5/12/17

ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΕΣ


  Μία από τις πιο ωραίες συνήθειες των χριστιανών είναι τα προσκυνήματα, ταξίδια δηλαδή και επισκέψεις σε ιερούς ναούς, μοναστήρια και τόπους, για να λάβουν την ευλογία διά των ιερών εικόνων, των λειψάνων των Αγίων ή διά της ενθυμήσεως γεγονότων που έλαβαν χώρα εκεί ή να ακούσουν λόγους πνευματικούς και να πάρουν ευχή πρόσωπα που συνδέονται με τους τόπους, ασκούνται και παραμένουν εκεί και που έχουν φώτιση από τον Θεό. Τα προσκυνήματα γίνονται έτσι σύμβολα της διάθεσης του ανθρώπου να αντλήσει δύναμη από την πίστη του στον Θεό και να πορευτεί στη ζωή του με κριτήριο αυτή την πίστη.
     Το Ευαγγέλιο όμως μάς δίνει μία άλλη διάσταση στην έννοια του προσκυνήματος και του προσκυνητή. Το προσκύνημα δεν συνδέεται κατ’  ανάγκην με έναν τόπο, αλλά με τον τρόπο της ζωής του ανθρώπου στην Εκκλησία, τον τρόπο που βλέπει τον Θεό και τον τρόπο που θέλει ο Θεός από εμάς. «Έρχεται ώρα, και νυν εστίν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί  προσκυνήσουσιν τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία. Και γαρ ο πατήρ τοιούτους  ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν» (Ιωάν. 4, 23). « Έρχεται όμως ο καιρός, ήρθε κιόλας, που οι πραγματικοί λάτρεις θα λατρεύουν τον Πατέρα με την δύναμη του Πνεύματος, που αποκαλύπτει την αλήθεια (πνευματικά και αληθινά). Γιατί έτσι τους θέλει ο Πατέρας αυτούς που τον λατρεύουν».  
Ο λόγος αυτός του Χριστού απαντά σε έναν προβληματισμό της Σαμαρείτιδος γυναίκας και επιλύει πνευματικά μία μεγάλη διαμάχη που υπήρχε ανάμεσα στους Ιουδαίους και τους Σαμαρείτες, οι οποίοι διαφωνούσαν έντονα, στα όρια της εχθρότητας και του θρησκευτικού φανατισμού για το πού έπρεπε να γίνεται η λατρεία του Θεού: στον ναό των Ιεροσολύμων των Ιουδαίων ή στο όρος Γαριζίν των Σαμαρειτών. Οι άνθρωποι διεκδικούσαν την αποκλειστικότητα της λατρείας του Θεού. Θεωρούσαν τον δικό τους τόπο ιερό και ότι ο Θεός μόνο εκεί κατοικούσε. «Δικός μας ο Θεός», έλεγαν.  Στην ουσία βέβαια διαμόρφωναν έναν Θεό κατά τις επιθυμίες τους. Δεν έβλεπαν τι ζητούσε από αυτούς, αλλά κολλούσαν στο γράμμα των διατάξεων του Νόμου, της Παλαιάς Διαθήκης, με σκοπό να κρατήσουν για τον εαυτό τους το δικαίωμα της αποκλειστικής διαχείρισης του Θεού, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν.  Έτσι, το κριτήριο της πνευματικότητας και της λατρείας, το κριτήριο του προσκυνήματος και του προσκυνητή δεν ήταν ο τρόπος, αλλά ο τόπος.
Ο Χριστός έρχεται να δώσει μία διαφορετική διάσταση. Σημασία έχει ο τρόπος. Και αυτός έχει να κάνει με τρεις διαστάσεις: Το Πνεύμα, την Αλήθεια και το θέλημα του Πατρός. Κλειδί δεν είναι το προσκύνημα καθαυτό, αλλά το περιεχόμενό του. Είναι προσκύνημα πνευματικότητας, αλήθειας, επιγνώσεως του θεϊκού θελήματος; Αν ναι, τότε ο τόπος δεν έχει σημασία, γιατί τον τόπο τον φέρει ο καθένας μέσα του, καθότι το σώμα και η ύπαρξή μας γίνονται ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος. Αν όμως αρκεστούμε στον τόπο και την τυπικότητα του προσκυνήματος, όση ιεροποίηση και αν προσδώσουμε, αυτή δεν λειτουργεί μεταμορφωτικά για μας. Δεν σημαίνει αυτό ότι ο τόπος δεν έχει αξία, μοναδικότητα, ιερό χαρακτήρα. Τίποτε από αυτά όμως δεν μας αγγίζει, αν δεν ζούμε κατά τον αυθεντικό τρόπο.
Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος και η πνευματική προσκύνηση του Θεού δεν έχει να κάνει με την περιφρόνηση του υλικού στοιχείου, με έναν διαχωρισμό του υλικού από το πνευματικό, του σωματικού από το ψυχικό, του πρόσκαιρου από το αιώνιο. Κάθε προσκύνημα του Θεού έχει να κάνει με την σύνολη ύπαρξή μας. Γι’  αυτό και ο Χριστός αγιάζει τον άνθρωπο ως ενιαία οντότητα. Στον ναό ανάβουμε κερί, αναπνέουμε το λιβάνι, ακούμε την ψαλμωδία, κοινωνούμε εκ του ενός άρτου και του ποτηρίου, έχοντας προσφέρει τα υλικά, για να τα προσλάβουμε μεταβληθέντα σε σώμα και αίμα Χριστού, άγια για αγίους, με τον Ένα Άγιο να μας αγιάζει. Η παρουσία όμως του Αγίου Πνεύματος μας απαλλάσσει από την αίσθηση ότι ο Θεός είναι δικαιωματικά δικός μας, διότι ανήκουμε σε έναν εκλεκτό λαό χωρίς να το αποδεχτούμε και να το βιώσουμε. Δεν μας σώζουν οι ιδιότητές μας, η φυλή και η καταγωγή, οι παραδόσεις μας, αλλά η παρουσία του Θεού εντός μας, η ενεργός αποδοχή του καλέσματός Του να γίνουμε παιδιά Του και να Τον ζούμε ως προτεραιότητα και νόημα στην ζωή μας. Η απόφασή μας να Τον εμπιστευτούμε και να εναποθέσουμε τις αμαρτίες μας στα πόδια Του, αλλά και η δίψα μας να Τον κοινωνούμε ως την Ζωή!
Ο τρόπος της προσκύνησης όμως είναι και τρόπος αληθείας. Αυτή δεν είναι ιδέα, ούτε φιλοσοφία, ούτε αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά Πρόσωπο. Είναι ο Χριστός. Η οδός, η αλήθεια και η ζωή. Και η Αλήθεια δεν κατακτάται με τον νου, ούτε είναι αποτέλεσμα συλλογιστικής. Βιώνεται ως κοινωνία, ως συνάντηση, όχι μόνο με τον Θεό, αλλά και με τις εικόνες Του, που είναι οι άνθρωποι. Οι Ιουδαίοι και οι Σαμαρείτες δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ότι ο Θεός ανοίγεται σε όλους τους ανθρώπους, θέλει όλοι να έρθουν σε επίγνωση αληθείας και να σωθούν, δεν ανήκει αποκλειστικά σε κανέναν! Γι’  αυτό και δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, διότι δεν θεωρούσαν τον άλλο λαό πλασμένο κατ’  εικόνα Θεού. Η αλήθεια βιώνεται μέσα από τη συνάντηση της αγάπης. Αλλά περνά και μέσα από τον θάνατο των παθών, της αποκλειστικότητας, της αίσθησης ότι τα πάντα είναι θέμα γνώσης και διανοίας. Τον θάνατο της αμαρτίας και του αμαρτωλού φρονήματος. Την ανάσταση της ύπαρξης όταν αγαπά και μοιράζεται την δωρεά της Αλήθειας, δηλαδή την δωρεά του Χριστού να είμαστε όλοι παιδιά Του και να κατοικεί εντός μας, αφήνοντας όμως χώρο και περιθώριο και για τον κάθε άνθρωπο, ακόμη κι αυτόν που δεν πιστεύει. Γιατί και όσοι δεν πιστεύουν έχουν τον νόμο της συνειδήσεως εντός τους, που σημαίνει ότι δεν αποκλείονται από την βασιλεία του Θεού εκ προοιμίου.
Ο τρόπος της προσκύνησης πηγάζει και από το πώς βιώνουμε το θέλημα του Θεού στην ζωή μας. Αν το σπουδάζουμε στο Ευαγγέλιο, αν αυτό γίνεται ο οδοδείκτης της πορείας μας. Αν το βλέπουμε στην προοπτική της τετράδος των αρετών, της αγάπης, της προσευχής, της ταπείνωσης, της διάκρισης. Αν αφηνόμαστε με εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού. Αν μπορούμε να ρυθμίσουμε την σχέση μας με τον πλησίον στην προοπτική που το Ευαγγέλιο βάζει. Αν είμαστε έτοιμοι να αφήσουμε τα αντλήματά μας κατά μέρος, δηλαδή τις βεβαιότητες, τους τρόπους, ακόμη και τα χαρίσματά μας και να αναφωνήσουμε «Δεύτε ίδετε τον Θεάνθρωπον» στην ζωή της Εκκλησίας!
Οι αληθινοί προσκυνητές δεν είναι απλώς περιηγητές τόπων ή εκζητητές λόγων Αγίων ή λάτρεις εικόνων και λειψάνων. Δεν είναι δηλαδή διαποτισμένοι με την αυτάρκεια της αγιότητας των άλλων, αλλά ζητούνε τον δικό τους αγιασμό, όχι με την τήρηση εξωτερικών τύπων μόνο, αλλά με την βίωση της αυθεντικής κοινωνίας με τον Θεό. Αλλιώς, όσα προσκυνήματα κι αν γυρίσουν, αν η καρδιά δεν αναπαύεται αληθινά στην λατρεία και τον τρόπο που ο Θεός ζητά και προσφέρει, μάτην κοπιώσι. Η εκκλησιαστική ζωή, όταν είναι αυθεντική, γεννά μεταμορφούμενους πιστούς στην χάρη της Ανάστασης και της Αγάπης, στον τρόπο της όντως Αλήθειας που είναι ο Χριστός! Ας γίνουμε με την χάρη του Θεού τέτοιοι!

Κέρκυρα, 14 Μαΐου 2017