(ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 53- ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ, « Η ΖΩΗ ΤΟΥ
ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ», μετάφραση Στέφανος Ροζάνης, εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ)
Οι σπουδαίοι κλασικοί συγγραφείς
έχουν το ταλέντο του αφηγητή, του παραμυθά. Αυτό το δώρο το δοκιμάζει κάποιος
πρωτίστως στα παιδιά, ξεκινώντας από τα δικά του. Ο Κάρολος Ντίκενς, μέσα στα
πολλά έργα του, άφησε κι ένα χειρόγραφο που αναφέρεται στο πρόσωπο του Χριστού.
Γράφτηκε το 1849, ουσιαστικά για να το διαβάσει στα παιδιά του. Δε θέλησε όσο
ζούσε να το εκδώσει και γι’ αυτό ο
βιογράφος του John Forster δεν το συμπεριλαμβάνει στα έργα του. Το
1934 όμως, με τη σύμφωνη γνώμη των εγγονών του Ντίκενς (μια και ο μεγάλος
συγγραφέας πέθανε το 1870) εκδόθηκε και το 1993 μεταφράστηκε στα ελληνικά από
τον Στέφανο Ροζάνη (εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ), με όμορφα σκίτσα του Γάλλου σχεδιαστή Georges Lemoine.
Διαβάζοντας την «Ζωή του Κυρίου
μας» διαπιστώνουμε ότι το αφηγηματικό ταλέντο του Ντίκενς μπορεί να
προσαρμοστεί στην παιδική ηλικία, καθώς αποφεύγει το λογοτεχνικό ύφος, αλλά και
από τη άλλη έχει στο νου του τι χρειάζεται ένα παιδί για να καταλάβει μια
ιστορία. Κι αυτό είναι η δυνατότητα να ενσωματώνονται στον λόγο απαντήσεις σε
πιθανές ερωτήσεις των παιδιών, για πράγματα που δεν καταλαβαίνουν. Δημιουργούνται
έτσι παρενθέσεις- παρεκβάσεις, που καθιστούν τον λόγο κατανοητό, ενώ δεν
χάνεται η χάρις της ροής, διότι οι αφηγηματικές παύσεις δεν είναι μεγάλες, ώστε
να φεύγουν από το νόημα.
Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον
στην αφήγηση από τον Ντίκενς της ζωής του Χριστού είναι ο διδακτισμός, το «δασκαλίστικο»,
που χαρακτηρίζει τον μεγάλο συγγραφέα. Θέλει, μέσα από την ζωή του Χριστού, να
διδάξει τα παιδιά του ότι « Χριστιανισμός σημαίνει να κάνεις πάντοτε το ΚΑΛΟ»
και προσπαθεί να συνδυάσει έναν ριζοσπαστικό προτεσταντισμό (που πρεσβεύει την
κοινωνική δικαιοσύνη, κι εδώ κινείται παράλληλα με τις μαρξιστικές ιδέες)
υπερβαίνοντας την τυπολατρία του θρησκευτικού
τελετουργικού, με την ανάγκη χτισίματος μιας κοινωνίας στηριγμένης στην φιλανθρωπία
και την ανοχή (αναλυτικά στο Dennis Wolder, “Dickens and Religion”) .
Ο Ντίκενς δεν ακολουθεί το
χριστολογικό δόγμα. Ο Χριστός δεν είναι Θεάνθρωπος, αλλά άνθρωπος, γιος του
Ιωσήφ και της Μαρίας (σελ. 9). Όμως ο Θεός ευαρεστήθηκε τόσο πολύ μ’ Αυτόν, που του έδωσε την δυνατότητα να κάνει
θαύματα για να διδάξει το καλό, για να πείσει τους ανθρώπους ότι ήταν
απεσταλμένος από τον Θεό, ότι δεν ήταν κοινός θνητός (σελ. 17) Κύρια διδασκαλία
του Χριστού είναι ότι «όσοι κάνουν καλές πράξεις σ’ όλη τους τη ζωή, θα πάνε στον Παράδεισο μετά
τον θάνατό τους» (σελ. 38). Ακόμη, «όσοι έχουν κάνει πράξεις κακές και ξέχασαν
τον Θεό, είναι πάντα ευπρόσδεκτοι κοντά Του και πάντα θα έχουν την συμπόνοιά
Του όταν ξαναγυρίζουν σ’ Αυτόν, αρκεί να
μετανιώνουν για τις αμαρτίες που έχουν κάνει».
Εκτός από την ηθοπλαστική σημαντική
της αφήγησης, η οποία δεν ξεκινά από την οντολογική σχέση Θεού και ανθρώπου,
αλλά γεννιέται μέσα από μία πίστη που γίνεται παιδεία στο ΚΑΛΟ, ο Ντίκενς δε θα
διστάσει να τονίσει ότι ο Χριστός αντιμετώπισε εχθρούς οι οποίοι τον απέρριψαν
για λόγους οικονομικοκοινωνικούς. «Οι Φαρισαίοι υποδέχτηκαν τη διδασκαλία του Σωτήρα
μας με περιφρόνηση, γιατί ήταν πλούσιοι και πλεονέκτες, και πίστευαν ότι ήταν
ανώτεροι απ’ όλους τους άλλους ανθρώπους»
(σελ. 46). Για τον Ντίκενς ο Χριστός διάλεξε τους δώδεκα μαθητές επειδή ήταν Φτωχοί
(Poor, με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα),
«ώστε οι Φτωχοί να ξέρουν- ύστερα απ’
αυτό, για όλα τα χρόνια που θα έρχονταν και για πάντα- ότι ο Παράδεισος
δεν ανήκει μόνο στους πλούσιους αλλά και σ’
αυτούς, και ότι ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σ’ εκείνους που φορούν ωραία ρούχα και σ’ εκείνους που είναι ξυπόλητοι και φορούν
κουρέλια. Οι πιο δυστυχισμένοι, οι πιο άσχημοι, οι παραμορφωμένοι, τα πιο άθλια
πλάσματα που ζουν πάνω στη γη, θα γίνουν φωτεινοί Άγγελοι στους Ουρανούς, αν
είναι καλοί εδώ, σ’ αυτή τη γη» (σελ. 18) Τέτοιους «αποστολικούς» τύπους θα
αναπτύξει ο Ντίκενς στα πρόσωπα του Νταν Πέγκοτυ («Δαβίδ Κόπερφιλδ») και του
Τζο Γκάρτζερι («Μεγάλες Προσδοκίες»), όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και πάλι ο Dennis Wolder (“Dickens and Religion”)
Ο Ντίκενς αποτυπώνει το
ευαγγέλιο του Λουκά ως μία ωραία ιστορία (Wolder). Ακόμη και το βασικό συστατικό στοιχείο της
χριστιανικής παράδοσης που είναι η θεία ευχαριστία, για τον Ντίκενς είναι μία
απλή κίνηση ανάμνησης του Χριστού, χωρίς
να κάνει καν αναφορά στο σώμα και το αίμα. «Πήρε ψωμί απ’ το τραπέζι και το ‘κοψε
και το έδωσε στους μαθητές. Ύστερα πήρε ένα κύπελλο με κρασί και το ευλόγησε
και ήπιε και τους έδωσε να πιούν λέγοντας: πιείτε για να με θυμάστε» (σελ. 56).
Με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας δεν κάνει κατήχηση- μύηση στα παιδιά του για το
ποιο είναι το πνευματικό περιεχόμενο της πίστης, αλλά ακολουθεί τον
προτεσταντικό δρόμο τω συμβόλων, ότι ο άνθρωπος δεν χρειάζεται σχέση υπαρξιακή
με τον Χριστό αλλά μνήμη Του.
Γι’ αυτό και η ανάσταση του Χριστού
δεν συνδέεται με την δική μας ανάσταση των νεκρών, η οποία μοιάζει μια περιττή
λεπτομέρεια στο κάδρο της χριστιανικής πίστης. Αφού οι ψυχές μας περνάνε καλά
στον Παράδεισο, γιατί να χρειάζεται να ενωθούν με τα σώματά μας; Μόνο η κρίση
είναι απαραίτητη: «Αυτός θα κατέβει κάποια μέρα για να κρίνει τον κόσμο» (σελ.
73). Και πάνω σ’ αυτό είναι χαρακτηριστικό το τέλος της
αφήγησης: «ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ: Χριστιανισμός σημαίνει ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΟ ΚΑΛΟ πάντοτε- ακόμα
και σ’ εκείνους που μας έχουν βλάψει. Χριστιανισμός σημαίνει ν’ αγαπάμε τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας,
και να κάνουμε για τους άλλους ανθρώπους αυτό που εμείς θέλουμε να Κάνουν
εκείνοι για μας. Χριστιανισμός σημαίνει να είμαστε ευγενικοί, να
συγχωρούμε και να είμαστε συμπονετικοί,
κι όλα αυτά να τα κρατάμε σιωπηλά μες στην καρδιά μας και ποτέ να μην
περηφανευόμαστε γι’ αυτά ή για τις
προσευχές μας ή για την αγάπη που τρέφουμε προς τον Θεό, μα πάντα να δείχνουμε
πως Τον αγαπάμε, προσπαθώντας με ταπεινοσύνη να κάνουμε παντού το σωστό. Αν τα
κάνουμε όλα αυτά και θυμόμαστε τη ζωή και τα διδάγματα του Κυρίου Ημών Ιησού
Χριστού, και προσπαθούμε να πράττουμε σύμφωνα μ’ αυτά, μπορούμε να είμαστε σίγουροι
πως ο Θεός θα συγχωρέσει τις αμαρτίες και τα λάθη μας, και θα επιτρέψει να
ζήσουμε και να πεθάνουμε Ειρηνικά» (σσ. 75-76).
Για τον Ντίκενς οι καλές πράξεις, η αγάπη, η ευγένεια και η συμπόνοια, η
ταπεινοφροσύνη και η υπενθύμιση της ζωής και των διδαγμάτων του Χριστού (και
όχι η σχέση μαζί Του) είναι η βάση για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες μας, αλλά και
να ζήσουμε και να πεθάνουμε « ειρηνικά». Το ειρηνικό τέλος είναι το κλειδί για
τον άνθρωπο, καρπός μιας ζωής αρετής και καλοσύνης, όχι όμως της σχέσης με τον
Χριστό στην Εκκλησία ή σε θρησκευτικά τελετουργικά.
Δε θα απείχαμε πολύ από την πραγματικότητα αν λέγαμε ότι για τους πολλούς
στους καιρούς μας ο τρόπος θέασης του Χριστού και της χριστιανικής πίστης από
τον Ντίκενς είναι και ο δικός τους τρόπος. Προφανώς δεν είναι ο μεγάλος
συγγραφέας που επηρέασε ή διαμόρφωσε την δυτική αντίληψη και μάλιστα την
προτεσταντική. Ο ίδιος επηρεάστηκε. Αποτυπώνει όμως αυτό που και για την
άρχουσα τάξη, η οποία έχει σπουδάσει στην Δύση, είναι η χριστιανική πίστη και
ζωή: ηθική, καλές πράξεις, αρετή, όχι οντολογική σχέση με τον Χριστό και
απουσία εκκλησιαστικής ζωής και κοινότητας, με κέντρο το μυστήριο της θείας
Ευχαριστίας. Όλα όσα συμβαίνουν στους
καιρούς μας δείχνουν την μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην θεολογία και όχι μόνο την
ορθόδοξη, και την θρησκευτικότητα που κατανοούν οι επικεφαλής της κοινωνίας
(πολιτικοί, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι). Από την άλλη, κι ένα μεγάλο τμήμα του
λαού την ίδια αντίληψη έχει για την πίστη: μία θρησκεία που μας βοηθά να κάνουμε
το καλό, να περιμένουμε ένα ειρηνικό τέλος και τον Παράδεισο ως ανταμοιβή. Η
πρόσληψη της πίστης από τον Ντίκενς είναι και η πρόσληψη πολλών!
Προφανώς και δεν αρνούμαστε αυτόν τον τρόπο. Χριστιανισμός χωρίς Καλοσύνη
δεν μπορεί να νοηθεί. Και η κοινωνία δεν μπορεί ν’ αλλάξει χωρίς καλοσύνη. Το ερώτημα όμως του
καλού και του κακού χρειάζεται απαντήσεις που να μην περιορίζονται σε ηθικά σχήματα.
Είναι άλλο μία αφήγηση για τα παιδιά και άλλο η αντίληψή μας για τον Χριστό να
περιορίζεται σ’ αυτή την αφήγηση. Για
την πίστη ο Χριστός είναι ο Θεάνθρωπος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος,
που προσλαμβάνει τη φύση μας για να την λυτρώσει από τον θάνατο και να την
οδηγήσει στην αγάπη, όχι μόνο στην προοπτική των καλών πράξεων, αλλά και της
θυσίας και της παραίτησης από την προτεραιότητα του «εγώ». Ο δρόμος αυτός περνά
από την Εκκλησία και είναι δρόμος Αγίου Πνεύματος και Χάριτος, ενώ
συμπεριλαμβάνει και το σώμα για να σωθεί ο άνθρωπος στην πληρότητά του.
Είναι ενδιαφέρουσα η παρουσίαση του Ντίκενς. Δείχνει, εκτός των άλλων και
την απόσταση ενός κλασικού συγγραφέα της Δύσης από έναν κλασικό συγγραφέα της
Ορθοδοξίας, τον Ντοστογιέφσκι, στον τρόπο θέασης του Χριστού, ενώ υπάρχουν
κοινά στοιχεία στο αίτημα για δικαιότερη κοινωνία, για έναν κόσμο στον οποίο η
αξία του ανθρώπου δεν θα έχει να κάνει με την οικονομική του κατάσταση, αλλά με
την μοναδικότητα του προσώπου του!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
17 Ιουνίου 2020