12/28/16

Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ο ΝΕΟΙ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ


          Ζούμε σε μια εποχή στην οποία δε θέλουμε πρότυπα. Αρκούμαστε στα όσα βλέπουμε στην τηλεόραση και στο Διαδίκτυο. Δεν είναι πολλοί οι νέοι οι οποίοι διαβάζουν, αισθάνονται ότι κάποιοι ήρωες από το παρελθόν, υπαρκτά ή λογοτεχνικά πρόσωπα, έχουν κάτι να τους πουν. Να τους εμπνεύσουν ώστε να έχουν μέσα τους τρόπους και πηγές δια των οποίων να διαχειριστούν τον χρόνο και τη ζωή τους. Όχι κατ’  ανάγκην αντιγράφοντας, αλλά προσαρμόζοντας τα στοιχεία που ταιριάζουν στον δικό τους χαρακτήρα και στον καιρό μας.
       Η ελληνορθόδοξη παράδοση έχει πολλές τέτοιες μορφές. Ξεχωριστό είναι το πρόσωπο του Μεγάλου Βασιλείου. Δεν είναι ο ήρωας της διαφήμισης και των χριστουγεννιάτικων ταινιών. Είναι ο ασκητής άγιος, αυτός ο οποίος διέθεσε τη ζωή του, τα χαρίσματα, τον νου, την καρδιά του για να λάβουν οι άνθρωποι Πνεύμα. Ενέπνευσε φιλανθρωπία και αλληλεγγύη σε μία εποχή μεγάλων ανισοτήτων. Δεν περίμενε από το κράτος να συνδράμει τους φτωχούς, τους αρρώστους, τους ορφανούς, του κατατρεγμένους, αλλά έδειξε ότι η Εκκλησία μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολλών, ακόμη κι εκείνων που φαίνονταν σκληρόκαρδοι. Να τους κάνει να μοιραστούν το περίσσευμα ή το υστέρημά τους, για να ζήσουν με αξιοπρέπεια και όσοι δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα.
Δεν έμεινε όμως μόνο εκεί.  Ερμήνευσε τον λόγο του Θεού αξιοποιώντας μία μοναδικής ποιότητας μόρφωση. Γνωρίζοντας την αρχαιοελληνική φιλοσοφία και παράδοση, προσάρμοσε στα δεδομένα της πίστης ό,τι όμορφο μπορούσε να αντλήσει από το παρελθόν.  Και πάλεψε για την αλήθεια της χριστιανικής διδασκαλίας τόσο με την εξουσία όσο και με τους αιρετικούς οι οποίοι πρόβαλαν το ψεύτικο, το μερικό, το λίγο τους ως το παν. Μας άφησε δώρο ανεκτίμητο τη θεία λειτουργία του. Το ασκητικό του ήθος και πνεύμα, ώστε να γνωρίζουμε ότι το νόημα της ζωής και η ευτυχία περνούν μέσα από τη σχέση αγάπης με τον Θεό και τον συνάνθρωπο και ταυτόχρονα με την έγνοια ο εαυτός μας να μη νικιέται από τα πάθη και τις επιθυμίες που τον αφήνουν σε άλλες αγάπες και όχι στην προτεραιότητα του Θεού.
Νέοι και μεγαλύτεροι  μπορούμε να ξεκινήσουμε την πορεία μας στον νέο χρόνο με σπουδή στη ζωή αυτής της αξεπέραστης προσωπικότητας. Να αποφασίσουμε ότι νόημα στη ζωή δίνει το να μοιράζεσαι και όχι να κρατάς. Να αγαπάς την αυθεντικότητα του αιώνιου και όχι να την υποκαθιστάς με το πρόσκαιρο. Να καλλιεργείς τα χαρίσματά σου και όχι να τα θάβεις στο βωμό του «περνάω καλά χωρίς να με ενδιαφέρει ο Θεός και ο συνάνθρωπος». Να ζεις τη σχέση σου με τον Θεό στο κάλλος και την κοινωνία της λειτουργικής ζωής, στη συνάντηση της μετάνοιας και της συναδέλφωσης, που δεν είναι λόγια και ιδεολογήματα, αλλά μετάληψη του ζώντος Θεού. Να  αφιερώνεις λίγο ή πολύ από τον χρόνο σου χάριν της αγάπης των άλλων.
Όταν εισερχόμαστε σε έναν καινούργιο χρόνο έχουμε χαρά. Ότι η ζωή συνεχίζεται και εμείς ταξιδεύουμε σ’  αυτήν. Ότι μπορούμε να ονειρευτούμε κάτι καλύτερο. Ό,τι έρχεται όμως χρειάζεται τη δική μας συμμετοχή. Το σχέδιό μας για να παλέψουμε με όρεξη και έμπνευση. Τα πρότυπα των αγίων είναι παιδεία, η οποία νοηματοδοτεί τον χρόνο. Ας τα αξιοποιήσουμε!  

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια"
στο φύλλο της 28ης Δεκεμβρίου 2016

12/24/16

ΕΓΩ ΗΛΘΟΝ ΙΝΑ ΖΩΗΝ ΕΧΩΣΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΝ ΕΧΩΣΙΝ


Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα της χριστιανικής παράδοσης είναι το «γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος;». Η απάντηση μοιάζει αυτονόητη. Για τους χριστιανούς έγινε άνθρωπος «για να μας σώσει». Για τους πολλούς, οι οποίοι ακολουθούν εθιμικά την χριστιανική ζωή, τις γιορτές της, την μεταφυσική της διδασκαλία, η απάντηση δεν χρειάζεται να δοθεί, διότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη να πιστεύει σε έναν Θεό και να έχει μία θρησκεία. Οι επικεφαλής της θρησκείας, οι υπεύθυνοι πρέπει να ασχολούνται με τις λεπτομέρειες, οι οποίες δεν ενδιαφέρουν. «Είναι έτσι, γιατί έτσι είναι». Για το ποσοστό των ανθρώπων, πάλι, οι οποίοι είναι και άθρησκοι και παντελώς αδιάφοροι η ιστορία του Χριστού είναι ένας ακόμη μεγάλος θρησκευτικός «μύθος». Αρκούνται στο να αντλούν πλεονεκτήματα από τον τρόπο εορτασμού των πολλών σε λεπτομέρειες της ζωής, όπως η ανάπαυλα, τα ταξίδια, η μουσική, ο στολισμός, η κατανάλωση, το φαγητό. Ο υπαρξιακός προβληματισμός γι’ αυτούς έχει να κάνει μόνο με το «εγώ», το οποίο είναι το κέντρο και το μοναδικό νόημα της ζωής τους.
Για όσους όμως θέλουμε οι γιορτές της πίστης μας να έχουν ένα άλλο νόημα, το οποίο να μην περιορίζεται στην εκκοσμικευμένη διάσταση της θρησκείας, παρότι και ο κοσμικός τρόπος είναι αναπόφευκτος, κάποτε και απαραίτητος, διότι δεν ζούμε σε μία ερημική κατάσταση, αλλά καλούμαστε να κοινωνήσουμε το μήνυμα του Ευαγγελίου, το μήνυμα της χαράς «ότι ετέχθη ημίν σήμερον σωτήρ, ός εστί Χριστός Κύριος εν πόλει Δαυίδ» (Λουκ. 2, 11)με τους συνανθρώπους μας, όπως κι αν είναι αυτοί, όπως κι αν είμαστε εμείς, , η απάντηση πηγάζει από την πίστη στο πρόσωπο, τον λόγο και τη ζωή του ίδιου του Γεννηθέντος Θεανθρώπου. Και είναι τελικά ξεκάθαρη:
«Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι» (Ιωάν. 10,10) μας δηλώνει ο Κύριός μας.
«Ήλθον». Ο Χριστός δεν είναι προφήτης. Δεν είναι καν ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Δεν κλήθηκε από τον Θεό να επιτελέσει μία αποστολή. Είναι ο Ίδιος Θεός. Είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το οποίο ελεύθερα έρχεται στον κόσμο. Και έλευση σημαίνει ενανθρώπιση. Σημαίνει πρόσληψη του κτιστού από το άκτιστο, όχι επιφανειακά, δοκητικά. Το άκτιστο δεν μεταμορφώνεται εξωτερικά σε κτιστό, για να επιτελέσει μία αποστολή και να ξαναγίνει αυτό που ήταν πριν. «Ό γαρ ην διέμεινε, Θεός ων αληθινός, και ό ουκ ην προσέλαβεν, άνθρωπος γενόμενος δια φιλανθρωπίαν» (Από τα στιχηρά του Εσπερινού της εορτής). Η έλευση συνεπάγεται την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης χωρίς την στέρηση ή την αλλοίωση της θείας.
 Έλευση σημαίνει κίνηση με αιτία και σκοπό. Αιτία είναι η αγάπη. Είναι η έγνοια του Θεού ο κατ’  εικόνα Του πλασθείς άνθρωπος να μη μείνει παραδομένος στον θάνατο. Να μην νικιέται η ύπαρξη από την φθορά και την ίδια στιγμή να μη χάνεται για πάντα ο ένας τρόπος φανέρωσης στον άνθρωπο της εικόνας του Θεού που είναι το σώμα, αλλά και να μην υφίσταται ο άλλος τρόπος φανέρωσης στον άνθρωπο της εικόνας του Θεού που είναι η ψυχή, τις συνέπειες «του μεσότοιχου  του φραγμού» ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο, δηλαδή την κόλαση. Η στάση στο αιώνιο σκοτάδι, στην αδυναμία κοινωνίας με τον Θεό, όπως συνέβαινε μέχρι την ενανθρώπιση, μέχρι τον σταυρό, μέχρι την ανάσταση.
Μπορεί οι άνθρωποι να διψούσαν να δούνε τον Θεό «για πάντα». Να είναι μαζί με τον Θεό «για πάντα». Στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης υπήρξαν εκείνοι οι «μαρτυρηθέντες δια της πίστεως» οι οποίοι όμως «ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν του Θεού περί ημών κρείττον τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι» (Εβρ. 11, 39-40). «Όλοι όσοι, παρά την καλή μαρτυρία της πίστης τους, δεν πήραν ό,τι τους υποσχέθηκε ο Θεός. Αυτός είχε προβλέψει κάτι καλύτερο για μας, έτσι ώστε να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς». Η υπόσχεση του Θεού στον Αβραάμ, τον Μωυσή, τον Δαβίδ, τους προφήτες δεν είχε εκπληρωθεί. Κανείς δεν μπορούσε να γευτεί την κοινωνία με τον Θεό μετά θάνατον. Και όχι μόνο αυτοί, αλλά και όλοι όσοι στους διάφορους λαούς αναζητούσαν τον τρόπο της αλήθειας που θα τους έδινε αυτό το «για πάντα» με τον Θεό. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, με τον σπερματικό λόγο. Οι κουρασμένοι από την διαφθορά, την χυδαιότητα και την εμπάθεια Ρωμαίοι ποιητές. Οι Μάγοι εκ της Περσίδος, άνθρωποι που αναζητούσαν στην επιστήμη ελπίδα. Ακόμη και οι λαοί που δημιούργησαν μεγάλους πολιτισμούς ήθελαν λύτρωση. Στα μεγάλα έργα τους αποτυπώνεται η προσδοκία ότι η θρησκεία είναι έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας για το αιώνιο.
Και δεν εκπληρώνει ο Θεός την υπόσχεσή Του σε κανέναν από τους λαούς, ούτε καν στον περιούσιο. Όχι γιατί αποστρεφόταν τους ανθρώπους για την αμαρτία τους. Αλλά γιατί έπρεπε, εφόσον ο Θεός είναι δίκαιος και «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2, 4) να είμαστε όλοι μαζί σ’ αυτή την πορεία. Έπρεπε Κάποιον να ακολουθήσουμε. Να δοθεί η ευκαιρία όχι μόνο στον περιούσιο λαό, αλλά σε όλη την ανθρωπότητα να υπερβεί τον φραγμό. Γιατί ο φραγμός δεν προέρχεται μόνο από την αμαρτία του καθενός, δηλαδή την επιλογή μας να ζούμε θεοποιώντας τον εαυτό μας, το μερικό, το ατομικό, αυτό που μας φαίνεται σωστό. Ή να αποθεώνουμε το δικό μας συλλογικό, ό,τι μας ανήκει και όπου ανήκουμε και μόνο αυτά. Ο Θεός, με την ενανθρώπισή Του, έδειξε ότι δεν είναι ευλογία για έναν λαό μόνο ή για έναν άνθρωπο μόνο, αλλά για όλους τους λαούς και για όλους τους ανθρώπους. Ο περιούσιος λαός της Παλαιάς Διαθήκης ανέλαβε την ευθύνη να προετοιμάσει την ανθρώπινη φύση μέσα από την υπακοή στο θέλημα του αποκαλυφθέντος Θεού.  Να δείξει στον κόσμο ότι «έστι Θεός» (Δανιήλ, 3,17). Να χτίσει τις γέφυρες με τους άλλους λαούς. Με όλες τις παραδόσεις στις οποίες υπάρχει η αναζήτηση της αιωνιότητας. Διότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να αποδεχτεί τον θάνατο, μολονότι γνωρίζει ότι είναι αναπόφευκτος.
«Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός» (Γαλ. 4, 4). Η αποστολή είναι εκούσια. Η αποστολή επιλέχτηκε με ταύτιση του θελήματος του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.  Και ο Χριστός ήλθε ως Θεάνθρωπος. Ενοίκησε σε ό,τι ωραιότερο είχε να του προσφέρει η ανθρωπότητα. «Τι σοί προσενέγκωμεν Χριστέ; ... Μητέρα Παρθένον» (από τα στιχηρά του Εσπερινού της εορτής). Η Παναγία είναι αυτή που αποτυπώνει το μέγιστο των δυνατοτήτων της ανθρώπινης φύσης. Στο πρόσωπό της βλέπουμε την χάρη, την σωματική και ψυχική ομορφιά. Την καθαρότητα, σωματική και ψυχική. Την αγάπη, τόσο προς τον Θεό όσο και προς τους ανθρώπους. Την δύναμη του λογικού που είναι τόσο ευφυές ώστε να την καθιστά ταπεινή, όσο κι αν αυτό ηχεί παράδοξα στην σκέψη μας, να έχει δηλαδή επίγνωση των ορίων, τόσο έναντι του Θεού όσο και έναντι της ανθρώπινης φύσης και του ανθρώπινου νόμου. Την εμπιστοσύνη στον λόγο του Θεού αλλά και στις παραδόσεις των ανθρώπων που την εισοδεύουν στον ναό και την οδηγούν στο σπίτι του Ιωσήφ. Την ελευθερία που την κάνει να είναι αυτή που θα πει το μεγάλο ΝΑΙ στην πρόσκληση του Θεού. Παρόλα αυτά όμως δεν μπορεί ούτε κι αυτή να νικήσει τον θάνατο. Γι’  αυτό έρχεται δι’  αυτής και γι’  αυτήν ο Χριστός. Για να την αγιάσει και να της προσδώσει την κατά χάριν αιωνιότητα.
«Ίνα ζωήν έχωσι». Ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να προσθέσει και να αφαιρέσει. Προσθέτει στην φύση μας με την χάρη Του την ενεργοποίηση του «καθ’  ομοίωσιν». Προσλαμβάνοντας το ανθρώπινο, το καθιστά κατά χάριν αθάνατο. «Απαθανατίζει το πρόσλημμα» (Κανόνας του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου). Την ίδια στιγμή μας δίνει τη δύναμη τα χαρίσματα της «αρχέγονης δικαιοσύνης», του κατ’  εικόνα Θεού το οποίο λάβαμε κατά την δημιουργία μας, να βρούνε τον αυθεντικό προσανατολισμό τους. Αυτόν για τον οποίο πλάστηκαν, που δεν είναι άλλος από την κοινωνία με τον Θεό, την κατά χάριν θέωση. Για να γίνει αυτό, χρειαζόμαστε την σχέση με τον Θεό η οποία μας μεταμορφώνει σε θεούμενες υπάρξεις, αλλά και τη δική μας άσκηση, τον δικό μας αγώνα ως σημείο ελεύθερης αποδοχής στην κλήση του Θεού. Χωρίς την ενανθρώπιση το μεσότοιχον του θανάτου θα παρέμενε ακατάλυτο και η επαγγελία ανεκπλήρωτη, διότι από μόνοι μας δεν μπορούμε να είμαστε αθάνατοι, καθότι είναι νόμος της φύσης και της ζωής η αρχή και το τέλος. Η φθορά και ο θάνατος.    
 Τα χαρίσματα της αρχέγονης δικαιοσύνης αποκτούν μέσα από τη σχέση με τον ενανθρωπήσαντα Λόγο τον αληθινό τους προορισμό.
Το «λογικόν» δεν γίνεται παρά-λογο, αλλά καθαίρεται δια της κοινωνίας με το υπέρ-λογο. Ο άνθρωπος δεν χρησιμοποιεί τον νου για να θεοποιήσει τον εαυτό του. Παύει να πιστεύει ότι η δύναμή του εκτείνεται πέραν του θανάτου. Παύει να καταστρέφει με τις εμπνεύσεις του τον πλησίον και την κτίση. Ο Χριστός μάς κάνει να βλέπουμε τον νου με κριτήριο την καρδιά. Να μη μένουμε στην μερική θέαση του κόσμου, την υποκειμενική, την πεπερασμένη την οποία μας δίνει ο νους μας. Γιατί έτσι δεν μπορούμε να δούμε τη ζωή στην προοπτική της αιωνιότητας, στην προοπτική της τήρησης των εντολών του Θεού, αλλά τη βλέπουμε στη λογική του τι είναι ευχάριστο για μας, σε μια λογική που μένει στο τώρα. Ο Χριστός μας κάνει να ζούμε και να σκεφτόμαστε καρδιακά, δηλαδή με το φως του Θεού το οποίο οδηγεί ώστε η ζωή μας συνολικά να έχει ως πρότυπο τον Θεό. Ότι κάθε τι που μας συμβαίνει, όταν δεν έχει να κάνει με τις δικές μας επιλογές και τα πάθη μας, ο Θεός επιτρέπει να μας συμβεί, για να δούμε τη ζωή μας και τον κόσμο στην προοπτική της σχέσης μαζί Του. Δεν σωζόμαστε και δεν υπάρχουμε μόνο για μας, αλλά για όλους. Καλούμαστε λοιπόν να αναζητούμε την αγάπη και να λειτουργούμε προς όφελος του άλλου. Να μοιραζόμαστε τις εμπνεύσεις μας. Να χαιρόμαστε όχι γιατί δοξαζόμαστε με τις ικανότητές μας, αλλά γιατί κοντά μας οι άλλοι μπορούν να ζήσουν την ειρήνη, «την πάντα νουν υπερέχουσαν» (Φιλιπ. 4,7), αντλώντας πίστη, ελπίδα, σταθερότητα. Να μην είναι ο νους αλαζών, αλλά ταπεινός. Να έχει επίγνωση ότι το φως από αλλού έρχεται και όχι από το εγώ.
Το «αυτεξούσιον» γίνεται η ελεύθερη αποδοχή του θελήματος του Θεού από την συνείδησή μας. Η συνείδηση, «ο θερμός και φωτεινός λογισμός, ο οποίος λειτουργεί ως η σπίθα, για να φωτίζει τον νου και να του δείχνει πώς να ξεχωρίζει το καλό από το κακό, παραχωμένος και καταπατημένος από τους ανθρώπους με την προοδευτική εξάπλωση της αμαρτίας, ανακαινίζεται, έρχεται ξανά στο φως με την ενανθρώπιση του Δεσπότη μας Ιησού Χριστού, ξαναπαίρνει ζωή, γνωρίζει και πάλι ποιες είναι οι εντολές του Θεού και πώς μπορεί να τις τηρήσει ο άνθρωπος» (αββάς Δωρόθεος). Και ο άνθρωπος ξαναστρέφει την ελευθερία του προς τον Δημιουργό του. Διψά για να γνωρίσει και να συναντήσει τον Ίδιο τον Θεό. Διψά για να μην αφήσει την αμαρτία να τον κυριεύσει, να τον καθιστά ανίκανο να χαρεί τη ζωή στην προοπτική της αιωνιότητας και να μένει προσκολλημένος στον χρόνο της ζωής. Γιατί αυτός είναι ο πειρασμός της ελευθερίας χωρίς Θεό. Να θεωρήσει ο άνθρωπος τον χρόνο της παρούσας ζωής ως τον μοναδικό που υπάρχει, να απορρίψει την αιωνιότητα. Να βάλει έτσι το εγώ του πιο πάνω από τον Θεό. Διαστρέφει λοιπόν την ελευθερία για να απολαύσει τα αγαθά του χρόνου και του κόσμου. Καθιστά τον εαυτό του σάρκα. Ζει κατά πώς νομίζει ότι δικαιούται. Δεν βλέπει ότι το μοναδικό αλλά ταυτόχρονα πληρωτικό της ύπαρξης δικαίωμα το οποίο λάβαμε είναι η εξουσία «τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιωάν. 1, 12), αρκεί να δεχόμαστε και να  πιστεύουμε στον Λόγο ο οποίο «σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιωάν. 1, 14). Παραδίδοντας την ελευθερία μας ενσυνείδητα σ’  Αυτόν και στη ζωή της Εκκλησίας, την χάνουμε για να την κερδίσουμε αιώνια. Διότι η συνείδησή μας πλέον μας πληροφορεί. Μας δείχνει Ποιος και πώς μας ελευθερώνει από τον χρόνο, τα πάθη, την αμαρτία και πώς έχουμε ζωή.
Το «αρχικόν» δε γίνεται ανταγωνισμός εξουσίας. Επιβολή του εγωκεντρικού θελήματος στους άλλους. Δεν υπάρχω μόνο για μένα. Υπάρχω και για τους άλλους. Νόημα στη ζωή μου δεν δίνουν η αυτάρκεια, η καλοπέραση, η φιληδονία, η φιλαυτία, διότι όλες αυτές οι καταστάσεις απαιτούν οι άλλοι να υποτάσσονται σε μένα και να εκπληρώνουν το θέλημά μου, για να είμαι ευχαριστημένος. Νόημα στη ζωή μου δίνει η έξοδος από το «εγώ» μου. Δίνει η αγάπη. Όχι μόνο ως κίνηση φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης, όπως απαιτεί ο κόσμος, αλλά ως κίνηση μέριμνας για τη σωτηρία του άλλου. Για την επιστροφή του στην κοινωνία με τον Θεό. Είναι ακατανόητη για τους πολλούς η προσευχή ως σημείο της αγάπης. Τροφή και ηδονή θέλει ο άνθρωπος, φωνάζουν. Την τροφή πρέπει να την εξασφαλίσουν ο Χριστός και η Εκκλησία. Αλλιώς δεν έχει νόημα η πίστη. Την ηδονή το θέλημά μας. Τα πάντα στη λογική της χρησιμότητας. Όχι όμως για να παραιτηθούμε από την εξουσία μας εις βάρος του άλλου, αλλά για να αποδείξουμε ότι επειδή τον εξουσιάζουμε, μπορούμε και να τον βοηθήσουμε. Ακόμη και η φιλανθρωπία είναι ένδειξη της φιλαυτίας μας, αλλά και της οιωνεί ανωτερότητάς μας. Το «αρχικόν» όμως για το οποίο πλάστηκε ο άνθρωπος είναι η αγάπη ως κίνηση παραίτησης από την κυριαρχία του εγώ μας. Γι’  αυτό και η προσευχή για τον πλησίον είναι η κατεξοχήν έκφραση αγάπης. Διότι αναγνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε, παρότι κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας. Γνωρίζουμε τα όριά μας. Και επιλέγουμε να εμπιστευτούμε τον άλλο που αγαπούμε και τον κόσμο ολόκληρο σε Εκείνον που μπορεί. Να φωτίσει και να αγιάσει.
Γι’  αυτό και η ταπείνωση ως σημείο της αγάπης είναι και πάλι κατάσταση ακατανόητη για τους πολλούς. Αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του, μιμείται την κένωση του Θεού, που έγινε άνθρωπος. Γιατί με την ενανθρώπιση ο Χριστός παραιτήθηκε από την κατάσταση και την εξουσία να είναι πλήρης ως Θεός και έκανε έξοδο ώστε να ενωθεί με την ανθρώπινη φύση. Για να θεραπεύσει από τον εγωκεντρισμό της εξουσιαστικότητας αυτό που προσλαμβάνει. Εμάς. Αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του διαλέγει την καλοσύνη και την συγχώρηση. Όχι το κλείσιμο στο εγώ, την ισότητα στο κακό, την εκδίκηση. Αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του έχει βρει εντός του την βασιλεία του Θεού, που είναι η συνύπαρξη με τους άλλους, και την δικαιοσύνη, που είναι η αγάπη. Αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του τελικά γίνεται παιδί. Και όπως λέγει ένας σπουδαίος αρχαίος φιλόσοφος, «παιδός η βασιληίη»! (Ηράκλειτος)
«Και περισσόν έχωσι». Γενναιόδωρος ο Θεός. Άρχοντας αληθινός. Δεν ήρθε μόνο για να μας αποκαταστήσει ως τους ασώτους υιούς Του δίδοντάς μας «την πρώτην στολήν», αλλά θυσιάζει «τον μόσχον τον σιτευτόν» (Λουκ. 15, 22-23), τον Υιό Του για μας. Το τρίτο δώρο των Μάγων είναι η σμύρνα. Ο Κύριος ήρθε στον κόσμο όχι για να δοξαστεί από τους ανθρώπους. Όχι για να γευτεί την ευγνωμοσύνη μας. Ήρθε για να ζήσει στην σάρκα Του την νέκρωση. Να μην έχει τόπο στο πανδοχείο του κόσμου. Να ζήσει τις συνέπειες από την ανασφάλεια της κοσμικής εξουσίας, η οποία «εταράχθη πάσα» (Ματθ. 2, 3). Να γίνει πρόσφυγας στη Αίγυπτο. Να μεγαλώσει σε μία ταπεινή πόλη. Να εργαστεί ως χειρώναξ. Να βαπτιστεί ως απλός άνθρωπος. Να διδάξει τους απλούς και ταπεινούς στην καρδιά, αλλά και τους μεγάλους της εποχής βιώνοντας την οργή, την υπονόμευση, την απόρριψη. Και να συλληφθεί, να καταδικαστεί, να σταυρωθεί, να πεθάνει από όλη την κακία του κόσμου και του διαβόλου, για να φέρει στην ύπαρξη Του τα στίγματα του μαρτυρίου της νέκρωσης «δι’  ημάς». Διότι με το σώμα Του, το οποίο φέρει τις πληγές, για μας υπάρχει. Αυτό κοινωνούμε και τώρα και για πάντα. Στην Βασιλεία Του. 
 Και είναι περίσσεια η ζωή που μας χαρίζει. Διότι δεν μας έδωσε μόνο κάτι που είχε. Μας δόθηκε ο Ίδιος. Έγινε «ο προσφέρων και προσφερόμενος» (Θεία Λειτουργία αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου). Και εκεί ακριβώς βρίσκεται η μοναδικότητα του γεγονότος της ενανθρώπισης. Ότι μας καλεί να γιορτάσουμε αυτή την περίσσεια κοινωνώντας Τον. Συμμετέχοντας στην συμφωνία και τον χορό της Θείας Λειτουργίας. Εκεί όπου Τον κοινωνούμε ως βρέφος, ως τέλειο άνδρα, ως σταυρωμένο, ως αναστάντα. Ως «τον πρωτότοκον της κτίσεως και δημιουργόν πάντων των γεγονότων» (Κάθισμα του Όρθρου του γ’  ήχου) και ως «τον πρωτότοκον των νεκρών» (Απολυτίκιο γ’  ήχου). Όχι για να θυμηθούμε απλώς τον ερχομό Του στον κόσμο, αλλά για να Τον καταστήσουμε παρόντα στη ζωή μας. Για να ενωθούμε μαζί Του και μαζί με τον κάθε άνθρωπο, αυτούς που υπήρξαν, αυτούς που υπάρχουν και αυτούς που θα υπάρξουν. Για να δηλώσουμε την χαρά της εκπλήρωσης της προσδοκίας των εθνών. Την χαρά της υπέρβασης του θανάτου και της αιωνιότητας. Την χαρά της συνάντησης και της οικείωσης με το Φως. Την χαρά της επανεύρεσης της οδού για την ομοίωση μαζί Του δια των χαρισμάτων τού κατ’  εικόνα που μας έδωσε. Την χαρά της αποδοχής της αγάπης Του και της σχέσης μ’  Αυτόν.
Σε μία πραγματικότητα η οποία βαφτίζει ζωή την επιβίωση, τον άρτο, τα αγαθά, την οικονομία, την επιστήμη, την δύναμη και την εξουσία, η οποία βαφτίζει περίσσεια ζωής την ηδονή της σαρκός χωρίς ευθύνη και αγάπη, την εκπλήρωση των επιθυμιών του «εγώ» μας, το «να περνούμε καλά», η οποία βαφτίζει γιορτή μόνο το «χρόνια πολλά», το υλικό τραπέζι, την διασκέδαση, την προσκόλληση στον χρόνο, εμείς επιμένουμε: Ζωή είναι ο ελθών Κύριος. Περίσσεια ζωής είναι η κοινωνία μαζί Του στο μυστήριο της Εκκλησίας. Ζωή είναι η συνάντηση με τον πλησίον, την εικόνα του Θεού, όποιος κι αν είναι αυτός, δικός μας και ξένος, φίλος και εχθρός, σπουδαίος και ασήμαντος, δίκαιος και αμαρτωλός, μικρός και μεγάλος. Περίσσεια ζωής είναι η προσευχή μας γι’  αυτόν τον πλησίον, είναι η επιθυμία μας να βρει και αυτός και εμείς την συνοδοιπορία προς το σπήλαιο της Βηθλεέμ, όπως αυτό συνεχίζει να υφίσταται στην Εκκλησία. Ζωή είναι η μίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, των χαρισμάτων και της αγάπης προς τον Θεό, δηλαδή το να φτάσουμε όσο πιο μακριά μπορούμε με τις δυνάμεις της ύπαρξής μας. Περίσσεια ζωής είναι ο αγιασμός που έρχεται με το μεγάλο ΝΑΙ στην πρόσκληση του Θεού να Τον δεχτούμε εντός μας, να Τον αφήσουμε να μεταμορφώσει την καρδιά μας, να Του επιτρέψουμε να την κάνει τόπο και να μας αφήσει να ζήσουμε τον τρόπο της σχέσης μαζί Του, δηλαδή την αγάπη!
Ο τρόπος που θα απαντήσουμε στο «εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι» του Κυρίου μας, ας γίνει ευχή και αγώνας να είναι το «ήλθον σπεύσαντες» των ποιμένων, και όπως εκείνοι «ανεύρον την τε Μαριάμ και τον Ιωσήφ και το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη» (Λουκ. 2,16), έτσι κι εμείς, «σπεύσαντες», να οδηγηθούμε και να βρούμε την καλοσύνη, τη συγχώρεση, την Αγάπη!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

                    

12/21/16

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ (ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ)

Οι γιορτές συνοδεύονται από προσδοκίες. Ξεκούραση και κατανάλωση. Προσθήκη υλικών αγαθών. Επανάληψη συνηθειών της παράδοσης που μας θυμίζουν την παιδικότητά μας. Ευχές που γεννούν ελπίδα ότι κάτι θα αλλάξει. Ακόμη και η αίσθηση ότι θα βρούμε περισσότερο χρόνο για αγαπημένα πρόσωπα. Πάντως είναι έξοδος από τη ρουτίνα. Οι τηλεοπτικές εκπομπές, οι ταινίες, οι προτάσεις διασκέδασης το μαρτυρούν.
         Ιδίως τα Χριστούγεννα, γιορτή παγκόσμια, στην οποία Δύση και Ανατολή τα τελευταία χρόνια έχουν διαμορφώσει κοινούς τρόπους εορτασμού, είναι μία ευκαιρία αλλαγής ρυθμού μέσα στο χειμώνα. Όπως και να επιλέξει κάποιος να τα γιορτάσει, με τα παραδοσιακά κάλαντα και τους στολισμούς, τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Ντίκενς ή τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, με τις αγγλικές και γερμανικές μελωδίες, με τη βόλτα στα μαγαζιά, δεν παύουν να είναι μία ευκαιρία  η ζωή να βρει στάση, πανδοχείο. Οι πολλοί βεβαίως δεν προβληματίζονται για το ότι και τα Χριστούγεννα έχουν παραδοθεί στην παγκοσμιοποίηση. Δεν αισθάνονται την ανάγκη να τα ζήσουν ελληνικά, διότι περιορίζουν τον ελληνικό τρόπο στα κάλαντα, τα γλυκά και τον εκκλησιασμό.
       Τα τελευταία χρόνια έχει  εισαχθεί ο θεσμός του ρεβεγιόν, του Christmas Eve και στα καθ’ ημάς. Δυτικοποιείται η κοινωνία μας μάλλον ανεπιστρεπτί. Η προετοιμασία για τα Χριστούγεννα για τους πολλούς ελάχιστα περιλαμβάνει νηστεία, εξομολόγηση, επίγνωση της σημασίας του γεγονότος. Η ουσία της γιορτής αφήνεται στην άκρη. Μπορεί οι ναοί να γεμίζουν στη χριστουγεννιάτικη θεία λειτουργία. Υπάρχουν όμως και πολλοί που απουσιάζουν, ιδίως νέοι. Διαλέγουν νυχτερινά κέντρα ή κλαμπ, όπου διασκεδάζουν μέχρι πρωίας. Άλλοι θα περάσουν από τον ναό να ανάψουν ένα κερί. Άλλοι θα γυρίσουν στο σπίτι τους για να ξυπνήσουν νωρίς το απόγευμα, με τα απομεινάρια του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού.  Κι ενώ θα χτυπούν οι καμπάνες και θα ψάλλεται το «Η Παρθένος σήμερον», αυτό το «δι’  ημάς γαρ εγενήθη» θα μένει απροσπέλαστο.
   Επαναπαυόμαστε ως Εκκλησία στο πλήθος που έρχεται. Δε θέλουμε να βλέπουμε την πλειονοψηφία που απουσιάζει. Που μένει αλειτούργητη αυτή τη μέρα. Αλλά και όσοι βρίσκονται στον ναό πόσο μεταφέρουν στο υπόλοιπο του καιρού το μήνυμα των Χριστουγέννων; Αυτό που εμπερικλείεται στα δώρα των Μάγων, το χρυσάφι στον βασιλιά, το λιβάνι στον Θεό, την σμύρνα στον νεκρό. Πόσοι θέλουμε το «παιδίον νέον» να ανακαινίσει την ύπαρξή μας;  Να μας δώσει κάτι από την διακονία της αγάπης και την αρχοντιά της συγχώρησης που χαρακτηρίζει τον αυθεντικό βασιλιά; Την πίστη στον Θεό που θέλει να μας σώσει από τα άγχη και τις απελπισίες μας και να γίνει οικείος στη ζωή μας;  Την επιλογή να μη νικιόμαστε από τα πάθη και τα λάθη μας, από το κοσμικό πνεύμα, από τη ζωή που δεν αφήνει περιθώριο ταπείνωσης, δηλαδή την απόφαση να νεκρώσουμε το εγώ μας που μας χωρίζει από τον πλησίον και τον Θεό;
     Αυτή η προετοιμασία έρχεται μέσα από τα ελληνικά, τα ορθόδοξα Χριστούγεννα. Αυτά που χωρίς να μας στερούν τις χαρές της παράδοσης, μας καλούν να ξαναδούμε την πορεία της ζωής μας. Και να αντισταθούμε στην αποψίλωση της γιορτής από τον αληθινό πρωταγωνιστή της: «τον προ αιώνων Θεό».
Ας ακολουθήσουμε στις καρδιές μας αυτή την πορεία, καθώς ήγγικεν η ώρα.       

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 21 Δεκεμβρίου 2016

βλ. και οπτικοποιημένο στο  https://www.youtube.com/watch?v=wy0SvwFWQO8

12/17/16

ΑΠΟ ΤΗΣ ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑΣ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ ΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


       
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης ήταν η μετοικεσία των Ιουδαίων στη Βαβυλώνα, μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων από τους Βαβυλωνίους του βασιλιά Ναβουχοδονόσορα, το 587 π. Χ.  Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Ο οίκος του Κυρίου, ο ναός δηλαδή του Σολομώντα γκρεμίστηκε, τα υλικά από τα οποία ήταν καμωμένος, τα ιερά σκεύη και κάθε τι που είχε αξία μεταφέρθηκε ως λάφυρο πολέμου στην Βαβυλώνα, ενώ το παλάτι του βασιλιά Σεδεκία, τα σπίτια των ανθρώπων και κάθε τι που θύμιζε την περίλαμπρη πρωτεύουσα του περιούσιου λαού του Θεού καταστράφηκαν. Όλος ο λαός αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε και αυτός ως λάφυρο στη Βαβυλώνα. Επί 48 έτη οι Ισραηλίτες παρέμειναν αιχμάλωτοι. Σχεδόν δύο γενιές έζησαν την απόλυτη σκλαβιά. Μακριά από τον τόπο τους, χωρίς ελπίδα επιστροφής, αλλά και χωρίς τη δυνατότητα φανερά να λατρεύουν τον Θεό τους, γεύτηκαν την απουσία ελευθερίας. Παρέμειναν Ισραηλίτες, διότι μέσα τους η σπίθα της σχέσης με τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης παρέμεινε ισχυρή. Θρήνησαν τις αμαρτίες τους, τον θρησκευτικό συγκρητισμό τους, δηλαδή το ανακάτεμα των παραδόσεων το οποίο επέτρεψαν στους εαυτούς τους να συμβεί, το διχασμό που τους έκανε να χωριστούν σε δύο βασίλεια, την αλαζονεία ότι τίποτε δεν επρόκειτο να τους συμβεί, διότι παρά την αποστασία τους ο Θεός ήταν υποχρεωμένος να τους σώσει, όπως και παλαιότερα, την απουσία προετοιμασίας για την αντιμετώπιση των εχθρών τους, την γενικότερη απραγία στη ζωή τους, που τους έκανε να μένουν προσκολλημένοι στο ένδοξο παρελθόν, ενώ ο χρόνος κυλούσε και οι άλλοι λαοί προετοιμάζονταν για να τους καταλάβουν. Το χειρότερο ήταν ότι αδιαφόρησαν στις ρήσεις των προφητών, ιδίως του Ιερεμία, οι οποίοι τους καλούσαν σε μετάνοια για την παράδοση ενός μέρους του λαού, κάποτε και των βασιλιάδων και των αρχόντων τους στην ειδωλολατρία.
Ο Θεός όμως δεν τους λησμόνησε, για τον πρόσθετο λόγο ότι μέσα στην αιχμαλωσία εμφανίστηκαν προσωπικότητες όπως ο προφήτης Δανιήλ και οι Τρεις Παίδες, οι οποίοι έδειξαν ότι στην ξένη γη, στην πικρία της αιχμαλωσίας, έρχεται κάποτε η αφύπνιση. Δεν είναι  κατ’  ανάγκην οι άρχοντες, οι θεωρητικώς ηγέτες αυτοί που ξυπνούν τον λαό από τον λήθαργο, την μοιρολατρία, την λύπη και την παραίτηση. Είναι όσοι αισθάνονται ότι πρέπει να ξαναβρεθούν οι συνεκτικοί εκείνοι κρίκοι, οι οποίοι θα συναρμόσουν τον λαό σε μία κοινή πορεία, οι αξίες που θα νοηματοδοτήσουν αυτό που ήταν και αυτό που έχασε ο λαός, για να μπορέσει να επανέλθει. Χωρίς μνήμη, χωρίς αξίες, χωρίς ρίζες, χωρίς γιορτές, χωρίς επίγνωση αποστολής, χωρίς  συναίσθηση της ετερότητας σε σχέση με τους άλλους, η σκλαβιά δε θα πάψει να υφίσταται. Και ο Δανιήλ και οι Τρεις Παίδες, αντιστεκόμενοι τόσο στην θρησκευτική όσο και στην εθνική αλλοτρίωση, παίρνοντας απόφαση να είναι ο Θεός ο συνεκτικός κρίκος που ενώνει τον λαό και όντας έτοιμοι ακόμη και να πεθάνουν αναφωνώντας το «έστι Θεός» στην κάμινο του πυρός, αφυπνίζουν τον λαό. Για να έρθουν οι ιστορικές συγκυρίες, όπως ο Θεός προνοεί, κι ένας κάποιος Ζοροβάβελ, ασήμαντος φαινομενικά, να αναλάβει να επιστρέψει τον λαό του στον τόπο του. Να τον κάνει σταδιακά να ξανακερδίσει ό,τι έχασε. Μέχρις ότου να έρθει ο Χριστός και να ολοκληρώσει την επιστροφή. Όχι όμως τώρα στην αίσθηση της μοναδικότητας στη σχέση με τον Χριστό, αλλά στην βεβαιότητα ότι ο καθένας μας, ο κάθε λαός διαδραματίζει τον ρόλο του στην ιστορία του κόσμου, για να ζήσει ο κόσμος συνολικά. Όχι μόνο σ’  αυτή τη ζωή, αλλά στην αιωνιότητα.
Κι αυτός ο ρόλος είναι η αγιότητα. Είναι η προσδοκία της έλευσης του Χριστού στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία γίνεται πίστη που περνά από γενιά σε γενιά. Είναι η βίωση του Γεννηθέντος Κυρίου ως του Προσώπου εκείνου που γίνεται αυτό που αποκαλύπτει το όνομα: Ιησούς σημαίνει ότι ο Θεός σώζει τον λαό Του.  Είναι η αποστολή των μαθητών του Χριστού να κηρύξουν το Ευαγγέλιο, την είδηση της μεγάλης χαράς ότι ετέχθη ο Σωτήρ σε όλη την κτίση. Είναι η αποστολή του καθενός από μας να τηρήσουμε όσα ο Χριστός και οι Απόστολοι μάς δίδαξαν στη ζωή της Εκκλησίας, για να μπορέσουμε να μην θρηνήσουμε την αιχμαλωσία μας ούτε από την αισθητή Βαβυλώνα των ισχυρών του κόσμου, την Βαβυλώνα του πολιτισμού, που ζητά να είμαστε άθρησκοι, απάτριδες, ανέραστοι, άνθρωποι χωρίς ταυτότητα, παραδομένοι στα πάθη, τη φιληδονία, τον εγωκεντρισμό, άνθρωποι χωρίς αγίους και χωρίς ελπίδα για αιωνιότητα, ούτε από την νοητή Βαβυλώνα, αυτή του πειρασμού που μας πολεμά με τους λογισμούς, την κακία, την απιστία, την άρνηση να προτάξουμε τη  αγάπη και τη συγχωρητικότητα για να επιλέξουμε την αυτοδικαίωσή μας, την πρόταξη του χρήματος και των αγαθών και όχι της Βασιλείας του Θεού και της δικής Του δικαιοσύνης.
Οι Ισραηλίτες θρήνησαν την μετοικεσία της Βαβυλώνος. Ο Θεός όμως δεν τους ξέχασε. Εμείς δεν μοιάζουμε να θρηνούμε την αποστασία των καιρών από το θέλημά Του, ούτε να παραδειγματιζόμαστε από την πρωτοφανή κρίση την οποία αντιμετωπίζουμε. Στο ψέμα της ειδωλολατρίας παραδόθηκαν οι Ισραηλίτες. Στο ψέμα της σύγχρονης ειδωλολατρίας παραδιδόμαστε κι εμείς. Στην ιδέα ότι η ευτυχία είναι δυνατή χωρίς την χαρά του Θεού. Χωρίς Χριστό, αγάπη, ελευθερία, ανθρωπιά, πλησίον. Εκείνοι αιχμαλωτίστηκαν και έφυγαν από τον τόπο τους. Εμείς ζούμε εν χώρα και σκιά θανάτου, αιχμάλωτοι στον τόπο μας. Εκείνοι χρειάστηκαν ως ηγέτες απλούς ανθρώπους οι οποίοι έδειξαν τι σημαίνει να τηρείς το θέλημα του Θεού εις πείσμα των καιρών και των ισχυρών. Εμείς μπορούμε άραγε να αφυπνιστούμε και να προτάξουμε το πρόσωπο του Χριστού ως οδηγό στη ζωή μας, εις πείσμα των καιρών και των κάθε λογής ισχυρών; Η εορτή των Χριστουγέννων είναι μία πρώτη πρόσκληση να αναφωνήσουμε, όπως ο οι τρεις Παίδες και ο προφήτης Δανιήλ: «Έστι Θεός» (Δανιήλ, 3,17). Το παιδίον νέον. Αυτός που δι’ ημάς εγεννήθη και μπορεί να μας λυτρώσει από κάθε κακό, κάθε οδύνη, κάθε ήττα. Διότι είναι η Αλήθεια που σώζει εντός της Εκκλησίας και μας ελευθερώνει! Ας Τον αναζητήσουμε και ας Τον κοινωνήσουμε, ακολουθώντας τους αγίους Του!

Κέρκυρα, 18 Δεκεμβρίου 2016        

12/14/16

ΟΙ ΝΕΟΙ & Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ

         
Οι περισσότεροι έφηβοι στην πατρίδα μας, παρότι είναι χριστιανοί, δεν εκκλησιάζονται συχνά. Ακόμη κι όταν αυτό συμβαίνει στα πλαίσια του σχολείου ή σε κάποια γιορτή, δε δείχνουν να κατανοούν τι σημαίνει μετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, παρότι η πλειοψηφία τους κοινωνεί. Είναι ένα σημείο των καιρών. Το κομβικότερο στοιχείο της εκκλησιαστικής ζωής, αυτό που μας ενώνει με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, να είναι υπόθεση συνήθειας ή «για το καλό».
      Την αδυναμία μετοχής όλης της ύπαρξης στο μυστήριο την αποδίδουμε στην απουσία κατήχησης ή στην αδυναμία της οικογένειας να το καταστήσει πηγή ζωής για τα νεώτερα μέλη της. Συμβάλλει στο πρόβλημα η έλλειψη κινητοποίησης από την πλευρά των κληρικών, κάποτε και η στενομυαλιά ορισμένων πνευματικών -εξομολόγων, οι οποίοι θεωρούν ότι η συχνή μετοχή στην ευχαριστία καθιστά το μυστήριο συνήθεια και μαγεία, ενώ η αμαρτωλότητα όλων, μικρότερων και μεγαλύτερων, δεν μπορεί να θεραπευθεί, αν δεν την συναισθανθούν μέσω της τιμωρίας να στερούνται του ποτηρίου της ζωής. Αγνοούν βεβαίως ότι σύμφωνα με τα κριτήρια της καθαρότητας και της αγιότητας του Θεού ουδείς αξίζει να μετάσχει, αλλά κοινωνούμε επειδή είναι Φιλάνθρωπος και μας αγαπά, για να λαμβάνουμε άφεση για τις αμαρτίες μας και να γευόμαστε τον τρόπο της αιωνιότητας.
     Πάντως, ακόμη κι αν υπάρξει κινητοποίηση της οικογένειας και των κληρικών, η βιωματική συμμετοχή στην Ευχαριστία δε θα μπορέσει να επιτευχθεί, αν η ενορία δε λειτουργήσει ως σώμα Χριστού. Όταν ο νέος ή ο μεγαλύτερος μετέχουν μόνο ως άτομα στην θεία λειτουργία, δύσκολα θα μπορέσουν να ζήσουν την θεία κοινωνία ως κάτι διαφορετικό από μία πράξη τυπική, που χαρακτηρίζει την χριστιανική ζωή, χωρίς όμως να της δίνει ομορφιά, νόημα και ποιότητα. Διότι η Ευχαριστία είναι το επιστέγασμα της συνάντησης των ανθρώπων στην Εκκλησία. Άνθρωποι οι οποίοι δε θέλουν να είναι ξένοι μεταξύ τους και με τον Θεό, ζητούν νόημα που ξεπερνά τα παρόντα, αισθάνονται ότι η ζωή τους δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς Θεό, αφήνονται στην ποιότητα της αγάπης που ξεκινά από την θεία λειτουργία και ανοίγεται στην καθημερινότητα, είναι όσοι τελικά διψούν για να κατοικήσει ο Χριστός στις καρδιές τους.
        Κοινωνώ μαζί με τους φίλους, τους οικείους, τους μικρότερους και μεγαλύτερους τους οποίους με χαρά συναντώ στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Εκεί βρίσκεται ο Χριστός, «όπου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι» στο όνομά Του. Αυτό δε σημαίνει ότι όσοι δεν ζουν αυτή την εμπειρία δεν κοινωνούν Χριστό. Όμως κάτι λείπει. Εδώ χρειάζεται η Εκκλησία και όσοι θέλουν να ζούνε την χριστιανική ιδιότητα στην πληρότητά της να δραστηριοποιηθούν. Με προσευχή και λόγο. Με αυθεντική κοινωνικότητα και μοίρασμα χαράς. Με ανοικτό πνεύμα. Την ώρα της θείας λειτουργίας να υπάρχει το πνεύμα και το ήθος οικογένειας ανοικτής. Εκεί όπου όλοι γίνονται οικείοι, διότι δε θέλουμε ένα κλειστό σύνολο, αλλά καρδιές που πραγματοποιούν έξοδο από το εγώ τους. Έτοιμες να αγαπήσουν αλλήλους. Να ρωτήσουν. Να μη σχολιάσουν. Να δείξουν ότι χαίρονται και προσεύχονται για τους παρόντες και τους απόντες. Και ότι ζητούν τον Χριστό και τους Αγίους διότι εκεί βρίσκεται η Αλήθεια.
     Χτίζοντας ενορίες με έμπνευση ήδη υπάρχουν οι προϋποθέσεις νεώτεροι και μεγαλύτεροι να ζούνε την Ευχαριστία της καρδιάς!    

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα « Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της 14ης Δεκεμβρίου 2016

12/9/16

ΕΤΙ ΤΟΠΟΣ ΕΣΤΙ

    
   Οι άνθρωποι ζητούμε αποκλειστικότητα στη ζωή μας. Τα θέλουμε όλα δικά μας και μόνο δικά μας. Αφήνουμε περιθώρια στους άλλους μόνο όταν δεν αισθανόμαστε ότι απειλείται η δική μας πληρότητα. Κάποτε η δική μας πλεονεξία. Έτσι μένουμε κλειστοί στους άλλους. Το θέλημά μας θριαμβεύει. Ακόμη και στις σχέσεις μαζί τους πρυτανεύει το  «αυτό θέλω εγώ» και όχι το «τι θα ήθελες εσύ;». Και γι’ αυτό δυσκολευόμαστε πολύ να ανοιχτούμε. Ακόμη και όταν μας αγαπούνε, προτιμούμε τις δικές μας προτεραιότητες. Ακόμη κι όταν μας καλούν στη χαρά και την αλήθεια, βλέπουμε τους δικούς μας δρόμους και αρνούμαστε να δώσουμε και χώρο και χρόνο στους άλλους. Προτιμούμε το κλείσιμο στο «εγώ» μας. Στα ίδια.
         Στο ευαγγέλιο που διαβάζουμε την Κυριακή των Προπατόρων του Κυρίου ο Χριστός μιλά για το μεγάλο Δείπνο. Για την πρόσκληση στους ανθρώπους να γευτούν τη χαρά της Βασιλείας του Θεού και να συμμετάσχουν στην τράπεζα της αγάπης, που έχει να κάνει με την κοινωνία του σώματος και του αίματος του Κυρίου μας και το φως της αιωνιότητας που ο Χριστός δίνει εν αφθονία σε όσους ανταποκρίνονται στο κάλεσμά Του. Όμως συχνά οι κεκλημένοι αρνούνται να προσέλθουν. Την ώρα της μετοχής ο καθένας σκέφτεται τα δικά του. Τα υλικά του αγαθά. Τις απολαύσεις της ζωής . Τις βιοτικές μέριμνες. Και ενώ το τραπέζι είναι μεγάλο και χωρά, οι καλεσμένοι φαίνονται μικροί τόσο ενώπιον της αγάπης του προσκαλέσαντος όσο και ενώπιον της ίδιας της Βασιλείας, ανίκανοι να χαρούν την αγάπη και την ευλογία του Θεού, να ανταποκριθούν στην τιμή που τους γίνεται. Και βλέπουμε τον οικοδεσπότη να καλεί όσους βρίσκονται περιφρονημένοι και περιθωριοποιημένοι από τους ανάξιους φίλους. Κι ενώ γίνεται και αυτό ο υπηρέτης αναφωνεί: «έτι τόπος εστί» (Λουκ. 14, 22). Υπάρχει ακόμη χώρος. Και τότε η πρόσκληση απευθύνεται και σ’ αυτούς που είναι ξένοι, που δεν έχουν ούτε τη σχέση του συν-ανήκειν με τον οικοδεσπότη. Κι αυτοί θα συμμετάσχουν τελικά στο μεγάλο δείπνο. Διότι η Βασιλεία θα δοθεί σε εκείνους που θα αισθανθούν ότι θέλουν να ενταχθούν στον χώρο και την αγάπη του Θεού, που είναι Αυτός ο οικοδεσπότης.
        Έτι τόπος εστί. Η Εκκλησία δεν κλείνει ποτέ τις πόρτες της. Είναι ανοιχτή σε όλους, ακόμη και σ’ αυτούς που αισθάνονται αδύναμοι να προσεγγίσουν την χάρη του Θεού. Και ζητά από όσους είμαστε ενταγμένοι στη ζωή της να μην περιχαρακωνόμαστε. Να μην αισθανόμαστε αυτάρκεις. Ότι μας ανήκει αποκλειστικά η σωτηρία. Η αλήθεια. Η αυθεντικότητα. Επειδή τόπος εστί χωρούν και όλοι εκείνοι που είναι τραυματισμένοι από την αμαρτία και το κακό. Χωρούνε όμως και όλοι εκείνοι οι ακατήχητοι. Αυτοί που δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά θα συναντήσουν τους υπηρέτες του Θεού και ένα σκίρτημα καρδιάς θα τους καλέσει να ανταποκριθούν στην  πρόσκληση. Χωρούνε όμως και εκείνοι που κινούνται από την ανάγκη, τη δίψα για ζωή και για υπέρβαση του θανάτου, τις μεταφυσικές ανησυχίες, τη δύναμη της λογικής που ζητά απαντήσεις και δεν τις βρίσκει στη σοφία του κόσμου. Ο Χριστός δεν ήρθε να καλέσει τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια. Γι’ αυτό και η Εκκλησία δέχεται τους ανθρώπους όπως είναι, για να τους αγιάσει δια της μετοχής στο δείπνο της Βασιλείας, από όπου θα φύγουν αλλαγμένοι, ανακαινισμένοι, έτοιμοι για μία νέα ζωή.
      Έτι τόπος εστί. Στις καρδιές μας που ταλαιπωρούνται από τα πάθη, τις επιθυμίες, τη φιληδονία και την φιλαυτία, υπάρχει τόπος για τον Θεό. Δε θέλει πολύ Εκείνος. Λίγο να αφήσουμε χώρο και θα εισέλθει. Δεν επιτρέπει στην απελπισία να κυριαρχήσει επάνω μας, εάν εμείς αισθανόμαστε ότι έχουμε περιθώριο μετανοίας.  Και το λίγο της καρδίας, φωτισμένο από την παρουσία Του, δίδει πληρότητα. Και το παράδοξο είναι ότι τότε η καρδιά ανοίγει. Όχι μόνο στον Θεό, αλλά και στον πλησίον. Δεν εγκλωβίζεται στην αποκλειστικότητα. Στην πλεονεξία. Αναγνωρίζει την ευεργεσία του Θεού και γίνεται ταπεινή. Και μέσα στην ταπείνωση χωρά τους πάντες. Μακροθυμεί και ευρυχωρεί. και εκφράζεται δια της ελεημοσύνης και της ευσπλαχνίας, αλλά και δια της δοτικότητας, του μοιράσματος. Ανοίγεται στον άλλον. Και αφήνει το ίδιον θέλημα, προς χαράν του πλησίον. Ακόμη και αν εκείνος δεν είναι σε θέση να δει με αμοιβαιότητα  τη σχέση μαζί μας, η ευρυχωρία της καρδιάς μας μάς κάνει να αντέχουμε.   
       Έτι τόπος  εστί. Επιστέγασμα της κλήσης το ποτήριο της ζωής. Σ’ αυτό δεν υπάρχει όριο. Μας δίδεται δι’ αυτού άφεση αμαρτιών και αιώνια ζωή και την ίδια στιγμή η ευλογία της ενότητας με τους πάντες. Και όχι μόνο. Η ζωή της πίστης δε χορταίνεται. Πάντοτε μπορούμε να μάθουμε κι άλλο. Να βιώσουμε κι άλλο. Να αγιαστούμε κι άλλο. Ενώ ο Χριστός μας δίδεται πλήρης στην θεία Ευχαριστία, ποτέ δεν εξαντλείται η χάρις του. Μπορούμε να Τον ζήσουμε αλλιώτικα. Σε μεγαλύτερη ένταση. Κάθε φορά τον Ίδιο αλλά και με άλλα αποτελέσματα. Άλλοτε ως χαρά, ελπίδα και αγάπη. Άλλοτε ως μετάνοια και συναίσθηση της ευλογίας. Άλλοτε ως καινούργια αρχή στη ζωή μας. Άλλοτε ως ευγνωμοσύνη για το ότι γίνεται άνθρωπος για μας. Άλλοτε ως ευκαιρία να ξαναδούμε τα χαρίσματά μας ως ευκαιρία να τα μοιραστούμε. Γενικά ως έναν συνεχή επαναπροσδιορισμό της ζωής μας. Πάντοτε όμως ως τον Άρτο που δίνει νόημα ζωής και σωτηρίας.
Ο κόσμος λέει κι αυτός το «έτι τόπος εστί». Τόπος στην καρδιά μας για κατανάλωση. Για πάθη. Για παράπονα και μεμψιμοιρία. Για ηδονή. Αυτός ο κόσμος γίνεται και τόπος και χρόνος για τους αγρούς μας, για τα ζεύγη των βοών, για το «γυναίκα έγημα».  Μετατρέπει τον τόπο για να πει στον Θεό «έχε με παρητημένον» (Λουκ. 14, 18). Κλείνει την καρδιά του στη πρόσκληση και μένει εκτός της Βασιλείας. Και έτσι γιορτάζει και τις μεγάλες εορτές της πίστης. Όχι ως ευκαιρία να ανοίξει τον τόπο της καρδιάς του για τον Ενανθρωπήσαντα Κύριο, αλλά για την ψευδαίσθηση της πρόσκαιρης χαράς.  Ο καθένας μας λοιπόν ας δει την καρδιά του και ας κρίνει αν ήρθε η ώρα να πει το μεγάλο ΝΑΙ στην πρόσκληση του οικοδεσπότη Χριστού για μία νέα ζωή. Υπάρχει τόπος στην Εκκλησία. Το θέμα είναι αν θα μείνουμε θεατές του δείπνου, αδιάφοροι γι’ αυτό, ή θα ακολουθήσουμε εκείνους που παρότι δεν είχαν τον δικό τους τόπο στον ουρανό, τόλμησαν και αποδέχτηκαν στο λίγο που είχαν ελεύθερο εντός τους τον λόγο, την πρόσκληση την αλήθεια. Και συμμετέχουν για πάντα στη χαρά της Βασιλείας.

Κέρκυρα, 11 Δεκεμβρίου 2016

12/8/16

ΠΟΣΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ;


Ο σύγχρονος άνθρωπος, ενώ θέλει να έχει το δικαίωμα να εκφράζει την άποψή του για όλους, δυσκολεύεται να ακούσει. Να μάθει τη γνώμη που έχουν οι άλλοι γι’  αυτόν. Ενίοτε διακατέχεται από τον φόβο ότι αν ακούσει την αλήθεια, θα πρέπει να αλλάξει πορεία. Θα χρειαστεί να δει τον χαρακτήρα του διαφορετικά, ότι είναι ψευδαίσθηση να νομίζει ότι είναι άτρωτος και τέλειος. Ότι τελικά δεν πρέπει να του φταίνε μόνο οι άλλοι, αλλά χρειάζεται να ξαναδεί τον εαυτό του, τα πάθη του, τα λάθη του.
Είμαστε αταπείνωτοι οι άνθρωποι, μεγαλύτεροι και μικρότεροι. Ιδίως στις σχέσεις εντός της οικογένειας, μεταξύ του ζευγαριού, αλλά και μεταξύ γονέων και παιδιών, η ταπείνωση είναι δυσεύρετη. Κυριαρχεί ο εγωισμός, τροφοδοτημένος από έναν πολιτισμό οποίος στηρίζει την επικράτησή του στο δικαίωμα και τον ναρκισσισμό. Από την μία θεωρούμε ότι δικαιούμαστε να είμαστε ο εαυτός μας, διότι αυτό σημαίνει ελευθερία και αυτοπραγμάτωση. Καλούμε τους άλλους να μας αγαπούνε και να μας ανέχονται γι’  αυτό που είμαστε, χωρίς να επιλέγουμε κι εμείς αυτή τη στάση έναντί τους, πεπεισμένοι για την ανωτερότητά μας. Και είμαστε έτοιμοι να παραπονεθούμε, αν εκείνοι φέρονται ανάλογα ή μας κρίνουν.
Από την άλλη, ο θρίαμβος της εικόνας έχει γεννήσει έναν κόσμο στον οποίο εμείς συνεχώς ασχολούμαστε με το προφίλ μας, με το πώς είμαστε, τι κάνουμε και θεωρούμε ότι αυτό πρέπει να ενδιαφέρει τους άλλους. Γι’  αυτό και ανεβάζουμε τον εαυτό μας και τη ζωή μας στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, με την απαίτηση να είμαστε περιζήτητοι, κοσμαγάπητοι, μοναδικοί. Αυτή η στάση ζωής τροφοδοτεί έναν ναρκισσισμό, την αίσθηση δηλαδή ότι δεν δικαιούνται να μας κρίνουν οι άλλοι, διότι εμείς είμαστε τόσο αποδεκτοί και τόσο δημοφιλείς, που δεν επιτρέπεται η αμφισβήτησή μας. Αυτή η νοοτροπία καλλιεργείται ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους, οι οποίοι θεωρούν αυτονόητο το να είναι στο επίκεντρο της προσοχής όλων όχι για τις επιτυχίες και την πρόοδό τους, αλλά για το πρόσωπο, το σώμα, την εξωτερική εμφάνιση και ομορφιά. Ο ναρκισσισμός βεβαίως είναι αναπόφευκτο ότι θα διαψευσθεί από την πραγματικότητα, η οποία είναι σκληρή για όλους. Αυτό όμως δεν γίνεται εύκολα κατανοητό, διότι νέοι και μεγαλύτεροι καμαρώνουμε για την όψη, χωρίς να βλέπουμε τον εσωτερικό μας κόσμο, καθώς αυτός δεν γίνεται το επίκεντρο της ανατροφής, της παιδείας, της καλλιέργειας.
Η Εκκλησία δε θα πάψει να τονίζει την αξία της ταπείνωσης. Σε έναν κόσμο που καυχιέται για τα δικαιώματά και την εμφάνιση του ανθρώπου, η πίστη πάντοτε θα δείχνει την στροφή προς τον Θεό που έγινε άνθρωπος, ταπεινούμενος δι’  ευσπλαχνίαν. Θα μας τονίζει ότι η ζωή έχει νόημα όταν δε θεοποιούμε το εγώ μας, αλλά μπορούμε να βγαίνουμε από αυτό, παραιτούμενοι των δικαιωμάτων μας χάριν της αγάπης για τους άλλους. Όταν ζητούμε να δούμε τι αναπαύει ουσιαστικά τους άλλους. Όταν χτίζουμε τις σχέσεις μας όχι με κριτήριο το πώς θα φανούμε, δηλαδή την υποκρισία, αλλά με γνώμονα πώς αυτό που είμαστε και έχουμε θα το μοιραστούμε με τον πλησίον μας. Και τότε και στην οικογένεια και στην πορεία της ζωής η ταπείνωση θα χτίσει χαρακτήρες που θα αντέχουν να ακούσουν την αλήθεια, διότι θα ξέρουν να την ζούνε!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 7 Δεκεμβρίου 2016

«ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΡΑ» ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ


Στο κατάμεστο Αμφιθέατρο του Ιδρύματος Χρονίως Πασχόντων «Η Πλατυτέρα» στην Κέρκυρα έγινε το απόγευμα της Τετάρτης 7 Δεκεμβρίου 2016 εκδήλωση – συζήτηση με αφορμή το βιβλίο «Με τον καιρό να είναι κόντρα- για νέους και γονείς που ελπίζουν» (εκδόσεις ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ), του Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού.
Το θέμα της εκδήλωσης ήταν αν ο λόγος της Εκκλησίας μπορεί να προσεγγίσει την σύγχρονη πραγματικότητα. Στο ερώτημα έδωσε απαντήσεις ο αν. καθηγητής του τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας κ. Νίκος Παπαδημητρίου, ο οποίος επεσήμανε την ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος να δει ότι στην πραγματικότητα  του καιρού μας ζούμε μόνο για το τώρα, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουμε να χάσουμε και μνήμη και ταυτότητα. Χωρίς απαραίτητα ο νεωτερικός πολιτισμός και η Ορθόδοξη Εκκλησία να ταυτίζονται στην τελική προοπτική της κριτικής τους, εντούτοις έχουν πολλά κοινά σημεία στο πώς βλέπουν την εποχή στην οποία απουσιάζει ένας γνήσιος προσανατολισμός ποιότητας στην παιδεία, ενώ το Facebook φαίνεται ότι οδήγησε σε επικοινωνία σελίδων και όχι προσώπων, με αποτέλεσμα ο νέος να μην μπορεί να έχει βάσεις για τις σχέσεις   και την ταυτότητα. Η Εκκλησία μπορεί να προσεγγίσει τη σύγχρονη πραγματικότητα, αρκεί να την βλέπει με καθαρότητα, ρεαλισμό και να την ανατέμνει με τις αξίες της.
Απαντήσεις έδωσε ακόμη η δεύτερη εισηγήτρια κ. Μαρία Μάνδυλα- Κουσουνή, Παιδίατρος και Ιστορικός, Πρόεδρος της Ιατροχειρουργικής Εταιρίας Κερκύρας και της Εταιρίας Κοινωνικής Παιδιατρικής. Η Εκκλησία μπορεί να προσεγγίσει και να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα της πραγματικότητας, ακόμη κι αν ο καιρός είναι κόντρα, εφόσον είναι αυθεντική. Προτείνει τις αξίες της παράδοσης. Συνδυάζει συνέπεια λόγων και έργων, για να προσληφθούν οι απαντήσεις της από τον σύγχρονο άνθρωπο, τον γονέα, τον νέο. Χρειάζεται η Εκκλησία να δει τον κόσμο μέσα από όλες τις πτυχές του και να μη φοβηθεί τον διάλογο μαζί του. Ιδίως οι νεώτεροι καλούνται να διαμορφώσουν δική τους άποψη και να μην παρασύρονται από τοποθετήσεις που θέλουν την Εκκλησία στο κοινωνικό και πνευματικό περιθώριο.

Ο π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός, που έγραψε το βιβλίο, τόνισε σε παρέμβασή του ότι ο λόγος της πίστης μπορεί να συναντήσει τον νεωτερικό άνθρωπο, αφού προσλάβει κεκτημένα που είναι απαραίτητα αν και όχι αυτονόητα στους καιρούς μας, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο σεβασμός στην επιστημονική πρόοδο και  ο ορθολογισμός που θα πρέπει να νικά τον λαϊκισμό. Όμως η Εκκλησία δείχνει πού είναι τα όρια της νεωτερικότητας και που δεν είναι άλλα από τα δύο μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου: η αγάπη και ο θάνατος. Σε κανένα από τα δύο δεν υπάρχει ορθολογιστική απάντηση. Η ψυχολογία μπορεί να ερμηνεύσει, αλλά δεν μπορεί να προβλέψει την ανθρώπινη συμπεριφορά. Τα ανθρώπινα δικαιώματα διδάσκουν τον απαραίτητο και απαιτητέο σεβασμό στον άλλο, αλλά δεν μπορούν να μας κάνουν να αγαπήσουμε τον άλλο. Η ιατρική και η τεχνολογία μπορούν να αναστείλουν τον θάνατο, αλλά δεν μπορούν να τον ματαιώσουν. Η αγάπη και η ανάσταση τις οποίες διδάσκει η πίστη αποτελούν την απάντηση στις υπαρξιακές αγωνίες.
Το ίδιο και ο συντηρητισμός της Εκκλησίας. Δεν είναι κλειστός, αλλά ανοιχτός, ελεύθερης επιλογής. Απευθύνεται σε ενήλικες στο θέλημα, αυτούς που ζητούν ωριμότητα και όχι φανατισμό. Συνύπαρξη και όχι εξουσία. Δεν κραυγάζουμε καταδικάζοντας σε κόλαση. Δεν νερώνουμε το κρασί μας λαϊκίζοντας για την ευχαρίστηση και τον οπαδισμό.
Ο λόγος της Εκκλησίας μπορεί να συναντήσει τον σύγχρονο νέο, αρκεί να στηριχτεί στην εμπιστοσύνη και την αλήθεια. Δεν μπορεί η Εκκλησία να φωνάζει: «απαιτώ να πιστέψεις». Ρίχνει τον σπόρο του λόγου και προβάλλει την εμπειρία των αγίων, αφήνοντας τον νέο να ψηλαφήσει την ελπίδα. Το ίδιο και στην συνάντηση με την οικογένεια. Η Εκκλησία βοηθά τους γονείς να καταλάβουν ότι δεν μπορούν να φέρονται στα παιδιά τους χρησιμοποιώντας τη φράση «έτσι είναι», αλλά να τα ακούνε, με την πρόταση: «δες μήπως είναι έτσι». Κριτήρια τελικά κι εδώ είναι η αγάπη και η αλήθεια.

Στο χαιρετισμό που απηύθυνε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος φανερά συγκινημένος, αναφέρθηκε στη μακροχρόνια πνευματική σχέση που τον συνδέει με τον π. Θεμιστοκλή, μια σχέση πνευματικού πατέρα και υιού. Με το βιβλίο αυτό ο π. Θεμιστοκλής δίδει το μήνυμα της Εκκλησίας μας τόσο προς τους νέους, όσο και στους γονείς, ένα μήνυμα  αγάπης,  ελπίδας και πίστεως, σε μια εποχή όπου το εκκοσμικευμένο πνεύμα προσπαθεί  παντοιοτρόπως να αλλοιώσει τις ψυχές των ανθρώπων. Παρόλα αυτά όμως και τον καιρό κόντρα, μόνο εντός της Εκκλησίας μας , ο άνθρωπος ξαναβρίσκει και την απωλεσθείσα ταυτότητά του, αλλά και την αξιοπρέπειά του, συμπλήρωσε ο Μητροπολίτης Κερκύρας.
Κλείνοντας ο κ. Νεκτάριος, ευχαριστώντας το Θεό, συνεχάρη  από τα βάθη της καρδιάς του τον π. Θεμιστοκλή, καθώς και τους υπόλοιπους ομιλητές, ευχόμενος η Εκκλησία μας να αποκτήσει και άλλους τέτοιους Κληρικούς, που θα εμπνέουν και θα ελκύουν τους νέους ανθρώπους, στον Κύριό μας τον Ιησού Χριστό.
Χαιρετισμό απηύθυνε ακόμη ο Αρχιεπίσκοπος των εν Κερκύρα Ρωμαιοκαθολικών κ. Ιωάννης, ο οποίος τόνισε την ανάγκη για χριστιανική μαρτυρία με γνώμονα γλώσσα που να λέει απλά τις μεγάλες αλήθειες της πίστης, όπως επιτυγχάνεται στο βιβλίο.
Την εκδήλωση, την οποία συντόνισε ο εκδότης κ. Νίκος Σαμπαζιώτης, άνοιξε ο πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας Αρχιμ. Ιουστίνος Κωνσταντάς, ο οποίος παρουσίασε το βιβλίο και τόνισε την αξία του περιεχομένου του τόσο για τους νεώτερους όσο και για τους μεγαλυτέρους, ενώ με συγκίνηση αναφέρθηκε στην συνοδοιπορία του με τον π. Θεμιστοκλή. Την πλαισίωσαν ακόμη με τρία τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και του Οδυσσέα Ελύτη και έναν μουσικό αυτοσχεδιασμό πάνω στο τραγούδι «Ο ακροβάτης» των Χαΐνηδων η υψίφωνος Έλλη Καρύδη και η πιανίστας Μαρία Μάζη.  

12/5/16

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΡΑ"


    Με ιδιαίτερη χαρά σας προσκαλούμε και σας περιμένουμε την ερχόμενη Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016 και ώρα 6 το απόγευμα στο Αμφιθέατρο του Ιδρύματος Χρονίως Πασχόντων "Η Πλατυτέρα" στην εκδήλωση που διοργανώνει η Ιερά Μητρόπολις Κερκύρας και οι εκδόσεις "Αρχονταρίκι" με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου του π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού "Με τον καιρό να είναι κόντρα - για νέους και γονείς που ελπίζουν".
    Στην εκδήλωση ...ο κ. Νίκος Παπαδημητρίου, αναπλ. καθηγητής του τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου, η κ. Μαρία Μάνδυλα- Κουσουνή, παιδίατρος και πρόεδρος της Ιατροχειρουργικής Εταιρία Κέρκυρας και ο συγγραφέας π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός θα συζητήσουν με γνώμονα το βιβλίο πάνω στο θέμα: "Μπορεί ο λόγος της Εκκλησίας να συναντήσει τη ζωή μας;"
    Τη συζήτηση θα συντονίσει ο εκδότης κ. Νίκος Δ. Σαμπαζιώτης.
    Χαιρετισμό στην εκδήλωση θα απευθύνει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας κ. Νεκτάριος. Θα την πλαισιώσουν ακόμη με τέσσερα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη η υψίφωνος Έλλη Καρύδη και η παιανίστας κ. Μαρία Μάζη.
    Η είσοδος είναι ελεύθερη.

12/3/16

ΟΥΚ ΕΔΕΙ ΛΥΘΗΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥ ΔΕΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ;



Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας στις οποίες καλούμαστε να σκεφτούμε ποια σημασία έχουν άνθρωποι του περιβάλλοντός μας για μας. Δεν έχει να κάνει μόνο με το πόσο τους αγαπούμε. Κυρίως έχει να κάνει με το πόσο το χρειαζόμαστε, πώς τους χρησιμοποιούμε. Μιά τέτοια θέαση, η οποία συνήθως γίνεται όταν οι άλλοι φεύγουν για κάποιον λόγο από τη ζωή μας, είτε οριστικά είτε προσωρινά, αποκαλύπτει τον χαρακτήρα μας, τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον πλησίον μας, αλλά και τι είναι εκείνος για μας. Ταυτόχρονα, διαπιστώνουμε ποιος είναι ο χαρακτήρας μας, αλλά και ποια είναι η κοσμοθεωρία μας. Αυτή η σκέψη για το τι είναι οι άλλοι στη ζωή μα θα μας βοηθήσει τελικά να δούμε το αληθινό μας πρόσωπο. Να δούμε πόσο και αν αγαπάμε. Αν είμαστε περιχαρακωμένοι στον εαυτό μας. Αν είμαστε εύκολοι στο να κατακρίνουμε τους άλλους. ουσιαστικά μας βοηθά να καταλάβουμε πόση ταπεινοφροσύνη έχουμε και την ίδια στιγμή πόσο κοντά ή μακριά από τις εντολές του Θεού βρισκόμαστε.
       Ο Χριστός κάποιο Σάββατο, όπως συνήθιζε, βρέθηκε σε μία συναγωγή για να διδάξει. Εκεί συνάντησε μία συγκύπτουσα γυναίκα, κυρτωμένη από δαιμονική επίδραση. Η γυναίκα αυτή βρίσκονταν ανάμεσα στους πιστούς Ιουδαίους και παρά την ασθένειά της, η οποία την καθιστούσε, σύμφωνα με τη νοοτροπία της εποχής, καταραμένη από τον Θεό, δε δίσταζε να θέλει να είναι μέλος της κοινότητα, επί δεκαοκτώ τότε χρόνια. Ο Χριστός της λέει ότι παίρνει την απόλυση από την ασθένειά της, σα να ήταν στο στρατό, να εξέτισε τη θητεία της και να μπορεί πλέον να επιστρέψει στο σπίτι της ελεύθερη. Και τότε ο αρχισυνάγωγος διαμαρτύρεται με θυμό στους άλλους ανθρώπους, διότι δεν τολμά ευθέως να μιλήσει στον Χριστό που έκανε το θαύμα της θεραπείας, και τους ζητά να έρχονται να θεραπεύονται τις έξι ημέρες της εβδομάδας και όχι τη έβδομη, στην οποία από τον μωσαϊκό νόμο απαγορεύονταν κάθε εργασία. Και ο Χριστός, αφού τον χαρακτηρίζει «υποκριτή» και του περιγράφει πώς για την άλογη κτίση οι άνθρωποι παραβιάζουν την αργία του Σαββάτου, του αναφέρει σχετικά με την θεραπευμένη γυναίκα: «ταύτην δε θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, ην έδησεν ο σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη, ουκ έδει λυθήναι από του δεσμού τούτου τη ημέρα του σαββάτου;» (Λουκ. 13, 16). «Αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοκτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;».
        Για τον αρχισυνάγωγο «ουκ έδει». Έβλεπε την γυναίκα ως μέτρο σύγκρισης για την δική του πνευματική κατάσταση. «Δεν είμαι σαν κι αυτή», μπορεί να σκεφτόταν. Τόσα χρόνια μέσα στη συναγωγή η γυναίκα αυτή πιθανόν να έκανε τον αρχισυνάγωγο να αισθάνεται ότι η δική του πορεία ήταν ευλογημένη, διότι ο ίδιος δεν είχε καμιά ασθένεια, αλλά είχε την επιφανή θέση, δηλαδή την χάρη και την ευλογία του Θεού, όπως πίστευε. Το ίδιο πιθανόν να πίστευαν και οι άλλοι συμμετέχοντες στη ζωή της συναγωγής. Η συγκύπτουσα γυναίκα ήταν ένα παράδειγμα δικαίωσης για τους ίδιους. «Αφού δεν είμαστε άρρωστοι, επομένως δεν είμαστε σαν κι αυτή και άρα ο Θεός είναι ευχαριστημένος από εμάς». Μπορεί να την συμπονούσαν για τη δοκιμασία της. Στην ουσία όμως μέσα από αυτήν δικαίωναν τον εαυτό τους, υποκριτικά. Γι’ αυτό και όταν ο Χριστός την θεραπεύει, ο αρχισυνάγωγος οργίζεται. Με ποιον θα συγκρίνει πλέον τον εαυτό του; Ποιο θα είναι το κριτήριο της δικαίωσής του; Πιθανόν και κάποιοι άλλοι αυτό να σκέφτηκαν. Ο Χριστός δεν τους αφήνει κανέναν περιθώριο αμφισβήτησης της απόφασής Του να θεραπεύσει τη συγκύπτουσα. Το θέλημα του Θεού είναι άλλο σε σχέση με τους δικούς μας ιδιοτελείς λογισμούς.
     Οι άνθρωποι συχνά χρησιμοποιούμε τους άλλους ως υπηρέτες μας. Απαιτούμε από αυτούς να κάνουν το δικό μας θέλημα, αν μάλιστα τους δίνουμε την αίσθηση ότι τους αγαπούμε. Παγιδευμένοι σ’ αυτό που είναι ή νομίζουν ότι είναι η αγάπη, αισθάνονται ότι θα πρέπει να κάνουν αυτό που τους λέμε και ζητάμε, διότι εμείς το δικαιούμαστε ακριβώς επειδή τους αγαπούμε. Και αν εκείνοι ωφελούνται από αυτή την κατάσταση, εμείς άραγε δικαιούμαστε να φερόμαστε έτσι; Εκείνοι ταπεινώνονται και αγαπούν. Εμείς τους αγαπούμε όμως αληθινά ή αγαπάμε τον εαυτό μας έτσι, ώστε να θέλουμε να μας υπηρετούν; Είναι ένα ερώτημα το οποίο θέτει ο Χριστός για τις ανθρώπινες σχέσεις. Θέλουμε να εξουσιάζουμε τους άλλους ή εμείς πρώτοι τους διακονούμε; Τι γίνεται όταν αυτοί αποφασίζουν ότι δε θέλουν άλλο να μας διακονούν ή όταν αλλάξει η κατάσταση τους; Είμαστε έτοιμοι να συνεχίζουμε να τους αγαπούμε ή οργιζόμαστε μαζί τους, όπως ο αρχισυνάγωγος, διότι παύουμε να χάνουμε τα προνόμια της χρήσης τους και την εξουσία μας επάνω τους;
       Άλλοτε πάλι οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε τους άλλους ως μέτρο αυτοδικαίωσης. Είναι η κάποια λύση για την αυτοεκτίμησή μας. Για την αίσθηση ότι αξίζουμε. Ότι ο Θεός μας έχει ευλογήσει. Και όταν συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα, πώς αντιδρούμε; Η απουσία ταπεινοφροσύνης, διότι περί αυτού πρόκειται, είναι σημείο υπερηφάνειας. Όταν ο άλλος γίνεται από εμάς αντικείμενο λοιδορίας, όταν τον εξουθενώνουμε για να δείξουμε ότι εμείς είμαστε ανώτεροι, τότε δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε την αληθινή πνευματική μας κατάσταση. Ότι κληθήκαμε από τον Θεό να έχουμε ως μέτρο των σχέσεών μας με τους άλλους την ταπεινοφροσύνη. Δηλαδή να πιστεύουμε ότι μέσα από εκείνους μπορούμε να ωφεληθούμε. Από τα χαρίσματά τους. Από τις αρετές τους. Ακόμη και από την αρνητική τους όψη, εμείς μπορούμε να διδαχθούμε. Υπομονή και μετάνοια, όπως ήταν η στάση της συγκύπτουσας. Είναι δύο δρόμοι στους οποίους οι άλλοι, αν εργαζόμαστε για την ταπεινοφροσύνη, μπορούν να μας διδάξουν.
     Τέλος, υπάρχει και ο δρόμος της αγάπης. Η απόφαση δηλαδή οι άλλοι να μην είναι χρήσιμα αντικείμενα, αλλά εικόνες Θεού. Στο πρόσωπό τους, ακόμη κι αν κάτι δεν πάει καλά, να βλέπουμε το τραυματισμένο άνθρωπο, ο οποίος έχει ανάγκη τη συμπάθειά μας και την καλοσύνη μας. Και την ίδια στιγμή να ισχύει και για μας και για εκείνους το αποστολικό «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού» (Γαλ. 6, 2), να σηκώνουμε δηλαδή ο ένας το φορτίο του άλλου, για να εφαρμόζουμε πλήρως τον νόμο του Χριστού. Αν έχουμε λάβει αυτή την απόφαση και παλεύουμε και στην οδό της ταπεινοφροσύνης, τότε ο άλλος γίνεται ευλογία για μας κι εμείς για εκείνον. Η σχέση μας μαζί του είναι σχέση που οδηγεί στον Χριστό. Η αγάπη τελικά θεραπεύει την υποκρισία να βλέπουμε τον άλλον υπό το πρίσμα του συμφέροντος, είτε αυτό είναι υλικό, είτε κοινωνικό, είτε εξουσιαστικό, είτε θρησκευτικό, και μας κάνει να χαιρόμαστε με τη χαρά του και να μοιραζόμαστε τη λύπη του, προσευχόμενοι στον Θεό να αντέχει τους σταυρούς του και οι χαρές του να κρατούνε.
      Ο πολιτισμός μας έχει χρησιμοθηρικό χαρακτήρα. Μας χρησιμοποιεί ως καταναλωτικά όντα των ιδεών, των προϊόντων, της λογικής του. Είναι πολιτισμός εξουσίας επάνω μας. Μας κάνει γνήσια τέκνα του, όταν μας μεταδίδει αυτό το πνεύμα της χρήσης των άλλων. Η πίστη μάς βοηθά να βρούμε την οδό της ταπεινοφροσύνης, της αγάπης και της κατανόησης προς τους άλλους και τις αδυναμίες τους, όχι για να τους χρησιμοποιούμε αλλά για να συμπορευόμαστε, ακόμη κι αν ο δρόμος είναι δύσβατος. Διότι οι χαρακτήρες μας δεν ταιριάζουν εύκολα, αλλά και πάντοτε έχουμε μέσα μας το ερώτημα αν είμαστε καλύτεροι από τους άλλους. Κι αυτή η σύγκριση κάνει την αγάπη να μην μπορεί να νικήσει. Η ζωή με τον Χριστό στην Εκκλησία μας δίνει την ευκαιρία να δοκιμάσουμε τον εαυτό μας πώς βλέπει τους άλλους και να αλλάξουμε με τη βοήθειά Του προσανατολισμό. Διά της ταπεινοφροσύνης να περάσουμε από τη χρήση, στην αγάπη.

Κέρκυρα, 4 Δεκεμβρίου 2016