«Νενικήκαμεν. Όραμα μεγάλο πάνω απ’ τους δρόμους, σα φύλλα του φθινοπώρου σκόρπιζαν οι ζητωκραυγές. Η πόλη είχε χαθεί κάτω απ’ τα φώτα, τις σημαίες, τη βουή. Γιορτάζαμε τη νίκη. Όμως την ίδια ώρα κάποιος σηκώνεται μες στο σιωπηλό σπίτι, δεν ανάβει φως, ντύνεται και κάθεται στο σκοτάδι. Κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει» (Τάσος Λειβαδίτης).
Οι άνθρωποι συνήθως γιορτάζουμε τις επιτυχίες μας, τις νίκες μας. Κάποτε γιορτάζουμε και τις νίκες των άλλων, όταν μας σώζουν ή όταν αλλάζουν τις ζωές μας. Φωνάζει ο κόσμος το «νενικήκαμεν» σήμερα όχι τόσο γιατί πετυχαίνει, αλλά γιατί ηττάται ο άλλος. Ο αντίπαλος. Υπαρκτός ή φαντασιακός. Από τα πιο ασήμαντα, τους ήχους του σταδίου, μέχρι τα πιο σημαντικά, τον διπλανό που δεν ανεχόμαστε να κερδίζει στη ζωή.
Νενικήκαμεν. Στο ωσαννά ηττήθηκε ο θάνατος. Γι’ αυτό και μετά βαΐων και κλάδων. Όμως ο Νικητής εισέρχεται επί πώλου όνου. Όχι με το άλογο των θριαμβευτών στρατηγών, αλλά με το ονάριο, αυτό που ξέρει να αντέχει τα βάρη των ανθρώπων και με ταπείνωση να πορεύεται στην αιώνια διακονία της αγάπης.
Νενικήκαμεν. Ο νικητής είναι ο μόνος που γνωρίζει ότι σε λίγο όλα θα είναι σκοτάδι. Όπως ο κόσμος χωρίς αγάπη. Και δεν πανηγυρίζει. Σηκώνεται. Ντύνεται την πιο ωραία στολή του. Την χλαμύδα κοκκίνη. Φορά το στέμμα από αγκάθια. Και περιμένει. Το καρφί, το ξύδι, την λόγχη, τις ζαριές που θα μοιραστούν τα ιμάτιά Του. Τις ύβρεις. Και είναι κάλλει ωραίος. Ως Νυμφίος. Του καθενός μας.
Ναι. Νενικήκαμεν. Όχι όμως την νίκη που φαίνεται, αλλά αυτήν της ήττας μας. Γιατί ο Νυμφίος νικά για λογαριασμό όλων μας τον έσχατο εχθρό της φύσης μας, τον θάνατο. Και το πανηγύρι είναι το ΝΑΙ στο κάλεσμά του για αγάπη και ταπείνωση!
Κέρκυρα, Μεγάλη Δευτέρα
2 Απριλίου 2018