10/30/21

ΜΕ ΤΙ ΕΠΙΘΥΜΟΥΜΕ ΝΑ ΧΟΡΤΑΣΟΥΜΕ;


 «Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ» (Λουκ. 16, 20,21)

«Κάποιος φτωχός ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, ἦταν πεσμένος κοντά στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου, γεμάτος πληγές, καὶ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. ῎Ερχονταν καὶ τὰ σκυλιά καὶ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές»

    Οι άνθρωποι πεινούμε στην ζωή. Όλοι μας έχουμε ανάγκη την τροφή για να επιβιώσουμε, όπως επίσης και για να έχουμε ενέργεια ώστε να σκεφτούμε και να πράξουμε ανάλογα με τα χαρίσματα, τις επιθυμίες και τις δυνατότητές μας. Υπάρχουν όμως και άλλες μορφές πείνας, οι οποίες συμπληρώνουν αυτή της επιβίωσης. Είναι η πείνα για ευχαρίστηση. Η πείνα για δόξα και αναγνώριση. Η πείνα για πρόοδο. Η πείνα για δικαιοσύνη. Η πείνα για αγάπη. Η πείνα για τον Θεό. Ο τρόπος που χορταίνουμε την όποια πείνα μας δείχνει τι είδους άνθρωποι είμαστε ποια είναι ή ποια γίνεται η ταυτότητά μας. Και είναι βεβαίως ατομικό δικαίωμα του καθενός να διαλέξει ποιος χορτασμός είναι ο σημαντικότερος, αυτός που μας καθορίζει και μας ταυτοτοποιεί, αν ο χορτασμός της πείνας γίνεται αυτοπροσδιοριστικά ή ετεροπροσδιοριστικά, αν συναντούμε ή θέλουμε να συναντήσουμε και άλλους με την ίδια ή παρόμοια πείνα ή έχουμε κλείσει τον εαυτό μας στα δικά του τείχη, θέλοντας να καλύψουμε τις δικές μας ανάγκες.

            Διότι η πείνα είναι ανάγκη που έβαλε ο Θεός μέσα μας. Μπορεί στην πνευματική μας ζωή να ζητούμε την υπέρβαση των αναγκών μας, ώστε να μπορούμε να αφήνουμε τον εαυτό μας στα χέρια του Θεού. Να δηλώνουμε ότι η ανάγκη δεσμεύει τον άνθρωπο, τον καθιστά λιγότερο ελεύθερο να νοηματοδοτήσει την ζωή του. Στην πράξη όμως δεν είναι η ανάγκη ή οι ανάγκες που έχουμε οι άνθρωποι που μας δεσμεύουν, αλλά ποια ανάγκη για μας γίνεται προτεραιότητα, ποια πείνα θέλοντας να καλύψουμε για να είμαστε ευτυχισμένοι. Διότι όταν χορταίνουμε την πείνα που μας κάνει όχι να μην ξαναπεινάσουμε ποτέ, αλλά που μας δείχνει ότι μέσα από αυτήν γνωρίζουμε τι μας δίνει αληθινή πληρότητα, μπορούμε να προχωρήσουμε στην ζωή μας έχοντας βρει τον προορισμό μας. Και γίνεται η ελευθερία ζητούμενο από άλλες ανάγκες, οι οποίες όμως μας κρατούν καθηλωμένους σε ό,τι τελικά δεν προηγείται για μας.

            Αν δούμε την παράδοση των αγίων μας, θα διαπιστώσουμε ότι οι άγιοι επιλέγουν όχι την άρνηση των ανθρώπινων αναγκών αλλά τον χορτασμό της πρώτης και μεγάλης πείνας:  αυτής για συνάντηση με τον Θεό που δίνει ανάσταση και αιωνιότητα μέσα από την αγάπη και καθιστά την κοινωνία μας με τους συνανθρώπους μας αυθεντική, ακόμη και μέσα στις δυσκολίες τόσο τις δικές μας όσο και τις δικές τους. Οι άγιοι προσπαθούν με την νηστεία όχι να σβήσουν την ανάγκη του σώματος για τροφή, αλλά την υποδούλωση του ανθρώπου στις επιθυμίες της κοιλίας και της σαρκός. Οι άγιοι κάνουν αγώνα να ελέγξουν τον λογισμό τους, όχι για να σβήσουν την ανάγκη της ύπαρξης να σκέφτεται, να κρίνει, να γνωρίζει, αλλά για να μην υποδουλωθούν στην δική τους γνώμη, το δικό τους θέλημα, αφήνοντας κατά μέρος τις εντολές του Θεού που είναι η αγάπη και η εμπιστοσύνη προς Εκείνον και τον πλησίον. Οι άγιοι παλεύουν να βρούνε τις ρίζες των παθών τους και να τα μεταμορφώσουν διά της ταπεινώσεως, όχι γιατί  η ύπαρξη δεν έχει «εγώ» και «εαυτό», αλλά γιατί τα πάθη την καθιστούν να έχει μόνο «εγώ» και μόνο «εαυτό». Οι άγιοι νιώθουν την ανάγκη να είναι μέλη του σώματος του Χριστού, διότι δεν είναι ακοινώνητοι, αλλά καλύπτουν αυτήν την ανάγκη με την μετοχή στην θεία ευχαριστία, με την συνάντηση και την έμπρακτη αγάπη προς  τον πλησίον, με έναν αγώνα υπέρβασης της προτεραιότητας του εαυτού και ένταξης στην συλλογικότητα της Εκκλησίας. Δεν αρνούνται την κοινωνία των ανθρώπων, ούτε παύουν να βλέπουν ποιοι είμαστε οι χριστιανοί μέσα στον κόσμο, ούτε παύουν να έχουν άποψη για τον κόσμο, μισώντας τον κόσμο, διότι ο Θεός στον κόσμο σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο μας όρισε να ζούμε, αλλά μας αφήνει να διαλέξουμε τον τρόπο.

            Στην παραβολή του πλούσιου και του Λαζάρου ο Χριστός μας δείχνει ότι ο Λάζαρος είχε χορτάσει την πείνα του για Θεό και του απέμεινε η πείνα για επιβίωση. Σ’  αυτήν ο μόνος που μπορούσε να βοηθήσει ήταν ο πλούσιος. Εκείνος όμως είχε χορτάσει όλες τις άλλες πείνες, αλλά είχε λησμονήσει την πείνα για τον Θεό και τον ανήμπορο πλησίον. Κι αν σ’ αυτήν την ζωή ο Θεός δεν επέβαλε την δικαιοσύνη ο καθένας άνθρωπος να έχει τουλάχιστον το ελάχιστον, ο τρόπος με τον οποίο χορτάσθηκε η πείνα καθόρισε την αιωνιότητα, εκεί όπου ο τρόπος με τον οποίο διάλεξε να ζει ο καθένας στον παρόντα χρόνο, του καθόρισε την ταυτότητα για πάντα. Και δεν υπάρχει αλλαγή στην αιωνιότητα όχι γιατί ο Θεός δεν αφήνει την αλλαγή, αλλά διότι ο άνθρωπος μένει προσκολλημένος στις ανάγκες που έχει αποφασίσει να καλύψει στο εδώ. Ας μην ξεχνούμε ότι ο πλούσιος δεν ζήτησε από τον Αβραάμ να αλλάξει τρόπο ύπαρξης, αλλά λίγο νερό για την δίψα του, για την υλική ανάγκη δηλαδή. Κι όταν ακόμη ζητά από τον Αβραάμ να αναστηθεί ο Λάζαρος για να πείσει τους αδερφούς του να αλλάξουν προτεραιότητες, εξακολουθεί να αγνοεί ότι δεν αλλάζει με θαύματα ο άνθρωπος, αλλά με τον λόγο του Θεού, όχι με θέαμα, αλλά με εσωτερική αναζήτηση, καθώς και με την μετοχή στο σώμα του Χριστού.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

31 Οκτωβρίου 2021

Κυριακή Ε’ Λουκά

10/26/21

ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΕ ΒΛΕΠΟΥΝ

         «Μην καταφρονείς τις εντολές του Θεού ακόμη κι ό
ταν δεν σε βλέπει άνθρωπος, ακόμη κι αν κανείς δεν απαιτεί τίποτα από σένα»
(Αββάς Δωρόθεος).

Οι πειρασμοί στην ζωή μας θεριεύουν όταν οι άλλοι δεν μας βλέπουν. Στην μοναχικότητά μας ξεκινούν είτε οι μεγάλες ιδέες είτε οι μεγάλες πτώσεις. Όταν είμαστε μόνοι μας το μοναδικό κριτήριο για να ελέγξουμε αυτό που σκεφτόμαστε, αυτό που επιθυμούμε, αυτό που μπορούμε να κάνουμε, είναι ο εαυτός μας, η συνείδησή μας, η κοσμοθεωρία μας. Οι αποφάσεις μας διαμορφώνουν την ταυτότητά μας. Όταν μάλιστα όχι μόνο αποδεχόμαστε ό,τι μας κάνει ηθικά ευάλωτους, ό,τι θα γεννήσει έλεγχο για το αν έπρεπε ή δεν έπρεπε να πράξουμε, αλλά φτάνουμε στο σημείο να περηφανευόμαστε, να αισθανόμαστε δικαίωμά μας το ότι εκπληρώσαμε την επιθυμία ή εφαρμόσαμε την ιδέα μας λόγοις και έργοις, τότε η ταυτότητά μας  ξεπερνά το προσωρινό, το στιγμιαίο, και το λάθος γίνεται επιλογή που μας χαρακτηρίζει.

«Τώρα που δεν με βλέπουν». Μπροστά στην οθόνη, πίσω από την πλάτη του άλλου, μακριά από το βλέμμα του Θεού, του γονιού, του παιδαγωγού, του συντρόφου, του προϊσταμένου, του συνεργάτη κρινόμαστε ποιοι είμαστε. Όταν η αυθεντία για μας είναι παρούσα, εκεί δείχνουμε συνήθως το καλό μας πρόσωπο. Είτε από φόβο είτε επειδή αισθανόμαστε μια ηθική δέσμευση είτε για λόγους καλή συμπεριφοράς ή τήρησης των κανόνων προσποιούμαστε. Και αφήνουμε στην άκρη τον κρυπτό της καρδίας μας άνθρωπο. Το «μπράβο» και ο «έπαινος» των ανθρώπων γίνονται κίνητρα. Να λάβουμε τον μισθό της ετικέτας: «καλό παιδί», «καλός εργαζόμενος», «καλός σύζυγος», «καλός γονέας», «καλός άνθρωπος». Και βέβαια πώς θα ήταν η κοινωνία αν οι πολλοί δεν ήταν έτσι; Μια κόλαση.

Το βάθος της ψυχής μας όμως ποιο είναι; Η ώρα που μπορούμε να διαλέξουμε αυτό που πραγματικά μας εκφράζει, η ώρα της γνώμης μας, η ώρα του παράδεισου χωρίς Θεό. Εκείνη την στιγμή κρίνεται το πόσο αγαπούμε, το πόσο συμφωνούμε με ό,τι καλούμαστε να εφαρμόσουμε. Διότι εκείνη την στιγμή κανείς δεν ζητά από μας τίποτα. Μόνο ο πυρήνας του εντός μας ανθρώπου, η καρδιά μας καλείται να αποφασίσει. Θα υποκύψει στο συχνά εύκολο και ευχάριστο ή θα διαλέξει τον δρόμο της συνέπειας, της ευθύνης να ζούμε όπως λέμε ότι πιστεύουμε, χωρίς μυστικά κρυμμένα, χωρίς κριτήριο άλλο πάρεξ την αγάπη.

Ζούμε σε μια εποχή στην οποία το φαίνεσθαι θριαμβεύει και τα λόγια μας απέχουν πόρρω από την αλήθεια της ζωής μας. Συνηθίζουμε να δείχνουμε τον εαυτό μας «τώρα που μας βλέπουν». Και το μαθαίνουμε και στα παιδιά μας. Ένα κρυφτό από την αλήθεια για να μην διακινδυνεύσουν την απόρριψη, να μην στενοχωρήσουν τους άλλους, να μην χρειαστεί να υπερασπιστούν αυτό που θα ήθελαν  να είναι.  Το αντίθετο, που προϋποθέτει θάρρος, απόφαση για διάλογο και εντιμότητα, ακόμη κι αν έχει συνέπειες, μας δυσκολεύει. Το να παραδεχτούμε τι δεν καταφέρνουμε όταν δεν μας βλέπουν, γίνεται τουλάχιστον ταπείνωση που προστατεύει από την έπαρση. Γίνεται επιείκεια και συγκατάβαση και στους άλλους που πάσχουν ανάλογα. Το να κηρύττουμε και να μην πράττουμε, το να κατακρίνουμε ενώ είμαστε κούφιοι μέσα μας, μας κάνει ηθοποιούς, συνήθως κακούς. Διότι σήμερα όλα μαθαίνονται.

Η αλήθεια ελευθερώνει. Αν δεν θέλουμε να ζήσουμε ήττες, παλεύουμε «τώρα που δεν μας βλέπουν». Και βοηθά ο Θεός.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

Στο φύλλο της Τετάρτης 27 Οκτωβρίου 2021

10/23/21

ΜΗΝ ΤΗ ΦΟΒΑΣΑΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ, ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΕΙΝΑΙ

 


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 82- ΛΙΑΝΑ ΤΣΙΡΙΔΟΥ, «ΜΗΝ ΤΗ ΦΟΒΑΣΑΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ, ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΕΙΝΑΙ», εκδόσεις ΑΠΑΡΣΙΣ

         Μία εξαιρετική έκπληξη ήταν για μας η ανάγνωση των ιστοριών της συναδέλφου στο σχολείο μας Λιάνας Τσιρίδου με τίτλο «Μην τη φοβάσαι τη νύχτα, σύμμαχος είναι» (εκδόσεις ΑΠΑΡΣΙΣ). Κι αυτό γιατί βλέπαμε, καθώς διαβάζαμε την μία ιστορία μετά την άλλη μικρά διαμάντια λόγου, εμβάθυνσης στην ανθρώπινη ψυχή, χαρακτήρες που αποκαλύπτονταν μέσα από την καταγραφή ελάχιστων περιστατικών της ζωής, ανθρώπων της διπλανής πόρτας που ταξιδεύουν στον χρόνο όπως όλοι μας αναζητώντας την στιγμή που θα συλλάβουν την ευτυχία που ποθούν, καθώς η ζωή τους δίδαξε ότι δεν είναι η αχορταγιά των εμπειριών που μας δίνει νόημα, αλλά εκείνη η στιγμή που θα νιώσουμε ότι η ζωή μας άξιζε. Όλα αυτά και άλλα, δοσμένα με μία εξαιρετική γραφή, πυκνή, όχι όμως δύστροπη, δουλεμένη, όχι όμως επιτηδευμένη, γυναικεία, όχι όμως ιδεοληπτική, ζεστή και ανθρώπινη, όχι όμως ξέχειλη από συναίσθημα ώστε να κουράζει.

Οι περισσότεροι άνθρωποι τη φοβούνται τη νύχτα. Είναι η κούραση, είναι ένα αίσθημα μοναξιάς, κάποτε ματαιότητας, ένας φόβος θανάτου, η επόμενη ημέρα με τις υποχρεώσεις της, η ανάγκη να δεις τους δικούς σου ανθρώπους στο σπίτι σου και να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με ό,τι οι σχέσεις σου μαζί τους απαιτούν, ιδίως την αλήθεια για το ποιοι είμαστε όλοι. Η συγγραφέας δεν την φοβάται τη νύχτα. Την θεωρεί σύμμαχο. «Θα πέσει η νύχτα πάλι ευεργετική, θα μας γιατρέψει από τις γρατσουνιές, από τα αγχωμένα βήματα στη βουή της πόλης, τις αδιάφορες κουβέντες, τη σκοτούρα της άδειας τσέπης μας. Θα πέσει η νύχτα πάλι, θα μας γιατρέψει από τις χαρακιές , από τα αφηρημένα βλέμματα των φίλων, τα λόγια που δεν έπρεπε να ξεστομιστούν, τα ψέματα που δεν κατάφεραν να κρυφτούν. Θα πέσει η νύχτα πάλι. Θα μας γιατρέψει και από τις βαθιές πληγές, από τις ενοχές που μας τύλιξαν με δηλητήριο, από τις καλά μεταμφιεσμένες προδοσίες, από τους ανυπόφορα δειλούς εαυτούς μας. Θα μας γιατρέψει. Α, είναι σπουδαίες οι θεραπευτικές ιδιότητες της νύχτας όσο μπορούμε ακόμη να μοιραζόμαστε μια μουσική να ζωντανεύει το λιποθυμισμένο μας συναίσθημα, ένα κρασί να καθαρίζει το απελπισμένο μας μυαλό ένα χάδι να παγιδεύει μικρά κομματάκια αιωνιότητας. Μην τη φοβάσαι τη νύχτα, είναι σύμμαχος» (σελ. 20). Η νύχτα είναι μαρτύριο για όσους δεν ελπίζουν. Για όσους δεν πιστεύουν στο φως, στην αγάπη, στην αιωνιότητα. Ακόμη όμως και γι’  αυτούς μπορεί να γίνει ένα σημείο του χρόνου μας που θα μας κάνει να μαζέψουμε τα κουράγια μας, να δούμε τον μέσα κόσμο μας, να χαμογελάσουμε στους δίπλα μας, να αφήσουμε, έστω και στα ξημερώματά της, τον θόρυβο στον οποίο κρύβουμε τα μυστικά μας.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου, οι σαββατιάτικες ιστορίες,  είναι ένα είδος ιστολογίου, ένα blog, στο οποίο η συγγραφέας καταγράφει μνήμες, εντυπώσεις, όψεις του χρόνου και της ζωής, με αφορμήσεις από στιγμές των ηρώων της ή και του εαυτού της (άλλωστε τι είναι κάθε ήρωας που πλάθουμε παρά ο εαυτός μας και οι γύρω μας), από μικρά ταξίδια σε στιγμιότυπα ψυχής, σε χαρές και λύπες, απογοητεύσεις φανερές και αφανείς, αισθήματα ανημπόριας μπροστά στην μη αλλαγή του κόσμου, αναζητήσεις, στάση και τρυφερό παράπονο μπροστά στην πίκρα του θανάτου και του αποχωρισμού, σχόλια μπροστά στην ήττα του έρωτα από τη συνήθεια, δίψα για την αγάπη που θέλουμε να γίνει πληρότητα, δίψα για το «ενός ου έστι χρεία» για να πούμε ότι η ζωή μας άξιζε. Είναι η αναμέτρηση με τον εαυτό μας, στον οποίο καλούμαστε να αντιτάξουμε «όλα τα όπλα. Τη μαχαιριά, την πινελιά, τη λέξη, τη νότα. Το σ’  αγαπώ. Και το συγγνώμη».  «Να αναμετρηθούμε με τον  φόβο. Και να διαλέξουμε. Το μόνο προνόμιο που διατηρήσαμε οι εκπεπτωκότες. Κάποιοι διαλέγουν τη ζωή. Το απλωμένο χέρι βοήθειας. Τα παιδικά χαμόγελα. Τα χρωματιστά μπαλόνια. Την καλημέρα σε όλες τις γλώσσες» (σελ. 27). Η συγγραφέας διαλέγει τη ζωή.  

Το δεύτερο μέρος είναι ιστορίες γραμμένες στην περίοδο του λοκντάουν. Γυναικεία τα πρόσωπα που δεσπόζουν άμεσα ή έμμεσα. Σχέσεις, όνειρα, πάθη και αντιζηλίες, μάνα και κόρη, ανολοκλήρωτοι έρωτες, αποτίμηση της ζωής, μικρά μα ολοκληρωμένα διηγήματα, ιστορίες που διδάσκουν ότι όπου υπάρχει αγάπη, εκεί και το νόημα, και μια βαθιά ανάγκη να καταλάβουμε τον άλλον και όχι να τον απορρίπτουμε από τα φαινόμενα. Στεκόμαστε στο «για ένα φιλί», στο «δώρο εξ ουρανού», στην «Μέλπω», στο «όνειρο από πέτρα» και στο «με αυστηρό χρονοδιάγραμμα».

Το τρίτο και τελευταίο μέρος επιγράφεται «ιστορίες μιας χρονιάς». Εξαιρετικά διηγήματα, ένα για κάθε μήνα, με θέματα  την ευλογημένη συνήθεια της αγάπης, την συνάντηση με τον θάνατο της μοναξιάς, το ότι η ανθρωπιά νικά τις διακρίσεις, την ανάγκη του απογαλακτισμού που, αν δεν έρθει έγκαιρα, γίνεται καταστροφική εξάρτηση, την ανθρωπιά που νικά το χρήμα, αλλά δεν σώζει από μόνη της, την υποκρισία μιας κλειστής κοινωνίας που προσποιούνταν στηριγμένη στο φαίνεσθαι, το όνειρο του μεγάλου ταξιδιού που πρέπει να το κάνουμε έγκαιρα, την φιλία που δεν μπορεί να σταθεί στην καχυποψία, την ταπεινή και αθόρυβη αγάπη που είναι οδός ζωής και ουρανού, την άρνηση να γεράσουμε πριν την ώρα μας νικημένοι από την ανάγκη, την δύναμη της μνήμης και τον υπέροχο Μανώλη Αλεγκρία, τον τρελό του χωριού, που δείχνει ότι πίσω από κάθε άνθρωπο που τον χαρακτηρίζουμε παράξενο υπάρχει μια ιστορία που δεν ξέρουμε, συχνά βαθιά ανθρώπινη, έκφραση ευαίσθητης ψυχής.

Εξαιρετική η γλώσσα, συναρπαστική η γραφή. Ευχαριστούμε την Λιάνα Τσιρίδου για το εξαιρετικό βιβλίο της και το μοίρασμα ψυχής της!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

23 Οκτωβρίου 2021

ΤΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΧΕΙΣ ΕΣΥ ΜΕ ΜΕΝΑ ΙΗΣΟΥ;

 


«Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς» (Λουκ. 8, 28)

«Ὅταν εἶδε τὸν Ἰησοῦ, ἔβγαλε μιὰ κραυγή, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε μὲ δυνατὴ φωνή·  ‘τί δουλειὰ ἔχεις ἐσὺ μ’ ἐμένα Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ ὕψιστου Θεοῦ; Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ βασανίσεις’».

 

            Το ερώτημα που θέτει ο δαιμονισμένος άνθρωπος των Γαδαρηνών στον Χριστό, ερώτημα ανθρώπου και δαιμονίων συνάμα, «τι δουλειά έχεις εσύ με μένα, Ιησού, Υιέ του ύψιστου Θεού», έχει μια εξήγηση, την οποία αυτός που θέτει το ερώτημα, την δίνει αμέσως. Η παρουσία του Χριστού στην ζωή του είναι βασανιστήριο. Γι’  αυτό και η επιλογή του Χριστού να εκπληρώσει το αίτημά του να μεταβεί η δαιμονική συντροφιά της λεγεώνας στην αγέλη των χοίρων  και να την ρίξουν στην άβυσσο, αποτελεί για τα δαιμόνια πράξη φιλανθρωπίας. Ο Χριστός συγκαταβαίνει στο αίτημα των δαιμονίων για να δείξει στον διάβολο ότι κι αυτόν τον αγαπά, αλλά και για να ελεήσει τους βοσκούς της περιοχής, οι οποίοι, με την ανοχή των κατοίκων, παρότι ο μωσαϊκός νόμος ήταν αυστηρός στο θέμα αυτό, έβοσκαν χοίρους, το κρέας των οποίων ήταν απαγορευμένο για τους Ιουδαίους. ΟΙ βοσκοί και οι κάτοικοι έλαβαν μια ευκαιρία μετάνοιας, την οποία δεν αξιοποίησαν,    διότι το υλικό κέρδος ήταν ανώτερο από το ηθικό και πνευματικό που θα είχαν τηρώντας τον νόμο, δηλαδή ακούγοντας την φωνή του Θεού στην συνείδησή τους.

            «Τι δουλειά έχεις εσύ με μένα, Ιησού, Υιέ του ύψιστου Θεού;» είναι ένα ερώτημα που οι περισσότεροι από μας θέτουμε συνεχώς στην ζωή και στην πορεία μας. Δεν είναι μόνο ερώτημα αυτών που δεν πιστεύουν. Είναι και δικό μας ερώτημα, παρότι θέλουμε να πιστεύουμε και ισχυριζόμαστε ότι αυτή η επιθυμία γίνεται πράξη. Ο Χριστός μιλά μέσα μας με την αγάπη που ζητά να έχουμε σ’  Αυτόν και τον κάθε συνάνθρωπο. Εμείς λειτουργούμε με γνώμονα το συμφέρον και την κριτική έναντι του άλλου, για διαφόρους λόγους. Και δεν είναι η κριτική στις πράξεις. Είναι η κριτική που οδηγεί στην απόρριψή του, επειδή δεν είναι και δεν φέρεται όπως εμείς κρίνουμε σωστό. Στην θεραπεία του δαιμονισμένου ο Χριστός ελέησε τον διάβολο, ελέησε τους συμφεροντολόγους Γαδαρηνούς, ελέησε και τον ταλαιπωρημένο και ταλαιπωρούντα άνθρωπο. Η αγάπη δεν μπαίνει στην λογική της απόρριψης εξαιτίας της κριτικής. Συμπονά. Συμπάσχει. Βρίσκει τη καλύτερη λύση. Ακούει. Δέχεται. Ελεεί τελικά, κατά τον τρόπο που ο άλλος μπορεί να δεχτεί.

            «Τι δουλειά έχεις εσύ με μένα, Ιησού, Υιέ του ύψιστου Θεού;», λέμε στον Χριστό, διότι Τον θεωρούμε εχθρό της ελευθερίας μας. Δεν είναι μόνο ο επηρμένος άνθρωπος που νομίζει ότι στην δύναμη και τα επιτεύγματά του, στις λογικές ικανότητες των δερμάτινων χιτώνων θα βρει το νόημα της ζωής. Είναι και αυτός που θεωρεί πως κάθε εντολή που τον δεσμεύει ηθικά, τον καλεί να δει την συνείδησή του, του θυμίζει ότι υπάρχει μια άλλη πορεία, η οποία του δόθηκε εξ αρχής, αυτή του να πορεύεται κατά Θεόν ή κατά την γνώμη του, συνεχίζει να υφίσταται. Και επειδή «δεν μας αρέσουν οι σωτήρες, δεν γουστάρουμε να σωθούμε», όπως λέει το τραγούδι, προτιμούμε τη οδό της γνώμης μου και κωφεύουμε στην κλήση μας να συνοδοιπορήσουμε με τον Χριστό, ιματισμένοι και σωφρονούντες. Προτιμούμε την επανάσταση του αγρίου θελήματός μας, την έπαρση του εγώ μας, τον πλουτισμό μας σε ηδονή, χρήμα, δόξα, από την ταπεινότητα να είμαστε του Χριστού ακόλουθοι, να νοικοκυρεύουμε τον εαυτό μας και την ζωή μας και να αντιστεκόμαστε στο κακό, παλεύοντας για ένα άλλο νόημα ελευθερίας: αυτό της υιοθέτησης του θελήματος του Θεού, δηλαδή να μπορούμε με βάση την αγάπη να πορευόμαστε, νικώντας την εξάρτηση από την αμαρτία και τη συγκατοίκηση με τον διάβολο.

            «Τι δουλειά έχεις εσύ με μένα, Ιησού, Υιέ του ύψιστου Θεού;», λέμε  όταν θυμώνουμε μαζί Του επειδή δεν εκπληρώνει τα αιτήματά μας, φαίνεται ότι δεν ακούει τις προσευχές μας, δεν αποφασίζει κατά πώς θέλουμε εμείς να αποφασίσει, δεν μας λυτρώνει την στιγμή που θέλουμε, μας αφήνει να δοκιμαζόμαστε, να ταλαιπωρούμαστε, να κουραζόμαστε σωματικά και ψυχικά. Όταν δεν κάνει επίδειξη δύναμης στον κόσμο μας, για να λύσει «για το καλό μας»  τα προβλήματα της ανθρωπότητας, αλλά αφήνει όλους μας να αποφασίσουμε πώς θα συνδράμουμε στην όποια επίλυσή τους. Όταν μας στέλνει ανθρώπους που μας λένε την αλήθεια κι εμείς δεν μπορούμε να την αντέξουμε. Όταν στο πρόσωπο του φτωχού και δοκιμασμένου, αλλά και στο πρόσωπο του καθενός που έρχεται δίπλα μας για οποιονδήποτε λόγο δεν βλέπουμε τον Ίδιο. Κι εμείς, επειδή θέλουμε «εδώ και τώρα» εκπλήρωση των επιθυμιών μας, καλών και κακών πάντοτε κατά τη κρίση μας, τελικά στην πράξη Τον αποδιώχνουμε, μαζί με την Εκκλησία Του.

     Το κακό στον κόσμο και στην ζωή μας είναι ο μεγαλύτερος πειρασμός που αντιμετωπίζουμε. Όπως λέει ο Ντοστογιέφσκι στον «Μεγάλο Ιεροεξεταστή», θέλουμε να διορθώσουμε το έργο Του και, αν χρειαστεί, Τον διώχνουμε από την ζωή μας, Τον στέλνουμε στην πυρά, για να μη μας γιατρέψει και σωθούμε. Δεν αντέχουμε την ματιά Του, την αγάπη Του, κάποτε την σιωπή Του. Ας προβληματιστούμε.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

24 Οκτωβρίου 2021

Κυριακή ΣΤ’ Λουκά

10/19/21

ΤΑ ΜΙΚΡΑ

              


  «Η πρόοδός μας στην αρετή και η αμαρτία ξεκινάνε από τα μικρά και καταλήγουν σε μεγάλα είτε καλά είτε κακά»
(Αββάς Δωρόθεος)

                Στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους συχνά λέμε «δεν πειράζει» για συμπεριφορές, επιλογές, σκέψεις, πράξεις, συνήθειες είτε του άλλου είτε δικές μας. Θέλουμε να είμαστε μεγαλόψυχοι, επειδή αγαπάμε, για ζητήματα που φαίνονται μεγάλα. Δεν θέλουμε να φανούμε μεμψίμοιροι, γκρινιάρηδες, υπερβολικοί, για ζητήματα που φαίνονται και μπορεί να είναι μικρά.  Όμως τα μικρά χτίζουν υπόβαθρο, γίνονται η πρώτη ύλη για σενάρια που κάνουν την σχέση να κουράζεται. Τα μεγάλα φέρνουν συχνά αγανάκτηση, διότι μας βάζουν στον πειρασμό να διορθώσουμε τον άλλο, χωρίς όμως εκείνος να θέλει ή να πιστεύει ότι κάτι τέτοιο χρειάζεται.

                Υπάρχει ένας σχετικισμός στον τρόπο που βλέπουμε τον άνθρωπο και τα πράγματα. Ο καθένας έχει την προοπτική του, με αποτέλεσμα συχνά να μην μπορούμε να συνεννοηθούμε. Και δεν φτάνει μόνο αυτό. Είναι εκείνα τα μικρά που πολλές φορές δεν τα παρατηρούμε ή αδιαφορούμε γι’  αυτά και γίνονται μεγάλα. Όπως λέει ο Αριστοτέλης, αν δεν «ευθύνεις» το δέντρο από μικρό, δεν θα ισιώσει ποτέ. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πνευματική ζωή τα πάντα ξεκινούνε από την διάκριση των λογισμών. Δεν περιμένουν οι Πατέρες να φτάσουμε στα πάθη για να κηρύξουν την εαυτό μας σε συναγερμό, σε νήψη. Ξέρουν ότι όταν το πάθος εκφραστεί, η ρίζα του έχει βαθύνει και ο άνθρωπος δεν ευθύνει, δεν ισιώνει. Γι’  αυτό και ζητούν εξαγόρευση λογισμών, ώστε να υπάρχει και αυτοκριτική και απόφαση για αγώνα έγκαιρα.

                Έγκαιρα. Μία λέξη που σήμερα δεν μας πολυενδιαφέρει. Θεωρούμε αγάπη το «δεν πειράζει». Θεωρούμε ότι έχουμε χρόνο, ότι θα διορθωθούν τα πράγματα αργότερα. Ότι δεν αξίζει ο άνθρωπος να στενοχωριέται για τα μικρά και ασήμαντα. Έτσι ο χρόνος δεν γίνεται καιρός, δεν γίνεται ευκαιρία διόρθωσης, αλλά και χτισίματος του υγιούς εαυτού, ούτε καν αφορμή επίγνωσης των σφαλμάτων που κουράζουν και τους άλλους και εμάς, με αποτέλεσμα η σπίθα να γίνεται φλόγα που δύσκολα σβήνει.

                Ζούμε σε μία εποχή στην οποία το κακό θεωρείται σχετικό. Η ηθική του πολιτισμού είναι ηθική του δικαιώματος. Κι όμως, θα μπορούσαμε αν θέλαμε να δούμε το προσάναμμα των μικρών, να αποφύγουμε δυσκολίες μεγάλες. Η παρατήρηση της στάσης, της σκέψης, της συμπεριφοράς του παιδιού από τον γονέα και τον παιδαγωγό. Η έγκαιρη επισήμανση. Η παιδαγωγία του διαλόγου. Η με μέτρο τιμωρία, ιδίως όταν γίνεται δημιουργική για το σύνολο ή και για το ίδιο το παιδί. Το ίδιο και στη σχέση του ζευγαριού. Το να μη φοβόμαστε να επισημάνουμε τι μας ενοχλεί, όχι στην λογική της επίθεσης ή της γκρίνιας ή της απόρριψης, αλλά στην προοπτική ότι «σου λέω τι βλέπω σε σένα και πες μου κι εσύ τι βλέπεις σε μένα». Υπερασπίσου τον εαυτό σου, αν δεν συμφωνείς με την σκέψη μου, αλλά τουλάχιστον ας την γνωρίζεις. Το «δεν πειράζει», το «ας το καταπιώ», να είναι η τελευταία επιλογή της αγάπης και όχι η πρώτη. Και όχι συμβιβασμοί σε ζητήματα που καταρρακώνουν την αξιοπρέπεια. Που καθιστούν τον άλλον επικίνδυνο. Άλλο η συγχωρητικότητα και άλλο η αμνήστευση. Αγάπη κι αλήθεια πάνε μαζί!

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

Στο φύλλο της Τετάρτης 20 Οκτωβρίου 2021

10/15/21

ΟΙ ΣΠΟΡΟΙ ΠΟΥ ΕΠΕΣΑΝ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ


 «Οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν» (Λουκ.  8,12)

«Οἱ σπόροι ποὺ ἔπεσαν στὸν δρόμο εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἄκουσαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ· ἔρχεται ὅμως ὕστερα ὁ διάβολος καὶ τὸν παίρνει ἀπ’ τὶς καρδιές τους, γιὰ νὰ μὴν πιστέψουν καὶ σωθοῦν»

 

            Πολλά ερωτηματικά συνοδεύουν σήμερα την διακονία της Εκκλησίας. Ο Χριστός ζητά από τους ποιμένες να είναι σπορείς του λόγου Του. Να κηρύττουν και να ιερουργούν το Ευαγγέλιο, να έχουν δηλαδή την σπορά ως έργο ιερό, έργο αφοσίωσης, έργο ζωής. Και βεβαίως το ευαγγέλιο κηρύττεται μέσα από την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, μέσα από την διακονία της αγάπης, μέσα από την κατήχηση, αλλά και κάθε μαρτυρία την οποία η Εκκλησία παρουσιάζει στον άνθρωπο. Και ακούγεται αυτή η μαρτυρία σήμερα με πολλούς τρόπους: στον ναό, στις εκδόσεις, στο διαδίκτυο, στα πρόσωπα των κηρύκων που εξακολουθούν να βρίσκονται ανάμεσά μας. Το ερώτημα είναι κατά πόσον ο λόγος εισακούεται. Δεν έχει σημασία αν βιώνεται, αν καρποφορεί. Χρέος του ποιμένα είναι να μιλήσει, να καταδείξει, να φανερώσει την ζώσα αλήθεια που είναι ο Χριστός. Μπορούμε να είμαστε ευχαριστημένοι;

            Στο ευαγγέλιο της Κυριακής του σπορέως η περιγραφή από την πλευρά του Χριστού είναι χαρακτηριστική: μιλάμε για έξοδο του σποριά από το σπίτι του, από τις συνήθειες της ζωής του, ακόμη και από τον ίδιο τον εαυτό του. Η έξοδος αυτή σήμερα επιτυγχάνεται και μέσα από το Διαδίκτυο, στο οποίο η πρόσβαση είναι ελεύθερη για όλη σχεδόν την ανθρωπότητα. Αυτός που αναζητεί, θα βρει. Είναι περιττή η συζήτηση που κινδυνολόγοι εξακολουθούν να κάνουν για το επικίνδυνο του Διαδικτύου και κατά πόσον η Εκκλησία θα πρέπει να συμμετέχει σ’ αυτό. Είναι συζήτηση που θέλει να πει   ότι επειδή στον κόσμο υπάρχει η αμαρτία, η Εκκλησία πρέπει να κρυφτεί. Το πρόβλημα έγκειται στο κατά πόσον αυτό που διαβάζεται και ακούγεται στο Διαδίκτυο είναι όντως ο λόγος του Θεού, αυτός που φανερώνει τον Χριστό και την βασιλεία του Θεού και καλεί σε συνάντηση, σε κοινωνία Θεού και ανθρώπων και των ανθρώπων μεταξύ τους ή είναι ένας λόγος που ασχολείται με τα κοσμικά πράγματα, αποπροσανατολίζει από το αγαθό και καθιστά τους ακροατές και αναγνώστες φοβικούς για την μετοχή τους στον κόσμο και όχι ελεύθερους επειδή αγαπούνε τον Θεό και είναι αποφασισμένοι να δώσουν το μήνυμα της σωτηρίας, αφού πρώτα το βιώσουν.  

            Πέρα από την ευθύνη του ποιμένα, του σπορέα όμως, υπάρχει και η ευθύνη όσων ακούνε τον λόγο του Θεού. Και ο Χριστός ξεκινά την αναφορά Του σ’ αυτούς που ακούνε στον δρόμο, στον κόσμο, στην κίνηση. Αυτοί δεν έχουν χρόνο. Ο λογισμός τους είναι αλλού προσανατολισμένος. Δεν έχουν αναζήτηση. Προχωρούν κατά τα κοσμικά πρότυπα. Και ο διάβολος παίρνει από τις καρδιές τους την αλήθεια του λόγου του Θεού, τους κάνει να ξεχνάνε τον Χριστό, για να μην πιστέψουν και σωθούν. Ο διάβολος που πολλοί άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι υπάρχει. Ο διάβολος που προτάσσει το εγώ και την έπαρση ότι η ατομική γνώμη είναι ανώτερη από τον λόγο του Θεού και από κάθε λόγο. Ο διάβολος ο οποίος δεν θέλει τους ανθρώπους να πιστέψουν στον Χριστό, να αφήσουν τον λόγο του Θεού να τους αλλάξει, να σωθούν, να βρούνε δηλαδή τον δρόμο για την αγάπη και την ανάσταση. Ο διάβολος που θέλει τους ανθρώπους νεκρούς πνευματικά και αιώνια, ώστε η όποια ανάστασή τους να μην αποτελέσει σωτηρία, αλλά καταδίκη.

            Ο Χριστός μιλά για όλους εμάς σήμερα που βρισκόμαστε στον δρόμο, στην κίνηση μακριά από τον Θεό και την αλήθεια. Και δεν είναι μόνο οι εκτός Εκκλησίας. Συχνά και όσοι θεωρούμε τους εαυτούς μας εντός, απουσιάζουμε από την έγνοια για τον λόγο, από την ακοή και την μελέτη του, από την βίωσή του, από την δίψα για πίστη που σώζει. Κινούμαστε συνεχώς μέσα στον κόσμο και στις οδούς του, χωρίς να έχουμε τον νου και την καρδιά μας προσανατολισμένα στο νόημα που θα μας δώσει ζωή και ελπίδα. Έχουμε ευθύνη λοιπόν. Ας αφυπνιστούμε.  Και δεν είναι θέμα πειθούς του λόγου. Δεν είναι θέμα επιχειρηματολογίας. Είναι θέμα αναζήτησης και άφεσης της ψυχής μας στον Θεό. Γιατί ταΐζουμε την ψυχή μας με τροφές που μας αφήνουν στον κόσμο αυτό και δεν νικούν τον θάνατο. Τροφές που θεριεύουν το εγώ και δεν οδηγούν στο εμείς. Τροφές που μας κρατούνε σε κίνηση, αλλά δεν μας οδηγούν σε αλλαγή, σε μεταμόρφωση. Τροφές που δεν λυτρώνουν, αλλά μας κάνουν να επαναπαυόμαστε στα πάθη. Τροφές που έρχονται από άλλες παραδόσεις, ατομοκεντρικές, ηδονιστικές, φυσιοκρατικές, μηδενιστικές, που θέλουν τον άνθρωπο να τα έχει καλά με τον εαυτό του, ώστε να μείνει στο σήμερα , καθησυχάζοντας την όποια συνείδησή του ότι νοιάζεται λίγο και για τον κόσμο, χωρίς όμως να παλεύει να αλλάξει τον κόσμο.

            Αφύπνιση μας χρειάζεται. Σπουδή του λόγου του Θεού. Επίγνωση του κριτηρίου της σωτηρίας, ώστε να διακρίνουμε την όντως αλήθεια από έναν αποπροσανατολισμό που ενώ πολεμά την εκκοσμίκευση, είναι παραδομένος σ’ αυτήν. Οι ποιμένες ας βγούμε μπροστά, αφού ξεκαθαρίσουμε σε ποια Εκκλησία ανήκουμε. Και με αγώνα ας δείξουμε δρόμο.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

17 Οκτωβρίου 2021

Δ‘ Λουκά, του σπορέως

10/12/21

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΑΜΕ

 


«Όταν η συνείδησή μας μάς υπαγορεύει να κάνουμε αυτό και αδιαφορούμε, και πάλι μας λέει να κάνουμε εκείνο και δεν το κάνουμε, αλλά σταθερά και αδιάκοπα την καταπατούμε, έτσι τη θάβουμε και δεν μπορεί πια να φωνάξει δυνατά μέσα μας από το βάρος που τη σκεπάζει» (Αββάς Δωρόθεος).

Στους καιρούς μας η συνείδηση έχει κρυφτεί από το προσκήνιο της αγωγής, της παιδείας, της στόχευσής μας να είμαστε συν-άνθρωποι. Ο νόμος έχει μετατραπεί σε κοινωνική υποχρέωση, «πρέπει» να τον τηρήσουμε για να μη γίνει η κοινωνία ζούγκλα, αλλά και για να υπάρχουν όρια. Δεν αισθανόμαστε όμως έλεγχο εντός μας αν επιλέξουμε την προτεραιότητα της γνώμης, του θελήματός μας. Δεν υπάρχει φωνή που να μας παρωθεί προς το αγαθό ή να μας αποτρέπει από το κακό. Άλλωστε καλό και κακό έχουν σχετικοποιηθεί. Νόμος είναι το συμφέρον μας, το δίκιο μας. Τα παιδιά μας τα τιμωρούμε για τις αταξίες τους, γιατί παραβιάζουν κανόνες που θέτουμε σ’ αυτά, βάζοντας ως κριτήριο της τιμωρίας την δύναμη της εξουσίας μας, η οποία ασκείται για το όποιο καλό τους. Έτσι τα παιδιά μεγαλώνουν με τον φόβο ή με την διάθεση να ξεγελάσουν την εξουσία αν μπορούν και δεν συνειδητοποιούν τι έχει να κάνει με την αλήθεια και τι όχι. Η δικαιολογία είναι εύκολη στο στόμα τους. Μας μιμούνται, είναι αλήθεια.

Η ήττα πάλι είναι πληγή στον εγωισμό μας. Δεν αισθανόμαστε εύκολα ότι υπάρχει η αμαρτία ως αποτυχία, η αμαρτία ως παρακοή στο θέλημα του Θεού, ως άρνηση της αγάπης Του, όπως και της αγάπης των άλλων, η αμαρτία ως θεοποίηση της γνώμης μας. Ταξιδεύοντας στην οδό του δικαιωματισμού, γιατί άραγε να αισθανθούμε ότι δεν υπάρχουμε μόνο για μας και με κέντρο εμάς, γιατί να επιχειρήσουμε να αλλάξουμε και προς ποια κατεύθυνση να γίνει αυτό; Προϋπόθεση αλλαγής δεν είναι μόνο η αυτογνωσία, με σκοπό να δούμε σε τι υστερούμε και ποιους στόχους μπορούμε να υλοποιήσουμε. Η κύρια αλλαγή είναι να κάνουμε τον εαυτό μας δοτικό, αγαπητικό, να μπορεί να συναισθάνεται τον άλλον, να μπορεί να βλέπει την ζωή και μέσα από τα δικά του μάτια, να νιώθουμε πού ενοχλούμε και πού κουράζουμε, πού τον κάνουμε να θυμώνει και να εξοργίζεται με μας, εξαιτίας του χαρακτήρα μας.

Η αλλαγή έρχεται όταν σπουδάζουμε τις εντολές του Θεού, όταν βλέπουμε στην τήρησή τους την οδό προς την αγάπη, όταν ενοχλούμαστε με την μη τήρησή τους, ακριβώς διότι ακούμε την φωνή Του μέσα μας, η οποία μας λέει ότι χωριζόμαστε από Εκείνον και τον πλησίον μας όταν δεν αγαπούμε, όταν αποδεχόμαστε τον λογισμό που μας ταράζει, που μας θεριεύει τον εγωισμό, που μας κάνει να μην θέλουμε να ακούσουμε τους άλλους. Και η συνείδηση γίνεται αφετηρία αλλαγής όταν αποφασίσουμε ότι με όσον κόπο κι αν χρειαστεί, με την βοήθεια των πνευματικών μας πατέρων και των όσων μας αγαπούνε αληθινά, μπορούμε να κάνουμε βήματα αλήθειας.

«Άκου την φωνή μέσα σου». Ας το λέμε στους εαυτούς μας, στα παιδιά μας, στους οικείους μας, ιδίως κάθε φορά που είμαστε έτοιμοι να κάνουμε αυτό που θέλουμε χωρίς να νοιαζόμαστε πόσο πληγώνουμε ή πόσο θεοποιούμε το εγώ μας, χωρίς να υπάρχει κανείς άλλος, ούτε ο Θεός.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

Στο φύλλο της Τετάρτης 13 Οκτωβρίου 2021

10/9/21

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΚΕΛΑΡΗ

 


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 81- JOHN WILLIAMS, «ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΚΕΛΑΡΗ», μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις GUTENBERG (σειρά ALDINA)

 Στην εξαιρετικής αισθητικής και περιεχομένου σειρά ALDINA που σχεδίασε για λογαριασμό των εκδόσεων Gutenberg ο Δημήτρης Αρμάος, κυκλοφορήθηκε το τρίτο βιβλίο του εξαιρετικού Αμερικανού συγγραφέα John Williams «Το πέρασμα του Μακελάρη», σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου. Ήδη κυκλοφορούν ο συγκλονιστικός «Στόουνερ» και ο «Αύγουστος», ένα μυθιστόρημα για την ακαδημαϊκή κοινότητα και την δυσκολία καλλιέργειας γνήσιων σχέσεων το πρώτο, ένα ιστορικό μυθιστόρημα με βάση τις επιστολές του επιτελείου του Οκταβιανού Αυγούστου το δεύτερο, μέσα από τις οποίες αποτυπώνεται το μεγαλείο μιας ευφυΐας, αλλά και η μοναξιά ενός ανθρώπου που γράφει ιστορία, αλλά που δεν μπορεί τελικά να ευτυχήσει το δεύτερο.

                «Το πέρασμα του Μακελάρη» είναι ένα μυθιστόρημα που παραξενεύει τον ανυποψίαστο αναγνώστη, καθώς αναφέρεται στην Αμερική του 1880, στην Αμερική μετά τον εμφύλιο, στο είδος που ο κινηματογράφος έκανε γνωστό ως western. Κι όμως, δεν είναι πιστολίδι, Ινδιάνοι, καουμπόηδες, σερίφηδες και καταζητούμενοι το περιεχόμενό του. Είναι ένα συγκλονιστικά προφητικό βιβλίο για την σχέση του ανθρώπου ε την φύση, θα λέγαμε ένα μυθιστόρημα που χωρίς να κάνει κήρυγμα οικολογικό, περιγράφει με σκληρότητα, αλλά και αυθεντικότητα την ανθρώπινη απληστία που καταστρέφει χωρίς νόημα την φύση, το «αμερικάνικο όνειρο» του πλούτου και της επιτυχίας με κάθε κόστος, αλλά και την τιμωρία που η φύση και η μεταβλητότητα του πολιτιστικού προτύπου επιβάλλουν στον καταστροφέα άνθρωπο.

                Εκφραστής του αμερικάνικου ονείρου ο Μίλερ, κυνηγός βουβαλιών, με σκοπό να πουλήσει τα τομάρια τους σε μια κοινωνία που τα φοράει χωρίς ουσιαστικό λόγο, καθώς και διατηρούν μια άσχημη μυρωδιά, ανεπεξέργαστα, και καθώς θα μπορούσε ο άνθρωπος να χρησιμοποιήσει άλλα δέρματα, χωρίς να σκοτώνει, να μακελεύει κυριολεκτικά ζώα που δεν χρειάζεται να έχουν τέτοια τύχη. Ο Μίλερ θα βρει στο πρόσωπο του Γουίλ Άντριους, ενός νέου που αναζητεί την ταυτότητά του, έναν ανέλπιστο χρηματοδότη του κυνηγιού των βουβαλιών. Ο Άντριους θέλει να ξεφύγει από την πλήξη της οικογένειας στην οποία μεγάλωσε, ενός προτεστάντη πάστορα που το μόνο που γνωρίζει καλά είναι το κήρυγμα, όπως επίσης και να βρει στην φύση ό,τι δεν μπορούν να του δώσουν τα βιβλία. Ο Williams περιγράφει το όνειρο του ανθρώπου να ξαναγυρίσει στον κόσμο της φύσης, στην ηρεμία του τοπίου, στην απαλλαγή από σχέσεις που δεν έχουν νόημα, να νικήσει ένα αίσθημα εκμηδενισμού και ματαιότητας που τον διακατέχει ακόμη και την στιγμή του πιο μεγάλου θριάμβου, στην αρχέγονη ομορφιά του τοπίου και της πραγματικότητας που δεν απαιτεί, αλλά προσφέρει την συνύπαρξη, χωρίς κακία και συμφέρον. Συμπρωταγωνιστεί ο  Τσάρλι Χοτζ, ο οδηγός του κάρου, ένας ανάπηρος σωματικά θρησκόληπτος άνθρωπος, εκφραστής μιας προνεωτερικής αντίληψης για τον κόσμο, αυτής του ότι τα πάντα είναι μάταια, ότι ο άνθρωπος πρέπει να πληρώσει για τις αμαρτίες του, ότι επειδή είμαστε αδύναμοι να πάρουμε την ζωή στα χέρια μας, ακόμη και την σχέση μας με τον Θεό, η μοίρα μας είναι το ποτό, η αυτολύπηση και αυτοεγκατάλειψη και ο θάνατος ως αυτοτιμωρία. Τους ήρωες συνοδεύουν ο Φρεντ Σνάιντερ, ο γδάρτης των βουβαλιών, ο οποίος δεν δένεται με τίποτα στην ζωή του, αλλά κοιτά να περνά καλά, ένας ηδονιστής ο οποίος ειρωνεύεται τους πάντες, έχει θεό τον εαυτό του, κι ενώ είναι δουλευταράς, παραμένει ανικανοποίητος. Ο Μακντόναλντ, έμπορος τομαριών, ο οποίος ζει μία πεζή ζωή, με μόνο όνειρό του να περνά τον χρόνο του βγάζοντας χρήματα, χωρίς να γνωρίζει τι να τα κάνει, απλά να τα έχει, τυπικό πρότυπο του καπιταλιστή που η ζωή του δεν έχει άλλο νόημα από το χρήμα και την εργασία, εικόνα ενός πολιτισμού του παρόντος αιώνος. Τέλος, η Φρανσίν, μία πόρνη η οποία ερωτεύεται τον Άντριους για την αγνότητα της ψυχής του και η οποία μέσα στην διαφθορά του επαγγέλματός της παραμένει ένας άνθρωπος που αναζητεί την αγάπη, ακριβώς γιατί ξέρει πως ούτε το χρήμα ούτε η ηδονή γενούν ευτυχία.

                Ο Williams θα τολμήσει να περιγράψει έναν κόσμο στον οποίο μόλις το αμερικανικό όνειρο του Μίλερ εκπληρωθεί θα φανεί η αρχαιοελληνική όψη αυτού που ονομάζουμε «ύβρις». Ο Μίλερ μακελεύει αλύπητα τα βουβάλια σε ένα πέρασμα που μόνο ο ίδιος γνώριζε, χωρίς να μπορεί να τα πουλήσει άμεσα. Σαν τον άφρονα πλούσιο σωρεύει τομάρια, για να ξαναέρθει και δεύτερη ή και τρίτη φορά για να τα μεταφέρει στην αγορά της πόλης την επόμενη άνοιξη. Η «τίσις» όμως είναι άμεση. Ο στρατηγός χειμώνας θα αποκλείσει την συντροφιά στο βουνό. Και το ορμητικό νερό του ποταμού την άνοιξη θα καταπιεί τα βουβαλοτόμαρα, μαζί με τα όνειρα των πρωταγωνιστών. Και όταν επιστρέψουν στην πόλη θα διαπιστώσουν ότι η μόδα έχει αλλάξει. Ότι όσα συσσώρευσαν δεν έχουν καμία αξία. Η καταστροφή της φύσης δεν είχε κανέναν νόημα τελικά. Κι εκεί όλοι θα βρεθούν μπροστά στον εαυτό τους, στο «τίποτά» του ο καθένας, στον θάνατο που περιμένει αυτόν που δεν αγαπά. Μόνο ο Άντριους θα προσπαθήσει φεύγοντας να βρει ένα αλλιώτικο νόημα, έχοντας καταλάβει τι δεν δίνει ευτυχία, αλλά και όντας αδύναμος να βρει στην αγάπη της Φρανσίν το νόημα που θα κρατήσει για πάντα.

                Εξαιρετικό ταξίδι στον πολιτισμό μας το μυθιστόρημα του Williams, ενός συγγραφέα που αποκαλύπτει με την πένα του αυτό που μας λείπει: ένα νόημα ζωής που περνά από τον άλλον, για μας και από τον Θεό!

π.  Θεμιστοκλής Μουρτζανός

9 Οκτωβρίου 2021

 

ΚΑΙ ΟΧΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΙΚΑΝΟΣ ΗΝ ΣΥΝ ΑΥΤΗ


 «Καί ἰδού ἐξεκομίζετο τεθνηκώς υἱός μονογενής τῇ μητρί αὐτοῦ, καί αὕτη ἦν χήρα, καί ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανός ἦν σύν αὐτῇ» (Λουκ. 7, 12)

«Την ώρα που πλησίαζαν στην πύλη της πόλης, έβγαζαν έναν νεκρό, τον μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. Κόσμος πολύς από την πόλη την συνόδευε»

 

            Υπάρχουν δύσκολες στιγμές στην ζωή μας. Η δυσκολότερη είναι ο αποχωρισμός που φέρνει ο θάνατος. Το πένθος που γεννιέται. Οι αντιδράσεις στην ψυχή και το σώμα μας. Η λύπη. Η απελπισία κάποτε. Συνήθως το ερώτημα «γιατί;». Ο θυμός. Κάποτε και το να τα βάζουμε με τον ίδιο τον Θεό διότι άφησε να φύγει από κοντά μας ένα πρόσωπο που αγαπούμε. Τον πόνο μας απαλύνει η παρουσία των άλλων. Το να βλέπουμε τα πρόσωπά τους. Να μην αισθανόμαστε την μοναξιά του θανάτου ακατάβλητη. Είναι μια παρηγοριά η παρουσία των άλλων. Δεν ακυρώνει το γεγονός. Μας δίνει όμως κάποια δύναμη να συνεχίσουμε. Διότι εμείς, όσο σκληρό κι αν φαίνεται, έχουμε ακόμη κάτι να κάνουμε στην ζωή μας, έχουμε ακόμη ανθρώπους με τους οποίους μπορούμε να συμπορευτούμε και να συναναστραφούμε. Και είναι παρηγορητική η παρουσία των άλλων, ο λόγος τους, η συμπαράσταση, το «ευχαριστώ» που μπορούμε να πούμε εκείνη την στιγμή ή και μετά, ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης ότι η αγάπη δεν χάθηκε.

            Σε μια από τις πιο συγκλονιστικές ευαγγελικές περικοπές, στην ανάσταση του γιου της χήρας στην πόλη Ναΐν της Γαλιλαίας, βλέπουμε ακριβώς αυτήν την εικόνα του πένθους που βιώνει όχι μόνο η γυναίκα που έχει χάσει ήδη τον άντρα της και βλέπει τώρα να χάνει και τον μονάκριβο γιο της, αλλά ολόκληρη η κοινότητα. Την συνοδεύει στην ταφή «όχλος ικανός». Ο πόνος της γίνεται πόνος τους. Κάποιοι μπορεί να τον έχουν ζήσει αυτόν τον πόνο ή να σκέφτονται ότι θα τον ζήσουν. Κάποιοι μπορεί να νιώθουν ότι τελικά η ματαιότητα της ζωής αυτής μας περιμένει όλους και ότι το μόνο αντίδοτο είναι η αγάπη που δίνει κουράγιο. Η αγάπη που δεν είναι μόνο έκφραση συγγένειας. Είναι έκφραση της πανανθρώπινης σιγής μπροστά στο μυστήριο του θανάτου. Της πανανθρώπινης προσμονής ότι αυτό το μυστήριο οι πάντες θα το ζήσουμε. Ότι έσχατος εχθρός, αλλά ακατανίκητος για τα ανθρώπινα μέτρα ο θάνατος, δεν έχει γιατρειά. Και μπορεί η ζωή να συνεχίζεται, ωστόσο αυτή η κοινοτική αγάπη είναι ίσως το μοναδικό στήριγμα.

            «Κλαίειν μετά κλαιόντων» (Ρωμ. 12, 15) είναι ο αποστολικός λόγος για τους χριστιανούς. Σε μια εποχή που η κοινότητα, δηλαδή η συμπόρευση με δεσμούς που ξεπερνούν το συμφέρον, έχει ατονήσει ως εμπειρία, σε έναν κόσμο όπου το ατομικό θεωρείται αυτονόητη επιλογή, η εικόνα του λαού, του πλήθους που δεν θέλει να αφήσει την μάνα μόνη της στην δύσκολη στιγμή είναι συγκλονιστική. Διότι δείχνει ότι υπάρχουν συναισθήματα. Υπάρχει ανθρωπιά. Υπάρχει αγάπη. Υπάρχει ενσυναίσθηση. Και δεν είναι από περιέργεια, αλλά από γνησιότητα καρδιάς αυτό που πράττει η κοινότητα της Ναΐν. Και μας προτρέπει να έχουμε μέσα στην καρδιά μας αυτό το κοινοτικό αίσθημα, το ανοιχτό στην λύπη, όπως και στην χαρά του άλλου. Την οικειότητα που πηγάζει από την απόφαση να αγαπούμε και να βγαίνουμε από τον εαυτό μας. 

            Όπου κοινότητα, εκεί και ο Χριστός. Ο Κύριος δεν εστιάζει μόνο στον πόνο της μάνας. Σπλαχνίζεται την γυναίκα, όπως σπλαχνίζεται τον κάθε άνθρωπο. Βλέπει όμως και την αγάπη των πολλών. Και νιώθει ότι ο πόνος δεν είναι μόνο ατομικός, αλλά και συλλογικός. Δεν είναι τυχαίο ότι και στις τρεις αναστάσεις που κάνει ο Χριστός στην επίγεια ζωή του, αυτή του γιου της χήρας στην Ναΐν, αυτή της κόρης του Ιαείρου, αλλά και του φίλου Του Λαζάρου, βλέπει τον πόνο της κοινότητας. Και «όπου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι» στην πίστη (Ματθ. 18, 20), εκεί είναι και ο Ίδιος.

            Ο θάνατος είναι ένα επεισόδιο μέσα στην ζωή μας, συγκλονιστικό, κάποτε ακατανόητο, όταν έρχεται ξαφνικά ή παράκαιρα, πέρα από την όποια φυσική πορεία μας. Η δική μας ευθύνη είναι να λειτουργήσουμε ως κοινότητα την ώρα του θανάτου κάποιου συνανθρώπου μας. Κανείς να μην φύγει μόνος του. Κανείς συγγενής να μην αισθανθεί την μοναξιά και την απουσία της αγάπης. Και η ελπίδα της ανάστασης να είναι η τελική απάντηση στο μυστήριο. Για να γίνει όμως αυτό προϋπόθεση είναι η κοινότητα να λειτουργεί στην καθημερινότητα. Στη ενορία της Εκκλησίας. Να μην είμαστε θρήσκοι που επιτελούμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα όποτε έχουμε ανάγκη και χωρίς να χρειάζεται να γνωρίζουμε κανέναν, ούτε γείτονες που έτυχε να συγκατοικούμε με κάποιους, αλλά πιστοί, που θέλουμε να συνυπάρχουμε με τον διπλανό μας, να του ανοίγουμε την πόρτα και την καρδιά μας, να νιώθουμε τις ανάγκες του και με κάθε τρόπο να αισθανόμαστε ότι είμαστε μέλη του σώματος του Χριστού. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται να αφήσουμε κατά μέρος την ιδιοτροπία, την δειλία, την απαίτηση, το συμφέρον και να προτάξουμε την πίστη και τον τρόπο του αγαπώντος Χριστού. Πρώτοι οι επικεφαλής της κοινότητας, επίσκοποι και κληρικοί. Και ας ακολουθήσει ο καθένας και η καθεμιά.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

10 Οκτωβρίου 2021

Κυριακή Γ’ Λουκά

10/5/21

ΝΑ ΔΙΚΑΙΩΣΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ

  

«Γεννήματα της αντίθεης υπερηφάνειας είναι το να δικαιώνουμε τους εαυτούς μας, το να ακολουθούμε την γνώμη μας, το να ικανοποιούμε το θέλημά μας» (Αββάς Δωρόθεος).

Όταν μας κατηγορήσει κάποιος για κάτω, η πρώτη μας αντίδραση είναι να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας. Να εξηγήσουμε γιατί δεν είναι έτσι, ακόμη κι αν είναι έτσι. Κι αυτό δεν είναι ίδιον μόνο των μικρότερων σήμερα. Έχει λείψει η γενναιότητα και από τους μεγαλύτερους, οι οποίοι, ακόμη κι αν η πραγματικότητα είναι αντίθετη, προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας. «Άνθρωπος είμαι, τι να κάνω». «Φταίω κι εγώ, αλλά...». «Οι συνθήκες φταίνε». Στους καιρούς μας μάλιστα στους οποίους το φάρμακο είναι η ερμηνεία των πάντων, με έμφαση στον τρόπο της ψυχολογίας, ότι για να αισθανθώ καλύτερα χρειάζεται να εξετάσω γιατί μου συμβαίνει κάτι και πώς μπορώ να το διαχειριστώ, αφού το αποδεχθώ πρώτα, ο άνθρωπος έχει λησμονήσει ότι το φάρμακο των πάντων είναι η ταπείνωση, όταν μάλιστα συνοδεύεται από την μετάνοια.

Μας έχουν λείψει και τα δύο. Σαν να είναι υποτιμητικό το να κάνουμε λάθος. Σαν να διεκδικούμε για τον εαυτό μας μία δικαίωση για την γνώμη και το θέλημά μας. Πώς να λειτουργήσει στην ψυχή μας το μήνυμα της εκκλησιαστικής ζωής, ότι για να βρεις τον εαυτό σου, χρειάζεται να τον χάσεις; Ότι, αντί να κατηγορείς τους άλλους για ό,τι λανθασμένο έκανες ή για ό,τι εκείνοι σε μεγαλύτερο βαθμό διαπράττουν, δικαιολογώντας τον εαυτό σου, μπορείς να βρεις λύτρωση με το αίσθημα ότι είναι ανθρώπινο το να λαθεύουμε, προφανώς και οι περιστάσεις, οι συνάνθρωποί μας, το οικογενειακό μας περιβάλλον, ο τρόπος που μεγαλώσαμε, οι εμπειρίες μας έχουν διαδραματίσει ρόλο στο να μην βλέπουμε σωστά ούτε εμάς ούτε τους άλλους, αλλά δεν λυτρωνόμαστε με το να μην αναλαμβάνουμε την ευθύνη της παραδοχής και της αλλαγής χωρίς υποσημειώσεις.

Η εκκλησιαστική μας παράδοση βλέπει τον άνθρωπο στην προοπτική της σχέσης με τον Θεό πρωτίστως ως πατέρα. Την ίδια ανάγκη για υιότητα έχει ο καθένας μας και στις σχέσεις του με τον πλησίον  και μάλιστα τον άμεσα οικείο. Κάποιοι από μας καλούμαστε να βιώσουμε τον ρόλο του πατέρα, χωρίς να είμαστε έτοιμοι. Διότι πατέρας σημαίνει απόφαση να δούμε τον δικό μας εαυτό, να μπούμε σε μία πορεία μεταμορφωτικής αναγέννησης, να μην κρυφτούμε και να μην κρύψουμε την αλήθεια γι’  αυτό που είμαστε και πράττουμε. Επειδή όμως αυτός ο δρόμος θέλει συνέχεια στην αυτογνωσία μας και ταπείνωση στο να δούμε τι μας χωρίζει από την αγάπη, μαζί με τους άλλους που καλούμαστε να στηρίξουμε και να συνοδοιπορήσουμε στην αλήθεια, χρειάζεται να παλεύουμε και με μας.

Ας μη μείνουμε στο φύλο. Η πατρότητα θέλει απόφαση και εμπειρία υιότητας. Το εγώ μας διαγράφει, στο όνομα της ελευθερίας, της αυτονομίας, του θελήματος, της γνώμης όχι το δικαίωμα στην ανωριμότητα, αλλά στο αναπόφευκτό της. Το παιδί χρειάζεται αγάπη. Το ίδιο και ο ενήλικος. Η πνευματική μας παράδοση στηρίζεται στην ύπαρξη του πνευματικού πατέρα, ο οποίος ανοίγει τον δρόμο για τον Χριστό, μέσα από την σχέση αγάπης, ειλικρίνειας και παραδοχής των ξαστοχισμάτων της ψυχής.

Αυτός που αναζητεί την δικαίωση του εαυτού του, δεν θα λυτρωθεί από ό,τι τον τυραννά. Η αλήθεια βεβαίως δεν συνεπάγεται μία διαρκή αυτοκαταδίκη. Θέλει διάλεγμα. Ο δρόμος περνά μέσα από την σχέση.

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

Στο φύλλο της Τετάρτης 6 Οκτωβρίου 2021

10/2/21

"Ο ΜΕΓΑΣ ΑΣΜΑΤΙΚΟΣ" ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΑΔΟΒΡΕΧΗ


 ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 80- ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΔΟΒΡΕΧΗΣ, “Ο ΜΕΓΑΣ ΑΣΜΑΤΙΚΟΣ” - ποίηση, εκδόσεις image

    Διαβάζοντας την δεύτερη ποιητική συλλογή του αγαπητού φίλου, πρωτοψάλτη και συνεργάτη Γιώργου Λαδοβρέχη, με τίτλο “Ο Μέγας Ασματικός” (εκδόσεις image) θαυμάσαμε την ικανότητά του να αξιοποιήσει τους ήχους της εκκλησιαστικής μας μουσικής παράδοσης και να γράψει ποίηση πάνω σ’ αυτούς. Τέτοιες προσπάθειες υπάρχουν στην μεσαιωνική μας παράδοση, αλλά και στον Παπαδιαμάντη, ο οποίος αξιοποιεί “προσόμοια”, φόρμες ύμνων που επάνω τους ο μελωδός γράφει καινούργια, για να τα ψάλλει,  για λόγους σκωπτικούς. Ο Γιώργος Λαδοβρέχης όμως τολμά να χρησιμοποιήσει τα προσόμοια, αλλά και την φόρμα του αντίφωνου, της στιχολογίας, του κοντακίου, του οίκου από την λειτουργική μας παράδοση για να αποτυπώσει τον πλούτο της καρδιάς του, δείχνοντας ότι η παράδοση δεν είναι στατική, αλλά δυναμική, μπορεί να επικαιροποιηθεί και να δώσει πολύτιμα μηνύματα στους καιρούς μας.

Κάθε ποιητής είναι “εξόριστος στον αιώνα μας”, λέει ο Ελύτης. Είναι ίδιον της ποίησης να λειτουργεί αφυπνιστικά, να μας κάνει να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από μία φρέσκια ματιά. Ο ποιητής Γ.Λ. αποτυπώνει τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο στην περίοδο της καραντίνας, του εγκλεισμού. Θίγει το ταξίδι του ανθρώπου στον κόσμο του δικαιωματισμού, της πλεονεξίας, των επιτευγμάτων, που μας έκανε να χάσουμε τον αληθινό προσανατολισμό μας, δηλαδή την ανάγκη να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε, να μοιραστούμε ζωή με τον πλησίον μας, να επαναφέρουμε στην πραγματικότητά μας “εξορισμένες λέξεις, όπως έρωτας, αγάπη, συμπόνοια”. Δεν είναι όμως κήρυγμα ο ποιητικός λόγος. Είναι δήλωση απελπισμού για την φούσκα στην οποία έχουμε κλειστεί και η οποία στην περίοδο της καραντίνας μας έδειξε το αληθινό της πρόσωπο. Κλειδί για την έξοδο η αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον. Να μη βλέπουμε τον Χριστό και τον άλλο ως ξένους. Να μπορεί η ψυχή μας να βρει την αλήθεια και την ευαισθησία, “στην πιανιστική μελαγχολία του Σοπέν”, σε κάθε προσδοκία  ανάστασης, σε κάθε αυθεντικό έρωτα που μας κάνει να βγαίνουμε από τον εαυτό μας.

Ο Γ.Λ. μας δείχνει ότι προφανώς δεν χρειάζεται να πιστεύεις στον Θεό για να βλέπεις. Όταν όμως πιστεύεις, νιώθεις ότι “ο Χριστός έρχεται ως πρόσωπο απ’ την Κυριακή για να σε ξεκουράσει. Ότι “το θαύμα προσκαλέστε απ’ τις ρωγμές του χρόνου”, ότι “ματαιοπονούν οι πολεμήτορες, η πλάση ολόκληρη ένα Πάσχα θα γίνει”. Κι όπως λέει πάλι ο ποιητής “δι’ ευχών των Αγίων και των ηρώων ημών, μπορούμε να συναντήσουμε το Ιλαρό φως που μας σπλαχνίζεται”!

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

2 Οκτωβρίου 2021

ΜΗΔΕΝ ΑΠΕΛΠΙΖΟΝΤΕΣ

Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς”  (Λουκ. 6, 35)


“Αντίθετα, εσείς ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να κάνετε το καλό και να δανείζετε, χωρίς να περιμένετε να πάρετε πίσω τίποτα. Έτσι, ο Θεός, που είναι καλός ακόμα και με τους αχάριστους και τους κακούς, θα σας ανταμείψει με το παραπάνω και θα σας κάνει τα παιδιά του” 


“Μηδέν απελπίζοντες”. Ο λόγος αυτός του Χριστού στην επί του όρους ομιλία έρχεται να συναντήσει ένα μεγάλο πρόβλημα των καιρών μας. Είναι η απελπισία που διακατέχει πολλούς ανθρώπους, διότι τα πράγματα στην ζωή τους δεν πηγαίνουν όπως θα τα ήθελαν. Το κενό νόηματος. Ο φόβος του θανάτου. Η αποτυχία στις σχέσεις. Ένα αίσθημα μοναξιάς. ΟΙ δοκιμασίες. Η απελπισία που οδηγεί στην κατάθλιψη. Στην αυτοκτονία κάποτε. Σε μία αίσθηση ότι η ζωή δεν έχει τελικά αξία, διότι μόνο τα όνειρά μας την καθιστούν σημαντική. Συνήθως η απελπισία μένει ως απότοκο μεγάλων προσδοκιών από τους άλλους και τον κόσμο. Είναι η αντίληψη ότι ο κόσμος μας χρωστά. Και οι άνθρωποι αναζητούμε παρηγοριά στην φαρμακευτική αγωγή, στα ταξίδια, στις αγορές, στην ηδονή. Πίσω όμως από την απελπισία κρύβεται η αδυναμία μας, η αναποφασιστικότητά μας να αγαπήσουμε, να μοιραστούμε ακόμη και την ήττα μας, η απιστία μας στον Θεό, ο Οποίος επιτρέπει τις δοκιμασίες μας για να ξαναδούμε την ζωή μέσα στην προοπτική της σωτηρίας μας, δηλαδή στην προοπτική της αποκατάστασης του νόηματος της ύπαρξής μας. Κληθήκαμε για να αγαπούμε.

“Μηδέν απελπίζοντες”. Ο ευαγγελικός λόγος όμως έχει και μία άλλη διάσταση. Είναι η απελπισία που προκαλούμε εμείς στους άλλους. Με το θέλημά μας που απαιτούμε να εκπληρωθεί από αυτούς. Από την αδυναμία μας να συγκαταβούμε στις δικές τους πτώσεις και αδυναμίες. Με την άρνησή μας να δώσουμε ευκαιρίες. Με το μπέρδεμα ανάμεσα στου τι είναι όριο και τι είναι καταδυνάστευση. Με το να μη νιώθουμε την αγάπη τους. Με το να κλείνουμε τα μάτια της ψυχής μας στην μόνη αλήθεια που είναι αδιάψευστη: ότι καμιά εξουσία δεν μπορεί να νικήσει τον θάνατο. ΚΙ έτσι, έχοντας αναγάγει το νόημα της ζωής στην επικράτηση, ακόμη κι όταν αρχικά κάνουμε το καλό, περιμένουμε την ανταπόδοσή του με τέτοιον τρόπο που πνίγουμε τους άλλους. 

Οι άλλοι δεν είναι για να προβάλουμε σ’ αυτούς την εικόνα μας. Δεν είναι για επίδειξη. Οι άλλοι είναι για να τους αγαπούμε και, ανθρώπινο και όμορφο, να μας αγαπούνε. Ακόμη όμως κι αν η αγάπη τους δεν είναι αυτή που θα θέλαμε ή είναι πρόσκαιρη, συμφεροντολογική ή και ανύπαρκτη, εντούτοις ο αυθεντικός χριστιανός λειτουργεί στην προοπτική ότι η ζωή ξεκινά και καταλήγει στο Α της αρχής και στο Ω του τέλους του ρήματος “αγαπώ”. Τότε θα συγχωρήσουμε, ακόμη κι αυτούς που μας δυσκολεύουν, όχι με ψέματα ή επιδείξεις μεγαλοκαρδίας, αλλά με λόγο αληθινό και έργα στην πράξη, όσο χρόνο κι αν χρειαστεί αυτή η διαδικασία. Τότε δεν θα απελπίσουμε, αλλά θα νουθετήσουμε. Δεν θα υπερβάλλουμε αλλά θα παιδαγωγούμε. Δεν θα διώχνουμε, αλλά θα στηρίζουμε, θα συνοδοιπορούμε. Θα κρατούμε από το χέρι τον άλλο, με ειλικρίνεια και όχι με ψέμα, με την αλήθεια που χρειάζεται, όχι όμως με επίδειξη υπερηφάνειας. Με το μέτρο της ταπεινής αγάπης που δίνει ο Χριστός.

“Μηδέν απελπίζοντες”. Σε μία εποχή στην οποία υπάρχει θυμός, ένταση, φόβος, ιδεολογική διαπάλη, ένα αίσθημα ότι ο κόσμος δεν χρειάζεται τον Χριστό και την Εκκλησία, η πίστη γίνεται αληθινή παρηγοριά, η αγάπη ανα-νοηματοδοτεί τις ανθρώπινες σχέσεις και η κοινότητα της Εκκλησίας δίνει την ευκαιρία μίας άλλης ποιότητας ζωής. Μπορεί η αγάπη που συγχωρεί, που δίνει δεύτερες ευκαιρίες να κάνει αυτόν που αγαπά να αισθάνεται τον πειρασμό της αδικίας, της κόπωσης, της ματαιότητας, όμως ο Χριστός δίνει δύναμη. Και όσοι απελπίζονται, χρειάζονται την παρηγοριά μιας κοινότητας στην οποία θα νιώσουν ότι ανεξάρτητα από τα όποια λάθη της ζωής, υπάρχει η αγάπη.


π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

3 Οκτωβρίου 2021

Κυριακή Β’ Λουκά