«Είναι κάποιος που μόλις ακούει έναν λόγο ταράσσεται και λέει πέντε λόγια ή δέκα. Αφού τελειώνει η διαμάχη, εξακολουθεί να σκέπτεται άσχημα εναντίον εκείνου που του είπε τον λόγο, και να θυμάται με εμπάθεια το κακό που του έγινε και να λυπάται γιατί δεν είπε περισσότερα απ’ όσα είπε. Και βρίσκεται πάντοτε οργισμένος» (Αββάς Δωρόθεος)
Γιατί θέλουμε να έχουμε πάντοτε δίκιο; Γιατί
δικαιολογούμε τον εαυτό μας και γιατί δεν θέλουμε να παραδεχθούμε ότι έχουν και
οι άλλοι άποψη; Είναι θέμα μόνο εγωισμού και διαφύλαξης της προσωπικής μας
ακεραιότητας; Γιατί θέλουμε «να πάρουμε το αίμα μας πίσω», σαν να είναι η ζωή
ένας αγώνας εξουσίας; Πώς να μπει στην καρδιά μας η συγχώρηση;
Αν σε κάτι διαφέρει η χριστιανική πίστη μας από
οποιοδήποτε θρησκευτικό σύστημα είναι η άρνηση να μείνουμε στο κακό που ο άλλος
μας έχει κάνει ή πιστεύουμε πως μας έκανε. Και το κακό δεν είναι ανάγκη να
είναι έμπρακτο. Είναι και στα λόγια. Είναι μόνιμος ο θυμός μας εναντίον εκείνου
που μας προσβάλλει, που αρνείται να δει τα πράγματα όπως εμείς. Αυτή η
κατάσταση δυσκολεύει ή καθιστά αδύνατη την συνύπαρξη.
Οικογενειακή και σχολική ζωή, όταν δηλαδή ο άνθρωπος
είναι στην μικρή του ηλικία, είναι τα θέρετρα σήμερα των μαχών εναντίον του
άλλου, της απόφασής μας να έχουμε δίκιο, με οποιοδήποτε τίμημα. Το ζευγάρι
αρνείται να δει τις διαφορές απόψεων ή και χαρακτήρα μέσα από το πρίσμα της
αγάπης και προχωρά στον ανταγωνισμό, στην οργή, κάποτε και στην παγωμάρα στις
σχέσεις. Το ίδιο και τα παιδιά. Μεγαλώνουν κάποτε με ένα μόνιμο παράπονο εις
βάρος των γονέων τους, γιατί εκείνοι είχαν διαφορετική θέση σε κάποια ζητήματα
και αιτήματα, γιατί περιόρισαν τα δικαιώματά τους, ακόμη κι αν, σε βάθος
χρόνου, αυτό αποτέλεσε το καλύτερο σχολείο.
Το ίδιο συμβαίνει και στην σχολική τάξη. Η νοοτροπία
των καιρών μας είναι αυτή της εξίσωσης. Και δεν μιλάμε για την απόρριψη της
αυθεντίας του δασκάλου. Αυτό είναι κάτι που έχει τελειώσει, μάλλον οριστικά.
Μιλάμε για την άρνηση των παραγόντων της σχολικής ζωής να σεβαστούν αυτό που
ονομάζουμε «ιεραρχία». Μαθητές ισοπεδώνουν τους δασκάλους τους με την
συμπεριφορά τους και μόνιμη είναι «η γλώσσα που βγάζουν», διότι οι δάσκαλοι δεν
είναι ή δεν συμπεριφέρονται όπως οι μαθητές θέλουν. Συνεπικουρούνται όμως οι
μαθητές από τους γονείς τους, ιδίως όταν αυτοί είναι σχετικά νέοι στην ηλικία,
όπως επίσης και από ένα κοινωνικό σύστημα το οποίο αποθεώνει την λογική ότι «τα
παιδιά έχουν δίκιο».
Έτσι, καλλιεργείται ένα πνεύμα εκδίκησης. Ένα αίσθημα
ότι είναι κακό να αφήσεις κάτι να πέσει χάμω. Ότι πρέπει να πεις όσα
περισσότερα μπορείς εις βάρος του άλλου. Λησμονούμε ότι στην πραγματικότητα η
αλήθεια δεν μπορεί να κρυφτεί. Ότι η ταπείνωση είναι αυτή που καταξιώνει. Διότι
και ο Θεός βλέπει και αυτός που συγχωρεί και προχωρά δεν μειώνει τον εαυτό του,
αλλά τον κάνει να μη νικιέται από τις περιστάσεις και τα πρόσωπα, καθότι
πάντοτε θα υπάρχουν οι επ’ εξουσίαις.
Να μη μιλάμε καθόλου τότε;
Ο λόγος μας να απευθύνεται σε όσους κατανοούν. Τους
υπόλοιπους ας τους αφήνουμε στην φώτιση του Θεού και την προσευχή μας. Και ας
καθοδηγούμε τα παιδιά να έχουν όρια, όσο μπορούμε, αφήνοντάς τα και
να χάνουν. Θα κερδίσουν ψυχικά.
π.
Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε
στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της
Τετάρτης 9 Μαρτίου 2022