
Το «ήρξαντο από μιάς παραιτείσθαι πάντες» της παραβολής γεννά προβληματισμούς. Συνήθως οι άνθρωποι παραιτούμαστε από ό,τι μας κουράζει, από ό,τι δεν μπορούμε να κατορθώσουμε, από ό,τι μας κάνει να συγκρουόμαστε με τους συνανθρώπους μας και δεν αντέχουμε να συνεχίσουμε να το παλεύουμε. Στην περίπτωση του δείπνου δεν ισχύει τίποτε από αυτά. Οι κεκλημένοι δεν έχουν κουραστεί από την συμμετοχή τους στο δείπνο του συγκεκριμένου οικοδεσπότη. Δεν απαιτούνταν κάποιος ιδιαίτερος κόπος για να συμμετάσχουν σ’ αυτό. Δεν θα ήταν αφορμή για καμία σύγκρουση με τον πλησίον η αποδοχή της πρόσκλησης και η μετοχή στο δείπνο. Ούτε καν οι προτεραιότητές τους ήταν αρκετές για να δικαιολογήσουν την άρνησή τους. Θα μπορούσαν να αφήσουν για λίγο τα έργα τους και να αποδεχτούν την πρόσκληση του οικοδεσπότη. Η στάση τους να μην εμφανιστούν οι ίδιοι ενώπιόν Του και να Τον ενημερώσουν για την επιθυμία τους να μην συμμετάσχουν στο δείπνο μαρτυρεί κάτι άλλο. Την έλλειψη διάθεσης να έχουν κοινωνία μαζί Του. Δεν θέλουν να μετάσχουν στο τραπέζι Του. Δεν Τον θεωρούν σημαντικό πρόσωπο για τη ζωή τους. Γιατί να θυσιάσουν τις δικές τους προτεραιότητες, το πρόγραμμά τους, τις δικές τους σχέσεις για να συμμετάσχουν σ’ ένα δείπνο που το παρέχει ένας οικοδεσπότης, ο οποίος δεν λέει τίποτε τελικά στην ψυχή τους;
Στη ζωή μας έρχονται στιγμές που καλούμαστε να λάβουμε αποφάσεις, οι οποίες δείχνουν τη διάθεση της καρδιάς μας τόσο έναντι του Θεού όσο και έναντι των συνανθρώπων μας. Η απάντηση στην πρόσκληση της Εκκλησίας πηγάζει από την υπαρξιακή μας κατάσταση. Κι αυτό δεν το συνειδητοποιούμε. Η κούραση, οι μέριμνες, οι εγκόσμιες χαρές, η δύναμη των αισθήσεων είναι στοιχεία του εαυτού μας που δείχνουν ποια θέση παίρνουμε στο ερώτημα τι είναι για μας ο Θεός. Αν είναι για μας η Ζωή μας και ζητούμε την Χαρά κοντά Του, τότε δεν υπάρχει δίλημμα για την συμμετοχή μας στο δείπνο. Αν είναι όμως κάποιος που γνωρίζουμε, αλλά δεν νιώθουμε ότι έχει τόση αξία για τη ζωή μας η πρόσκλησή του και η παρουσία μας κοντά Του, αλλά πρυτανεύουν άλλες προτεραιότητες και εμείς «από μιάς» παραιτούμαστε. Και η ίδια στάση φαίνεται από τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τους συνανθρώπους μας. Αν είναι για μας αδιάφορη η παρουσία τους, θα βρούμε δικαιολογία για να αρνηθούμε τη σχέση μας μαζί τους. Θα προσπεράσουμε την δική τους δίψα για κοινωνία και αγάπη μαζί μας και θα κάνουμε τις επιλογές μας.
Η Εκκλησία στον κόσμο που δείχνει με πολλούς τρόπους την άρνησή του να θεωρήσει το Θεό σημαντικό για τη ζωή του, θα εξακολουθεί να υπενθυμίζει με την τέλεση της θείας Ευχαριστίας αυτό που η ίδια είναι. Το δείπνο της Βασιλείας. Και θα γνωρίζει ότι το τραπέζι ουδέποτε θα είναι άδειο. Γιατί ο Θεός θα φροντίζει να γεμίζει με όλους εκείνους που θα μπορούν να εκτιμήσουν τελικά την πρόσκληση και την αγάπη Του. Ας κρίνουμε αν αξίζει η παραίτησή μας από αυτή την αγάπη και η υιοθέτηση του εγωκεντρισμού ως στάσης ζωής τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό και πολιτιστικό επίπεδο αξίζει να στερηθούμε την Χαρά και την όντως Ζωή που είναι και δίνει ο Χριστός.