10/15/24

ΔΥΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ- ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΑΡΜΕΝΙΑΚΟΥ, «ΑΝ ΣΕ ΧΑΣΩ, ΜΙΚΡΕ ΕΛΕΦΑΝΤΑ» και «ΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»


 ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 147- ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΑΡΜΕΝΙΑΚΟΥ, «ΑΝ ΣΕ ΧΑΣΩ, ΜΙΚΡΕ ΕΛΕΦΑΝΤΑ», εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ, και «ΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ», εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 


Όσοι από εσάς που μας διαβάζετε έχετε παιδιά στην ηλικία του Δημοτικού, και των πρώτων και των μεγαλύτερων τάξεων, σας συστήνουμε να τους πάρετε ως ένα μικρό μα πολύτιμο δώρο βιβλία της εξαίρετης Κερκυραίας συγγραφέως και εκπαιδευτικού Κωνσταντίνας Αρμενιάκου, που ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα. Με αφορμή εκδηλώσεις που έγιναν στην Κέρκυρα διαβάσαμε δύο από αυτά τα βιβλία.

Καίτοι μεγάλοι στην ηλικία, γοητευτήκαμε από τον τρόπο που η συγγραφέας παρουσιάζει τα θέματά της. Το πρώτο, το «Αν σε χάσω, μικρέ ελέφαντα», σε όμορφη εικονογράφηση της Zafouko Yamamoto (δεν είναι Γιαπωνέζα), από τις εκδόσεις Μίνωας, αναφέρεται στην απώλεια, δυνητική και πραγματική, είτε αυτή έχει να κάνει με πρόσωπα είτε με πράγματα είτε με την ηλικία είτε με τα βιώματα του ανθρώπου. Η συγγραφέας αξιοποιεί την ψυχολογική θεωρία της Elisabeth Kübler-Ross («Αυτός που πεθαίνει», μετάφραση Φρίξος Βραχάς, εκδόσεις Ταμασός 1979) για τα πέντε στάδια του πένθους- άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή – και στήνει μία μικρή, αλλά υπέροχη ιστορία, στην οποία ο ήρωας σκέφτεται τι θα συμβεί αν θα χάσει τον αγαπημένο του ελέφαντα. Οι περισσότεροι από εμάς ίσως έχουμε την εντύπωση ότι η απώλεια είναι κάτι που πρέπει να ξορκίζουμε, ότι πρέπει να ωθούμε τα παιδιά να προσποιούνται ότι δεν θα τους συμβεί ή ότι πρέπει να προχωρούν γρήγορα στο επόμενο βήμα, χωρίς να ζούνε το πένθος γι’  αυτή. Αυτό όμως δεν είναι υγιές. Ακόμη κι αν προσποιηθείς ότι κάτι δεν έχει συμβεί, η ψυχή του παιδιού το βιώνει, όπως και η δική μας. Η συγγραφέας συνδέει το πένθος με την καινούργια αρχή, αλλά και με το «δεν θα ξεχάσω». Πολύ ζεστή, τρυφερή και θετική η προσέγγισή της, που ταιριάζει με την ορθόδοξη παράδοσή μας, ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, ότι το ευχαριστώ για όσα ζούμε με τον άνθρωπο που φεύγει από τη ζωή ή που φεύγει από τη ζωή μας, είναι η βάση για να προχωρήσουμε. Η πίστη, βεβαίως, προσθέτει και την ανάσταση, ως την τελική απάντηση στο ερώτημα της απώλειας και του θανάτου. Χωρίς όμως την αγάπη της μνήμης, η ανάσταση μοιάζει πολύ μακρινή.

Το δεύτερο  είναι «Οι ιππότες της ελευθερίας», σε εικονογράφηση της Δέσποινας Μανώλαρου, η οποία καταφέρνει μαζί με τη συγγραφέα να δώσουν ένα εξαιρετικό τοπίο, αλλά και αποτύπωση της ιστορίας δύο ξεχωριστών προσωπικοτήτων του νέου ελληνισμού. Από την μία ο Κερκυραίος συνθέτης του εθνικού μας ύμνου Νικόλαος Χαλικιόπουλος- Μάντζαρος και από την άλλη ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος έζησε μεγάλος μέρος της ζωής του στην Κέρκυρα και συνέθεσε τον «Ύμνο εις την ελευθερία», που επέπρωτο να γίνει ο εθνικός μας ύμνος. Η συγγραφέας ενσωματώνει στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση που βάζει τους ήρωες να κάνουν, σαν να γράφουν ένα μικρό ημερολόγιο, στίχους από τον Σολωμό. Επισημαίνει την δίψα για ελευθερία που συνείχε τους δύο άνδρες. Παίζει με τις λέξεις («άνεμος αλλαγής- άνεμος ελπίδας», Τα χρόνια κυλούν...ένα τραγούδι η ζωή μας- τα χρόνια κυλούν...ένα ταξίδι η ζωή μας», «ο φίλος μου ο Διονύσιος- ο φίλος μου ο Νικόλαος»), δείχνοντας την λογοτεχνική της δεινότητα, συνθέτει ένα βιβλίο γεμάτο λυρισμό, συναισθήματα, που βοηθά παιδιά και μεγάλους να γνωρίσουν τις δύο αυτές προσωπικότητες, όχι σαν να καταγράφει ιστορικά γεγονότα, αλλά μέσα από τους ίδιους ως δρώντα ιστορικά υποκείμενα.  Σε μια εποχή δυσκολίας στην έκφραση των συναισθημάτων, όπου το «ατομικό είναι» φαίνεται αποκλειστικά ως το κλειδί, ενώ το «εμείς» δεν αγγίζει, ο λόγος της συγγραφέως γεννά ένα πόνημα αφυπνιστικό. Έτσι, η Ιστορία δεν είναι απρόσωπη, στρυφνή, βαρετή, αλλά γίνεται δρόμος κινητοποίησης της μνήμης και της δημιουργικότητας, καθώς καθιστά τον μετέχοντα στο ταξίδι της από παρατηρητή εξετάζοντα τα δικά του αισθήματα, τις δικές του μνήμες, τα δικά του πιθανά οράματα.

Χαιρόμαστε γιατί στον χώρο του παιδικού βιβλίου υπάρχουν συγγραφείς σαν την Κωνσταντίνα Αρμενιάκου που δεν ακολουθούν τις politically correct και woke μόδες των καιρών, αλλά μιλούν υπαρξιακά και αναζητούν πρότυπα που μας οδηγούν στο «εμείς».

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

16 Οκτωβρίου 2024

10/12/24

Ο ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ


 «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος» (Τίτ.  3, 9-11)

«Τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀκολουθεῖ πλανερὲς διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μιὰ δυὸ φορές, κι ἂν δὲν ἀκούσει ἄφησέ τον, μὲ τὴ βεβαιότητα πὼς αὐτὸς ἔχει πιὰ διαστραφεῖ καὶ ἁμαρτάνει, καταδικάζοντας ἔτσι ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του». 

Ποιος είναι ο αιρετικός άνθρωπος, για τον οποίο πολύς λόγος γίνεται στη ζωή της Εκκλησίας; Προφανώς είναι αυτός που με τη διδασκαλία του διαλέγει να ερμηνεύσει κάποιο ή κάποια σημεία της πίστης ως εμπειρίας του εκκλησιαστικού σώματος με δικό του τρόπο, που δεν συμφωνεί με την πίστη, και που αν ακολουθηθεί αυτός ο τρόπος ερμηνείας ως αυθεντικός, εγείρεται ζήτημα τόσο αλήθειας στην πίστη, όσο και σωτηρίας του ανθρώπου, διότι ο αιρετικός και όσοι τον ακολουθούν έχει δυσκολία ή αδυναμία να αναγνωρίσει ποιος είναι ο Χριστός, αλλά και ποια είναι στην πραγματικότητα η Εκκλησία στην οποία είναι ενταγμένος. Αντί να ακολουθεί την Εκκλησία, ζητά από την Εκκλησία να τον ακολουθήσει. Αντί να πορεύεται θέτοντας τις θέσεις ή τις απόψεις του στην κρίση της Εκκλησίας, ζητά από την Εκκλησία να πορευτεί κατά τις δικές του θέσεις ή απόψεις.

Είναι προφανές ότι αιρετικός δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αδιάκριτα κάποιος ο οποίος έχει σκέψη, άποψη, αναζήτηση για την αλήθεια της πίστης. Είναι σύνηθες, ιδίως στους καιρούς της διαδικτυακής τοξικότητας, ο χαρακτηρισμός να αποδίδεται με υπεροψία και ελαφρά τη καρδία, με μια αίσθηση ότι η πίστη χρειάζεται σωματοφύλακες, από ανθρώπους που δεν είναι εντεταλμένοι γι’ αυτό. Από ανθρώπους φοβικούς. Από εκείνους που οχυρώνονται πίσω από ένα γράμμα παράδοσης, αγνοώντας το πνεύμα της. Από αυτούς που θεωρούν θέματα άσχετα με τη σωτηρία του ανθρώπου, ζητήματα πίστης. Που λησμονούν ότι η Εκκλησία έχει την δική της πορεία εν τω χρόνω. Από μία επηρμένη οφρύ, που αγνοεί ότι την Εκκλησία την προστατεύει ο Θεός, ο Οποίος στέλνει πρόσωπα με φώτιση, γνώση, επίγνωση, καλλιέργεια, κυρίως όμως εμπειρία Του για να δώσουν μαρτυρία περί της αληθείας, όταν χρειαστεί, για να διακρίνουν πότε μια άποψη γίνεται επικίνδυνη για τη σωτηρία και πότε διατυπώνεται στα πλαίσια των ανθρώπινων χαρισμάτων που μπορεί και να λαθεύουν, χωρίς όμως να διαστρέφουν την αλήθεια, οι αυτοαναγορευμένοι ως «προστάτες» της πίστης, κληρικοί και λαϊκοί, θεωρούν ότι μπορούν να αποφαίνονται δίκην αγίων για το ποιος είναι αιρετικός και ποιος έχει.

Οι Άγιοι αποφαίνονται με τον τρόπο της Εκκλησίας, που είναι η Σύνοδος. Σύνοδος σημαίνει συνοδοιπορία σε έναν δρόμο που φωτίζει το Άγιο Πνεύμα. Όταν η Εκκλησία είχε και έχει θέματα που έχουν να κάνουν με την πίστη συγκαλεί την Σύνοδο των επισκόπων κατά τόπους και την Οικουμενική ή την Πανορθόδοξη Σύνοδο, ώστε να αποφασίσει για θέματα και ερμηνείες που απειλούν τη σωτηρία των πιστών ή που χρειάζονται ρύθμιση. Πριν τις Συνόδους η ιστορία της Εκκλησίας είναι γεμάτη από διαφορετικές ερμηνείες των Πατέρων στα ίδια θέματα.  Δεν έχει σημασία αν είναι μεγάλες ή μικρές οι διαφορές, καθότι συνήθως πήγαζαν από τον τρόπο που οι Πατέρες έβλεπαν τον κόσμο και τη ζωή, ανάλογα με τον χαρακτήρα και την μόρφωσή τους. Όταν όμως η Σύνοδος αποφαίνονταν, όλοι ακολουθούσαν αυτόν τον δρόμο.

Σήμερα είναι εύκολη η απόδοση του χαρακτηρισμού «αιρετικός», σε όποιον ή όποια δεν ακολουθεί συνήθως τον υπερσυντηρητικό τρόπο προσέγγισης της πίστης στην πράξη. Σε όποιον ή όποια ζητά να επικαιροποιηθεί το μήνυμα της πίστης και της ζωής της Εκκλησίας. Είναι άλλο η αλλαγή και άλλο η επικαιροποίηση. Είναι άλλο ο διάλογος με τον κόσμο, τα ρεύματά του, τις προκλήσεις του και άλλο η εκκοσμίκευση, ο συσχηματισμός, η αίσθηση ότι στον κόσμο βρίσκεται η αλήθεια και ότι πρέπει να αλλάξουμε τις διδασκαλίες της πίστης, για να είμαστε ευάρεστοι. Είναι άλλο ο εντοπισμός της αμαρτίας και άλλο η κατάκριση του αμαρτωλού.

Ο απόστολος Παύλος,  γράφοντας στον επίσκοπο της Κρήτης και μαθητή του απόστολο Τίτο, του ζητά ο ίδιος να έχει την ευθύνη για να αντιμετωπίσει τον αιρετικό άνθρωπο, αυτόν που ακολουθεί πλανερές διδασκαλίες. Να τον συμβουλεύει μία και δύο φορές, αφού πρώτα εντοπίσει τις πλάνες του. Διότι σήμερα πολλοί θεωρούν ό,τι δεν καταλαβαίνουν πλάνη. Ό,τι γίνεται από αγάπη, χωρίς να αλλοιώνει το περιεχόμενο της διδασκαλίας της πίστης, πλάνη. Κι αφού ο Τίτος συμβουλέψει τον πλανώμενο, αν εκείνος δεν τον ακούσει, ο Παύλος τον προτρέπει να τον αφήσει, διότι ο αιρετικός έχει καταδικάσει ο ίδιος τον εαυτό του, αφού δεν ακούει τον επίσκοπο, δηλαδή ην Εκκλησία, διότι όπου ο επίσκοπος, εκεί και η Εκκλησία. Όπου η Σύνοδος, εκεί και η Εκκλησία. Κι ακόμη κι αν η Σύνοδος ή ο επίσκοπος σφάλλουν, δεν μπορούμε να φεύγουμε από την Εκκλησία ή από τον επίσκοπο, αλλά να περιμένουμε. Η ιστορία της Εκκλησίας έχει δείξει διορθώσεις στις διδασκαλίες και επισκόπων και συνόδων. Αυτός όμως που φεύγει από την Εκκλησία ή χρησιμοποιεί, ελαφρά τη καρδία και με έπαρση τον όρο «αιρετικός», χωρίς να γνωρίζει πραγματικά αν όντως ισχύει για τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται, χωρίζει την Εκκλησία, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται, για να δικαιώσει τον εαυτό του. Και η αυτοδικαίωση, όπως και η διάσπαση είναι έργα του διαβόλου.   

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

13 Οκτωβρίου 2024

Κυριακή Δ’ Λουκά, των Αγίων Πατέρων

της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου

10/8/24

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ & Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ


«Εάν αγαπάς τη μετάνοια, να αγαπήσεις και την ησυχία. Γιατί χωρίς την ησυχία, η μετάνοια δεν εκπληρώνεται»
(άγιος Ισαάκ ο Σύρος)

Δύσκολη επιλογή στη ζωή μας η μετάνοια! Συνήθως, φταίνε οι άλλοι για ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας. Ακόμη και τα αναγνωριζόμενα από εμάς λάθη μας δεν μας οδηγούν στην ειλικρινή απόφαση για αλλαγή. Πρόσκαιρα, όταν αντιλαμβανόμαστε κάποιες συνέπειες, αισθανόμαστε ότι πρέπει να ζητήσουμε «συγγνώμη». Στην πραγματικότητα όμως η καρδιά μας δεν είναι έτοιμη να αναλάβει ευθύνες, διότι θεωρούμε ότι θα ταπεινώσουμε τον εαυτό μας με τέτοιον τρόπο που οι άλλοι θα το εκμεταλλευτούν. Προτιμούμε λοιπόν να δείχνουμε μια μεταμέλεια, ότι ξανασκεφτήκαμε το σφάλμα μας, αλλά ότι πρέπει να μας αναγνωριστούν ελαφρυντικά. Ότι οδηγηθήκαμε εκεί  χωρίς να είμαστε οι πραγματικοί φταίχτες. Ότι οι καταστάσεις είναι η αιτία και όχι οι επιλογές μας.

Ο ασκητικός λόγος μάς δίνει αφορμή να νιώσουμε ότι η μετάνοια θέλει αγάπη. Αγαπώ την μετάνοια σημαίνει ότι αγαπώ αληθινά τον εαυτό μου και δεν θέλω να τον βλέπω να δικαιώνεται, χωρίς να έχει δίκιο. Στην πραγματικότητα, τα σφάλματα, οι αμαρτίες, οι αποτυχίες μας έχουν ως ρίζα έναν εαυτό, ο οποίος έχει πάθη. Έχει αγκάθια μέσα του, τα οποία δεν του επιτρέπουν να δει τη ζωή όπως είναι, αλλά τα πάντα τα βλέπει όπως θα ήθελε να είναι. Έτσι, όταν έρχεται στην επιφάνεια η πτώση, το κακό, η ήττα, δεν μπορούμε να αισθανθούμε ότι χάσαμε επειδή δεν διαλέξαμε σωστά. Πώς να αγαπήσουμε την μετάνοια ως αλλαγή νοός, τρόπου σκέψης, στάσης ζωής; Μόνο που αυτός που αγαπά την μετάνοια έχει αποφασίσει ότι δεν του χρειάζονται οι ενοχές, αλλά η καινούργια πορεία.

 Η ενοχή είναι το βάρος που φέρνουμε μέσα μας για ό,τι δεν θέλουμε να αλλάξουμε. Προφανώς και οι πράξεις μας μένουν ανεξάλειπτες μέσα στον χρόνο, κάποτε και οι συνέπειές τους. Όμως μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Να αντιτάξουμε την αγάπη στο μίσος και την αδιαφορία που δείξαμε. Να κάνουμε καλό, αντί για κακό. Να ταπεινωθούμε, εκεί όπου με υπερηφάνεια θέλαμε να εξουσιάσουμε. Και τότε δεν θρονιάζεται στην ψυχή μας η ενοχή, αλλά η ελπίδα ότι υπάρχει μια χαραμάδα φωτός που θα αλλάξει τη ζωή μας, ακόμη κι αν πρέπει να πληρώσουμε το απαραίτητο τίμημα. Είναι, άλλωστε, ταπείνωση το τίμημα. Το έχουμε ανάγκη για να προσγειωνόμαστε στην αλήθεια.

Και συνεχίζει ο ασκητικός λόγος ότι η αγάπη για την μετάνοια θέλει αγάπη για την ησυχία. Ησυχία δεν είναι η αποφυγή του θορύβου μόνο. Είναι, κυρίως, η απόφασή μας να στραφούμε εντός μας, να ακούσουμε τη συνείδησή μας, να ακούσουμε τις εντολές του Θεού που μας έχουν δοθεί εξ αρχής, καθώς είμαστε εικόνες Του. Και τότε, στη γαλήνη της προσευχής,  στην ανακούφιση της ηρεμίας, στη θέα του κρυπτού της καρδίας μας ανθρώπου, μπορούμε να νικήσουμε την κυριαρχία του όποιου κακού, του λογισμού, του πειρασμού, της αίσθησης ότι δεν φταίμε εμείς ή δεν φταίμε μόνο εμείς. Όποιος ησυχάζει, αναλαμβάνει το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί, χωρίς να τον ενδιαφέρει τι θα κάνουν οι άλλοι. Εμπιστεύεται την καρδιά του, τα πάθη της και τα λάθη της στον Χριστό και σηκώνει τον σταυρό τού α φανερώσει εντός και εκτός του τον νέο άνθρωπο.

Αυτός που μετανοεί αληθινά, δεν μένει στα λόγια.  Προχωρά στα έργα. Χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση τη δεύτερη ευκαιρία από τους ανθρώπους, εμπιστεύεται τελικά την δεύτερη ευκαιρία του Θεού, που περιμένει και λυτρώνει. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

            στο φύλλο της Τετάρτης 9 Οκτωβρίου 2024

10/6/24

LORD OF THE RINGS-RINGS OF POWER

 


Ολοκληρώθηκε ο δεύτερος κύκλος μιας εξαιρετικής σειράς, που είναι παραγωγή της Amazon. «Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών-τα δαχτυλίδια της δύναμης», με σενάριο στηριγμένο κυρίως στο βιβλίο του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν «Σιλμαρίλλιον», μας περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκαν τα δαχτυλίδια, με τα οποία οι άνθρωποι κατακτήθηκαν ψυχικά, για να πολεμούν μεταξύ τους, μέχρις ότου απομείνει εκείνο το ένα, το οποίο θα καταστρέψει ο Φρόντο στον  «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών».

Η σειρά, πέρα από τα εφέ και την δυνατή παραγωγή, είναι ένα εξαιρετικό σχόλιο πάνω στη δύναμη της εξουσίας που κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται παντοδύναμος. Η εξουσία στηρίζεται και τρέφει εξίσου την απληστία, την πλεονεξία, η οποία είναι ειδωλολατρία (κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου). Το βλέπουμε αυτό στα δαχτυλίδια του σπουδαιότερου τεχνίτη των ξωτικών Κελεμπρίμπορ, τα οποία ο άρχοντας του κακού Σάουρον έχει μολύνει με την δύναμη της περηφάνειας και της απληστίας, ώστε να ελέγχει τον νου αυτών που τα φορούνε. Έτσι, ο βασιλιάς των νάνων Ντούριν ο τρίτος, η αρχόντισσα Γκαλάντριελ, ακόμη και ο Υψηλός βασιλιάς των ξωτικών, ο ίδιος ο Κελεμπρίμπορ, αισθάνονται τη δύναμη των δαχτυλιδιών να τους κυριεύει, δίνοντας τόπο στο κακό, για να ελέγξει τη ζωή τους. Η πλοκή αυτή στην πραγματικότητα είναι μία μορφή θεολογικού σχολίου του Τόλκιν πάνω στη δύναμη των παθών. Ο Τόλκιν ήταν γνώστης της χριστιανικής παράδοσης, μαζί με έναν άλλον σπουδαίο συγγραφέα και φίλο του, τον δημιουργό των Χρονικών της Νάρνια C.S.Lewis. 

Είναι μια σειρά που αξίζει κάποιος να την παρακολουθήσει, καθώς καταφέρνει, εκτός από το θέαμα και την περιπέτεια, να προβάλλει μηνύματα στην εποχή μας. Ξαναβλέπουμε πώς ο Γκάνταλφ, ο μάγος του καλού, απέκτησε τις δυνάμεις του, όχι μέσα από την εξουσία, αλλά μέσα από την αγάπη. Πώς το κακό εξαποστέλλει τα παιδιά του, τα Ορκς, για να καταλάβει την Μέση Γη, στηριγμένο στην ασχήμια που η εξουσία χρειάζεται για να διαλύσει την ομορφιά της αγάπης και της ανθρωπιάς, σκορπίζοντας τον κόσμο σε ένα σκοτάδι αληθινά δαιμονικό. Πώς ακόμη και στο Νούμενορ, όπου οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να υπερασπιστούν στον κόσμο, εισχωρεί το μικρόβιο της εξουσίας μέσα από την δεισιδαιμονία, τον λαϊκισμό και τη δημαγωγία, την απουσία σεβασμού στους θεσμούς, και αυτό το μικρόβιο καθιστά την καθημερινότητα δέσμια της τυραννίας και του ολοκληρωτισμού ενός ηγέτη, ο οποίος χρησιμοποιεί ακόμη και τη θρησκεία για να υποτάξει τον κόσμο στον εαυτό του. Κι όλα αυτά, καθώς οι άνθρωποι δεν είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν το αληθινό, να αισθανθούν ευγνώμονες σ’  αυτούς που  τους δείχνουν την οδό της κοινότητας που περιλαμβάνει όλους και όχι μόνο την ατομικότητα ή τον εθνικισμό, που δεν είναι τελικά έτοιμοι να υπερασπιστούν ακόμη και τις δικές τους ιδέες, αλλά υποκύπτουν παθητικά στον φασισμό κάθε μορφής.

                Είναι ωραίος ο μυθικός κόσμος του Τόλκιν. Μπορεί να μοιάζει παραμύθι, με μάγους, τέρατα, καταχθόνια και θαλάσσια, παραμορφωμένες ψυχές, αλλά μάς δείχνει ότι χρειαζόμαστε έναν κόσμο που να πιστεύει σε αξίες όπως η αγάπη για όλους, η θυσία, η νίκη κατά των παθών, η χρήση της τεχνολογίας με όρους ηθικής και όχι με όρους κυριαρχίας, η ελευθερία ως νίκη κατά του κακού κάθε μορφής, η ανάγκη οι ηγέτες ενός λαού να νοιάζονται για την πρόοδό του σεβόμενοι το μέτρο και τις παραδόσεις και όχι να καθοδηγούνται από την απληστία για δύναμη και δόξα. Με μια κουβέντα, η ανάγκη ο κόσμος μας να είναι φωτεινός και η ζωή μας να γίνεται έξοδος προς το φως και όχι παραμονή σε ένα σκοτάδι που υπόσχεται επιβίωση, χωρίς αγάπη κι ελευθερία. Η ευθύνη είναι και προσωπική μας.

                Αναμένουμε με ενδιαφέρον τον τρίτο κύκλο. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

6 Οκτωβρίου 2024

10/5/24

Η ΖΩΗ ΒΓΑΙΝΕΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

 

Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν (Β’ Κορ. 4, 11)

Δηλαδή είμαστε ζωντανοί, αλλά εκθέτουμε συνεχώς τον εαυτό μας στο θάνατο για χάρη του Ιησού, ώστε να φανερωθεί στο θνητό μας σώμα η ζωή του Ιησού. 

            Ο απόστολος Παύλος γράφει προς τους Κορινθίους τη δεύτερη επιστολή του, για να τους θυμίσει, μεταξύ άλλων, ότι η όντως ζωή βγαίνει μέσα από τον θάνατο. Οι άνθρωποι βλέπουμε τη ζωή στο «φαίνεσθαί» της. Στις σωματικές της λειτουργίες, στην καθημερινότητά της, στην κίνηση προς τον άλλο, τον κόσμο, τον εαυτό μας, στη θέα διά των αισθήσεων, στους στόχους και τα επιτεύγματα. Είναι όντως ζωή όμως αυτό το «φαίνεσθαι»;

            Θα ήμασταν αχάριστοι έναντι του Θεού αν ισχυριζόμασταν ότι όλα αυτά, επειδή έχουν έναν χαρακτήρα πρόσκαιρο, δεν είναι ζωή. Επειδή είναι εκφάνσεις εν χρόνω, δεν αξίζουν. Ο Θεός όρισε να ζούμε στον κόσμο, στον χρόνο που Εκείνος επέτρεψε, να έχουμε τους γονείς που μας έφεραν στη ζωή, να έχουμε να παλέψουμε μέσα στον πολιτισμό και τα ήθη που συναντούμε. Και επαφίεται σε μας να χαράξουμε δρόμους ή απλώς να ακολουθήσουμε ή και να καταστρέψουμε ή και να αδιαφορήσουμε. Όμως ο Θεός μας προίκισε και με ένα ξεχωριστό και μοναδικό δώρο: το πνεύμα, την ψυχή μας, ώστε να είμαστε διαφορετικοί όχι μόνο σωματικά και κατ’ όψιν, αλλά και ως πρόσωπα σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Και μας έδωσε, μέσα από το πνεύμα, την ψυχή μας, τη δυνατότητα να έχουμε ξεχωριστά χαρίσματα, εικόνα δική του, την αγάπη και την ελευθερία, το λογικό, τη συνείδηση, τη δημιουργικότητα, τη δυναμική να σχετιζόμαστε με τον πλησίον μας, να χτίζουμε κατά το θέλημα του Θεού ή κατά το θέλημα το δικό μας ή σε συνδυασμό. Όλος αυτός ο δρόμος όμως στην πραγματικότητα έχει τέρμα του τον θάνατο, την έξοδό μας δηλαδή από τον χρόνο.

            Γι’ αυτό η όντως ζωή περνά μέσα από τη σχέση με τον Χριστό. Εκείνος είναι που μέσα από την κοινωνία μαζί Του μπορούμε να δώσουμε νόημα που διαρκεί σε όλα όσα πράττουμε, σε όλα όσα ζούμε, σε όλα όσα είμαστε. Να περάσουμε δηλαδή από το «φαίνεσθαι» στο «είναι» όχι ως άτομα, αλλά ως πρόσωπα που Τον αναζητούμε και Τον βρίσκουμε στον τρόπο της Εκκλησίας. Στη θεία κοινωνία, δηλαδή στη μετοχή μας στη Θεανθρώπινη ύπαρξή Του, όπως Εκείνος μάς προσφέρεται για να γίνουμε ένα. Στην αγάπη προς τον πλησίον, όπως Εκείνος μάς την έδειξε, δηλαδή με τον τρόπο του σταυρού, της συγχώρεσης, της θυσίας, της υπομονής. Στην πίστη στην ανάσταση, η οποία γκρεμίζει την ιδεολογία του μηδενισμού και κάνει τη ζωή να αξίζει, διότι η έξοδος από τον χρόνο δεν είναι σβήσιμο του προσώπου, αλλά κοίμηση και, την ίδια στιγμή, θέαση του προσώπου του Χριστού, του φωτός, της ελπίδας, της αγάπης που γίνεται αιωνιότητα.

            Όλα όσα ζούμε είναι ζωή αληθινή. Δεν είναι όμως αυτάρκης αυτή η ζωή. Χρειάζεται να εκθέτουμε τον εαυτό μας στον θάνατο: αυτόν της υπέρβασης της αμαρτίας, δηλαδή της αίσθησης ότι τα πάντα είναι για μένα και για το πρόσκαιρο της ζωής και δεν μου χρειάζεται ο Θεός, ενώ ο πλησίον υπάρχει για να τον χρησιμοποιώ. Και είναι θάνατος αυτός ο αγώνας να νικήσουμε την αμαρτία, διότι έχουμε να πολεμήσουμε με τον «έτερο νόμο» (Ρωμ. 7,23), του να κάνουμε αυτό που δεν θέλουμε. Τον νόμο του θελήματος. Τον νόμο του πειρασμού. Τον νόμο του «μόνο εγώ».  Αν πεθαίνουμε ως προς αυτόν τον νόμο, τότε φανερώνεται εντός μας η ζωή του Χριστού. Η ζωή της αγάπης. Η ζωή της ανάστασης. Η ζωή που δεν νικιέται από τον θάνατο. Αυτός είναι ο τρόπος της Εκκλησίας, που χρειάζεται να τον αναζητήσουμε και να τον ζήσουμε. Διότι ο Χριστός δεν μας αφήνει μόνους στον αγώνα εναντίον του έτερου νόμου, αλλά μας εξάγει συνεχώς στη ζωή. Που, μαζί του, είναι η όντως και ατελεύτητη. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

6 Οκτωβρίου 2024

Κυριακή Γ’ Λουκά

10/4/24

«ΘΕΟΦΑΝΩ, μια βυζαντινή ιστορία», σενάριο Θεοχάρης Σπύρος και σχέδιο Σακελλαροπούλου Χρυσαυγή, εκδόσεις Byzantine Tales

 


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 146- «ΘΕΟΦΑΝΩ, μια βυζαντινή ιστορία», σενάριο Θεοχάρης Σπύρος και σχέδιο Σακελλαροπούλου Χρυσαυγή, εκδόσεις  Byzantine Tales 

Μία καταπληκτική, πραγματικά, έκδοση έπεσε στα χέρια μας, που αναφέρεται στα χρόνια του Βυζαντίου. Πρωταγωνιστεί μία γυναίκα, η Θεοφανώ, αυτοκράτειρα του Βυζαντίου και σύζυγο των αυτοκρατόρων Ρωμανού του Β’ και του Νικηφόρου Φωκά. Γεννημένη στην Λακωνία το 941 μ. Χ., κόρη ενός κάπελα, η Αναστασία μετονομάστηκε σε Θεοφανώ, προκειμένου να αποκρυβεί η ταπεινή της καταγωγή και να τη παντρευτεί ο ερωτευμένος μαζί της αυτοκράτορας Ρωμανός ο Β’.  Σπάρτη Η Θεοφανώ, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς είναι πιθανόν να γνώριζε ή και να συμμετείχε στη δολοφονία του πεθερού της Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου, όπως επίσης και του πρώτου συζύγου της!  Η ιστορία αναφέρει ότι παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Φωκά, αλλά όταν η πολιτική του άρχισε να προκαλεί το λαϊκό αίσθημα, για να μην ταυτιστεί η μοίρα της (όπως και των παιδιών της) με του Φωκά, συνωμότησε με τον ανιψιό του Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος υπήρξε και εραστής της, να τον δολοφονήσουν. Ο Νικηφόρος Φωκάς φέρεται να αντιλήφθηκε τα σχέδιά τους και απομάκρυνε τον Τσιμισκή, αλλά, πιθανόν για στρατιωτικούς λόγους, τον ανακάλεσε από την εξορία. Ο Τσιμισκής και η Θεοφανώ ολοκλήρωσαν τότε το σχέδιό τους και σκότωσαν τον Νικηφόρο.

Η ενοχή της ήταν τόσο φανερή που ο πατριάρχης Πολύευκτος εκβίασε τον νέο αυτοκράτορα ότι δεν θα τον έχριζε αν δεν απομάκρυνε τη Θεοφανώ. Τότε αυτή εξορίστηκε στα Πριγκιπόννησα, όπου έμεινε για ένα χρόνο - μέχρι το 970 μ.Χ. Δραπέτευσε τότε και οργάνωσε συνωμοσία εναντίον του Τσιμισκή αλλά απέτυχε και την έκλεισαν σε μοναστήρι στην Αρμενία. Μετά το θάνατο του Τσιμισκή, οι γιοι της Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος και Κωνσταντίνος Η’    την επανέφεραν από την εξορία, χωρίς όμως να αναμειχθεί ξανά στην πολιτική. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 976 μ.Χ., ξεχασμένη απ' όλους, αν και στα τελευταία της χρόνια έζησε στην άνεση των ανακτόρων.

Η ιστορία της Θεοφανούς αποτυπώνεται στην έκδοση του Σπύρου Θεοχάρη και της Χρυσαυγής Σακελλαροπούλου σε κόμικ! Εδώ είναι η πρωτοτυπία. Σε μια εποχή, στην οποία οι νεώτεροι διαβάζουν όλο και λιγότερο, έρχονται δύο εμπνευσμένοι δημιουργοί να δώσουν με ξεχωριστό τρόπο τη δυνατότητα σε όλους να προβληματιστούν πάνω σε μια εποχή στην οποία το Βυζάντιο είναι έτοιμο να φτάσει σε περίοδο μεγάλης ακμής, αφού η Μακεδονική δυναστεία θα νικήσει τους Άραβες, ελευθερώνοντας την Κρήτη  και εγκαθιστώντας οικογένειες από τον Πόντο και τη Χαλδία, ώστε να κρατηθεί το αυτοκρατορικό στοιχείο, ενώ ο Βασίλειος ο Β’ θα ξεκαθαρίσει τον κυρίως ελλαδικό και βαλκανικό χώρο από τις επιθέσεις των Βουλγάρων. 

Στην περίοδο αυτή μια γυναίκα πρωταγωνιστεί. Η Θεοφανώ δείχνει ότι η βυζαντινή κοινωνία δεν είχε να κάνει με την δυτικοευρωπαϊκή, αναφορικά με τη θέση της γυναίκας, καθώς δεχόταν να κυβερνηθεί από μία αυτοκράτειρα που ήξερε να παίζει στα παιχνίδια εξουσίας, όπως αυτά αποτυπώνονται με εξαιρετικό τρόπο από τους δημιουργούς μέσω των προσώπων του Ιωσήφ Βρίγγα και του Βασιλείου Λεκαπηνού, δύο ευνούχων που ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον για να ελέγχουν την πολιτική της αυτοκρατορίας. Η Θεοφανώ παρουσιάζεται όχι με το σκληρό και απάνθρωπο πρόσωπο μιας αδίστακτης γυναίκας, αλλά με την αποφασιστικότητα να μην νικηθεί από τα «αντρικά παιχνίδια εξουσίας», αλλά να τα συνδιαμορφώσει, δείχνοντας ότι τα πρόσωπα ηγούνται και όχι τα στερεότυπα. Οι δημιουργοί του κόμικ δεν αποκρύπτουν, ωστόσο, την αλήθεια, για να εξυπηρετήσουν φεμινιστικές ιδεολογίες. Αποτυπώνουν τα όρια της θέσης μιας γυναίκας που είναι όμορφη, φιλόδοξη, ευφυής, μα και την ίδια στιγμή μάνα που θέλει το καλύτερο για τα παιδιά μας. Τη θέση μιας γυναίκας που δεν γνωρίζει την αληθινή αγάπη στη ζωή της και ο μόνος έρωτας που βιώνει είναι ηθικά απαγορευμένος. Μια γυναίκα που γνωρίζει ότι την χρησιμοποιούν στο παιχνίδι του στέμματος, αλλά δεν λειτουργεί η ίδια ως πιόνι.

Εξαιρετικά τα σχέδια, το πορφυρό χρώμα της αυτοκρατορίας που χρησιμοποιούν οι δημιουργοί, όπως επίσης και το εν γένει σκοτεινό φόντο, αυτό που αποτυπώνει έναν αγώνα εξουσίας στον οποίο δεν χωρούνε φραγμοί. Η «Θεοφανώ» είναι ένας τρόπος για να γνωρίσουν οι νεώτεροι την ιστορία μιας περιόδου, την οποία εν γένει οι πολλοί θεωρούν σκοτεινή και απορριπτέα για τον Ελληνισμό, ενώ στην πραγματικότητα είναι η ιστορία της ανθρώπινης φύσης και ύπαρξης σε έναν αγώνα εξουσίας και δύναμης, όπως όμως δεν λείπει η αγάπη και η έγνοια μιας μάνας που δεν ξεχνά την ιδιότητά της.

                Αξίζουν συγχαρητήρια στους δημιουργούς που έχουν συνεχίσει την προσπάθειά τους με την αποτύπωση της ιστορίας του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, αλλά και όψεων της επανάστασης του 1821. Σίγουρα είναι ένας ελκυστικός τρόπος για να προσεγγίσουμε αυτό το υπέροχο, αλλά και δύσκολο μάθημα για τους νεώτερους και όχι μόνο! 

                π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

                4 Οκτωβρίου 2024

10/1/24

ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΜΑΙ ΤΟΝ ΑΛΛΟ ‘Η ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ;

 

 «Αυτός που υπερασπίζεται τον κατατρεγμένο βρίσκει υπέρμαχό του τον Θεό» (άγιος Ισαάκ ο Σύρος).

Πόσο εύκολη είναι η απόρριψη του άλλου στους καιρούς μας! Οι άνθρωποι λειτουργούμε με χαιρεκακία, ιδίως όταν ο άλλος συντρίβεται είτε από τα λάθη του είτε από τον κόσμο και τη σκληρή  πραγματικότητα, με αποτέλεσμα τότε να φαίνεται ποια είναι η καρδιά μας. Αν είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε τον νικημένο, τον κατατρεγμένο, τον αδικημένο της ζωής, αναζητώντας την αλήθεια, ή αν ρίχνουμε κι εμείς τον λίθο του αναθέματος, δένουμε κι εμείς με τη σειρά μας μία πέτρα στον λαιμό του, για να τον ρίξουμε βαθύτερα στην απόγνωση, είναι το κρίσιμο δίλημμα.

Η απάντηση πηγάζει πρώτα από τον χαρακτήρα που έχουμε. Αν μεγαλώσαμε με την αίσθηση του αδικημένου από τους γονείς, τα αδέρφια μας, τους δασκάλους μας, έχοντας την εντύπωση ή και τη βεβαιότητα ότι δεν μας αναγνωρίζεται η αξία μας, τότε εύκολα μπαίνουμε στη λογική του «ο καθένας να λάβει ό,τι του πρέπει». Αν πάλι νιώθουμε ότι οι άλλοι δεν πρέπει να περάσουν ό,τι περνάμε εμείς, ακόμη κι αν κάνουν λάθη, τότε βρισκόμαστε σε έναν δρόμο συμπάθειας και αγάπης. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα αφήσουμε κατά μέρος την αλήθεια για τα όποια λάθη, δικά μας και των άλλων. Είναι άλλο όμως η αγαπητική προσέγγιση, που υποδεικνύει χωρίς να μειώνει ή να καταργεί την αξία του ανθρώπινου προσώπου και άλλο η αίσθηση ότι ό,τι κάνεις, αυτό θα λάβεις, ως τιμωρία από τον Θεό και τους ανθρώπους.

Ο ασκητικός λόγος μάς ζητά να υπερασπιζόμαστε τους κατατρεγμένους. Να μην είμαστε κλεισμένοι στον εαυτό μας, ούτε να έχουμε την πεποίθηση πως η προσωπική μας σωτηρία είναι ο δρόμος που μάς δίδει αυτάρκεια. Ο χριστιανός κλήθηκε να παλεύει στην ιστορία, να υπερασπίζεται το αληθινό, αυτό που είναι κατά τον νόμο του Χριστού. Να μη δέχεται την αδικία, ακόμη κι αν αυτή τον εξυπηρετεί ή δεν τον βλάπτει. Να συνεισφέρει από το περίσσευμα ή το υστέρημά του στην έλλειψη του άλλου. Και να ακούγεται η φωνή του, φωνή δικαιοσύνης, σε έναν κόσμο επανάπαυσης. Και ο Θεός δεν ξεχνά ούτε τον αδικημένο, ούτε τον υπερασπιστή.

Στην οικογένεια αυτός ο δρόμος δεν είναι εύκολα εφαρμόσιμος. Αν στο ζευγάρι επικρατεί η αίσθηση ότι «το δίκιο μου» πρέπει να επικρατήσει, τότε δεν μπορεί η αγάπη να ζυγιάσει τα πράγματα. Αν «το δίκιο» αποδειχτεί ανώφελο ή ηττηθεί, τότε ο άλλος εύκολα παραδίδεται στο αίσθημα της αυτοδικαίωσης. Αν τα παιδιά μαλώνουν μεταξύ τους, οι γονείς δυσκολεύονται να πάρουν θέση, διότι φοβούνται ότι κάποια πλευρά θα δυσαρεστήσουν. Όμως ο λόγος του Θεού είναι ξεκάθαρος: «να υπερασπίζεσαι τον κατατρεγμένο». Να βλέπεις την αλήθεια και να τη δείχνεις, με αγάπη, διακριτικότητα και σταθερότητα. Να μην αφήνεις, όσο εξαρτάται από σένα,  αυτόν που δεν φταίει να γίνεται θύμα. Να οδηγείς, με τη σταθερότητα του λόγου και του παραδείγματος, τον αδικούντα  στην μετάνοια. Να προσεύχεσαι στον Θεό για τα υπόλοιπα.

Η υπεράσπιση προϋποθέτει σύγκρουση. Οι άνθρωποι φοβόμαστε έναν τέτοιο δρόμο, διότι είναι επώδυνος. Γι’ αυτό χρειάζεται να μένουμε αταλάντευτοι σ’ αυτό που είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, χωρίς όμως απαραιτήτως να οδηγούμαστε στη ρήξη, στην εχθρότητα, στη μνησικακία. Η αλήθεια δεν κρύβεται. Όμως μπορεί να συνδυαστεί με την εμπιστοσύνη στον Θεό που έχει τον τελευταίο λόγο. Κι Εκείνος θα φωτίσει. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

           στο φύλλο της Τετάρτης 2 Οκτωβρίου 2024