«Δεν υπάρχει καμιά αξία να μεταστρέφεις ανθρώπους στον Χριστό αν αυτοί δεν
μεταστρέφουν την εικόνα που έχουν για
τον κόσμο και τη ζωή, επειδή τότε ο Χριστός γίνεται απλώς ένα σύμβολο των όσων
αγαπούμε και ήδη θέλουμε, χωρίς Αυτόν» (π. Αλέξανδρος Σμέμαν)
Ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο ο Χριστός γίνεται σύμβολο ή ιδεολογική
παρηγοριά, χωρίς όμως να κοινωνούμε μαζί Του την Ζωή που είναι ο Ίδιος. Ζούμε
σε έναν κόσμο στον οποίο η πολιτική και ακαδημαϊκή ελίτ έχει για την πίστη την
αντίληψη του Κοραή: όλα είναι ηθική. Ακόμη και τα μυστήρια της Εκκλησίας
αποσκοπούν στο να γίνουν οι άνθρωποι καλύτεροι και ηθικότεροι, στο να
διατηρηθούν έθιμα και παραδόσεις, στο να παρηγοριόμαστε για τις δοκιμασίες της
ζωής μας, όχι όμως για να κατοικεί εντός μας ο Χριστός. Κι αυτό διότι η πίστη λειτουργεί πολιτικά ως συνεκτικός κρίκος
μεταξύ των ανθρώπων, ώστε να αισθάνονται ότι ανήκουν σε ένα κράτος, ενώ η
μεταφυσική της διάσταση απολυτοποιείται: υπάρχει για την μετά θάνατον
πραγματικότητα, για να μην φεύγει ο άνθρωπος προς το μηδέν της ανυπαρξίας χωρίς
την τελευταία αυταπάτη. Διότι για τους ιθύνοντες της κοινωνίας όλα είναι ένα
ψέμα.
Ζούμε σε μία εκκοσμικευμένη κοινωνία
και πραγματικότητα, στην οποία η ζωή της πίστης λειτουργεί στην προοπτική του «ε,
και τι πειράζει αν αλλάξουμε αυτό ή αν δεν τηρήσουμε εκείνο;». Κάποιοι εντός της
Εκκλησίας θεωρούν πως μία από τις αιτίες αυτής της αντίληψης είναι η δική μας
χαλαρότητα, η δική μας απουσία κατήχησης προς τους ανθρώπους. Οι γενιές που
έφτασαν την πραγματικότητα ως εδώ διδάσκονταν τα Θρησκευτικά ως ομολογιακό μάθημα.
Στα χρόνια της σχολικής τους ζωής εκκλησιάζονταν υποχρεωτικά, εξομολογούνταν,
συμμετείχαν σε θρησκευτικές εκδηλώσεις. Φαίνεται πως η κατήχηση δεν λειτούργησε
όπως θα έπρεπε, δηλαδή να μεταλαμπαδεύσει την πίστη όχι απλώς ως γνώση αλλά ως
αφορμή αναζήτησης βιώματος μέσα από την κοινωνία με τον Χριστό. Αυτή η αντίληψη
όμως έχει νόημα μόνο αν θεωρούμε την πίστη στην προοπτική της πλειονοψηφίας. Αν
ζητάμε από τους πραγματικά πιστούς να είναι το κυρίαρχο ρεύμα στην κοινωνία και
στην Εκκλησία. Επειδή όμως είναι εμφανές ότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται ως
πραγματικότητα, θρηνούμε και οδυρόμαστε, αφήνοντας κατά μέρος τον λόγο που
πάντοτε ίσχυε: «μη φοβού το μικρόν
ποίμνιον».
Είμαστε μειοψηφία οι χριστιανοί
και οι καιροί μας το αναδεικνύουν ολοφάνερα. Η κοινωνία μας χρειάζεται ως
καλούς Σαμαρείτες, «για την ανεργία, τη φτώχεια, την πείνα», όπως έθεσε τις
προοπτικές ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών σε πρόσφατη συνέντευξη. Κι εμείς αποδεχόμαστε
τον ρόλο των χρήσιμων και παραγωγικών, για να μην κοιτάξουμε κατάματα την
αλήθεια: ότι κληθήκαμε να μεταστρέψουμε την εικόνα που έχουμε για τον κόσμο και
την ζωή, μέσα από την σχέση με τον Χριστό κι αυτή η μεταστροφή κρύβει πόνο,
μοναξιά και αγώνα να αντέξουμε να είμαστε οι λίγοι.
Κληθήκαμε να αγαπούμε τον κάθε
Άλλο κι ας εισπράττουμε ύβρεις και αχαριστία. Κληθήκαμε να επιμένουμε
προσευχητικά σ’ έναν κόσμο που θέλει λύσεις
«εδώ και τώρα». Κληθήκαμε να εμπιστευόμαστε την νίκη κατά του θανάτου ως τον
τελικό σκοπό της ύπαρξής μας, σ’ ένα
κόσμο που θέλει εξουσία, δόξα, καλοπέραση. Κληθήκαμε να δίνουμε μαρτυρία στην
ιστορία και όχι να δραπετεύουμε από αυτήν, αλλά ούτε να συσχηματιζόμαστε με τον
κόσμο.
Κρινόμαστε...
π.
Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε
στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο
φύλλο της Τετάρτης 10 Ιουνίου 2020