11/5/24

Η ΚΑΡΔΙΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑ


«Και τι εστί καρδία ελεήμων; να καίγεται η καρδιά σου για όλη την κτίση, για τους ανθρώπους, για τα πουλιά και τα ζώα και τους δαίμονες και για κάθε κτίσμα»
(Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)

Τα τραγούδια που ακούνε οι μεγαλύτερες γενιές μιλούνε για αγάπη, συνήθως ανεκπλήρωτη στα πλαίσια του έρωτα. Τα τραγούδια που ακούνε οι νεώτερες γενιές μιλούνε για χρήμα, για δύναμη, υποτιμούν τη γυναίκα, εντοπίζουν το κλειδί του νοήματος της ζωής στο «εγώ». Η συγχώρηση είναι μια ξεχασμένη λέξη, μια ξεχασμένη έννοια στους καιρούς μας, αφού η καρδιά μοιάζει πληγωμένη, γιατί δεν ικανοποιούνται τα «θέλω» της. Η συγχώρηση, άλλωστε, δεν συνδέεται εύκολα με την αγάπη, αφού όταν αγαπάς, περιμένεις ανταπόδοση, αναγνώριση, αμοιβαιότητα. Πώς να αντέξεις να αγαπάς, όταν η πόρτα του άλλου είναι κλειστή, όταν η δική του καρδιά δεν ανταποκρίνεται, όταν η σχέση γίνεται χρήση;

Δύο μοιάζουν οι λόγοι που οδηγούν στους δρόμους αυτούς. Ο ένας έχει να κάνει με τη θεώρηση της πίστης ως άχρηστης κατάστασης σε έναν κόσμο όπου η επιστήμη τείνει να δώσει απαντήσεις σε όλα ή ως χρήσιμης, μόνο με την έννοια της ηθικότητας ή της μεταφυσικής κατοχύρωσης, όπως μια παράδοση αφήνει να διαφανεί. Μας χρειάζονται κάποιοι κανόνες, ώστε να μη γινόμαστε ζούγκλα. Μας χρειάζεται μια ελπίδα για μετά τον θάνατο. Μας χρειάζεται ένας Θεός που θα ανταποδώσει τα καλά μας και θα τιμωρήσει όσους δεν ακολουθούν τις εντολές Του, για να δικαιωθούμε εμείς. Μας χρειάζεται ένας Θεός που θα μας περιμένει στην άλλη ζωή, ώστε ο κόπος μας στον παρόντα χρόνο να μην πάει χαμένος. Κι έτσι, όσοι έχουν αποφασίσει ότι η πίστη δεν έχει νόημα σε έναν καιρό και σε έναν κόσμο, όπου όλα εξηγούνται και όλα κείνται στην προοπτική της απόλαυσης και του δικαιώματος, ακόμη κι αν υπάρχουν ανισότητες, έρχονται να συναντήσουν εκείνους που λειτουργούν στην προοπτική του Θεού «δούναι και λαβείν».

Ο ασκητικός λόγος όμως δείχνει μιαν άλλη πορεία. Αγάπη είναι η σπλαχνική καρδιά, αυτή που ελεεί. Αυτή που δίνει, χωρίς να τη νοιάζει αν θα πάρει. Αυτή που πονά για όλη τη κτίση, καθώς την αναγνωρίζει ως δημιούργημα του Θεού. Κι αν αγαπάς τον Θεό που δημιούργησε εσένα, μπορείς να μην αγαπάς, να μην πονάς, να μην δίνεσαι σε όσα Εκείνος δημιούργησε και για σένα και για όλους; Άνθρωποι, πουλιά, ζώα θέλουν την έγνοια σου. Θέλουν το μοίρασμα από το περίσσευμα ή το υστέρημά σου. Θέλουν πρωτίστως τη συγχώρησή σου για ό,τι δεν είναι. Θέλουν την προσευχή σου, για ό,τι μπορεί να γίνουν. Ακόμη και οι δαίμονες, οι πιο δυστυχισμένες από επιλογή τους υπάρξεις του κτιστού κόσμου, θέλουν τη συγχώρησή σου, γιατί δεν νιώθουν παιδιά του Θεού. Κι επειδή δύσκολα κάποιος από μας μπορεί να φτάσει σ’  αυτήν την ελεήμονα καρδιά, ας έχει επίγνωση ότι κληθήκαμε να προσπαθήσουμε κι ότι δεν είμαστε μόνοι μας στον δρόμο αυτό.

Η Εκκλησία δεν είναι για να ρίχνει στην πυρά. Είναι για να αφυπνίζει, σε έναν κόσμο στον οποίο το «εγώ και μόνο εγώ» θριαμβεύει, ότι το νόημα βρίσκεται στην καρδιά, αυτή που έχει πάρει την απόφαση να παλέψει ακόμη και εναντίον της μοναξιάς που νιώθει όποιος πορεύεται αγαπώντας. Δρόμος που εναποθέτει κάθε δικαίωμα μπροστά στο να είμαστε και να βλέπουμε ανθρώπους και κόσμο ως δώρα Θεού.   

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 6 Νοεμβρίου 2024

11/2/24

Ο ΤΡΙΤΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ


«Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ»
(Β’ Κορ. 12,2)

«έρω ἕναν ἄνθρωπο πιστό, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια ἀνυψώθηκε μέχρι καὶ τὸν τρίτο οὐρανὸ -δὲν ξέρω ἂν ἦταν μὲ τὸ σῶμα του ἢ χωρὶς τὸ σῶμα, αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸ ξέρει». 

            Το όνειρο του χριστιανού είναι η ζωή μετά τη ζωή, η υπέρβαση του θανάτου.  Για όσους πιστεύουμε, η ανάσταση των νεκρών είναι η μόνη αυθεντική παρηγοριά για το γεγονός ότι το σώμα μας θα ταφεί. Για τον φόβο του τι θα γίνει με τον εαυτό μας, όταν έρθει η ώρα της εξόδου μας από αυτή τη ζωή. Και η προσδοκία του Παραδείσου, του «τρίτου ουρανού», όπως μας βεβαιώνει ο απόστολος Παύλος, γράφοντας την δεύτερη επιστολή του προς τους Κορινθίους, είναι η ελπίδα μας ότι υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα, στην οποία «ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος».

            Ο τρίτος ουρανός, ο Παράδεισος, αποτυπώνεται από τον απόστολο με έναν τρόπο ταπείνωσης. Δεν αναφέρει ότι ήταν ο ίδιος αυτός που ηρπάγη εκεί, αλλά κάποιος χριστιανός, πιστός, οικείος του. Δεν θέλει να προσδιορίσει αν η αρπαγή αυτή έγινε εν σώματι ή εκτός του σώματος. Δεν είναι ότι δεν γνωρίζει. Νιώθει όμως ότι οι δικές του αισθήσεις δεν αρκούν για να τις εμπιστευθεί. Ό,τι έχει να κάνει με τον Θεό ξεπερνά τα δεδομένα της δικής μας κατανόησης και δεν μπορεί να ιδωθεί και να περιγραφεί με την αυτάρκεια του ανθρώπινου λόγου. Γι’ αυτό και το βίωμα, το οποίο ο απόστολος μοιράζεται με τους χριστιανούς, στην πραγματικότητα μάς δείχνει ότι ο τρόπος της γνώσης, της εμπειρίας, της μετοχής στον Θεό και στα μυστήριά Του είναι προσωπικό βίωμα, όχι μη εκκλησιαστικό, διότι τότε δεν θα μπορούσε κανείς να διεκδικήσει ότι είναι αυθεντικό, καθώς μόνο η Εκκλησία το αποδέχεται ή το απορρίπτει, και στην περίπτωση του αποστόλου Παύλου το αποδέχτηκε και το αποδέχεται, αλλά έχει να κάνει και με τον τρόπο που ο Θεός αποκρίνεται στην επιθυμία του ανθρώπου να είναι παιδί του.

            Ο τρίτος ουρανός μπορεί για τους άπιστους και τους άθεους και τους αδιάφορους να είναι μία φενάκη. Για όσους πιστεύουμε  όμως είναι η κοινωνία με το πρόσωπο του Χριστού, το φως, τη χαρά, αλλά και μία συνεχής αναγνώριση και ευγνωμοσύνη για το ότι «ο υψηλός Θεός επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος βουλόμενος ελκύσαι προς το ύψος Του» όσους από τους ανθρώπους θέλουν να είναι μαζί Του. Το πώς αυτό θα γίνει πραγματικότητα, αρχικά εν ψυχή και μετά την Δευτέρα Παρουσία και εν σώματι, δηλαδή με τον άνθρωπο ακέραιο, μόνο ο Θεός το γνωρίζει. Είναι το μυστήριο, το θαυμαστό του Θεού. Αν έχει κάποιος εμπιστοσύνη στον Θεό και το θέλημά του, τότε θα αφήσει κατά μέρος όποιον δισταγμό, όποιαν αμφιβολία, όποιον φόβο και θα προχωρήσει στην χαρά του Κυρίου.

            Ο τρίτος ουρανός έχει ως προϋπόθεση την αγάπη. Έχει ως προϋπόθεση την μετάνοια. Την ταπείνωση. Την εκζήτηση του ελέους του Θεού.  Ξεκινά από αυτήν την ζωή, στην κοινωνία με τον Θεό και τον συνάνθρωπο στην Εκκλησία. Από το Ευαγγέλιο και την τήρηση των εντολών του Θεού. Από την πορεία στη ζωή χωρίς απαιτήσεις και φωνές και παράπονα και θορύβους, με υπομονή, θυσία και προσφορά. Γιατί ο τρίτος ουρανός δεν είναι κάτι διαφορετικό από την αγάπη, αλλά η βίωσή της στον έσχατο βαθμό, που μόνο η παρουσία του Χριστού μπορεί να μας δώσει. Η απλότητα στην καρδιά, η απόφαση να μην ζητούμε αλλά να δεχόμαστε σταυρούς και αναστάσεις, η προσευχή, ο αγώνας για επίγνωση και μετάνοια αφήνουν στον Θεό τον τελευταίο λόγο. Κι Εκείνος γνωρίζει πότε, πώς, για πόσο και πόσο θα μας δώσει σ’ αυτήν τη ζωή, και τι θα μας αφήσει να προσμένουμε στην αιωνιότητα. Κι αν Τον εμπιστευτούμε, θα ζήσουμε, όπως οι άγιοι, την χάρη και τη χαρά. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

3 Νοεμβρίου 2024

Κυριακή Ε’ Λουκά

10/29/24

ΣΙΩΠΩ ‘Η ΜΙΛΩ;


«Η σιωπή είναι μυστήριο του μέλλοντος αιώνος. Οι λόγοι είναι όργανο του κόσμου τούτου»
(Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)

Δεν μας είναι εύκολο πάντοτε να μιλούμε. Ιδίως όταν χρειάζεται να επισημάνουμε σημεία της συμπεριφοράς του άλλου, με τον οποίο σχετιζόμαστε, εκεί φοβόμαστε την άρνηση, τη σύγκρουση, τη διάσπαση. Δεν αντέχουμε να βλέπουμε τον άλλο να είναι θυμωμένος μαζί μας. Δεν αντέχουμε να τον βλέπουμε να αρνείται τον λόγο μας. Να θεωρεί πως ό,τι λέμε είναι κατασκευασμένο από τη φαντασία μας, ότι τον αδικούμε, ότι δεν βλέπουμε τι συμβαίνει γύρω μας και είμαστε έτοιμοι να φορτώσουμε σε εκείνον κατηγορίες που αρμόζουν σε άλλους ή που δεν είναι, τελικά, τόσο σημαντικές. Έτσι, προτιμούμε τη σιωπή. Προτιμούμε την ησυχία μας. Μπορεί μέσα μας να «βράζουμε». Ωστόσο, δεν θέλουμε να αναλάβουμε το κόστος του λόγου.

Αυτό συμβαίνει στις σχέσεις του ζευγαριού. Νιώθουμε ότι αν ο άλλος ακούσει από εμάς τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα αναφορικά με τον χαρακτήρα του, τη συμπεριφορά του, τις πράξεις ή, κυρίως, τις παραλείψεις του, τότε θα γκρεμιστούν οι γέφυρες της αγάπης και η σχέση μας θα κλονιστεί. Ακόμη κι αν η συμπεριφορά είναι εντελώς απορριπτέα, όπως σε περιπτώσεις βίας, είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε δικαιολογίες, γιατί δεν θέλουμε να μείνουμε μόνοι μας. Το ίδιο συμβαίνει και με τα παιδιά. Δεν θέλουμε να χαλάσουμε σ’ αυτά το χατίρι, να τα στενοχωρήσουμε. Έτσι, είναι σύνηθες να αποφεύγουμε τον έλεγχο ή να λάβουμε κάποιες αποφάσεις γι’ αυτά  ως ενήλικες που είμαστε, μόνο και μόνο για να μη χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε το σκοτεινιασμένο πρόσωπό τους.

Ο ασκητικός λόγος αναφέρεται στη σιωπή ως μυστήριο του μέλλοντος αιώνος. Εκεί, η ψυχή μας και, όταν θα ξαναέρθει ο Χριστός, η σύνολη ύπαρξή μας δεν θα χρειάζεται να μιλά για να πείσει, για να αποδείξει, για να εκδηλώσει συναισθήματα, αφού όλα θα είναι στη διαφάνεια του φωτός, της κοινωνίας της αγάπης, όπου η θέα του προσώπου του Χριστού, των Αγίων, των άλλων ανθρώπων θα είναι αρκετή για να νιώθουμε την πληρότητα της κοινωνίας. Κάθε λόγος θα είναι περιττός τότε, καθώς δεν θα έχει να προσθέσει κάτι στη χαρά την οποία θα ζούμε. Όμως ο ίδιος ασκητικός λόγος μάς υπενθυμίζει ότι στον κόσμο τούτο οι λόγοι είναι απαραίτητοι. δείχνουν πορεία ζωής. Εκφράζουν συναισθήματα. Εκφράζουν προβληματισμούς. Μπορούν να ανοίξουν δρόμους αλήθειας, αρκεί να υπάρχει η αγάπη.

Μιλάμε με αγάπη και αγάπη; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα, το οποίο χρειάζεται να μας απασχολεί. Σε όλες τις πτυχές της ζωής μας, στην οικογένεια, στην παρέα, στην εργασία, στην ηρεμία, στη σχέση με τον εαυτό μας, μιλάμε επειδή αγαπάμε; Είναι τα λόγια μας καρπός αυτής της αγάπης που νοιάζεται για την αλήθεια; Είναι μπολιασμένα με τη διάκριση του να μην κρύψεις το πραγματικό, αλλά και να μην εξουθενώσεις αυτόν που δεν μπορεί να το ζήσει; Πείθουμε ότι αγαπάμε με όσα λέμε και όσα πράττουμε; Διότι και οι πράξεις λόγος είναι, κάποτε και πιο αυθεντικός.

Η λογοδιάρροια των καιρών μας αποπνέει συχνά την τάση της αυτοδικαίωσης. Δυσκολευόμαστε να βρούμε αγάπη. Μόνο εξουσία και εγωκεντρισμό αποπνέουν οι κραυγές που ακούγονται και γράφονται. Λείπουν η σεμνότητα και η ευγένεια. Κυρίως όμως λείπει η φανέρωση μιας καρδιάς που θέλει να νιώσει τον άλλον, όχι για να τον αφήσει στο ψέμα του, αλλά για να του δώσει την ευκαιρία να βγει στην αλήθεια. Πάντως, το να προτιμούμε τον συμβιβασμό της σιωπής δεν είναι λύση. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

            στο φύλλο της Τετάρτης 30 Οκτωβρίου 2024

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, "ΓΡΙΦΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ"


Με συγκίνηση διαβάσαμε ένα από τα τελευταία βιβλία του σπουδαίου Χρήστου Γιανναρά, βιβλίο που σφραγίζει την πορεία των αναζητήσεών του τόσο στη φιλοσοφία όσο και στη θεολογία, βιβλίο καρπό της πίστης του στον Χριστό και της ελπίδας του στην αιωνιότητα και την ανάσταση. Επιγράφεται "Γρίφος θάνατος" και κυκλοφορήθηκε το 2021 από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, σε μία περίοδο όπου ο κόσμος μας ταλανιζόταν από τον κορωνοϊό, σε ένα μεταίχμιο απειλής της ζωής από τον θάνατο.

                "Κατανοώ τον θάνατο, δεν τον γνωρίζω", επισημαίνει ο Χρήστος Γιανναράς. Τονίζει ότι ο άνθρωπος είναι "ένα διφυές υπαρκτό: υπάρχει τόσο με τον τρόπο της χρονικής περατότητας των έμβιων υπαρκτών, όσο και με τον τρόπο της αχρονίας των σχέσεων. Μπορούμε, στην περίπτωση του ανθρώπου, να μιλάμε για οντολογία της σχέσης. Που σημαίνει ότι: αυτό που είναι ο κάθε άνθρωπος, η μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη ύπαρξή του, γνωστοποιείται ως αμεσότητα σχέσης, ως εμπειρική (μέσω των αισθήσεων) γνώση. Ακούγοντας μια μουσική σύνθεση αναγνωρίζω την ετερότητα της δημιουργικής ενέργειας του μουσουργού, βλέποντας έναν ζωγραφικό πίνακα αναγνωρίζω τη μοναδικότητα της δημιουργικής ενέργειας του ζωγράφου" (σ. 15), είτε είναι ζων είτε κεκοιμημένος. "Από τη σχέση μου με τα παράγωγα του καλλιτεχνικού του λόγου εξαρτάται η γνώση της υπαρκτικής του ετερότητας" (σ. 15).  

                Ο αγώνας του ανθρώπου στη ζωή του είναι να δώσει νόημα στην ύπαρξή του, τουτέστιν να να πιστοποιήσει την αιτία για την οποία υπάρχει και τον σκοπό της ύπαρξής του. "Γεννιέται αυτή η πιστοποίηση, όπως γεννιέται, ερήμην της συλλογιστικής-αποδεικτικής μου ικανότητας, η επίγνωση της μητρικής αγάπης- ή όπως η επίγνωση των λέξεων πρόσωπο, έρωτας, πόλις-πολιτική, δημοκρατία, σωτηρία, αλήθεια, λόγος, πίστη, κόσμος, που παραπέμπουν επίσης σε ανάλογη εμπειρία βίωσης-μετοχής σε συντελούμενα (γιγνόμενα) δεδομένα". Σε αντίθεση με τη σιωπή μπροστά στην ειμαρμένη που ήταν η απάντηση των αρχαίων Ελλήνων, "Η χριστιανική Εκκλησία διεμόρφωσε, με λογική συνέπεια αλλά και εμπειρικό αντιστύλι, μια πρόταση οντολογίας που φωτίζει ως Αιτιώδη Αρχή την υπαρκτική ελευθερία: να πραγματοποιείται η ύπαρξη ως ελευθερία από κάθε προκαθορισμό, κάθε αναγκαιότητα, κάθε δεσμευτική τελεολογία. Και η ερμηνευτική αυτή οντολογική πρόταση να είναι και εμπειρικά προσβάσιμη (επιδεχόμενη εμπειρική πιστοποίηση), όχι μόνο λογικά κατανοητή" (σσ. 31-32). Στη χριστιανική εμπειρία  η ενανθρώπηση του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδας γίνεται "με όρους απόλυτης ελευθερίας από κάθε φυσική νομοτέλεια: γεννιέται από παρθένο μητέρα, που δέχθηκε ελεύθερα και συνειδητά να κυοφορήσει, όχι ,,εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός'', αλλά ,,εκ Θεού'', ελεύθερα συντασσόμενη με τη βούληση του Γεννήτορα, όχι με την αναγκαιότητα της ορμής" (σ. 32). Γι' αυτό και η υπέρβαση της θεοποίησης του νου γεννά μία άλλη προσέγγιση στη γνώση: αυτή της εμπειρικής μετοχής, αυτή της πίστης ως εμπιστοσύνης, για όλα τα γεγονότα της ζωής, επομένως και για τον θάνατο.

                Κατά τον συγγραφέα το πρόβλημά μας δεν απαντιέται με το να πιστέψουμε σε μια αθανασία της ψυχής, ως του ουσιώδους του ανθρώπου, και άρνηση του σώματος με τον χαρακτηρισμό του ως πρόσκαιρου και αναλώσιμου. "Στην περίπτωση του ανθρώπου πνεύμα ή ψυχή ονομάζουμε την ενεργούμενη υπαρκτική μοναδικότητα-ανομοιότητα του ατόμου- όταν βγει από το σώμα το τελευταίο πνεύμα-ψυχή του (τελειώσει η ανα-πνοή του), χάνεται το ,,κυρίως ανθρώπινον'': ό,τι μοναδικό, ανόμοιο, ανεπανάληπτο τον συνιστούσε ως ζώσα ύπαρξη" (σσ. 39-40). Αν ο Θεός είναι αγάπη και όχι απλώς έχει αγάπη, τότε η αρχή, η αιτία της ύπαρξής μας είναι η αγάπη του Θεού που γίνεται δημιουργία. Και ο σκοπός της ύπαρξής μας είναι η ομοίωση του Θεού, δηλαδή η αγάπη. Η γνώση δεν είναι καρπός διανοητικής κατάκτησης, αλλά, στην πραγματικότητα, χάρισμα μέσα από τη σχέση με τον Χριστό. Αυτό, στη σύγχρονη δυτική σκέψη έρχεται  να το καταδείξει με την έννοια του μυστικού στοιχείου ο σπουδαίος Wittgenstein: "χωρίς άλλο, υπάρχει αυτό που δεν λέγεται με λόγια. Είναι αυτό που δείχνεται, το μυστικό στοιχείο" (σ.93). Ο Wittgenstein συναντά την ανατολική ορθόδοξη παράδοση του αποφατισμού: δεν ταυτίζεται η αλήθεια με τη γλωσσική της διατύπωση. Η γνώση δε περιορίζεται "στην ατομική κατανόηση, διαίσθηση, συναίσθηση, προαίσθηση, αντίληψη" (σ. 92). Παρόλα αυτά, στη δυτική παράδοση είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που "εμπρόθετα η Τέχνη διακονεί τη σχέση, όχι τον ατομοκεντρισμό αισθημάτων, νοημάτων, συγκινήσεων, απόλαυσης, διδαχής, ανατάσεων, μεταρσιώσεων" (σ. 93).   

                Τελικά, "ο άνθρωπος γεννιέται (έρχεται στην ύπαρξη) με διφυή (δύο φύσεων) τρόπο: τον τρόπο των κτιστών υπάρξεων (της ανάγκης για αυτοσυντήρηση, κυριαρχία, ηδονή) και τον τρόπο της άκτιστης Αιτιώδους Αρχής (της αγαπητικής ελευθερίας)" (σ. 66). Αυτός ο τρόπος διαφαίνεται και στον θάνατο. Αν ο θάνατος έχει να κάνει μόνο με τον τρόπο του κτιστού, τότε όντως δεν έχει νόημα. Ίσως ούτε και η ζωή δεν έχει νόημα, πέρα από την επιβίωση, την κυριαρχία, την ηδονή. Αν όμως ο θάνατος έχει να κάνει και με τον τρόπο της άκτιστης Αιτιώδους Αρχής, της αγαπητικής ελευθερίας, "αν ο άνθρωπος φτάσει (ή του χαριστεί) να βιώνει την προσδοκία του θανάτου ως παράδοση της ύπαρξής του στον Αίτιο και Εραστή της, τον Χριστό, τότε, ακόμη κι αν η λογική μας δεν μπορεί να έχει αποδείξεις για τη ζωή μετά τη ζωή, τότε η σχέση με τον Χριστό κάνει στην καρδιά μας να γεννιέται το θαύμα". Να πορευόμαστε προς τον θάνατο με εμπιστοσύνη σ' Αυτόν, τον Αναστάντα εκ νεκρών, Αυτόν που μας υποσχέθηκε ότι όποιος πιστεύει σ' Αυτόν, κι αν πεθάνει, θα ζήσει. Αυτό είναι το Ευαγγέλιο της Εκκλησίας. Αυτή είναι η πίστη η νικήσασα τον θάνατο. Αυτή που τη βιώνουμε ως θαύμα στα πρόσωπα των Αγίων. Αυτή που δεν εξαντλείται στις διατυπώσεις της λογικής, αλλά τις υπερβαίνει. Αυτή που γίνεται αγάπη και υπάρχει διά της Αγάπης.

                Το βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά έρχεται να συμπυκνώσει όλη του την πορεία ζωής, τη δίψα για τον άνθρωπο που υπάρχει εν σχέσει με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Το πρόσωπο που εμπιστεύεται, χωρίς να εξαντλεί την αναζήτησή του στη λογική, καθώς νιώθει ότι υπάρχει ήδη από αυτή τη ζωή ένας τρόπος που δεν εξαντλείται στη λογική: ο τρόπος της Τέχνης. Και όποιος εμπιστεύεται τον Θεό στο πρόσωπο του Χριστού, θα αντέξει και την οδό του θανάτου. Το οσιακό τέλος του συγγραφέα στις 24 Αυγούστου 2024 απέδειξε ότι ήταν έμπειρος της όντως ζωής και ότι έφυγε παραδίδοντας τον εαυτό του σε Εκείνον που αγάπησε όσο κανέναν: τον Ιησού Χριστό, το όνομα, το υπέρ παν όνομα.

                Είμαστε ευγνώμονες στον συγγραφέα για όσα μας πρόσφερε. Είμαστε βέβαιοι ότι ζει τη χαρά, την ελευθερία, την αγάπη εν Χριστώ. Και προσδοκά την ανάσταση, για να γευτεί ως πλήρης, σώος, ακέραιος άνθρωπος, ψυχή τε και σώματι, την αιωνιότητα, αυτήν που θα θέλαμε όλοι.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

29 Οκτωβρίου 2024

10/25/24

Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΦΥΛΑΞΕΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ-Μυστικά που αλλάζουν την οικογένεια και τη ζωή

 


Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΦΥΛΑΞΕΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ-Μυστικά που αλλάζουν την οικογένεια και τη ζωή 

                Η αγάπη παραμένει το ζητούμενο της καρδιάς του ανθρώπου στους καιρούς μας, παρότι το πολιτισμικό πρότυπο, στο οποίο ζούμε, δείχνει προς άλλες κατευθύνσεις. Ένα υπερτροφικό «εγώ» φαίνεται να κυριαρχεί ως πεποίθηση. Νεώτεροι και μεγαλύτεροι εναποθέτουν το όραμα της ευτυχίας στην ευχαρίστηση του χρήματος, της ατομικής προβολής, της δοκιμής των σωματικών ηδονών χωρίς την ευθύνη του μοιράσματος, της υπομονής, της καθαρής ματιάς απέναντι στον άλλο. Κυρίως όμως ζούμε σε μια πραγματικότητα, στην οποία η συνείδηση έχει πάψει να είναι η φωνή που μας επαναφέρει στο «αγαθό», στο νόημα του συν-υπάρχειν, καθώς χρειάζεται να θυσιάσουμε κάποια από τα «θέλω» μας. Έτσι, η συνείδηση έχει μετατραπεί σε ένα κατάλοιπο του παρελθόντος, που δεν ακούγεται.

                Συνετέλεσαν σ’ αυτή τη θεώρηση οι φωνές εκείνες που μας λένε ότι η συνείδηση είναι διαμορφωμένη από ένα «υπερεγώ» , στο οποίο δέσποζε το «πρέπει», το «μη», η φιγούρα ενός Θεού εξουσιαστή, εμπνευστή και τηρητή νόμων, έτοιμου να καταδικάσει οποιαδήποτε παρεκτροπή. Θελήσαμε και θέλουμε την ελευθερία μας, χωρίς να νιώθουμε ότι ο Θεός αυτήν ως δώρο μάς έδωσε, για να Τον ακολουθήσουμε στην οδό που ο Ίδιος χαράσσει, καθότι είναι ελεύθερος από οποιονδήποτε εξαναγκασμό, όπως και από οποιαδήποτε ανάγκη. Μας έπλασε κατ’ εικόνα Του. Μπερδεμένοι στα δίχτυα της μετατροπής της πίστης και της Εκκλησίας σε ιδεολογία κα θρησκεία, θεωρήσαμε και θεωρούμε ακόμη πολλοί, ότι αν αποτινάξουμε τα «πρέπει», θα μπορούμε να είμαστε καλά. Να δικαιούμαστε και να απολαμβάνουμε. Μόνος περιορισμός ο νόμος, που κι αυτόν, αν τον ξεγελάσουμε ή τον υπερβούμε, δεν «τρέχει τίποτα». Εισπράττουμε το κενό νοήματος στη ζωή μας, την αδυναμία μας να νικήσουμε ένα πνεύμα διάλυσης των σχέσεων επειδή οι άλλοι δεν είναι όπως τους θέλουμε, και συνεχίζουμε στον ίδιο δρόμο, καθότι δεν φταίμε τελικά εμείς ποτέ.

                Υπάρχει ένα μικρό μυστικό, το οποίο μπορεί να αποβεί λυτρωτικό. Βγαίνοντας από έναν κόσμο μηδενισμού, ζώντας στην προοπτική ότι υπάρχει ανάσταση και, την ίδια στιγμή, αντλώντας μέσα από τη σχέση με τον Χριστό νόημα  μπορούμε να ξαναδούμε τη συνείδησή μας ως κριτήριο της διαμόρφωσης της στάσης μας έναντι των άλλων. Να διαλέξουμε την οδό της αγάπης, όχι ως δικαίωσης των ημετέρων πραγμάτων, αλλά ως τον τρόπο που μας κάνει να ανοιγόμαστε προς τον πλησίον, προς τους οικείους, προς τον κάθε άνθρωπο με την πίστη ότι είναι η εικόνα του Θεού, όπως κι εμείς. Και η συνείδησή μας θα θέτει εκείνα τα μικρά ή μεγάλα όρια που έχουμε ανάγκη για να διαφυλαχτεί η αγάπη. Για να μπορέσουμε να ξεκινήσουμε από την αρχή, νιώθοντας ότι μόνο με το «εμείς» και όχι με το «εγώ» μπορούμε να σταθούμε στο φως.

                Αυτός ο τρόπος βιώνεται στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας. Ένας από τους πιο ξεχωριστούς εκφραστές της, ιδιαίτερα αγαπημένος μας, είναι ο Αββάς Δωρόθεος[1]. Έζησε την Παλαιστίνη τον 6ο αιώνα μ. Χ., στο κοινοβιακό μοναστήρι του αββά Σερίδου, μεταξύ της πολύπαθης σήμερα Γάζας και της Ασκάλωνα. Το μοναστήρι αυτό επονομάστηκε «ευαγές» από τους συγχρόνους του, «γιατί εκτός από εργαστήρι της ασκήσεως και της προσευχής εξελίχθηκε και σε σημαντικό φιλανθρωπικό και ιεραποστολικό κέντρο»[2]. Εκεί ασκήτεψε ο αββάς Δωρόθεος, μαθητεύοντας σε δύο πραγματικά μεγάλες οσιακές μορφές, τον αββά Βαρσανούφιο και τον αββά Ιωάννη τον Προφήτη. Καταγόμενος από την Αντιόχεια, έχοντας μεγαλώσει σε μια πλούσια οικογένεια, μορφώθηκε κοντά  σε ένα σπουδαίο φιλόσοφο της εποχής, αλλά το νόημα της ζωής του το βρήκε στην άσκηση. Θα γράψει  διδασκαλίες, στις οποίες όλοι οι χριστιανοί, μοναχοί και κοσμικοί, έγγαμοι και άγαμοι, νεώτεροι και μεγαλύτεροι, αλλά και κάθε άνθρωπος που θέλει να εντρυφήσει στη σοφία των ασκητών πατέρων, μπορούμε να βρούμε τέτοιο βάθος και τέτοιες αναφορές στην ψυχή του ανθρώπου, που δεν υστερούν καθόλου σε σχέση με τη θεώρηση των συγχρόνων επιστημών της ψυχικής υγείας. Επιπλέον, ο Αββάς προσφέρει σε όποιον μελετά το έργο του την λυτρωτική πρόταση της αγάπης, η οποία δεν αφήνει τον άνθρωπο στα ίδια ή στην αυτάρκεια της δικαίωσης, αλλά τον οδηγεί στη σχέση με τον Χριστό. «Την πνευματική αναγέννηση τη δυσκολεύουν τα πάθη, που μοιάζουν με τη μούχλα που είναι κρυμμένη στο καρβέλι του ψωμιού. Γι’ αυτό πρέπει εγκαίρως να κόβονται, πριν μεγαλώσουν κι καταλάβουν τον χώρο της ψυχής, και στη θέση τους να φυτεύονται  οι αντίστοιχες αρετές, ώστε να ανυψώνεται το οικοδόμημα της ψυχής συμμετρικά»[3].

                Αφετηρία λοιπόν των μικρών κεφαλαίων αυτού του βιβλίου, το οποίο έχει τίτλο «Ο Θεός να φυλάξει την αγάπη»[4], όπως ήταν ο λόγος και η προσευχή του αββά Ιωάννη του προφήτη, είναι μικρά παραθέματα από τις «Διδασκαλίες» του αββά Δωροθέου, που γιορτάζει κάθε χρόνο στις 13 Αυγούστου.

Μέσα από αυτά προσπαθούμε να κάνουμε έναν διάλογο με την εποχή μας. Να δούμε κυρίως στις σχέσεις στην οικογένεια, αλλά και στη γενικότερη θεώρηση της ζωής, πώς  μπορούμε να αφυπνίσουμε τη συνείδησή μας και να παλέψουμε να χτίσουμε έναν αλλιώτικο δρόμο. Να βγούμε από την κυριαρχία του «εγώ», να διδαχθούμε και, στη συνέχεια, να μοιραστούμε τόσοι οι μεγαλύτεροι μεταξύ μας, όσο και στη σχέση μας με τους νεώτερους, ιδίως με τα παιδιά μας, τον τρόπο της πίστης, που είναι άνοιγμα προς τη χαρά που διαρκεί. Τη χαρά της συνάντησης και της συνύπαρξης των προσώπων, όχι απλώς στα πλαίσια μιας ανοχής, αλλά της αγάπης που γίνεται «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε»[5].  

Έτσι, θα χτίσουμε σπίτια, στα οποία η καρδιά μας θα ξέρει προς τα πού να πορεύεται, και κοινωνίες όχι αθροίσματος συμφερόντων και επιδιώξεων, αλλά ανθρώπων που νοιάζονται και αγαπούνε.

 

Κέρκυρα, 2 Οκτωβρίου 2024

                                                                                                                   π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός


[1] Τα στοιχεία, όπως και το κείμενο, τα αντλούμε από την εξαίρετη έκδοση Αββά Δωροθέου Έργα Ασκητικά,  της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα, 1991. Είμαστε ευγνώμονες στην Μονή γι’ αυτό το βιβλίο, το οποίο έπεσε στα χέρια μας στα φοιτητικά μας χρόνια και μας έδωσε άλλη οπτική για τη ζωή της Εκκλησίας.

[2] Έργα Ασκητικά, ό.π., σ. 14.

[3] Έργα Ασκητικά, ό.π., σ. 30.

[4] Έργα Ασκητικά, ό.π., σ. 161.

[5] Γαλ. 6,2.

ΤΑ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ


 «Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν»
(Β’ Κορ. 9,10) 

«Και εκείνος που χορηγεί άφθονα σπόρο στο σπορέα και άρτο για τροφή θα χορηγήσει και θα πληθύνει το σπόρο σας, και θα αυξήσει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας». 

            Ποιοι είναι οι στόχοι της ζωής μας; Παλαιότερα, ο άνθρωπος ήθελε να επιβιώσει, να έχει την εργασία του, μη φοβούμενος την χειρωνακτική προσπάθεια, ενώ το σπίτι ήταν το κέντρο της ζωής του. Γι’ αυτό και ήθελε να κάνει οικογένεια, διότι γύρω από την οικογένεια οργανωνόταν η πορεία του στον κόσμο, εκεί βρισκόταν το νόημά της, εκεί ένιωθε να καταξιώνεται η διαφορετικότητά του. Ο σύνδεσμός του με την πίστη και τη θρησκεία τον έκανε να θέλει η ζωή του και έργα κατά το Ευαγγέλιο. Κι αυτό διότι αισθανόταν ότι αυτό ήταν το χρέος του: να γίνει αποδεκτός από τον Θεό και από την κοινότητα στην οποία ανήκε και με τον λόγο και με τη σιωπή και με τα έργα του.  Η ιδέα που η κοινότητά του είχε γι’ αυτόν ήταν το κλειδί για να αισθάνεται καλά. Για να μπορεί να κοιμάται με ήσυχη συνείδηση ή, τουλάχιστον, φρόντιζε, όσο κι αν αυτό σήμερα φαντάζει υποκριτικό, να κρατά εν οίκω όσα θα τον δυσκόλευαν εν δήμω.

            Σήμερα, ο άνθρωπος έχει λησμονήσει το πνευματικό περιεχόμενο της ζωής. Την έχει μετατρέψει σε μια υλιστική πορεία. Νόημα έχει η ζωή του εφόσον έχει χρήματα, εφόσον μπορεί να ικανοποιεί τις επιθυμίες του, εφόσον μπορεί να αισθάνεται ευχαρίστηση, ει δυνατόν με τον ελάχιστο δυνατό κόπο, ενώ δεν τον ενδιαφέρει να έχει σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, καθώς ο εικονικός κόσμος γεννά την αυταπάτη της υπέρβασης της μοναξιάς. Εφόσον μπορώ να γεμίζω με εικόνες τον νου και την ψυχή μου, εφόσον ο χρόνος περνά χωρίς να γίνεται η ανία θανατηφόρα για την ψυχή κατάσταση, αφού η εικονική πραγματικότητα με κάτι τον γεμίζει, τότε μπορώ με πραγματικά ή εικονικά ταξίδια να ξεφεύγω από την καθημερινότητά μου. Αυτή η θεώρηση της ζωής τοποθετεί στο περιθώριο τον μεταφυσικό προβληματισμό και καθιστά την υγεία το πολυτιμότερο αγαθό, ακριβώς διότι η ζωή έχει αξία όσο τη ζούμε. Μετά την έξοδό μας από τον κόσμο αυτό, όλα σβήνουν.

            Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας προς τους Κορινθίους, μας υπενθυμίζει ότι υπάρχει ο παράγοντας Θεό, που δεν θα φύγει από τη σκέψη και την καρδιά μας ούτε στην εποχή που ζούμε ούτε στο μέλλον. Κι αυτό διότι η υλιστική πορεία της ζωής, όσο κι αν φαίνεται ότι  γεμίζει την καθημερινότητά μας, δεν μπορεί να διαγράψει από την καρδιά μας και την ψυχή μας τον αληθινό προορισμό της ζωής, που είναι το να αγαπούμε. Και η αγάπη προϋποθέτει άνοιγμα της καρδιάς, δόσιμο ει δυνατόν με γενναιοδωρία. Και αυτή έρχεται στον άνθρωπο που πιστεύει σε έναν προορισμό διαφορετικό από το μηδέν. Σ’ αυτόν που νιώθει ότι υπάρχει και υπάρχουμε από τη γενναιοδωρία του Θεού της αγάπης, ο Οποίος σκόρπισε από τον εαυτό Του και μας δημιούργησε  και μας ανακαίνισε διά της ενανθρωπήσεως του Υιού Του και μας συντηρεί διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Μας δείχνει, ανά πάσα στιγμή, ότι είναι δίπλα μας. Και μας καλεί να δείξουμε τα γεννήματα της δικής μας δικαιοσύνης, της δικής μας αγαθοεργίας, της δικής μας αγάπης, δηλαδή την έγνοια μας για τους άλλους με ιλαρή καρδιά, χαρά και καλή διάθεση δηλαδή, την υλική μας προσφορά διά της ελεημοσύνης, την αποφυγή της κατάκρισής τους και της συμπάθειάς μας προς αυτούς, της συνάντησής μας μαζί τους στην Εκκλησία και στη ζωή.

            Έχουμε σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, να ξαναβρούμε την οδό της αγάπης. Να τη δείξουμε, μεσολαβώντας είτε διά του λόγου είτε διά της προσευχής, σε εκείνους που ξαστοχούν. Να εμπιστευθούμε τον Θεό στις δυσκολίες και τους σταυρούς της ζωής μας. Και να δείξουμε και στους άλλους ότι νικητής της ζωής δεν είναι αυτός που τα έχει άλλα, αλλά αυτός που μπορεί να αντέξει με τα λιγότερα, διότι νιώθει δίπλα του να πορεύεται ο Θεός, έτοιμος να τον στηρίξει και να τον παρηγορήσει. Αυτή η θέαση της ζωής κάνει τον άνθρωπο να βγει από τον εικονικό του κόσμο και να θελήσει, όντας ανοιχτός ψυχικά, να βρει τρόπους τα γεννήματα της δικαιοσύνης του, όποια κι αν είναι αυτά, να γίνουν κτήμα κι άλλων. Έτσι, η ζωή ξεπερνά ακόμη και το «φαίνεσθαι», ακόμη και το συμβολικό «ανήκειν»  και γίνεται συνάντηση αγάπης και αλήθειας και με τον Θεό και τους ανθρώπους, στον τρόπο της Εκκλησίας. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Ζ’ Λουκά

10/22/24

ΦΙΛΑΥΤΙΑ ΚΑΙ ΑΝΕΣΗ


«Πριν απ’ όλα τα πάθη στέκει η φιλαυτία και πριν απ’ όλες τις αρετές η καταφρόνηση της άνεσης»
(Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)

Αν κάποιος σήμερα ήθελε να δει ποια είναι με όρους ασκητικούς η λέξη- κλειδί για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό θα δυσκολευόταν να επιλέξει άλλη από την «φιλαυτία». Ο Θεός δεν ζήτησε από εμάς να μην αγαπούμε τον εαυτό μας, να μην τον φροντίζουμε, να μην τον υπερασπιζόμαστε. Ζήτησε και ζητά από εμάς να μην υπάρχουμε μόνο για τον εαυτό μας. Και εδώ βρίσκεται ο τρόπος της φιλαυτίας. Περιορίζω τα ενδιαφέροντά μου μόνο σε ό,τι με εκφράζει. Ασχολούμαι μόνο με ό, τι αναδεικνύει τον εαυτό μου. Για παράδειγμα, θέλω τα χρήματα από την εργασία μου να τα χρησιμοποιώ για να αγοράζω ρούχα, όχι όσα χρειάζομαι για να νιώθω καλά και άνετα, αλλά και όσα δεν μου χρειάζονται στην πραγματικότητα, μόνο και μόνο για να επιδεικνύομαι και να είμαι στην οδό του συρμού. Σχετίζομαι με τους άλλους, όχι για να μπορώ να μοιραστώ την ομορφιά, τις δυσκολίες, το νόημα της ζωής μου, αλλά για να τους χρησιμοποιήσω, ώστε να περάσω καλά, κάποτε αδιαφορώντας αν εκείνοι περνούν καλά μαζί μου. Τους πετώ και με πετούνε. Κι έτσι ούτε ανήκω, ούτε μου ανήκουν, ούτε επιθυμώ ένα «ανήκειν», στο οποίο το νόημα και η χαρά βρίσκονται στο «μαζί», διότι υπάρχουν πολλά κοινά που μας ενώνουν.

Η φιλαυτία έχει ως συνέπεια να μην παραδέχομαι ποτέ ότι έχω άδικο και να ζητώ συγγνώμη γι’ αυτό. Ακόμη κι αν στριμώχνομαι στα σκοινιά εξαιτίας της συμπεριφοράς μου και του χαρακτήρα μου , θα υποστηρίξω ότι δεν είμαι μόνο εγώ που βρίσκομαι σ’  αυτήν την κατάσταση αλλά και άλλοι. Επομένως, δεν πρέπει να καταβάλω τίμημα για ό,τι πράττω και ό,τι είμαι, αλλά να μου δοθούν άπλετες ευκαιρίες ατιμωρησίας, μέχρι να συνέλθουν και οι άλλοι. Το συναντούμε αυτό ιδιαιτέρως στα σχολεία, αλλά και στις οικογενειακές και ερωτικές σχέσεις. «Ναι, έκανα λάθος, αλλά φταις κι εσύ». Ο φίλαυτος δεν αναλαμβάνει την ευθύνη. Δεν μπορεί η καρδιά του να γίνει «συντετριμμένη και τεταπεινωμένη», όχι για να λάβει έλεος από τον Θεό μόνο, κυρίως για να μπορέσει να δείξει στους άλλους τη γενναιότητα της ψυχής του, που αισθάνεται ότι μπορεί να ξεκινήσει από την αρχή.

Σημείο της φιλαυτίας είναι η άνεση. Για την ασκητική παράδοση άνεση είναι η έλλειψη μέτρου. Είναι η επιθυμία του φίλαυτου να έχει πολλά. Να περνάει καλά. Να μη στερείται τίποτα. Να ικανοποιεί όλες του τις επιθυμίες. Να δικαιούται τα πάντα. Να μη χρειάζεται να κοπιάζει υπερβολικά, νικώντας τον εαυτό του για χάρη της αγάπης, της προσφοράς, της έγνοιας. Ο φίλαυτος νιώθει ότι ο κόσμος του χρωστά. Αναζητεί υπηρέτες, διότι ο ίδιος είναι πρίγκιπας. Αληθινός άρχοντας όμως είναι αυτός που πλένει τα πόδια των άλλων, διακονώντας με ταπείνωση και αγάπη. Αυτός που είναι γενναιόδωρος, ακόμη κι αν χρειαστεί να στερηθεί λίγα ή πολλά. Είναι ο γονιός που παραμερίζει τη δική του απόλαυση και άνεση, για να έχουν τα παιδιά του κάτι παραπάνω, αλλά που γνωρίζει πότε να σταματά τις παροχές, ιδίως όταν διαπιστώνει ότι αυτές δεν γίνονται εφαλτήριο ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας. Διότι η άνεση που γίνεται δικαίωμα, κάνει τον άνθρωπο αχάριστο και προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο.

Θέλει άσκηση. Θέλει μέτρο. Θέλει «εμείς» και όχι «μόνο εγώ». Θέλει μικρές θυσίες για αρχή. Και τελικά τη χαρά ότι η αγάπη ελευθερώνει.     

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

           στο φύλλο της Τετάρτης 23 Οκτωβρίου 2024