγάπης.
Δεν σημαίνει αυτό ότι έπαψε να αμαρτάνει ή να ξαστοχεί στην ζωή του. Σημαίνει όμως
ότι είναι σε θέση να αναλάβει την ευθύνη των λόγων των έργων, των λογισμών του
και να συντρέξει στην ανάγκη του άλλου για αλήθεια. Και όσο μπορεί, τα υπόλοιπα
τα αναπληρώνει η χάρις του Θεού, να προσπαθεί να γίνεται οδοδείκτης στην ζωή
των άλλων, ώστε η πόλη να μην κρύβεται.
Οι άνθρωποι κρυβόμαστε όταν
ντρεπόμαστε. Όπως ο πρώτος Αδάμ στον παράδεισο, μετά την ανυπακοή στο θέλημα
του Θεού, μαζί με την Εύα, κρύφτηκαν ακούγοντας τα βήματα του Θεού, έτσι και
εμείς, όσο κι αν θέλουμε να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας, κρυβόμαστε στην
άρνηση του Ευαγγελίου. Διότι το Ευαγγέλιο βρίσκεται μέσα μας, στην συνείδησή μας.
Ακόμη κι αν η ψυχή μας διαστρέφεται, ώστε να θεωρεί την αμαρτία αρετή η
δικαίωμα, κάτι μέσα μας μάς κάνει να αισθανόμαστε ότι πρέπει να κρυφτούμε. Αυτό
γίνεται φόβος, κατάθλιψη, αυπνία, απόπειρα να δικαιολογηθούμε δημόσια, να
διεκδικήσουμε το δικαίωμά μας στην ζωή που αντίκειται στο Ευαγγέλιο να γίνεται
όχι απλώς αποδεκτό, αλλά ισότιμο με την αλήθεια. Το βλέπουμε στους καιρούς μας με
το ζήτημα των εκτρώσεων, το ζήτημα της διαφορετικότητας, με την άρνησή μας να
δεχτούμε ότι υπάρχουν κανόνες άγραφοι ως προς την καταγωγή τους, που ισχύουν όμως
στο βάθος της ψυχής μας. Και ενώ η κοινωνία, με πρωτοστάτες του χριστιανούς, θα
έπρεπε να δείχνει σεβασμό και κατανόηση στα ανθρώπινα τραύματα, στην προοπτική της
συγχώρησης, της αποδοχής, της αγάπης, της μετάνοιας και της προσμονής της ίασης
από τον Χριστό, εντούτοις η κοινωνία απαιτεί όχι πλέον αμνήστευση, αλλά αποδοχή
της αμαρτίας ως δικαιώματος και ως αρετής τελικά. Και η δράση φέρνει αντίδραση.
Πόλωση, διχασμός, και μια νέα γενιά που ολοένα και περισσότερο απομακρύνεται από
την οδό της πίστης, την οδό του φωτός, την οδό της πόλης, την οδό του
Ευαγγελίου, και αποδέχεται την οδό του κόσμου.
Μα, αν δεν ακολουθούμε την οδό της πίστης,
την οδό της πόλης, πώς θα μπορέσουμε συνολικά ως κοινωνία να δεχτούμε τον εαυτό
μας πρώτα, αλλά και όλους τους άλλους, καθότι τραυματισμένοι και στα σκοτάδια μας
βρισκόμαστε, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, όλοι μας; Διαγράφοντας τον
Χριστό από την ζωή μας όλα επιτρέπονται. Το μη φυσικό γίνεται φυσικό, το
ασθενές θεωρείται υγιές, ενώ το υγιές θα θεωρείται κάτι το σύνηθες, χωρίς,
τελικά, αξία. Κάπου οι χριστιανοί καλούμαστε να βάλουμε ένα όριο, κι ας μείνουμε
μόνοι μας. Το όριο είναι η αγάπη και η κατανόηση. Αγάπη χωρίς αλήθεια όμως παύει
να λειτουργεί ως οδοδείκτης, ως πόλη, ως φως και φέρνει σύγχυση.
Η προτροπή του Χριστού να είμαστε πόλη φωτός, αγάπης, αλήθειας που φαίνεται είναι το χρέος μας ως χριστιανών. Μπορεί να έχει κόστος ψυχολογικό, κοινωνικό, σωματικό. Μόνο έτσι όμως θα δοξάζεται ο Θεός ο εν τοις ουρανοίς και εμείς θα πορευόμαστε ως αυτοί που κληθήκαμε, ως τέκνα φωτός!
π. Θεμιστοκλής
Μουρτζανός
17 Ιουλίου 2022