11/14/15

ΕΥΗΓΓΕΛΙΣΑΤΟ ΕΙΡΗΝΗΝ ΤΟΙΣ ΜΑΚΡΑΝ ΚΑΙ ΤΟΙΣ ΕΓΓΥΣ


                Ταραγμένος είναι ο κόσμος μας.  Διασπασμένος και χωρισμένος, στους μακράν και στους εγγύς (Εφεσ. 2, 17). Σ’ αυτούς που συμφωνούν με τις κυρίαρχες ιδεολογίες, με αυτούς που εξουσιάζουν και σ’ αυτούς που βρίσκονται μακριά. Και αυτή η διάσπαση ξεκινά από τον εσωτερικό μας κόσμο. Παλεύουν εντός μας η αγάπη και η εξουσία. Η μία δώρο του Θεού. Η άλλη απόφαση δική μας, επειδή θέλουμε να γίνουμε θεοί χωρίς τον Θεό. Και βαφτίζουμε την εξουσία θρησκεία, πολιτική, πολιτισμό, δικαιοσύνη, ενώ είναι καρπός του ανθρώπινου εγωισμού και της απουσίας του Θεού. Όχι ότι δεν χρειάζεται εξουσία στον κόσμο.  Είναι θέμα της ανθρώπινης ανωριμότητας και της αδυναμίας  να εμπιστευθούμε τον Θεό και το θέλημά Του. Το οποίο μας δείχνει τον στόχο μας, που θα έπρεπε να είναι η σωτηρία μας, η πλήρης κοινωνία της ύπαρξής μας, ψυχής και σώματος, με τον Θεό και τον πλησίον δια της αγάπης. Αντιθέτως, εμείς επιλέγουμε να είμαστε οι εν υπεροχή όντες. Πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε αφ’ εαυτών μας την αλήθεια. Και επειδή η αλήθειά μας πρέπει να είναι η αλήθεια του κόσμου, δεν επιτρέπουμε σε κανέναν να την αμφισβητήσει. Επειδή εμείς είμαστε το κέντρο του κόσμου, δεν επιτρέπουμε σε κανέναν να είναι πιο πάνω από μας. Δεν είναι η δίψα για ελευθερία που κυβερνά τις καρδιές μας, αλλά η δίψα για εξουσία και επικράτηση. Και γι’ αυτό δεν υπάρχει ειρήνη, αλλά είναι αναγκαίοι οι μηχανισμοί προστασίας του κόσμου και των ανθρώπων από όσους είναι περισσότερο επικίνδυνοι.
                «Ο Χριστός ελθών ευηγγελίσατο ειρήνην υμίν τοις μακράν και τοις εγγύς» και μας κατέστησε μεταξύ μας «ουκέτι ξένους και πάροικους, αλλά  συμπολίτας των αγίων και οικείους του Θεού» (Εφεσ. 2, 27-19). Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο κι έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα της ειρήνης σε σας που βρισκόσασταν άλλοι μακριά και άλλοι κοντά. Στους ειδωλολάτρες. Σε όσους δεν πίστευαν σ’ Αυτόν. Και συνένωσε όλους όσους Τον αποδέχονται σε μία οικογένεια, σε μία πολιτεία, την κοινότητα των αγίων. Αρκεί οι άνθρωποι να αποδεχθούμε στην καρδιά μας το «ελθών». Ότι ο Χριστός ήρθε στον κόσμο και ήρθε ως Θεάνθρωπος για να λυτρώσει τον κόσμο. Για να μας συναντήσει προσωπικά. Να μας κάνει να δούμε εντός μας ότι δεν είναι η εξουσία που πρέπει να μας κυβερνά, αλλά κληθήκαμε να αγαπούμε. να μοιραζόμαστε ό,τι και όσο μπορούμε.
Κι εδώ είναι το δύσκολο. Χριστιανοί και μη, δεν έχουμε βίωμά μας και πίστη μας το «ελθών». Άλλοι ζητούμε να Τον δούμε δια των αισθήσεών μας. Πιστεύουμε ότι ήρθε, αλλά μέχρις εκεί. Η παρουσία Του δεν έχει νόημα στην καθημερινότητά μας, αλλά είναι ένα στοιχείο της ιστορίας, του παρελθόντος. Το μήνυμα της ειρήνης για όλους, για τον εαυτό μας, δεν έχει να μας πει κάτι, διότι Εκείνος, πιστεύουμε, είναι μακριά μας. Θα Τον συναντήσουμε στην καλύτερη των περιπτώσεων μετά θάνατον. Έστι η ζωή μας δεν αλλάζει και η εντός και εκτός μας διάσπαση παραμένουν εναργείς. Παρηγορούμαστε για την απουσία του με τις γιορτές και τα έθιμα. Και δεν θέλουμε να Τον δούμε στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας. Το χειρότερο είναι ότι αισθανόμαστε ότι έχουμε επαρκή δικαιολογία, διότι ούτε και ο πλησίον μας βλέπει ως τον πλησίον του.
Άλλοι πάλι Τον θέλουμε ως δικαιοσύνη. Να αποκαταστήσει κάθε αδικία στον κόσμο, και μάλιστα αυτήν που εμείς πιστεύουμε και θεωρούμε ότι υπάρχει. Με βάση τη λογική μας. Ή, κάποτε, και τα συμφέροντά μας. Τις ιδέες μας. Τις θρησκευτικές και άλλες πεποιθήσεις μας. Έτσι, επειδή Εκείνος δεν είναι υπερασπιστής της βίας ή της επανάστασης, αλλά της δια της αγάπης αλλαγής του κόσμου, της μεταμόρφωσής του εν ελπίδι και εμπιστοσύνη προς Αυτόν, Τον αφήνουμε κατά μέρος. Εμείς μπορούμε και χωρίς Αυτόν να έχουμε τη ζωή μας στα χέρια μας. Μπορούμε να τιμωρήσουμε. Να εκδικηθούμε. Να νικήσουμε χωρίς τη βοήθειά Του. Να επιβάλουμε το δίκιο μας. Και διαπιστώνουμε την τραγωδία να είσαι εξουσιαστής, ακόμη κι αν δηλώνεις «αντι-εξουσιαστής».
Υπάρχουν κι εκείνοι οι λίγοι που επιμένουν. Ακολουθώντας Τον και ακολουθώντας την οδό των αγίων, αυτών που προηγήθηκαν ημών, παλεύουν να Τον συναντήσουν. Με γνώμονά τους την μετάνοια εκεί που δεν μπορούν. Με την συμφιλίωση και τη συγχώρεση τόσο προς τον εαυτό τους, όσο και προς τον πλησίον για όσα δεν μπορούν να είναι. Και τον αγώνα να προελκύσουν τη χάρη Του, όχι δια της επιβολής, αλλά δια της ταπεινής διακονίας. Του λόγου. Της πράξης. Της άφεσης. Της υπομονής. Είναι όσοι δια της προσευχής και της κοινωνίας στην Εκκλησία νιώθουν τη γαλήνη της ειρήνης εντός τους. Τη γαλήνη της παρουσίας Του. Και αντιμετωπίζουν τις περιστάσεις της ζωής με γνώμονα το «γενηθήτω το θέλημά Σου». Όχι μη εργαζόμενοι ή παραιτούμενοι από την ελπίδα της επιτυχίας στους στόχους τους. Αλλά βλέποντας πιο πέρα. Στη συνάντηση με τον πλησίον. Στην απόφαση να δίνουν χαρά, όπως μπορούνε και να σηκώνουν λύπη. Και ζώντας τον κόσμο ως κοινωνία αιωνιότητας. Ευγνωμοσύνης. Ευχαριστίας. Καθιστώντας τον εαυτό τους κατοικητήριο του Θεού εν Πνεύματι. Δεχόμενοι τον Χριστό όχι μόνο ως «ελθόντα», αλλά και ως «ερχόμενο» στις καρδιές μας.
Στον ταραγμένο κόσμο μας όποιος πιστεύει στο Χριστό αντιπαραθέτει την οικογένεια του Θεού, την πολιτεία της αγιότητας. Την ειρήνη εντός του που γίνεται αγώνας και για ειρήνη εκτός. Όχι την παραίτηση από τον αγώνα για μία καλύτερη ανθρωπότητα. Αλλά την επίγνωση των ορίων. Την ταπεινότητα που γνωρίζει ότι δια της αληθείας, του Προσώπου δηλαδή του Χριστού, όλα μπορούν να αντιμετωπιστούν. Ακόμη και η κακία του κόσμου και της εξουσίας. Περισσότερο λοιπόν παρά ποτέ έχουμε ανάγκη να αποφασίσουμε τι είναι γα μας το «ελθών» του Χριστού. Αν μένει στο παρελθόν ή γίνεται «ερχόμενος» στο σήμερα της ζωής μας. Και να χτίσουμε ζωή σύμφωνα με την απάντησή μας.

Κέρκυρα, 15 Νοεμβρίου 2015