«Λοιπόν, τι κάνουμε εδώ και πότε θ’ αλλάξει ο κόσμος,
γιατί όπως όλοι μας έζησα κι εγώ αφηρημένα
-βέβαια αγάπησα τα ιδανικά της ανθρωπότητας αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα (κι αλήθεια κάποτε παιδιά αφήναμε στη μέση τις υπερπόντιες εκστρατείες μας για ν’ανεβάσουμε έν’ άρρωστο πουλί στο δέντρο)
και τις νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τραίνων για κείνους που άργησαν ή ονειρευόμουν να ζήσω υπέροχα, απερίσπαστος από προσωπικές ευδαιμονίες και στάθηκα πάντοτε ανυπεράσπιστος μπροστά στους άλλους όπως οι νεκροί
έτσι έμαθα τι θα πει αιωνιότητα (Τάσος Λειβαδίτης)
Η αγάπη. Το ζητούμενο για πολλούς. Το αυτονόητο για κάποιους. Δεν είναι προτεραιότητα για τον κόσμο. Πώς να την ορίσεις άλλωστε; Μάνα και παιδί. Εξάρτηση. Ο ισχυρός βγάζει την τρυφερότητα και το συναίσθημα. Ο αδύναμος αποδέχεται από ανάγκη. Κάποτε χωρίς να ρωτηθεί. Η επιβίωση μετρά.
Μα όταν σταθεί στα πόδια του θα μιμηθεί ή θα καταπιεί; Θα αφήσει από την καρδιά του τις υπερπόντιες εκστρατείες κατάκτησης της ζωής και των άλλων, γιατί είναι ο δοκών άρχειν, για να ανεβάσει στο δέντρο τον άλλο αδύναμο, ή μαζί με την παιδικότητά του θα αφήνει πίσω του νεκρούς όλους όσους του στάθηκαν, τον στήριξαν, μοιράστηκαν μαζί του τον άρτο τους;
Όποια κι αν είναι η απάντηση, ανυπεράσπιστοι είμαστε όλοι μπροστά στον εχθρό της αγάπης, την νέκρωση. Βασιλείς και στρατιώτες, πλούσιοι και πένητες, δίκαιοι και αμαρτωλοί.
Η μόνη απάντηση είναι Εκείνος. Ο έσχατος όλων ως προς την εξουσία και ο πρώτος ως προς την αγάπη. Της ζωής η άμπελος, μας μυσταγωγεί στο να δίνουμε. Να στεκόμαστε κι ό,τι μαζεύουμε να το σκορπούμε απλόχερα. Ταπεινοί. Διάκονοι. Χωρίς να περιμένουμε. Μόνο να Τον αναζητούμε και να Τον αφήνουμε να σκουπίσει και τα δικά μας πόδια. Ως φίλος προς φίλους.
Κέρκυρα, Μεγάλη Πέμπτη
5 Απριλίου 2018