7/11/18

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 19 - SIMON WEIL, “ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΙΕΡΟ”, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ



Η Σιμόν Βέιλ υπήρξε μία σπουδαία Γαλλίδα φιλόσοφος, εβραϊκής καταγωγής, η οποία μετεστράφη στον χριστιανισμό. Τα κείμενά της ουσιαστικά αποτελούν μία ξεχωριστή απάντηση στις βασικές αρχές του πολιτισμού της νεωτερικότητας, γραμμένα πριν και κατά την διάρκεια του Β᾽  Παγκοσμίου πολέμου. Ένα από αυτά εκδόθηκε στα ελληνικά πρόσφατα από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ σε μετάφραση και με ένα εξαιρετικό επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Τίτλος του “Το πρόσωπο και το ιερό”. Θα λέγαμε ότι ο λόγος της αποτελεί ένα όραμα για μία διαφορετική Ευρώπη από αυτή της πρόταξης της οικονομίας, των δικαιωμάτων, της πολυπολιτισμικότητας, της ιεροποίησης της σεξουαλικότητας, της καριέρας. Στόχος της ένας κόσμος και μία Ευρώπη όπου ιερός είναι ο άνθρωπος, ιερή είναι η αγάπη, η δικαιοσύνη, η ομορφιά, η αλήθεια. Ιερό δεν είναι ούτε το “εγώ” ούτε το “εμείς”, αλλά ο αγώνας του ανθρώπου να συναντήσει το νόημα και το φως που έρχεται από τον ουρανό και να το μοιραστεί με όλους.
Πυρήνας του προβληματισμού της η έννοια του δικαιώματος. Για την Βέιλ το δικαίωμα από την φύση του προϋποθέτει δύναμη, δηλαδή εξουσία να επιβληθεί, προϋποθέτει εκείνους που το έχουν και θέλουν να το μοιραστούν ή να ισχύσει και για άλλους, άρα εκείνους που εκ των πραγμάτων  ταυτίζουν το νόημα της ζωής με ό,τι έχουμε, όχι μόνο στο υλικό επίπεδο, αλλά και στο κοινωνικό και πολιτικό. Το δικαίωμα είναι η αποθέωση του ανθρώπου ως ατόμου. Κατάκτηση του Διαφωτισμού, της νεωτερικότητας, ρίχνει στάχτη στα μάτια μας, γιατί μας οδηγεί να πιστέψουμε ότι αρκεί η εφαρμογή του και ο δρόμος της ευτυχίας είναι ανοιχτός. 
Η Βέιλ χρησιμοποιεί το παράδειγμα των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι δεν λειτουργούσαν στην προοπτική του δικαιώματος, αλλά της δικαιοσύνης. Δικαιοσύνη σήμαινε κυρίως να μην κάνεις το κακό και όχι να τιμωρηθείς αφού το κάνεις. Δικαιοσύνη σήμαινε η κοινωνία, η πόλις να εκπαιδεύει ανθρώπους οι οποίοι να εχουν επίγνωση των καθηκόντων τους έναντι του συμπολίτη και της συλλογικότητας, όχι όμως επειδή ο νόμος το επέβαλλε, αλλά επειδή πίστευαν στην ιδέα της. Αν μέναμε εδώ, τότε ο λόγος της Βέιλ θα ήταν προέκταση των πλατωνικών αντιλήψεων. Όμως η Γαλλίδα φιλόσοφος προχωρεί και  στην συνάντηση με τον χριστιανισμό.
Δεν αρκεί να τιμωρούνται οι άδικοι. Πρέπει να ακούμε την κραυγή “γιατί μου κάνουν κακό;” ως έκφραση της ανθρώπινης δυστυχίας. Μία κοινωνία η οποία παλεύει για να προλάβει το κακό ή να το καταστείλει, δεν το ακούει να έρχεται. Δεν το βλέπει στους δυστυχισμένους ανθρώπους, δεν τους βοηθά να απαντήσουν σ᾽ αυτό. “Η δυστυχία είναι από μόνη της άναρθρη. Οι δυστυχισμένοι ικετεύουν σιωπηλά να τους δωσει κάποιος τις λέξεις για να εκφραστούν. Υπάρχουν εποχές που δεν εισακούονται. Υπάρχουν άλλες όπου οι λέξεις τούς προσφέρονται, αλλά κακοδιαλεγμένες, γιατί αυτοί που τις επιλέγουν είναι ξένοι προς την δυστυχία που διερμηνεύουν” (σελ. 29). Ο Χριστός ως ο Θεάνθρωπος ο Οποίος σήκωσε στην πλάτη Του επάνω στον σταυρό όλη την ανθρώπινη οδύνη, την δυστυχία στην ζωή και την δυστυχία του θανάτου, άκουσε και ακούει τους δυστυχισμένους και μας αφήνει παρακαταθήκη για έναν άλλο πολιτισμό: όχι μόνο αυτόν της βελτίωσης της ποιότητας ζωής, αλλά, κυρίως, αυτόν της αγάπης, η οποία μάς κάνει να νοιαζόμαστε για όλους. Και νοιάζομαι σημαίνει ακούω με σεβασμό. Δίνω χρόνο. Δεν απορρίπτω, ούτε ειρωνεύομαι οχυρωμένος  στην αυτάρκεια των δικών μου δικαιωμάτων ή της άνεσής μου.   
Ο πολιτισμός της νεωτερικότητας, μαζί με την δύναμη της τεχνολογίας και των ειδήσεων, έφερε στο προσκήνιο ξανά το άλλο μεγάλο ερώτημα του ανθρώπου: “γιατί ο άλλος να έχει περισσότερα από μένα;”. Αυτό ακούγεται εξίσου στους καιρούς μας και γεννά μίσος. Κλείνουμε όμως τα αυτιά και τα μάτια μας στο μίσος αυτό ακριβώς γιατί εγκλωβιστήκαμε σ᾽ αυτά που δικαιούμαστε. Και δεν λειτουργούμε με αλληλεγγύη και δεν μας νοιάζει για την ανθρώπινη δυστυχία. 
Για την Βέιλ ο δρόμος είναι ξεκάθαρος.  Η λύση είναι η είσοδος στο φως του ουρανού, στην ομορφιά, την αλήθεια, την αγάπη, την δικαιοσύνη, την κοινωνία με τον Θεό. Εάν μπούμε σ᾽ αυτό το φως, τότε, ανεξάρτητα αν είμαστε “τα μωρά του κόσμου” ή οι φιλόσοφοι και μορφωμένοι, έχουμε βρει την οδό της αλήθειας. Θέλει όμως ταπείνωση αυτός ο δρόμος. Θέλει την εμπειρία της εκμηδένισης του “εγώ”. Θα λέγαμε το να είναι “τα πάντα Χριστός”. “Αντί να ενθαρρύνουμε την άνθηση ταλέντων σύμφωνα με όσα προτείναμε το 1789 (Γαλλική Επανάσταση, θρίαμβος της νεωτερικότητας), πρέπει να αγαπήσουμε και να αναθερμάνουμε με τρυφερό σεβασμό την ανάπτυξη του πνεύματος. Διότι μόνο οι πραγματικά αγνοί ήρωες, οι άγιοι και τα ξεχωριστά πνεύματα μπορούν να βοηθήσουν τους δυστυχισμένους. Οι άνθρωποι με ταλέντο, με εξυπνάδα, με ενέργεια, με χαρακτήρα, με ισχυρή προσωπικότητα στήνουν ανάμεσα στους δύο (δυστυχισμένους και βοηθούντες) ένα χώρισμα και εμποδίζουν την βοήθεια. Δεν πρέπει να σπάσουμε το χώρισμα, πρέπει σιγανά να το παραμερίσουμε. Πρέπει να σπάσουμε το πολύ πιο επικίνδυνο χώρισμα της συλλογικότητας, καταργώντας κάθε μέρος των θεσμών και των ηθών μας όπου κατοικεί μια οποιαδήποτε μορφή κομματικού πνεύματος. Ούτε οι προσωπικότητες ούτε τα κόμματα δέχονται ποτέ να ακούσουν την αλήθεια ή την δυστυχία” (σελ. 33)
Ο λόγος της Βέιλ προφητεύει και αποτυπώνει τα αδιέξοδα των καιρών μας. Σήμερα η παιδεία, η πολιτική, ο αθλητισμός, η επιστήμη, ακόμη και ο εκκλησιαστικός χώρος αναζητούν ταλέντα, χαρισματικά πρόσωπα. Η αναζήτηση αυτή δεν έχει να κάνει με τον πλησίον, αλλά με την πρόοδο του πολιτισμού, την δόξα, το κέρδος, την κομματική ή κοινωνική ή και θρησκευτική ανάδειξη (το να είσαι εξέχον πρόσωπο στην ιεραρχία είναι σπουδαιότερο από το είσαι ή να γίνεις άγιος). Ζούμε μία ανθρωπότητα η οποία δεν συμπορεύεται με όσους δυσκολεύονται, αλλά τους πετά ένα ξεροκόμματο και τους αφήνει να ελπίζουν είτε στα παιδιά τους είτε στην άλλη ζωή. Χωρίς να απορρίπτουμε τους χαρισματικούς, οι οποίοι έχουν δωρεά Θεού, καλούμαστε να ασκηθούμε στην ευαισθησία και στην τρυφερότητα της αγιότητας, η οποία αγαπά, ακούει, προσεύχεται, μοιράζεται, παλεύει να καταλάβει και εμπιστεύεται “τα αδύνατα παρά ανθρώποις” στον Θεό.
Ένα σπουδαίο βιβλίο, το οποίο ομορφαίνουν ακόμη περισσότερο η μετάφραση και το επίμετρο, με πλούσιες πληροφορίες, του Σταύρου Ζουμπουλάκη.  

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός