Μία αμερικάνικη εταιρεία ερευνών (PEW Research), σε πρόσφατη πανευρωπαϊκή της έρευνα, διαπίστωσε ότι οι Έλληνες είμαστε ο τέταρτος κατά σειράν θρησκευόμενος λαός στην Ευρώπη (49% του πληθυσμού), ότι το 38% εκκλησιάζεται τουλάχιστον μία φορά τον μήνα, ενώ το 29% προσεύχεται καθημερινά. Το 92 % είμαστε απολύτως ή σχεδόν βέβαιοι ότι υπάρχει Θεός! Όλα αυτά σε μία εποχή κατά την οποία υπάρχει αντι-θρησκευτική και αντι-εκκλησιαστική υστερία από ΜΜΕ, Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, από διανοούμενους, από καλλιτέχνες, από ανθρώπους που δεν διστάζουν να απορρίψουν την πίστη δημόσια. Την ίδια στιγμή συνεχίζεται η αντιεκκλησιαστική προπαγάνδα σε σχολεία, με καθηγητές και δασκάλους οι οποίοι δεν διστάζουν να δηλητηριάζουν τους μαθητές με τις ιδέες τους, ευρισκόμενοι στην ασφάλεια της σχολικής τάξης και με τους γονείς παθητικά αδιάφορους.
Το ακόμη πιο παρήγορο είναι ότι σ’ αυτό το μεγάλο ποσοστό συμμετέχουν και οι νέοι, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους δεν έχουν ηττηθεί από την προπαγάνδα. Παρότι η εκκλησιαστική ζωή δεν είναι εύκολη για τον τρόπο με τον οποίο μεγαλώνουν (γλώσσα, νηστεία, εγκράτεια στις σχέσεις, εκκλησιασμός στην μοναδική ημέρα που υπάρχει σχετική άνεση στο πρόγραμμα), εντούτοις οι νέοι κρατούν. Δεν είναι μόνο η οικογένεια που συντελεί. Είναι και η φωνή της παράδοσης, η οποία κάνει τους νέους να μην είναι ευκολόπιστοι σε προπαγάνδες, να θέλουν την αλήθεια, να νιώθουν ότι στην Εκκλησία υπάρχει τόπος και γι’ αυτούς, ακόμη κι αν δεν είναι δεδομένο το ξεβόλεμα των ταγών της από την ιδέα ότι επειδή «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής», δεν χρειάζεται να γίνουν βήματα προσέγγισης προς τους ανθρώπους.
Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι παρηγορητικά, δεν πρέπει όμως να λειτουργούνε αποπροσανατολιστικά. Είναι δεδομένο ότι ο Θεός δεν εγκαταλείπει λαούς, οικογένειες, πρόσωπα που παλεύουν να Τον γνωρίσουν και να ζήσουν κατά το θέλημά Του. Είναι εξίσου δεδομένο πως ό,τι σπέρνεται με πίστη, θα καρπίσει κάποια στιγμή. Από την άλλη δεν έχει νόημα αν νομίζουμε ότι επειδή αντέχει το μήνυμα της πίστης, δεν χρειάζεται αυθεντικότητα στην βίωσή του. Είναι πολλά εκείνα τα οποία χρειάζονται επαναπροσδιορισμό στην εκκλησιαστική πραγματικότητα. Η τέλεση των μυστηρίων, όταν χάνουν την ιεροπρέπειά τους και μεταβάλλονται σε κοινωνική εκδήλωση. Το κήρυγμα, όταν απέχει από την γλώσσα του σήμερα και γίνεται μία προτροπή ηθικής αλλαγής, χωρίς αγάπη και μετάνοια. Η ενοριακή κοινότητα, όταν δεν καλλιεργεί συνάντηση και σχέση ανάμεσα στα πρόσωπα που την απαρτίζουν, αλλά μένει στο κλίμα της διατήρησης των εθίμων και του διασκορπισμού των ανθρώπων μετά την θεία λειτουργία ή της αντιμετώπισής τους ως οικονομικά ενισχυόντων τις ανάγκες των εμπερίστατων, χωρίς την βίωση του μυστηρίου της αγάπης. Η κατήχηση, όταν δεν γεννά παρέες, όταν χρησιμοποιεί μία ξύλινη γλώσσα, όταν είναι αποκομμένη από την σύνδεση με την πραγματικότητα της ζωής, ιδίως των νέων.
Είναι ο καιρός της Εκκλησίας! Είναι ο καιρός της αφύπνισης, του νέου ξεκινήματος. Η διδαχή και το βίωμα της Εκκλησίας να γίνει μεταμορφωτική πνοή για τον κόσμο μας. Θέλει δουλειά πολλή! Θέλει νέκρωση της ιδιοτέλειας, παιδεία για κλήρο και στελέχη, απόφαση να δοθούν χρήματα για υποδομές και ανοιχτό πνεύμα. Με μέτρο στην πρόσληψη του κόσμου, αλλά όχι με φοβία! Με άσκηση, αλλά και χαρά! Με το πρόσωπο του Χριστού ως αρχή και τέλος μας!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 19 Δεκεμβρίου 2018