9/26/20

SERIAL KILLERS: Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 66: ΤΟΜΑΣ ΠΡΕΚΕΤ ΠΡΕΣΤ (ΤΣΑΡΛΣ ΝΤΙΚΕΝΣ;), «ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΕΝΙΟ ΠΕΡΙΔΕΡΑΙΟ ή βίος και πολιτεία του διαβολικού κουρέα Σουώνυ Τοντ», μετάφραση-επίλογος Γιώργος Μπλάνας, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΑΤΩ 

Δεν μπορεί να μην έχετε αναρωτηθεί σχετικά με το «γιατί να υπάρχει το κακό». Γιατί άνθρωποι που δεν έχουν κάποιον αποχρώντα λόγο να βλάπτουν τους συνανθρώπους τους και τον κόσμο. Και γνωρίζουν ότι πράττουν το κακό, αλλιώς δεν θα έκρυβαν τα ίχνη τους, δεν θα προσπαθούσαν με τρόπους άλλοτε ευφυείς, άλλοτε πρόχειρους, ανάλογα με την ικανότητά τους, να κρατήσουν τις πράξεις τους κρυφές ή να μην υπάρχουν στοιχεία εις βάρος τους. Αν ο Ντοστογιέφσκι στο «Έγκλημα και Τιμωρία» έδωσε την απάντηση ότι ο άνθρωπος ελέγχεται από την συνείδησή του για το κακό που πράττει, υπάρχει μία κατηγορία ανθρώπων οι οποίοι δεν νοιάζονται, αλλά απολαμβάνουν το να βλάπτουν τον πλησίον τους, με κίνητρο το δικό τους συμφέρον, την εξασφάλιση χρήματος, την ταχύτητα της εκπλήρωσης αυτού του στόχου, ει δυνατόν το άκοπο, με έναν λόγο την εξουσία που το κακό δίνει στον άνθρωπο. 

Και έχει γοητεία η εξουσία του κακού. Αυτός που την ασκεί, γίνεται κύριος της ζωής και του θανάτου των ανθρώπων. Διαχειρίζεται τον τρόμο τους, την αγωνία τους να ζήσουν, διαχειρίζεται κάποτε την άγνοιά τους για το τι τους περιμένει. Λειτουργεί κανιβαλιστικά, απολαμβάνει με μία παράξενη αίσθηση ηδονής την οδύνη της αδυναμίας του άλλου, ενώ επαναλαμβάνει την συμπεριφορά που θεοποιεί το κακό, καθιστώντας το νόημα της ύπαρξής του. Κι ενώ θα μπορούσε να βάλει όριο, θα μπορούσε να αποκομίσει τα κέρδη της στάσης του, πάντοτε μία φωνή μέσα του τον σπρώχνει να κάνει κακό μία φορά ακόμη. Μανία; Διαστροφή; Σαν όλες οι δυνάμεις του ανθρώπου να συσσωρεύονται όχι στην δημιουργικότητα, όχι στην ανάδειξη της ποιότητας που μπορεί να αναδυθεί μέσα από την δύναμη του σώματος, της ψυχής, του μυαλού, αλλά στην ικανότητα της μελέτης του κακού μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Αληθινά δαιμονική κατάσταση. 

Η πίστη μιλά για τον διάβολο. Για την ύπαρξη εκείνη η οποία έφυγε από την σχέση με τον Θεό και παραδόθηκε στην υπερηφάνεια. Έγινε έκτοτε καταστροφική για κάθε ύπαρξη του Θεού και για τον ίδιο τον κόσμο. Αιχμαλωτίζει τις ψυχές και προκαλεί πόνο στους άλλους, παγιδεύοντάς τον μέσα στην ηδονή. Κλειδί της η εξουσία του κακού. Μπορεί οντολογικά το κακό να μην υφίσταται, καθώς δε δημιουργήθηκε από τον Θεό. Όμως όταν η ύπαρξη απομακρύνεται από τον Θεό και αυτοθεώνεται, τότε γεννιέται μέσα της η δίψα για εξουσία που αρνείται την αγάπη. Αρνείται τον τρόπο του Θεού. Την εικόνα του Θεού. Και χωρίς να παύει να έχει τα χαρακτηριστικά της εικόνας, δεν αγαπά Θεό, κόσμο και πλησίον, αλλά βρίσκει υποκατάστατα αυτής της αγάπης στην εξουσία της δύναμης, του χρήματος, του συμφέροντος, της επιβολής. Και βρίσκει και συμπαραστάτες στο παιχνίδι αυτό. Άλλες υπάρξεις που κερδίζουν ή μοιράζονται την δύναμη και την κρυφή ή φανερή δόξα. Το τέλος όμως πάντοτε θα είναι τραγικό. Όχι γιατί κατ’ ανάγκην πρέπει να επικρατήσει η δικαιοσύνη ή επειδή ο Θεός υπάρχει για να αποκαθιστά την αρμονία, την ισορροπία στον κόσμο και την τάξη. Αλλά γιατί δεν πλάστηκε ο κόσμος, οι άγγελοι, οι άνθρωποι για την καταστροφή και δεν γίνεται η καταστροφή και ο θάνατος να είναι η τελευταία απάντηση στη ζωή.

Την ιστορία ενός serial killer, πολύ πριν το είδος γίνει διάσημο στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο και το Διαδίκτυο με μερικές εξαιρετικές σειρές, όπως το Criminal Minds, ή ταινίες όπως «Η Σιωπή των Αμνών» και το «Zodiac»  ή το κλασικό «Ψυχώ» του Χίτσκοκ ή η πρόσφατη σειρά Mindhunter, στην οποία πράκτορες του FBI προσπαθούν, συζητώντας με serial killers που βρίσκονται στην φυλακή, να χτίσουν το πρoφίλ τους για να βοηθηθούν ώστε να προλάβουν εγκλήματα, καταγράφει ο Τόμας Πρέκετ Πρεστ, που για άλλους ερευνητές είναι ο περίφημος κλασικός συγγραφέας Κάρολος Ντίκενς, στο βιβλίο ‘Το Μαργαριταρένιο περιδέραιο ή βίος και πολιτεία του διαβολικού κουρέα Σουώνυ Τοντ», που κυκλοφορείται σε ελληνική μετάφραση και εξαιρετικό επίλογο του Γιώργου Μπλάνα από τις εκδόσεις ΕΡΑΤΩ. Θαυμάσια τα χαρακτικά του 1865. Μπορεί η ιστορία να έγινε διάσημη από τον Αμερικανό σκηνοθέτη Τιμ Μπάρτον, με τον Τζόνι Ντεπ στον κύριο ρόλο, ωστόσο το βιβλίο είναι μία εξαιρετική αφορμή για σπουδή στο ερώτημα του κακού.

Ο κουρέας Σουώνυ Τοντ έχει εφεύρει έναν μηχανισμό με τον οποίο εκεί όπου οι άνθρωποι κάθονται για να κουρευτούν ή να ξυριστούν η καρέκλα γυρίζει, ανοίγει μια καταπακτή και τους ρίχνει από μεγάλο ύψος στο υπόγειο του σπιτιού- κουρείου, το οποίο συγκοινωνεί με τον ναό του Αγίου Ντάνσταν ως υπόμνηση ότι ο άνθρωπος μπορεί να υποκαταστήσει στην ψυχή του τον ρόλο του Θεού, όχι όμως για να παρηγορεί από τον θάνατο, αλλά για να τον προκαλεί. Στη θέση της καρέκλας που γυρίζει και καταπίνει τους ανθρώπους, με μία περιστροφή, μπαίνει μία δεύτερη καρέκλα. Ο κουρέας αποτελειώνει όσους δεν έχουν σκοτωθεί επί τόπου και τους ληστεύει. Στη συνέχεια, για να καλύψει τα ίχνη τους, τους κομματιάζει και τους διοχετεύει μέσω ενός παράφρονος βοηθού, στο διπλανό φούρνο, όπου γίνονται υπέροχες «κρεατόπιτες» από την συνεργό του κ. Λόβετ! Μία υπόμνηση κι εδώ ότι «ο θάνατος αποφέρει κέρδη», ότι οι άνθρωποι άλλοτε από άγνοια, άλλοτε από αδιαφορία, άλλοτε από επιλογή αδιαφορούμε για τον πλησίον μας και τον κατατρώγουμε για να ζήσουμε εμείς. Όμως η πλεονεξία του Σουώνυ Τοντ, το «ψήλωμα»  του νου του, τον κάνουν να τα βάζει με έναν δυνατό άντρα, τον ναυτικό Μαρκ Ίντζεστρυ, για να του κλέψει το μαργαριταρένιο περιδέραιο που θέλει να δώσει στην αγαπημένη του. Όμως εκείνος δεν θα σκοτωθεί και θα παλέψει, με την δύναμη του έρωτα και της αγάπης, να ανακαλύψει τον μηχανισμό που χρησιμοποιεί ο κουρέας. Θα έχει στην προσπάθειά του αυτή βοηθό, αν και το αγνοούσε, την αγαπημένη του Ιωάννα, η οποία θα ντυθεί παραγιός, για να αποκαλύψει κι αυτή με τη σειρά της την αλήθεια για τον φονικό κουρέα, όπως της την μετέφερε ο Τόμπυ, ο αθώος παραγιός, που κατάλαβε την εγκληματική σταδιοδρομία του κουρέα. 

Το βιβλίο δημοσιεύθηκε σε πρώτη μορφή το 1846 και στην τελική του έκδοση το 1885, όταν ο δημοσιογράφος Πρεστ δεν ήταν πια εν ζωή, γεννώντας πολλά ερωτηματικά για τον πραγματικό συγγραφέα του τον οποίο ταύτισαν με τον Ντίκενς, καθώς ο τελευταίος, παρότι έγραψε μυθιστορήματα με αστυνομική πλοκή, όπως το Bleak House και το «Ποιος σκότωσε τον Έντουιν Ντρουντ», αλλά και ιστορίες τρόμου με το ψευδώνυμο  Boz φαίνεται ότι δεν ήθελε να δημοσιευθεί με το όνομά του ένα μυθιστόρημα καθαρά για το κακό. Σημειωτέον ότι  Ντίκενς είχε πεθάνει πριν την τελική έκδοση του «Μαργαριταρένιου περιδέραιου». Είναι η αποτύπωση ενός μεγάλου εφιάλτη: «Κάτω από την μεγαλούπολη, η ομορφιά έχει μεταβληθεί σε μακελειό και η απόλαυση σε κανιβαλισμό. Ο στόχος είναι το κέρδος, το χρήμα. Η μέθοδος είναι ο αυτοματισμός. Ο τόπος που καθιστά δυνατή αυτή την κολασμένη μεταμόρφωση είναι η δαιδαλώδης μορφή των θεμελίων της εκκλησίας» (σελ. 185). Η τεχνολογία συναντά την ανθρώπινη πλεονεξία, το πάθος για εξουσία, την εφευρετικότητα και την δημιουργικότητα και παράγει θάνατο. Όλα αυτά τα θέματα είναι τα αγαπημένα του Ντίκενς, όπως επίσης και το ότι η λύση είναι η αγάπη.  

Ένα τελευταίο σχόλιο. Ο serial killer Sweeney Todd σκοτώνει για την ατομική του ευχαρίστηση, για το ατομικό του κέρδος, για την ηδονή της εξουσίας. Λίγα χρόνια αργότερα, ένας δικός μας μεγάλος συγγραφέας, με την ίδια σε πολλά θέματα κοινωνική ματιά με τον Ντίκενς, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, θα γράψει για μία άλλη serial killer: την δική του «Φόνισσα». Μόνο που αυτή έχει ένα αίσθημα κοινωνικής επανάστασης σκοτώνοντας. Δεν αποσκοπεί στο να κερδίσει η ίδια, αλλά να λυτρώσει τα κορίτσια, τη γυναίκα από το βάσανο μιας ζωής χωρίς ελευθερία και αξιοπρέπεια. Η μέθοδος είναι η ίδια: η αφαίρεση της ζωής. Η θέαση του κόσμου όμως διαφορετική. Υπάρχω για το σύνολο και ο αγώνας μας, ακόμη και καταστροφικός, μανιακός, δολοφονικός, είναι για το σύνολο, για την αλλαγή του κόσμου. Κι αυτής « ο νους ψήλωσε». Η διαφορά όμως της νοοτροπίας είναι μεγάλη: από την μία ένας κόσμος στον οποίο το άτομο αδιαφορεί για το σύνολο, για τον πόνο, για τους πολλούς και νοιάζεται μόνο για το κέρδος και το συμφέρον επιδεικνύοντας δύναμη χωρίς καμία ενοχή και από την άλλη ένας κόσμος ο οποίος στα αδιέξοδά του παρατάσσει κι αυτός τον θάνατο ως λύση, όχι όμως για να κερδίσει ατομικά, αλλά για να περιγράψει το αδιέξοδο μιας ζωής χωρίς αγάπη. Ο κυνικός θα έλεγε ότι το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Και θα είχε δίκιο. Ο νομικός θα εξέταζε το κίνητρο και θα καταλόγιζε ελαφρυντικά. Ο σκεπτόμενος άνθρωπος ίσως έβλεπε ότι χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται. Όμως θα ένιωθε συμπάθεια για το πρόσωπο που μέσα του θα ήθελε έναν κόσμο διαφορετικό, ακόμη και με λάθος τρόπο. Ο δυτικός serial killer δεν μας αφήνει τέτοια περιθώρια, διότι το δράμα του δεν είναι ούτε υπαρξιακό ούτε κοινωνικό. Απλά, δεν αισθάνεται. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κέρκυρα, 26 Σεπτεμβρίου 2020