4/18/13

ΧΑΙΡΕ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΤΑΣ ΠΛΟΚΑΣ ΔΙΑΣΠΩΣΑ, ΧΑΙΡΕ ΤΩΝ ΑΛΙΕΩΝ ΤΑΣ ΣΑΓΗΝΑΣ ΠΛΗΡΟΥΣΑ

Η φαντασία είναι μία από τις λειτουργίες του ανθρώπινου νου. Όλοι μας νιώθουμε το νου μας να δημιουργεί «πλοκές», να ακολουθεί λογισμούς, να οργανώνει σκέψεις, ιστορίες, να πιθανολογεί γεγονότα, να προσπαθεί να προλάβει ή να αντικρούσει καταστάσεις, να αγαπήσει, να μισήσει, να συγχωρέσει, να εκδικηθεί. Η φαντασία κάνει τον άνθρωπο να ονειρεύεται, να ελπίζει, να εισέρχεται σε έναν δικό του κόσμο, να δημιουργεί ή να είναι πεζός, χωρίς εμπνεύσεις, χωρίς δυνατότητες να παρηγορηθεί ή να ξεχαστεί ή να δημιουργήσει καινούριους κόσμους.
                Γεμάτος πλοκές είναι ο κόσμος μας. Καυχόμαστε ότι τέτοιες, οργανωμένες, είχαμε από τα αρχαία χρόνια. Όλοι οι λαοί έχουν τους μύθους τους. Τους πιο ξεχωριστούς, οι οποίοι διαμορφώθηκαν μέσα από ένα κλίμα εμβάθυνσης στην ανθρώπινη ψυχή, στις ανάγκες της, στο χαρακτήρα και τους στόχους του, στους φόβους και τις χαρές, φαίνεται πως δημιουργήσαμε οι Έλληνες, ιδίως οι αρχαίοι Αθηναίοι, με την τραγική ποίηση, η οποία είναι υποκείμενο θαυμασμού στην ιστορία της ανθρωπότητας ανά τους αιώνες. Η φαντασία συναντήθηκε με τη φιλοσοφία και την μυθολογία και ολόκληρη η ανθρώπινη υπόσταση μελετιέται μέσα από κείμενο απίστευτης δύναμης και ομορφιάς, αλλά και τραγικότητας, με μοναδικούς συμβολισμούς.
                Απέναντι σ’ αυτόν τον θησαυρό, ασφαλώς θέμα ταλέντου, χαρίσματος, δωρεάς από το Θεό (ας μην λησμονούμε ότι κατά τους πρώτους χριστιανούς Πατέρες και απολογητές στους αρχαίους Έλληνες, όπως και αλλού, υπάρχει ο εν Αγίω Πνεύματι σπερματικός λόγος, τα μηνύματα της σωτηρίας τα οποία δια φωτισμένων ανθρώπων προετοιμάζουν την ανθρωπότητα για τον ερχομό του Χριστού), η Εκκλησία μας αντιτάσσει το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Απέναντι σ’  όλες τις μεγάλες γυναικείες μορφές της αρχαίας «πλοκής», οι οποίες άλλοτε καταξιώνουν το ανθρώπινο μεγαλείο και άλλοτε δείχνουν την τραγικότητα της ύπαρξης, η οποία κινείται ανάμεσα στα όρια της ανάγκης, της μοίρας και της ελευθερίας, η Εκκλησία μας έρχεται να δείξει ένα πρόσωπο το οποίο διασπά τις πλοκές της ανθρώπινης φαντασίας. Γιατί η Παναγία δεν έγινε η Μητέρα του Θεού υποταγμένη στην ανάγκη ή τη μοίρα, ούτε επειδή κάποιος συγγραφέας ή ποιητής τη δημιούργησε, αλλά στο πρόσωπό της διαβλέπουμε από την  μία την μοναδικότητα της ευλογίας του Θεού και από την άλλη το μεγαλείο της ανθρώπινης ελευθερίας η οποία υποτάσσεται εκούσια στην αγάπη, τόσο του Θεού, όσο και για το Θεό και τον συνάνθρωπο.
                Η Παναγία διέσπασε τις πλοκές των Αθηναίων, όπως και κάθε ανθρώπινης φαντασίας. Έδειξε ότι η δύναμη της χάριτος Θεού, όπως επίσης και η αρετή και η πίστη του ανθρώπου στο θέλημα και την αγάπη του Θεού, υπερβαίνουν κάθε φαντασία. Και άνοιξε έναν δρόμο μοναδικό για όλο τον κόσμο. Δείχνει σε μας ότι δεν υπάρχει μοίρα και πεπρωμένο, αλλά η απόφαση του ανθρώπου να πει ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην κλήση του Θεού. Δείχνει ότι δεν υπάρχει ανάγκη μεγαλύτερη από την αγάπη για το Θεό, η οποία χαριτώνει και καταξιώνει τον άνθρωπο, γιατί τον ελευθερώνει από κάθε άλλη ανάγκη, υλική, καταξίωσης, αποδοχής, ακόμη και της ίδιας της ζωής. Δείχνει ότι δεν υπάρχει μέτρο ούτε στην αγάπη του Θεού, αλλά ούτε και στη δυνατότητα του ανθρώπου να κοινωνήσει μαζί Του. Αφού  «ο αχώρητος παντί εχωρήθη εν γαστρί και ο εν κόλποις του Πατρός εναγκαλίζεται από την Μητέρα εν τω κόσμω», η φύση μας μπορεί να υπερβεί τις πεπερασμένες δυνατότητές της, όχι μόνο με τις δικές της δυνάμεις, αλλά με την ενίσχυση από τον ίδιο τον Δημιουργό μας, που παρεμβαίνει όχι απλώς ως «από μηχανής θεός», όπως στην αρχαία τραγωδία, για να αποκαταστήσει την τάξη ή να γλιτώσει από τις περιστάσεις της ζωής τον ευσεβή άνθρωπο, αλλά για να δώσει νέα πορεία υπέρβασης του θανάτου στον καθένα, ακόμη κι αν δεν πιστεύει σ’ Αυτόν.
                Είναι μυστήριο αληθινό το πρόσωπο της Παναγίας. Και ως απόδειξη αυτού του μυστηρίου έρχεται η σαγήνη των αλιέων, των μαθητών του Χριστού, που από αλιείς ιχθύων κατεστάθησαν μέσα από την ίδια σχέση με το Χριστό που βίωσε η Παναγία αλιείς ανθρώπων. Κι αυτοί δια της ελευθερίας τους διέσπασαν την πλοκή της μοίρας, την πλοκή της ανάγκης, την πλοκή των πεπερασμένων ορίων της ανθρώπινης φύσης και γέμισαν τις σαγήνες τους όχι με ιχθύες, με υλικά στοιχεία, τα οποία βοηθούν στην επιβίωση, αλλά με ανθρώπινες υπάρξεις, οι οποίες κοντά τους βρήκαν το μήνυμα και την αλήθεια του Ευαγγελίου, όχι ως αποτέλεσμα φαντασίας,  αλλά ως την μοναδική οδό που στοχεύει στην ουσία της ζωής, που είναι ο αγιασμός και η σωτηρία, η μοναδική οδός υπέρβασης των δεδομένων του κόσμου μας. Οι αλιείς συνδέονται ακόμη με την Παναγία για τον λόγο ότι και εκείνη  παρέμεινε κοντά τους, τους ενίσχυσε με την προσευχή και την κοινωνία μαζί τους και αποτελούσε συνεχή πηγή της έμπνευσης γι’ αυτούς, τόσο όσο ήταν εν ζωή, όσο και όταν μετέστη προς την Ζωή.
                Υποφέρουμε οι άνθρωποι από την δέσμευσή μας στις πλοκές της μοίρας, της ανάγκης, των πεπερασμένων ορίων μας και προσπαθούμε ενίοτε δια της φαντασίας, άλλοτε δια της επιστήμης και του ορθολογισμού, αλλά πάντως μάταια να βρούμε μόνοι μας απαντήσεις που θα μας παρηγορήσουν ή θα μας βοηθήσουν να ζήσουμε τη ζωή μας. Η Υπεραγία Θεοτόκος διασπά αυτές τις πλοκές γιατί μας δείχνει ότι η σχέση με το Χριστό δεν είναι απλώς μία ακόμη παρηγοριά, αλλά είναι ο τρόπος της όντως ζωής. Και γι’ αυτό η Εκκλησία μας προβάλλει το πρόσωπό της. Και για να μας δείξει ότι δεν μπορούμε να ευτελίζουμε το Ευαγγέλιο καθηλώνοντάς το σε μια νοοτροπία παρηγοριάς μπροστά στο αναπόφευκτο της μοίρας, στον συνήθως ανεκπλήρωτο στόχο κάλυψης αναγκών, υλικών και ψυχολογικών ή στο σκληρό ερώτημα του θανάτου και της ζωής μετά από αυτόν, αλλά και για να μας τονίσει ότι με τη βοήθειά της και την μίμηση του παραδείγματός της μπορούμε να θεωθούμε κατά χάριν και να γευτούμε την κοινωνία της πίστης, της ελπίδας, της αγάπης με τον Ποιητή και Λυτρωτή μας, Χριστόν τον Κύριον. Είναι επιλογή μας το αν διασπάσουμε τις κάθε λογής πλοκές  εν τη Εκκλησία, τόσο σε προσωπικό όσο και συλλογικό επίπεδο και αν θα ξεκινήσουμε να κάνουμε μέσα από την πίστη την αληθινή υπέρβαση ή αν θα συνεχίσουμε να αναζητούμε υποκατάστατα παρηγοριάς στους μύθους του παρελθόντος αλλά και της εποχής μας.
Κέρκυρα, 19 Απριλίου 2013