2/1/18

ΥΠΑΠΑΝΤΗ: Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΠΟΥ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ!

              
      Ο ερχομός του Χριστού στον κόσμο έκανε τα πάντα να ξεκινήσουν από την αρχή. Γέννησε έναν καινούργιο κόσμο, αυτόν της Βασιλείας του Θεού, στον οποίο συμπεριλήφθηκε ο παλαιός, αλλά με καινούργιες αφετηρίες. «Ιδού καινά ποιώ πάντα» (Αποκ. 21, 5), λέει ο Χριστός. Και αυτή η καινοποίησις αποτυπώνεται τόσο στα δόγματα, όσα και στους θεσμούς του παλαιού κόσμου, όπως αυτός της ιερωσύνης.
        Ο Θεός έγινε άνθρωπος και μάλιστα κατά πάντα. Ερχόμενος στον κόσμο δεν καταργεί τις εντολές και τα έθη που ο Ίδιος είχε δώσει στους ανθρώπους. Αντιθέτως, συγκαταβαίνει. Γίνεται ένας με μας και τηρεί αυτά που είχαμε αποδεχτεί. Τον βλέπουμε να υφίσταται περιτομή. Τον βλέπουμε να πηγαίνει στον ναό ως βρέφος τεσσαρακονθήμερον, για να εκπληρώσει την εντολή του καθαρισμού. Τηρεί ως δωδεκαετής τα έθιμα του εβραϊκού Πάσχα και μένει στον οίκο του Πατρός Του. Βαπτίζεται στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Πληρώνει τους φόρους. Τρώει με τους μαθητές Του το Πάσχα λίγο πριν το σωτήριον Πάθος Του. Διδάσκει στις συναγωγές. Ερμηνεύει τους προφήτες και τον Νόμο. Και την ίδια στιγμή τα ανα-νοηματοδοτεί, συνδέοντάς τα με το Πρόσωπό Του.
 Η περιτομή δεν θα είναι πλέον της σαρκός, αλλά της αμαρτίας. Το Πάσχα δεν θα είναι το πέρασμα από την Ερυθρά θάλασσας στην γη της επαγγελίας, αλλά το πέρασμα από τον θάνατο στην ανάσταση και στην ζωή. Το βάπτισμα δεν θα είναι πλέον αυτό της μετανοίας, αλλά εξ ύδατος και Πνεύματος θα οδηγεί τον άνθρωπο στην Εκκλησία, στην συνεχή κοινωνία με τον Θεό και τον πλησίον και όχι μόνο στην ατομική κάθαρση και τακτοποίηση των ενοχών της συνείδησης. Το πασχάλιο δείπνο δεν θα είναι ο ενιαύσιος αμνός, αλλά ο Ίδιος ως ο Αμνός ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου, δεν θα είναι η υλική τροφή σε ανάμνηση της σωτηρίας από τους Αιγυπτίους, αλλά το Σώμα και το Αίμα Του εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον. Δεν θα τελείται μία φορά τον χρόνο, αλλά σε κάθε θεία λειτουργία. Οι συναγωγές θα γίνουν ναοί. Εκεί όπου δεν θα ψάλλουμε και θα ακούμε μόνο τον Νόμο και τους προφήτες, αλλά  θα κοινωνούμε τον παρόντα Λόγο του Θεού με όλη μας την ύπαρξη. Η διδασκαλία δεν θα είναι  προσδοκία της ερχόμενης Βασιλείας, αλλά βίωση της ήδη εντός του χρόνου ευρισκομένης με τον τρόπο της αγάπης και της αλήθειας.
                Σημεία αυτού του καινούργιου τρόπου, ο οποίος δίνει νέο νόημα στα παλαιά, ζούμε στην εορτή της Υπαπαντής. Ο Χριστός εισέρχεται στον ναό και παραλαμβάνεται από τον ιερέα Συμεών, αυτόν που ανήκει στην τάξη του Ααρών, του αδερφού του Μωυσή και στην ιερωσύνη των Λευιτών. Ο μείζων θα ευλογηθεί υπό του ελάττονος. Ο Ιωσήφ και η Υπεραγία Θεοτόκος θα προσφέρουν στον ναό ζεύγος τρυγόνων, την αμίαντο Εκκλησία και τον κληθέντα στην σχέση με τον Θεό «νεόλεκτο» λαό των εθνικών, των ειδωλολατρών, οι οποίοι θα γίνουν ένα με τους Ιουδαίους που θα πιστέψουν στον Κύριο. Από τον Ιωσήφ και την παναγία θα προσφερθούν δύο νεοσσοί περιστερών, διότι ο Κύριος θα είναι αρχηγός και των δύο Διαθηκών, και της Παλαιάς και της Καινής (δοξαστικό των αποστίχων του Εσπερινού). Και η ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης θα αποκτήσει νέα ρίζα, τον Κύριό μας, ο οποίος θα είναι ιερέας κατά την τάξη του Μελχισεδέκ.
Πρόσωπο χωρίς γενεαλογία, «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μήτε αρχήν ημερών μήτε ζωής τέλος έχων, μένει ιερεύς εις το διηνεκές» (Εβρ. 7,3), ο Μελχισεδέκ , βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, συναντά στην Παλαιά Διαθήκη τον Αβραάμ, αυτόν που σύναψε με τον Θεό την διαθήκη της πίστης και της προσδοκίας, και λαμβάνει από αυτόν το ένα δέκατο από τα λάφυρα μιας μάχης στην οποία ο Αβραάμ είχε νικήσει τους βασιλείς των εθνών. Αλλά ο Μελχισεδέκ ήταν και ιερέας του Θεού του Υψίστου  και ευλογεί τον Αβραάμ.  
Η νέα ιερωσύνη θα ξεκινήσει με το πρόσωπο του Χριστού. Απάτωρ εκ μητρός και αμήτωρ εκ πατρός, χωρίς επίγεια καταγωγή αλλά εξ ουρανού, χωρίς αρχή και τέλος κατά την θεία Του φύση, αλλά και αναστημένος και κατά την ανθρώπινη, μένει ιερεύς εις το διηνεκές. Προσφέρει τα πάντα στον Θεό Πατέρα εν Αγίω Πνεύματι τελώντας κάθε θεία λειτουργία και γενόμενος ο Ίδιος «προσφέρων και προσφερόμενος, προσδεχόμενος και διαδιδόμενος». Και όλα γίνονται καινούργια στην ιερωσύνη του Χριστού. Δεν είναι ένα ζευγάρι τρυγόνων ή περιστερών που προσφέρεται στον Θεό, αλλά ολόκληρη η ύπαρξή μας. Δεν είναι μία θυσία της κτίσης, αλλά η θυσία των καρδιών μας. Δεν είναι ένα δώρο μόνο, αλλά δωρίζεται ο όλος άνθρωπος, για να γίνει καινούργιος, δοτικός, αγαπητικός, συγχωρητικός. Δεν είναι ιερωσύνη μόνο για τους Ιουδαίους, αλλά για όλο τον κόσμο.  Δεν είναι μόνο μία τάξη, αυτή της λευϊτικής ιερωσύνης, που απολαμβάνει την δεκάτη των υλικών εισφορών, όπως όριζε ο μωσαϊκός νόμος, αλλά όλη η ανθρωπότητα η οποία μετέχει στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, λαμβάνοντας την σωτηρία και την αιωνιότητα ως λάφυρο της νίκης κατά του θανάτου.
«Τις έτι χρεία κατά την τάξιν Μελχισεδέκ έτερον ανίστασθαι ιερέα ου κατά την τάξιν Ααρών λέγεσθαι;» (Εβρ. 7, 11). «Ποια ανάγκη υπήρχε να εμφανιστεί ένα νέο είδος ιερωσύνης, όπως εκείνη του Μελχισεδέκ; Δεν αρκούσε η ιερωσύνη από τη γενιά του Ααρών;». Η απάντηση στο ερώτημα είναι ο Χριστός.  Ο βασιλιάς που φέρνει την αγάπη. Ο ιερέας που ευλογεί όλους τους ανθρώπους και αναμένει από αυτούς την παρουσία τους στον ναό της δόξης, στην Εκκλησία που αγιάζει όσους πιστεύουν. Τα πάντα πάλι από την αρχή.
Αυτή είναι και η σημασία της εορτής της Υπαπαντής. Είναι η συνάντηση του παλαιού με το νέο, του πρεσβύτη ιερέα Συμεών, ο οποίος αποδέχεται την προφητεία του Αγίου Πνεύματος και προσδοκά τον Σωτήρα που θα του δώσει νόημα και χαρά την τελευταία στιγμή της επιγείου ζωής του, με το βρέφος Ιησού που εκπληρώνει την προφητεία. Υπαπαντή μπορεί να γίνει και η ζωή μας αν φέρουμε στον επίγειο ναό ό,τι παλαιό έχουμε, αυτό που μας χωρίζει από τον Θεό, την αμαρτία δηλαδή που μας γερνά, αλλά και την προσδοκία, που είναι η πίστη ότι ο Θεός δεν θα μας λησμονήσει, αλλά θα γίνει για μας το Φως της καρδιάς μας. Αν φέρουμε τους φόβους μας, τις μέριμνές μας, το αίσθημα της αυτάρκειας και συναντηθούμε με την αγάπη που έξω βάλλει κάθε φόβο, την αναζήτηση της βασιλείας και της δικαιοσύνης του Θεού  που κάνει να προστίθενται σε μας όσα μας χρειάζονται αληθινά, αλλά και την χαρά του ανοίγματος στο πρόσωπο του πλησίον μας που μας δίνει ως δώρο την αγάπη.  Αν πάψουμε να ελπίζουμε στους ανθρώπους και αντλήσουμε ελπίδα από τον Χριστό, ο Οποίος εξακολουθεί να προσφέρεται σε μας.  Αν κάνουμε κι εμείς στην Εκκλησία ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή μας, δίνοντας νέο νόημα στα πάντα με τον τρόπο του Χριστού! Της συγκατάβασης, της παιδικότητας, της χαράς που η φωτεινή καρδιά μπορεί να μας προσδώσει!

Κέρκυρα, 2 Φεβρουαρίου 2018