«Τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον, καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ; ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μάρκ. 8, 36-37)
«Τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο
αλλά χάσει την ψυχή του (την ζωή του); Τι μπορεί να δώσει ο άνθρωπος αντάλλαγμα
για την ψυχή του;»
Οι παλιοί είχαν στην γλώσσα και την
σκέψη τους τον ξεχωριστό ευαγγελικό λόγο: «τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος αν
κερδίσει όλο τον κόσμο και χάσει την ψυχή του;». Όπου ψυχή, εννοούσαν το πνεύμα
που συναπαρτίζει τον άνθρωπο. Το στοιχείο της ύπαρξης που διασώζει το πρόσωπό
μας και το οποίο συνεχίζει να υπάρχει μετά τον θάνατό μας, προγευόμενο την
βασιλεία του Θεού ή την κόλαση, δηλαδή τον αιώνιο θάνατο από Αυτόν. Οι σύγχρονοι άνθρωποι ταυτίζουμε την ψυχή με
την ζωή ως εγκεφαλική λειτουργία, δηλαδή με την κινητήριο δύναμη που έχει ο
άνθρωπος εντός του, βιολογικής υφής, η οποία τον κάνει να ζει, να αισθάνεται,
να χαίρεται, να λυπάται, να απολαμβάνει, να φοβάται, να κατανοεί τον πόνο, να
σκέφτεται, να επικοινωνεί με τους άλλους, να προχωρά στον χρόνο. Για πολλούς η
ψυχή σταματά να υπάρχει μαζί με το σώμα. Για πολλούς το σώμα δεν θα επανέλθει
στην ζωή, καθότι δεν υπάρχει ανάστασή του. Όλη αυτή η διαφοροποιημένη αντίληψη,
η οποία συνδέεται άμεσα και με την επιστημονική πρόοδο, με την ανάπτυξη των
επιστημών της ψυχικής υγείας, οι οποίες δεν μπορούν, εκ του αντικειμένου με το
οποίο ασχολούνται, να εισέλθουν σε μεταθανάτιες προοπτικές, μας έχει κάνει ως
πολιτισμό να μην ασχολούμαστε με την ψυχή στην πνευματική της διάσταση, στην
διάσταση της αιωνιότητας, στην διάσταση της σχέσης της με τον Θεό.
Μολονότι για την παράδοση της πίστης
μας ο άνθρωπος υπάρχει ως ενότητα σώματος και ψυχής, εντούτοις και για πολλούς
χριστιανούς το σώμα είναι υποδεέστερο της ψυχής. Επηρεασμένοι από μία ασκητική
θεώρηση της ζωής (η οποία όμως δεν λειτουργεί στην προοπτική της σωματοκτονίας,
αλλά της παθοκτονίας, για την οποία η εγκράτεια και το μέτρο είναι κλειδί), δεν
βλέπουν το νόημα της φράσης του Χριστού ότι η δυσκολία βρίσκεται στην απόφαση
να κερδίσει ο άνθρωπος τον κόσμο όλο.
Κερδίζω τον κόσμο σημαίνει ότι βλέπω την ζωή και τους ανθρώπους στην
προοπτική της οικονομίας, σημασία έχει η κοινωνική και ταξική μου θέση και
δυνατότητα, ώστε να μπορώ να αισθάνομαι και ένδοξος, σπουδαίος και ξεχωριστός
επειδή έχω χρήματα, αλλά και να απολαμβάνω τα αγαθά του κόσμου και του
πολιτισμού, ως καταναλωτής που έχει την άνεση να τα έχει και να τα
χρησιμοποιεί. Αυτή η αντίληψη αλλοτριώνει τον προσανατολισμό μου. Παραθεωρεί
την ανάγκη για συμπόρευση σώματος και ψυχής, μερίζει, διαιρεί τον άνθρωπο,
δηλαδή εμένα. Πρώτα το να περνάω καλά επειδή έχω δόξα και αγαθά και αν
περισσέψει χρόνος και διάθεση, ασχολούμαι με το πνεύμα μου, την ψυχή μου,
κυρίως στην προοπτική ότι θα ήθελα να
συνεχίσω να υπάρχω μετά τον αναπόφευκτο θάνατό μου. Οπότε παρηγοριέμαι στην
προοπτική ότι έχω χρόνο και ότι κάποια στιγμή, στα δύσκολα, θα ασχοληθώ και με
την ψυχή μου. Ή παύω να πιστεύω στην ψυχή ως προοπτική μετοχής δι’ αυτής στην αιωνιότητα
και κάνω τα πάντα ώστε να κερδίσω με τον τρόπο μου τον κόσμο όλο.
Πότε πάλι μου ανήκει ο κόσμος; Όταν
το θέλημά μου εκπληρώνεται. Όταν απαιτώ και πετυχαίνω να γίνεται αυτό που έχω
στον νου μου. Όταν οι άλλοι είναι οι διάκονοί μου. Όταν δεν με ενδιαφέρει πώς
σκέφτονται και πώς αισθάνονται, αλλά πιστεύω ότι μου χρωστάνε. Όταν το «εγώ» μου
είναι το κέντρο των πάντων. Όταν γίνομαι δηλαδή ένας μικρός θεός. Όταν ο αγώνας
μου είναι να δείξω σε όλους όχι ότι πρέπει να με υπολογίζουν διότι αξίζω, αλλά
ότι πρέπει να με τιμούνε γιατί αξίζω περισσότερο από αυτούς.
Κι αν κερδίσουμε τον κόσμο όλο, με
τα χαρίσματα, τα αγαθά που κληρονομήσαμε, την εργασία μας, την εκμετάλλευση των
συγκυριών, τους ισχυρούς που μας στήριξαν, την σκληροκαρδία και την απουσία
ενσυναίσθησης, με τα μέσα που υπάρχουν ώστε η εικόνα μας να προβάλλεται, τι θα
συμβεί αν χάσουμε την ψυχή μας; Αν δηλαδή αφήσουμε κατά μέρος την αγάπη που
γίνεται έγνοια και θυσία, την ταπείνωση και την εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού,
την πίστη πως υπάρχει και συνέχεια αιωνιότητας, συνέχεια κοινωνίας και αγάπης ή
συνέχεια μοναξιάς; Ας χαμηλώσουμε τους τόνους της έπαρσης. Ας έχουμε στον νου
και την καρδιά μας ότι όλα θέλουν μέτρο. Ότι ο κόπος μας χρειάζεται να είναι
ενωτικός της ύπαρξης και όχι διαιρετικός, σταυρικός δηλαδή.
Οι φτωχότεροι και οι ταπεινότεροι χρησιμοποιούσαν
την φράση του Χριστού για να παρηγοριούνται στις δοκιμασίες της ζωής. Όσοι
πίστευαν τον λόγο αυτό, όταν έβλεπαν πλούσιους και ένδοξους φιλοσοφούσαν:
άραγε, θα σώσουν την ψυχή τους; Σήμερα το όνειρο και το όραμα είναι να γίνουμε
ή να είμαστε πλούσιοι και ένδοξοι, χωρίς να νοιαζόμαστε για ψυχή. Καιρός να
ξαναδούμε την αυθεντικότητα της παράδοσής μας ως κριτήριο ζωής. Διότι, θέλουμε-
δεν θέλουμε, το ερώτημα της σωτηρίας της ψυχής μας τίθεται και θα τίθεται. Η αιωνιότητα,
άλλωστε, είναι παρούσα στην ζωή μας, στα πρόσωπα των αγίων μας, στις φανερές
και αφανείς ευεργεσίες του Θεού τις υπέρ ημών γεγενημένες.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
19
Σεπτεμβρίου 2021
Κυριακή
μετά την Ύψωση του τιμίου Σταυρού