«Χριστὸς παραγενόμενος ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ᾿ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως, οὐδὲ δι᾿ αἵματος τράγων καὶ μόσχων, διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ ῞Αγια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος» (Ἑβρ. 9. 11-13).
«Ὁ Χριστὸς ἦρθε ὡς ἀρχιερέας τῶν ἀγαθῶν πραγμάτων ποὺ προσμένουμε. ῾Η σκηνὴ στὴν ὁποία μπῆκε εἶναι ἀνώτερη καὶ τελειότερη. Δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, μέρος δηλαδὴ αὐτῆς τῆς δημιουργίας. ῾Ο Χριστὸς μπῆκε μιὰ γιὰ πάντα στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, γιὰ νὰ προσφέρει αἷμα ὄχι ταύρων καὶ μοσχαριῶν, ἀλλὰ τὸ δικό του αἷμα· κι ἔτσι μᾶς ἐξασφάλισε τὴν αἰώνια σωτηρία».
Όλη
η ζωή της Εκκλησίας είναι μία συνεχής υπενθύμιση των μελλόντων αγαθών. Δεν
είναι μόνο η σωτηρία, η νίκη δηλαδή κατά του θανάτου. Είναι και η υπέρβαση
της μοναξιάς, η δυνατότητα δηλαδή ο
άνθρωπος να πορεύεται πάντοτε εν σχέσει τόσο με τον Θεό στο πρόσωπο του
Χριστού, όσο και με τους συνανθρώπους του, στα πρόσωπα των αγίων και όσων
βιώνουν τη ζωή και τον τρόπο της βασιλείας του Θεού. Και αυτό ξεκινά από την
παρούσα ζωή, εάν γνωρίζουμε και βιώνουμε τι αληθινά είναι η Εκκλησία.
Όχι ένας χώρος ή ένας θεσμός ικανοποίησης των
θρησκευτικών μας αναγκών, δηλαδή μιας αναζήτησης του υπερβατικού, της
διατήρησης εθίμων και παραδόσεων, της αίσθησης ότι πρέπει με κάποιον τρόπο να
συνεχίσουμε να υπάρχουμε μετά τον θάνατο και αυτό μπορεί να γίνει με την
ανταμοιβή για τις καλές μας πράξεις, για την τήρηση των εντολών της ανώτερης
δύναμης που ονομάζεται Θεός, με μία φιλοσοφική ενατένιση, ώστε η ζωή μας να
εμπνέεται από θετική ενέργεια.
Η Εκκλησία
είναι σχέση με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Αυτή η σχέση ξεκινά από το μυστήριο
της Θείας Ευχαριστίας, στο οποίο συνεχώς η πίστη μάς υπενθυμίζει τη θυσία του
Χριστού επάνω στον Σταυρό, όχι για να ικανοποιήσει τη δικαιοσύνη του Θεού, όπως
άλλα δόγματα υποστηρίζουν, αλλά για να ζήσει τον έσχατο εχθρό του ανθρώπου, τον
θάνατο, να συναντήσει τις ψυχές των ανθρώπων που Τον περίμεναν στην κατάσταση
του Άδη και να κηρύξει την ανάσταση, την έξοδο δηλαδή από το σκοτάδι του
θανάτου και την καινούργια ζωή, μέσα στην κατάσταση της κοινωνίας με τον Θεό,
που τώρα είναι ένας από εμάς. Διά του Χριστού γινώσκουμε τον Πατέρα. Διά της
Εκκλησίας ζούμε την καινή κτίση που μας προσφέρει το Άγιο Πνεύμα με τους
καρπούς Του. Και νιώθουμε αυτόν τον συγκλονιστικό λόγο που ο απόστολος Παύλος
μοιράζεται με τους Εβραίους αδελφούς του και ως δικό μας βίωμα: «ο Χριστός ήρθε
στον κόσμο αυτό ως Αρχιερέας των μελλόντων αγαθών». Ήρθε για μας, για να μας
προσφέρει τα μελλοντικά αγαθά στο παρόν. Να μας προσφέρει την αγάπη και την
αλήθεια. Τη συγχώρεση διά της μετανοίας. Τη συνάντηση μαζί Του και τη συνάντηση
με τον συνάνθρωπο όχι με κριτήρια υστεροβουλίας και συμφέροντος ή εκμετάλλευσης
ή χρήσης του άλλου, αλλά με κριτήριο αυτοπροσφοράς, υπέρβασης του εαυτού και
του ιδίου θελήματος.
Αυτός είναι
ο δρόμος και ο τρόπος της Εκκλησίας, που καθιστά τα μέλλοντα παρόντα. Μόνο που αυτός
ο δρόμος και αυτός ο τρόπος προϋποθέτει την πίστη και την απόφασή μας να δούμε
την Εκκλησία όπως πραγματικά είναι και να τη ζήσουμε στην πράξη. Να τηρούμε τις
εντολές ναι. Όχι όμως προς δόξα μας, αλλά για να ετοιμάζουμε την ύπαρξή μας να
βρει τον Θεό. Και να είναι η έκβαση του πνευματικού μας αγώνα έκβαση εμπειρίας
του Χριστού στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, στο μυστήριο της αγάπης, στο
μυστήριο της ελπίδας ότι ο θάνατος κάθε μορφής, σωματικός, ψυχικός, του νου,
της καρδιάς, της μοναξιάς, της απόρριψης, της συντριβής από τους άλλους δεν
είναι αυτός που κυβερνά, αλλά η ανάσταση και η ζωή διά του Χριστού.
Πορευόμενοι προς το Πάσχα, ας κάνουμε το μέλλον παρόν. Στο πρόσωπο του Χριστού, στην εκζήτηση της παρουσίας Του, στη ζωή της Εκκλησίας.
π.
Θεμιστοκλής Μουρτζανός
6 Απριλίου
2025
Κυριακή Ε’ Νηστειών