6/14/12

ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ



Η έννοια της συνείδησης αποτελεί έννοια-κλειδί για την ανθρώπινη ύπαρξη. Η επιστήμη θεωρεί ότι η συνείδηση έχει να κάνει με την αυτεπίγνωση, δηλαδή την βεβαιότητα του ανθρώπου ότι υπάρχει ως ξεχωριστή ύπαρξη, όπως επίσης και ότι είναι έτερος, διαφορετικός σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Παράλληλα, η συνείδηση λειτουργεί ως ένας κρίκος που συνδέει τον άνθρωπο με την κοινωνία, γιατί κάνει τον άνθρωπο να εσωτερικεύει, συνειδητά ή ασυνείδητα, τις κοινωνικές επιταγές για το τι είναι ορθό και τι όχι, αλλά και να διαμορφώνει την συμπεριφορά του απέναντι στους άλλους ή απέναντι στο νόμο, σύμφωνα ή αντίθετα μ’ αυτές. Θα λέγαμε ότι η συνείδηση αποτελεί το ψυχικό υπόστρωμα που μαρτυρεί ότι ο ανθρώπινος νους, ο εγκέφαλος του ανθρώπου, λειτουργεί τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, καθιστώντας τον άνθρωπο λιγότερο ή περισσότερο ικανό να υπάρχει.
Για την πίστη η συνείδηση αποτελεί το σημείο εκείνο της ύπαρξης, που, εκτός των όσων αποτυπώθηκαν παραπάνω, μαρτυρεί την εγγραφή του νόμου του Θεού, του θελήματος του Θεού εντός του ανθρώπου. Και επειδή κάθε άνθρωπος υπάρχει κατ’ εικόνα Θεού, η συνείδηση δεν είναι προσόν και προνόμιο μόνο εκείνων που πιστεύουν στον αληθινό Θεό, αλλά ευλογία και δωρεά για τους πάντες. Έτσι εξηγείται η έμφυτη τάση των ανθρώπων να γνωρίζουν τι είναι καλό και τι είναι κακό στη ζωή τους, ακόμη κι αν δεν το πράττουν. Έτσι εξηγείται η αναζήτηση του Θεού, ακόμη κι αν Τον απορρίπτουν. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις τελευταίες επιστημονικές έρευνες, υπάρχει το λεγόμενο «θρησκευτικό γονίδιο» στο ανθρώπινο DNA. Και γι’ αυτό το λόγο, ακόμη κι αν υπήρξαν και υπάρχουν και θα υπάρχουν άνθρωποι που δεν γνώρισαν τον αληθινό Θεό, εντούτοις θα υπάρχει κριτήριο για την σωτηρία τους, για την αιώνια δηλαδή σχέση τους μαζί Του. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τον νόμο της συνείδησης.
Ο απόστολος Παύλος γράφει στους Ρωμαίους τα εξής: «Όσο για τα άλλα έθνη, που δεν γνωρίζουν τον νόμο, πολλές φορές κάνουν από μόνα τους αυτό που απαιτεί ο νόμος. Αυτό δείχνει πως, αν και δεν τους δόθηκε ο νόμος, μέσα τους υπάρχει νόμος. Η διαγωγή τους φανερώνει πως οι εντολές του νόμου είναι γραμμένες στις καρδιές τους. Και σ’ αυτό συμφωνεί και η συνείδησή τους και οι λογισμοί που αναπτύσσονται μέσα της, οι οποίοι τους κατηγορούν ή τους επαινούν, ανάλογα με τη διαγωγή τους. Και όλα αυτά θα γίνουν την ημέρα που ο Θεός θα κρίνει δια του Ιησού Χριστού τις κρυφές σκέψεις και έργα των ανθρώπων, όπως λέει το ευαγγέλιό μου» (Ρωμ. 2, 14-16). Μ’ αυτά τα συγκλονιστικά λόγια ο απόστολος μας δείχνει ότι εντός της συνείδησής μας υπάρχουν και αναπτύσσονται οι λογισμοί, οι οποίοι μας επαινούν ή μας κατηγορούν, ανάλογα με την διαγωγή μας. Και αυτός ο έπαινος ή η αυτή η κατηγορία θα αποτυπωθούν οριστικά και αμετάκλητα την ημέρα της κρίσεως, όταν θα επισυμβεί η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, οπότε και η ίδια η συνείδησή μας και οι λογισμοί τους θα μας κρίνουν και θα μας οδηγήσουν κοντά ή μακριά από τον Θεό.
Τι σημαίνει όμως ότι υπάρχουν στη συνείδησή μας λογισμοί που επαινούν ή κατηγορούν;
Λογισμός σημαίνει σκέψη η οποία προγραμματίζει τη ζωή του ανθρώπου προς την επιθυμία, το συναίσθημα, την πράξη. Ταυτόχρονα, ο λογισμός έχει μέσα του το στοιχείο της ίδιας της συνείδησης που μαρτυρεί το ορθό ή το λανθασμένο, το σύμφωνο ή το ενάντιο στο θέλημα του Θεού και αποτελεί την ανταπόδοση από και στον άνθρωπο του δώρου του Θεού που είναι η συνείδηση. Την συνείδηση την λάβαμε από το Θεό ως ευλογία και στοιχείο του κατ’ εικόνα Του. Ο λογισμός αποτελεί την δική μας συνεισφορά, την δική μας δημιουργία, τον δικό μας τρόπο με τον οποίο αξιοποιούμε εν τη ελευθερία μας την συνείδηση. Λογισμούς γεννά η συνείδηση, αλλά γεννάμε κι εμείς ως άνθρωποι. Δια των λογισμών συζητούμε με την συνείδησή μας, δηλαδή με τον νόμο του Θεού. Οι λογισμοί μας μπορεί να είναι επηρεασμένοι από την συνείδησή μας, μπορεί όμως να είναι και ανεξάρτητοι από αυτήν.
Παράλληλα, λογισμούς σπέρνουν στον άνθρωπο και οι εξωτερικοί παράγοντες. Ο διάβολος και ο κόσμος. Ο διάβολος αποσκοπεί δια των λογισμών να φιμώσει τη συνείδηση. Να οδηγήσει τον άνθρωπο στην απομάκρυνση από το Θεό και στην θεοποίηση του ιδίου θελήματος. Κατασκευάζει δηλαδή ο άνθρωπο, τη συνεργεία του διαβόλου, μία δεύτερη συνείδηση, η οποία απορρίπτει την πρώτη, αυτή που του δόθηκε από το Θεό και χτίζει τον δικό της νόμο, το δικό της θέλημα. Όμως αυτή η συνείδηση , επειδή δεν είναι η αυθεντική, στην ουσία δεν μπορεί να δώσει οντολογικό περιεχόμενο στον άνθρωπο, αλλά λειτουργεί ως ιός, χτίζοντας ένα πλασματικό κόσμο και οδηγώντας τελικά τον άνθρωπο στην πνευματική καταστροφή, στην απώλεια της αιωνιότητας. Στην ουσία το χτίσιμο αυτής της δεύτερης συνείδησης δεν είναι άλλο από τον παλαιό άνθρωπο, ο οποίος ενυπάρχει εντός μας και συγκρούεται με την δοθείσα από το Θεό συνείδηση, γεννώντας είτε τον διχασμό είτε την υποδούλωση του ανθρώπου ή δημιουργώντας προσκόμματα στον αγώνα του καθενός μας να ζήσει κατά Θεόν, δηλαδή να ενεργοποιήσει τον νέο άνθρωπο τον οποίο ενδύθηκε την ώρα του Βαπτίσματος.
Ανάλογη είναι και η λειτουργία του κόσμου, ο οποίος κείται εν τω πονηρώ. Μέσα από τον πολιτισμό, τις βιοτικές μέριμνες, την γνώση, τις αξίες που προβάλλει, όταν όλα αυτά ή κάποια από αυτά, αντίκεινται στην κατά Θεόν δοθείσα συνείδηση, σπέρνονται λογισμοί που συμβάλλουν στην κατασκευή και την στερέωση της δεύτερης συνείδησης, του παλαιού ανθρώπου, καθιστώντας την κατά Θεό πρόοδο διαδικασία που φαίνεται δύσκολη έως αδύνατη. Γιατί ο κόσμος έχει και ένα άλλο πλεονέκτημα. Την αμεσότητα της ευτυχίας. Το εδώ και τώρα, κάτι που η σχέση του ανθρώπου με το Θεό δεν το εξασφαλίζει άμεσα, διότι προϋποθέτει κόπο και αγώνα, εναντίον των λογισμών και της δεύτερης συνείδησης. Και οι άνθρωποι εύκολα απορρίπτουμε τον πνευματικό κόπο, όχι μόνο διότι αμφιβάλλουμε ή έχουμε εσφαλμένη αντίληψη περί του Θεού, αλλά και γιατί τόσο το γέμισμα του χρόνου μας με τις κοσμικές λειτουργίες, με κόμβο τους ιδρώτες της επιβίωσης και του χτισίματος των σχέσεων με τους άλλους δεν αφήνουν πολλά χρονικά περιθώρια να ακούσουμε την φωνή του Θεού εντός μας.
Δεν είναι όμως ακατόρθωτος ο εντοπισμός αυτής της φωνής. Χρειάζεται βέβαια την κατά Θεόν παιδεία, την νήψη, αλλά και την εμπιστοσύνη στην παρουσία και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Και τα τρία αυτά στοιχεία αποτυπώνονται στη ζωή της Εκκλησίας. Η κατά Θεόν παιδεία έχει να κάνει με την γνώση του Ευαγγελίου, τόσο την θεωρητική, όσο και την πρακτική. Γνώση σημαίνει σπουδή, μελέτη και προβληματισμό πάνω στο Λόγο του Θεού. Έχει να κάνει με την συνεχή ανακαίνιση της ανθρώπινης συνείδησης δια των μυστηρίων και της λατρείας του Θεού. Η νήψη έχει να κάνει με την απόφασή μας για ενεργοποίηση της συνείδησής μας και για αγώνα για έλεγχο των λογισμών μας, ποιοι είναι κατά Θεόν και ποιοι σπέρνονται μέσα μας από τον διάβολο και τον κόσμο. Για να επιτευχθεί αυτή η εγρήγορση χρειάζεται «νηστεία, αγρυπνία, προσευχή», δηλαδή ο ασκητικός δρόμος και τρόπος. Στην κοσμική πραγματικότητα η νηστεία έγκειται στην μη υποταγή μας στις επιθυμίες. Η αγρυπνία έγκειται στην απόφασή μας να αγωνιστούμε εναντίον οποιασδήποτε κίνησης και οποιουδήποτε λογισμού που καταλαβαίνουμε άμεσα ή σε βάθος χρόνου ότι μας χωρίζει από το Θεό. Και η προσευχή αποτελεί την φωνή της καρδιάς μας προς το Θεό να μην μας εγκαταλείψει, αλλά να είναι «μεθ’ ημών». Όλα αυτά μαρτυρούν και ότι τελικά εμπιστευόμαστε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος στη ζωή μας, έχοντας ως πρότυπά μας τους αγίους της πίστης μας, οι οποίοι, πριν από εμάς ή και παράλληλα με εμάς, καθάρισαν τον εαυτό τους, με την συνέργεια του Αγίου Πνεύματος, απομακρύνοντας την κρούστα της δεύτερης συνείδησης και γνωρίζοντας τελικά τι θέλει ο Θεός από τον άνθρωπο. Και η χάρις του Αγίου Πνεύματος ουδόλως μας εγκαταλείπει, εάν την αναζητούμε.
Στον ταλαίπωρο κόσμο μας, στον κόσμο της κρίσης, αγνοούμε ότι κάθε στιγμή της ύπαρξής μας επισυμβαίνει αυτός ο αγώνας να μην αφήσουμε την δεύτερη, την πλαστή, την ιοβόλα συνείδηση, δια των λογισμών της, να μας νικήσει. Ο πνευματικός μας αγώνας έγκειται να διατηρήσουμε τη χάρη του βαπτίσματός μας ως επανεύρεση της από το Θεό δοθείσας συνείδησής μας, η οποία, είναι βέβαιο ότι έτσι κι αλλιώς θα μας κρίνει τελικά εν τη εσχάτη ημέρα. Ας μην αφεθούμε λοιπόν στην καταδίκη, χάριν του πρόσκαιρου και του ψεύτικου, το οποίο γεννά πλήθος ψυχικών και πνευματικών προβλημάτων, τα οποία δεν μπορούν εκτός της πνευματικής ζωής να αντιμετωπιστούν ριζικά.

Κέρκυρα, 17 Ιουνίου 2012