8/30/14

ΠΕΡΙ ΩΝ ΟΥΚ ΕΣΤΙ ΝΥΝ ΛΕΓΕΙΝ ΚΑΤΑ ΜΕΡΟΣ



Το εκκλησιαστικό έτος κλείνει στις 31 Αυγούστου κάθε χρόνο με την εορτή της καταθέσεως της Τιμίας ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου στο ναό των Χαλκοπρατείων στην Κωνσταντινούπολη. Είναι γνωστή στην Εκκλησία η παράδοση που αναφέρει ότι η Υπεραγία Θεοτόκος, καθώς το σώμα της μεθίστατο στον ουρανό έδωσε στον Απόστολο Θωμά την ζώνη της και εκείνος τη άφησε στις δύο    φτωχές Εβραίες που   είχαν υπηρετήσει την Παναγία και που είχαν λάβει από τη Μητέρα του Θεού ως ευλογία τις εσθήτες της. Η μία εσθήτα  υφαρπάσθη από δύο αξιωματούχους του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λέοντος Α’ και κατετέθη στο ναό των Βλαχερνών. Η ζώνη της Υπεραγίας Θεοτόκου  κατά άλλους μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα χρόνια του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408) και κατά άλλους στην βασιλεία του Ιουστινιανού (περί το 530). Κατατέθηκε στο ναό των Χαλκοπρατείων. Τέλεσε πολλά θαύματα και τμήμα της δωρήθηκε από τον Σέρβο πρίγκηπα Λάζαρο το 1389 στην Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, ενώ ένα άλλο μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Μονή της Κάτω Ξενιάς στον Αλμυρό Μαγνησίας. Η ζώνη αυτή που έσφιξε τα άχραντα σπλάχνα που βάσταξαν τον Δημιουργό του κόσμου προτρέπει όλους τους πιστούς να μιμηθούν την αγνότητα της Υπεραγίας Θεοτόκου, για να γίνονται άξιοι να φέρουν στην καρδιά τους το Χριστό, όπως Εκείνη.
Η Εκκλησία ορίζει αυτή την ημέρα της ανάμνησης του γεγονότος της κατάθεσης της Τιμίας Ζώνης να διαβάζεται ένα απόσπασμα από την προς Εβραίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου, στο οποίο γίνεται λόγος για την σκηνή του μαρτυρίου, στην οποία είχαν τοποθετηθεί όλα τα πνευματικά τιμαλφή και οι αποδείξεις της αγάπης του Θεού για τον λαό του Ισραήλ, όταν τους έσωσε από την Αίγυπτο. Η σκηνή του μαρτυρίου γίνεται ο πρώτος ναός, στον οποίο τελούνται όχι μόνο οι θυσίες για τον εξιλασμό των Ισραηλιτών από τις αμαρτίες τους, αλλά και η μεγάλη ετήσια θυσία στα Άγια των Αγίων από τον Αρχιερέα, μία φορά το χρόνο.  Η σκηνή του Μαρτυρίου, ο χειροποίητος ναός, τα ¨Άγια των Αγίων αποτελούν τύπους της Υπεραγίας Θεοτόκου. Στην ύπαρξή της είναι κατατεθειμένα όλα τα τιμαλφή του κόσμου που άφησε ο Θεός να δοθούν στους ανθρώπους για να έχει νόημα η ζωή τους. Η αγάπη, η ελευθερία, η δίψα για σωτηρία, η αναζήτηση του Θεού, ο αγώνας για νίκη κατά του θανάτου. Στην ύπαρξή της υφίσταται η χάρις της αρετής με την οποία η ίδια προίκισε τον εαυτό της και ο Θεός την καταξίωσε για να παραμένει ταπεινή. Στην ύπαρξή της εισήλθε ο Χριστός ως ο Θεάνθρωπος Αρχιερέας για να προσφέρει ο Ίδιος τον εαυτό του ως θυσία υπέρ των αμαρτημάτων όχι μόνο ενός λαούς, αλλά συμπάσης της ανθρωπότητος.  Και τούτο έγινε άπαξ. Μόνο που την καταξίωσε δια πάντα.
Τιμώντας λοιπόν με την ευκαιρία της εορτής της κατάθεσης της Τιμίας Ζώνης το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, μάς δίδεται η δυνατότητα να θυμηθούμε για μία ακόμη φορά αυτές τις μοναδικές πνευματικές αλήθειες. Την ίδια στιγμή όμως η Εκκλησία μας δίνει την αφορμή να προβληματιστούμε καλώς πάνω στην δύναμη της πνευματικής της παράδοσης. Δεν είναι μόνο ο τρόπος που βλέπει δια των εορτών τα κορυφαία πρόσωπα της πίστης μας, απαντώντας έμπρακτα σε όλους εκείνους τους αιρετικούς, οι οποίοι προσπαθούν, εγκλωβισμένοι στην αυθεντία της Αγίας  Γραφής, που δεν την θέτουν όμως υπό το φως και της παράδοσης της Εκκλησίας, αλλά την απολυτοποιούν αποδεχόμενοι μόνο ό,τι ρητώς αναφέρεται σ’ αυτήν, να περιθωριοποιήσουν το εκκλησιοκεντρικό στοιχείο και να αποθεώσουν τον ατομοκεντρισμό  δια του ορθολογισμού και της ατομικής ερμηνευτικής αυθεντίας και εμπειρίας. Είναι και μία διαχρονική διάσταση που δίδεται και στα πρόσωπα και στα κείμενα και στις συνήθειες της χριστιανικής ζωής, καθιστώντας τα πρόσωπα κλειδιά για την έμπνευσή μας στον αγώνα της σωτηρίας και όχι αφήνοντας τα πάντα σε λέξεις και κείμενα μόνο.
Ο απόστολος Παύλος μας δίνει τη δυνατότητα ενός τέτοιους προβληματισμού, καθώς αναφέρει στην επιστολή του, αφού περιγράψει κάποια από τα τιμαλφή της παράδοσης, το εξής: «περί ων ουκ έστι νυν λέγειν κατά μέρος» (Εβρ. 9,5). Για όλα αυτά δεν είναι ανάγκη τώρα  να μιλήσουμε λεπτομερειακά.  Στην Αγία Γραφή δεν περιγράφονται όλα με λεπτομέρειες. Αφήνονται και κάποια όπως υφίστανται στη μνήμη των ανθρώπων είτε επειδή αλλού στην γραφή έχει γίνει αναφορά σ’ αυτά, είτε επειδή οι άνθρωποι τα ζούνε στην καθημερινότητά τους και δεν χρειάζεται να γίνεται λεπτομερής παρουσίασή τους. Εδώ ακριβώς στηρίζεται και ο τρόπος με τον οποίο η Εκκλησία έζησε και ζει και τις γιορτές και άλλες παραδόσεις της ανά τους αιώνες. Η Εκκλησία δεν στέκεται μόνο στη γραπτή παράδοση (τα βιβλία της Αγίας Γραφής, οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, τα λειτουργικά και πατερικά κείμενα, τα συναξάρια των Αγίων, η υμνογραφία). Έχει ενσωματώσει στη ζωή της και την προφορική παράδοση, τις εμπειρίες των ανθρώπων,  οι οποίες έγιναν γιορτές, κτίσματα, στοιχεία λατρείας και ζωής, έθιμα. Μάλιστα, αυτή η προφορική παράδοση συνήθως προϋπήρξε της γραπτής. Η γραπτή έρχεται να καταγράψει και να ενσωματώσει στην ζωή της Εκκλησίας  αυτό που μεταδίδονταν ως βίωμα και εμπειρία, αφού το ελέγξει για την αυθεντικότητα ως προς την σωτηρία και την αλήθεια.
Η πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας είναι πολυτιμότατη. Πρώτα μας συνδέει με τα πρόσωπα της πίστης, τα οποία δεν ήταν εξαϋλωμένες μορφές. Είχαν σάρκα και οστά και την ίδια στιγμή ακολουθούσαν τις συνήθειες του κόσμου σε ό,τι αφορά την οργάνωση της ζωής, την ενδυμασία,  τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν, τις δυνατότητες κοινωνίας με τους ανθρώπους. Η Παναγία ντυνόταν όπως όλες οι γυναίκες της εποχής της και αυτό το μαρτυρεί και η αγία ζώνη της. Τα πρόσωπα λοιπόν μας δείχνουν πως δεν είναι ο κόσμος ή η ύλη  που μας εμποδίζουν να πλησιάσουμε στο Χριστό, αλλά η διάθεση της καρδιάς μας. Εκεί βρίσκεται το κριτήριο που θα καθορίσει την πνευματική μας πορεία. Δεν ζητά η Εκκλησία δια της ζωής της από τον άνθρωπο να θεωρήσει τον κόσμο κακό και αμαρτωλό, αλλά να αγωνιστεί για τον αγιασμό τόσο τον δικό του όσο και του κόσμου. Αυτό σημαίνει να βγάλει ο άνθρωπος αγάπη για τη ζωή και τον κόσμο, ακόμη κι αν εκείνος δεν είναι όπως τον θέλει.
Την  ίδια στιγμή είναι σπουδαίο να βλέπουμε τις έμψυχες εικόνες του Θεού να αγωνίζονται να Τον οικειωθούν στη ζωή τους. Αυτό δείχνει ότι η χριστιανική ζωή δεν είναι ένα ιδεολόγημα ή ένα φιλοσοφικό κατασκεύασμα ή μία  ξεχωριστή κοσμοθεωρία, αλλά βιώνεται εν προσώποις. Και τα πρόσωπα υπάρχουν για να κοινωνούν μεταξύ τους και με το Θεό. Πρόσωπα γίνονται οι αφετηρίες μίμησης και τα πρότυπά μας. Όχι για να τα αντιγράψουμε, αφήνοντας κατά μέρος το δικό μας στοιχείο, όχι δηλαδή για να χάσουμε την δική μας προσωπική ταυτότητα, αλλά για να μπορέσουμε να έχουμε «αλείπτες», δηλαδή εκείνους που θα μας σπρώξουν με το παράδειγμά τους να αγωνιστούμε κι εμείς. Από εκείνους που θα αντλήσουμε σημεία αναφοράς και θα τα εντάξουμε στις δικές μας δυνατότητες, ζητώντας την ίδια στιγμή τη χάρη του Θεού για να αναπληρώσει τις αδυναμίες μας. Δεν είναι μόνο ηθικά τα παραδείγματα που μας δίδονται. Είναι κυρίως υπαρξιακά. Πώς δηλαδή τα πρόσωπα αγιάστηκαν και έγιναν τέκνα Θεού όντας σε κάθε τομέα της ανθρώπινης ζωής, χωρίς να περιορίζεται η αγιότητα σε ασκητές ή κληρικούς και μοναχούς. 
Παράλληλα, η πνευματική παράδοση της Εκκλησίας  πορεύεται εν χρόνω. Κάθε γιορτή μαρτυρεί την ιστορική συνέχεια της ζωής της Εκκλησίας. Ότι είμαστε σώμα Χριστού που λειτουργεί σε χρονική αλληλουχία. Στέκεται εν χρόνω, καθώς συνδέεται με την Ιστορία και τους ανθρώπους, αλλά και υπερβαίνει το χρόνο, ιδίως με την τέλεση της Θείας Λειτουργίας.  Την ίδια στιγμή νοηματοδοτεί το χρόνο, καθώς κάθε γιορτή γίνεται σημείο αναφοράς του. Έχει την προετοιμασία της, τόσο την πνευματική δια της νηστείας, της μετανοίας, της προσευχής, όσο και τα έθιμα με τα οποία συνδέεται. Έτσι ο χρόνος νοηματοδοτείται μέσα από την πνευματική παράδοση της Εκκλησίας, η οποία τον εξαγιάζει και τον οδηγεί στο Χριστό, ξεκινώντας από το παρελθόν και γινόμενος παρών και μέλλον.
Η πνευματική παράδοση της Εκκλησία δίδει ταυτότητα στα μέλη του σώματος του Χριστού. Και αυτή η ταυτότητα οδηγεί στην αιωνιότητα. Την ίδια στιγμή μπολιάζει την ιστορική μας πορεία όχι με μία φολκλορική απλώς διάσταση, δηλαδή με μία συντήρηση του παρελθόντος ως αντιγραφή και μίμηση τελετουργική, αλλά με έναν γόνιμο διάλογο με το σήμερα και κάθε σήμερα. Μόνο που σ’ αυτόν τον διάλογο ερχόμαστε όχι χωρίς τιμαλφή ως αξιακό υπόβαθρο ή, ακόμη χειρότερα, έχοντας αλλοτριωθεί από τα τιμαλφή άλλων πολιτισμών, αλλά με επίγνωση του ποιοι είμαστε.
Κι εδώ είναι το σημείο κλειδί για την εποχή μας. Έχοντας αποθεώσει τον ατομοκεντρισμό η πραγματικότητα στην οποία ζούμε μας υποβάλλει και μας επιβάλλει να εμμένουμε στην παράδοση είτε ως φολκλόρ είτε ως εμμονή στο γράμμα της. Η εμπειρία της Εκκλησίας όμως ζητά εγχρονισμό της παράδοσης, όχι προσαρμογή της στα δεδομένα του σήμερα και κατ’ επέκτασιν υποχωρήσεις ή αλλοτριώσεις της, αλλά με γνώμονα το πνεύμα της, δυνατότητα συνάντησης, κριτικής και συνύπαρξης με την πραγματικότητα, με γνώμονα την αλήθεια και την σταθερότητα σ’ αυτή αλλά και με πολλή αγάπη για τα πεπτωκότα του κόσμου. Δρόμος αληθινά δύσκολος, γιατί προϋποθέτει έξοδο από την αίσθηση της αυτάρκειας και έναν συντηρητισμό της ασφάλειας που έχουμε μέσα στην Εκκλησία και απόφαση να γίνουμε «τα πάντα τοις πάσι», ακόμα και σε όσα λεπτομερειακώς δεν περιγράφονται!

Κέρκυρα, 31 Αυγούστου 2014