7/12/25

Ο ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ 2


«Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος»
(Τίτ.  3, 10-11)

«Τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀκολουθεῖ πλανερὲς διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μιὰ δυὸ φορές, κι ἂν δὲν ἀκούσει ἄφησέ τον, μὲ τὴ βεβαιότητα πὼς αὐτὸς ἔχει πιὰ διαστραφεῖ καὶ ἁμαρτάνει, καταδικάζοντας ἔτσι ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του». 

            Η αίρεση είναι μία κατάσταση την οποία η Εκκλησία αντιμετώπιζε από το πρώτο κιόλας διάστημα της φανέρωσής της στον κόσμο, μετά την Πεντηκοστή. Πέρα από τον ορισμό, ότι αιρετικός σημαίνει εκείνος ο οποίος επιλέγει, προτιμά ένα μέρος της διδασκαλίας της Εκκλησίας, το ερμηνεύει με τον δικό του τρόπο και τις δικές του προσλαβές, και το καθιστά σήμα κατατεθέν της ίστης του, με αποτέλεσμα να ανακύπτει κίνδυνος σοβαρός για τη σωτηρία τόσο εκείνου , όσο και εκείνων που τον ακολουθούν, χρειάζεται να δούμε την αίρεση στην προοπτική της άρνησης της σχέσης και της κοινωνίας με την Εκκλησία.

            Για τον αιρετικό η Εκκλησία των Αποστόλων, των διαδόχων τους που είναι οι επίσκοποι, των αγίων, των Πατέρων σφάλλει. Και ο αιρετικός προτιμά να φύγει από αυτή την Εκκλησία, για να ιδιωτεύσει στη δική του, καθότι θεωρεί όλους τους άλλους πλανεμένους. Θα αναρωτηθούμε εύλογα: μα δεν σφάλλει ποτέ η Εκκλησία, από τη στιγμή που αποτελείται από ανθρώπους και ουδείς είναι αλάθητος; Πολλές φορές στο διάβα των αιώνων η Εκκλησία κλονίστηκε, συνήθως λόγω των παρεμβάσεων της πολιτείας, η οποία ήθελε να επιβάλει διδασκαλίες που αποδέχονταν οι αυτοκράτορες είτε λόγω ελλιπούς παιδείας, είτε λόγω καταγωγής, είτε λόγω συμπαθειών προς πρόσωπα, τα οποία διακατέχονταν από αιρετικές απόψεις (Αρειανισμός και Εικονομαχία). Άλλοτε, η Εκκλησία κλονίστηκε, όταν για παράδειγμα οι αυτοκράτορες πίεζαν για την ένωση Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, λίγα χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (σύνοδος Φερράρας -Φλωρεντίας 1438-1439). Αργά ή γρήγορα όμως η τάξη και η αλήθεια αποκαταστάθηκαν. Συζητήσεις μεταξύ τω Πατέρων και διαφορετικές απόψεις σε θέματα θεολογούμενα, όταν δηλαδή η Εκκλησία δεν είχε καταλήξει σε οριστικά διατυπωμένη διδασκαλία, είχαμε πολλές φορές στην ιστορία της πίστης. Και θα συνεχίσουμε να έχουμε. Όταν όμως η Εκκλησία εν Συνόδω αποφασίζει, τότε, εφόσον η απόφαση είναι στηριγμένη στη βάση της πίστης και με διάλογο αγιοπνευματικό, η Εκκλησία ομονοεί και αποδέχεται την οδό της σωτηρίας.

            Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στον μαθητή του Τίτο, τον συμβουλεύει όταν έχει απέναντί του έναν άνθρωπο που είναι αιρετικός, δηλαδή υποστηρίζει πλανερές διδασκαλίες, να τον νουθετεί μία και δεύτερη φορά, αλλά μετά να τον αφήνει, διότι η σκέψη του έχει διαστραφεί και δυστυχώς επιλέγει να μην αναγνωρίζει τον Χριστό και την πίστη της Εκκλησίας και γι’ αυτό αυτοκαταδικάζεται. Ο Τίτος είναι ο επίσκοπος της Κρήτης. Αυτός λογοδοτεί και στον Θεό και στην Εκκλησία για τη διαφύλαξη της πίστης. Αυτός έχει, επομένως, και την ευθύνη να διακρίνει την αλήθεια και να την υπερασπιστεί. Ο απόστολος Παύλος όμως του δίνει τη συμβουλή να μιλήσει στον αιρετικό. Να του δείξει αγάπη και κατανόηση. Δεν του επιτρέπει όμως να συνεχίσει έναν ατέρμονα διάλογο, εφόσον δεν βγάζει πουθενά.

            Η προτροπή του Παύλου ισχύει για την Εκκλησία στο διηνεκές. Η Εκκλησία καλείται να συζητά με όσους έχουν καλή πρόθεση, δεν έχει όμως την ευθύνη της σωτηρίας τους εφόσον αυτοί επιμένουν σε πλανερές διδασκαλίες. Και αυτές έχουν να κάνουν με την πίστη και όχι με ζητήματα του αιώνος τούτου. Σήμερα πολλοί χριστιανοί έχουν αναγάγει θέματα πολιτικής, θέματα επιστήμης, θέματα νοοτροπιών του αιώνος τούτου σε ζητήματα πίστης.  Η πίστη προφανώς μας υποδεικνύει βάσεις και αρχές στις οποίες, στηριγμένοι, μπορούμε να έχουμε άποψη και για τα γεγονότα αυτής της ζωής. Δεν μας επιτρέπει όμως να χαρακτηρίζουμε «αιρετικούς» όσους δεν συμφωνούν με την οπτική μας. Αν αμφισβητείται η πίστη μας ή μας προτείνονται άλλοι θεοί και όχι ο Τριαδικός Θεός  ως ο Δημιουργός και Σωτήρας μας εκεί οφείλουμε να σταματήσουμε τον όποιο διάλογο. Αν όμως υπάρχουν θέματα του αιώνος τούτου, ας είμαστε καλοπροαίρετοι.

         Και κάτι ακόμη. Η Εκκλησία σήμερα κατηγορείται από πολλούς, οι οποίοι εμφορούνται από φόβο μην τυχόν και προδώσουμε τα ιερά και τα όσιά μας ή από άγνοια ή από σκοπιμότητα προσωπικής προβολής, διότι συζητά με άλλα δόγματα και άλλες θρησκείες. Η συζήτηση είναι μαρτυρία της πίστεώς μας «παντί τω αιτούντι» και έκφραση αγωνίας διότι ο Χριστός ζήτησε από τον Θεό Πατέρα το βράδυ του Μυστικού Δείπνου να δώσει να είμαστε όλοι ένα. Δεν σημαίνει άρνηση της πίστεως η συζήτηση. Ας εμπιστευόμαστε την Εκκλησία. Αυτό μας κρατά ταπεινούς. Ας διαλεγόμαστε εντός της. Και αν διαπιστώνουμε κίνδυνο σφαλμάτων που απειλούν την πίστη μας, ας θέτουμε εν παρρησία την άποψή μας και ας ζητούμε από την Εκκλησία να απαντήσει, να διευκρινίσει, να διορθώσει. Για να μην υποκύπτουμε στην παγίδα ότι ο δικός μας τρόπος προσέγγισης είναι ο μόνος και ο μόνος αληθινός. Η εμπειρία της Εκκλησίας και ο αγιασμός της από τον Θεό δεν θα θέσουν ποτέ σε κίνδυνο τη σωτηρία μας.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

13 Ιουλίου 2025

Κυριακή των Πατέρων της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου

7/8/25

Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΠΟΥ ΞΕΧΝΟΥΜΕ


 

Είπε ο Αββάς Σερίνος: «πέρασα τον καιρό μου θερίζοντας, ράβοντας, πλέκοντας. Και παρ’ όλα αυτά, αν το χέρι του Θεού δεν με χόρταινε, δεν θα μπορούσα να χορτάσω» (από το «Γεροντικό»)

Αν κάτι λείπει από τη ζωή μας και μας κάνει να φοβόμαστε είναι η πίστη στην πρόνοια και την αγάπη του Θεού. Το βλέπουμε αυτό στην απληστία μας, η οποία εκφράζεται τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Δεν μας φτάνει ό,τι έχουμε, αλλά θέλουμε παραπάνω. Και είμαστε έτοιμοι να καταπατήσουμε νόμους, να πιέσουμε τους ανωτέρους μας, να μετατρέψουμε χρήματα τα οποία μας δίδονται για συγκεκριμένο σκοπό σε παροχές για άνεση και καλοζωΐα.

Το ίδιο συμβαίνει και με ανησυχίες, τις οποίες μερίδα του κόσμου έχει σχετικά με την ελευθερία μας που απειλείται από τα συστήματα του αιώνος τούτου και από τις τεχνολογικές εφευρέσεις. Προφανώς και η φιλελεύθερη δημοκρατία των καιρών μας πάσχει, καθότι έφτασε στην ακρότητα ενός δικαιωματισμού, ο οποίος προβάλλει το άτομο και τη διαφορετικότητά του ως κοινωνικό πρότυπο, γεννώντας ανησυχίες και ενοχλώντας όσους αισθανόμαστε ότι υπάρχουν αξίες και σταθερές στη ζωή. Την ίδια στιγμή όμως γεννιέται ένας φόβος που καλλιεργείται έντεχνα από νοοτροπίες ήκιστα δημοκρατικές και προπαγάνδα η οποία ζητά «για το καλό μας» να μην έχουμε άποψη ή «για το καλό μας» να βαφτίζουμε ως  επικίνδυνες  πρακτικές του καιρού μας, οι οποίες στην πραγματικότητα είναι αδιάφορες για τον μέσα κόσμο μας. Και παρουσιάζεται το φαινόμενο της απόλυτης αντίφασης: από την μια να διαμαρτυρόμαστε για όσους προσβάλλουν στο όνομα της ελευθερίας τους αυτά που εμείς θεωρούμε σημαντικά και από την άλλη να απαιτούμε από ένα σύστημα το οποίο λειτουργεί με δικές του βάσεις να σέβεται τη δική μας ελευθερία σε τέτοιο βαθμό, που να βλέπει τον κόσμο υποχρεωτικά όπως εμείς. 

Η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας επισημαίνει ότι ο άνθρωπος που πιστεύει χορταίνει από το χέρι του Θεού. Βλέπει στη ζωή του την παρουσία της πρόνοιας του Θεού και Εκείνον εμπιστεύεται. Δεν σημαίνει ότι δεν θα θερίσει, δεν θα ράψει, δεν θα πλέξει. Όμως αν εμπιστεύεται τη δική του δύναμη, τότε θα μείνει πεινασμένος. Μας δείχνει αυτός ο λόγος ότι στη ζωή μας ο Θεός που μας έδωσε την ελευθερία ως δώρο του κατ’ εικόνα μας, δεν μας εγκαταλείπει, αν εμείς έχουμε την κρίση να βλέπουμε την παρουσία Του, την υπομονή να Τον εμπιστευόμαστε και την απόφαση να μη θεωρούμε ότι η δική μας οπτική, προσπάθεια, κινητικότητα είναι ικανά στοιχεία για να διαφυλάξουμε τον εαυτό μας και τη θέση μας στην κοινωνία. 

Ο σύγχρονος πολιτισμός κυβερνιέται σχεδόν αποκλειστικά από την πολιτική και την οικονομία. Εύκολα αμνηστεύει στους πλούσιους και ισχυρούς συμπεριφορές χωρίς ήθος. Εύκολα κατακρίνει λιγότερο δυνατούς όταν επιδεικνύουν τέτοιες συμπεριφορές, τις οποίες όμως ανέχεται, χρησιμοποιεί και ενθαρρύνει προς όφελος των ισχυρών, αφήνοντάς τες να λειτουργούν ως κρυφή επιδίωξη στη σκέψη πολλών. Την ίδια στιγμή, επειδή βλέπει τον άνθρωπο ως αριθμό που καταναλώνει και είναι αναλώσιμος, δεν ενδιαφέρεται για τις ευαισθησίες του καθενός, ούτε για τους φόβους του, χρησιμοποιώντας  τον ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Κι αυτό διότι από τον πολιτισμό λείπει η αγάπη. Αυτή που μας κάνει να ανταποκρινόμαστε στην διαβεβαίωση του Θεού ότι δεν θα μας εγκαταλείψει, αυτή που κάνει την ελευθερία μας ουσιαστική, διότι μας βοηθά να βγούμε από την αγωνία του τι θα έχουμε και μας οδηγεί στην προοπτική τού Ποιος μας περιμένει. 


π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια"
στο φύλλο της Τετάρτης 9 Ιουλίου 2025

7/4/25

ΤΑ ΟΨΩΝΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΘΑΝΑΤΟΣ- Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΑΜΕ


 «Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ.  6,23)

Γιατὶ ὁ μισθὸς ποὺ δίνει ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ θάνατος, ἐνῶ τὸ δῶρο ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τὴν ὁποία ἔφερε ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας.  

            Η λέξη «αμαρτία» έχει διαγραφεί από το λεξιλόγιο του σύγχρονου ανθρώπου. Σαν να θυμίζει εποχές στις οποίες υπήρχε μια τυραννία της θρησκείας,  οπότε και ο άνθρωπος αισθανόταν ότι δεν του επιτρεπόταν να χαρεί τη ζωή του όπως  ήθελε. Να φανερώσει τις επιθυμίες του και να τις ικανοποιήσει, για να είναι ευχαριστημένος. Να αισθάνεται ότι δεν υπάρχει ένας Θεός που τον απειλεί με κόλαση. Να βλέπει τον κόσμο με κριτήριο και κέντρο τον άνθρωπο και ειδικότερα τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι, η επανάσταση εναντίον του Θεού και της θρησκείας έχει πρώτο της καρπό την άρνηση της αμαρτίας.

            Αυτή η άρνηση, στην πραγματικότητα, έκανε πράξη αυτό που είναι η αμαρτία, δηλαδή η αποτυχία του ανθρώπου να δει τον Θεό και τον συνάνθρωπο με την εμπιστοσύνη και την αγάπη της σχέσης, την μετατροπή του Θεού και της πίστης σε σύστημα κανόνων, ανταμοιβής, τιμωρίας, κατασκευής και διατήρησης μιας κοινωνικής ηθικής, σχετικά ανώδυνης για τους ισχυρούς του συστήματος και αρκετά μοιρολατρικής για τους αδύναμους που είναι οι πολλοί. Ουσιαστικά ο άνθρωπος, αντί να παλέψει με την ελευθερία του να νικήσει την αμαρτία και να ανοιχτεί στον Θεό και στην αγάπη, έκανε θεό τον εαυτό του και υλοποίησε και υλοποιεί αυτό που είναι η αμαρτία, μία μόνιμη αποτυχία, είτε ως στάση ζωής είτε ως πάθη που χαλάνε την αγάπη  στην καθημερινότητά μας.

            Κι έτσι σήμερα ζούμε την αποθέωση της αμαρτίας που είναι η θεοποίηση του εγώ. Ούτε ο παλιός τρόπος  του φόβου μας συγκινεί, διότι πάψαμε να μελετούμε τον θάνατο, καθώς έχουμε ένα σωρό ευκαιρίες να απολαύσουμε ή να ελπίζουμε ότι θα απολαύσουμε τη ζωή, ούτε όμως είμαστε σε θέση να συνειδητοποιήσουμε πού μας έχει οδηγήσει η άρνηση της αμαρτίας. Διότι είμαστε πλασμένοι για να σχετιζόμαστε, να αγαπούμε, να μοιραζόμαστε. Είμαστε πλασμένοι να είμαστε ελεύθεροι από τις όποιες εξαρτήσεις από τις επιθυμίες και τα πάθη μας, για να συναντήσουμε στην μόνη αληθινή οδό της αγάπης τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Και τα αδιέξοδά μας σε κάθε σημείο της ζωής μεγαλώνουν, ακόμη κι αν πρόσκαιρα απολαμβάνουμε, ακολουθούμε τον συρμό, νομίζουμε ότι είμαστε εντάξει. Η καρδιά μας το ξέρει.

            Ο απόστολος Παύλος αναφωνεί στους Ρωμαίους ότι τα οψώνια της αμαρτίας είναι θάνατος. Αυτό μας δίνει η αμαρτία, έναν θάνατο πνευματικό, διότι η ύπαρξή μας καταπιέζεται κατά βάθος εντός της, καθώς δεν βλέπει τον αληθινό της σκοπό. Παγιδευμένοι στα αδιέξοδα εντός τρόπου ζωής που νικιέται στη στιγμή από τον σωματικό θάνατο, δεν βλέπουμε την ματαιότητά του, για να γεμίσουμε τη ζωή μας με αγάπη, συνάνθρωπο, νόημα, ώστε να νιώθουμε ότι η ζωή μας αξίζει και για πέρα από τον θάνατο. Διότι, για να νικήσουμε την αμαρτία, χρειάζεται άσκηση, προσευχή, ευσπλαχνία, μοίρασμα, δηλαδή υπέρβαση της προτεραιότητας του εγώ μας, τουτέστιν πίστη! Κι εμείς μάθαμε ότι η θρησκεία είναι καταπίεση και εγκλωβισμός σε μια αιωνιότητα που δεν ξέρουμε αν θα έρθει και όχι χαρά.

            Είναι ορατή η απουσία του Χριστού από τη ζωή μας. Ο Χριστός που είναι η αγάπη, η ελπίδα, η ζωή, κάνει αυτόν που πιστεύει και εμπιστεύεται σ’ Αυτόν να νικά την αμαρτία και τα οψώνιά της στη ζωή της Εκκλησίας. Ας βγάλουμε από την πρόσοψη της Εκκλησίας στην οποία θέλουμε να πιστεύουμε τον φόβο και την καταπίεση. Ας τη ζήσουμε ως αγάπη και ελπίδα, μέσα από το πρόσωπο του Χριστού. Και τότε ο πνευματικός θάνατος δεν θα είναι η κατάστασή μας, αλλά η χαρά τού να συναντιόμαστε, να αγαπούμε, να μοιραζόμαστε, να συγχωρούμε. Να μπορούμε να μοιραστούμε ό,τι ο κόσμος μάς δίνει όχι για την πρόσκαιρη χαρά, αλλά για να πράξουμε το καλό. Κι ας είναι σταυρός. Ο Χριστός γιατρεύει τους πόνους μας και μας δίνει δύναμη να προχωρήσουμε. Ας δυναμώσει η πίστη μας και ας θυμηθούμε ότι η αμαρτία καραδοκεί. Όχι για να τη φοβόμαστε, ούτε για να την περιφρονούμε, αλλά για να γνωρίζουμε ότι υπάρχει και να παλεύουμε να την νικήσουμε στη ζωή της Εκκλησίας, στα μυστήρια, στη σχέση με τον Χριστό! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

6 Ιουλίου 2025

Κυριακή Δ’ Ματθαίου

7/2/25

ΒΙΟΣ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΒΙΟ

 


Έλεγε ο αββάς Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης: «Βίος χωρίς λόγια είναι πιο ωφέλιμος από λόγια χωρίς βίο. Ο ένας και με τη σιγή ωφελεί. Ο άλλος και με τη φωνή ζημιώνει. Αν όμως λόγια και βίος συμπίπτουν, αποτελούν άκρας φιλοσοφίας κατόρθωμα» (από το «Γεροντικό»)

Η εποχή μας είναι η εποχή των λόγων. Δεν έχει σημασία αν εκφέρονται με τη φωνή. Τα σχόλια στο Διαδίκτυο, οι εικόνες που αξίζουν όσο χίλιες λέξεις, η ανάγκη να μην κρύβουμε την άποψή μας διότι είναι σημαντική όπως πιστεύουμε, αποτελούν τρόπους φανέρωσης του ποιοι είμαστε. Ασταμάτητοι είμαστε οι άνθρωποι, συχνά και ασυνάρτητοι. Ποιος να ακούσει τον ασκητικό λόγο ότι ο βίος χωρίς λόγια είναι πιο ωφέλιμος από τα λόγια χωρίς βίο. Ο ασκητής αναφέρεται στη ζωή με νόημα, όχι στον βίο τον αβίωτο. Και η ζωή με νόημα δεν χρειάζεται πολλά λόγια. Αντίθετα, και η σιωπή διδάσκει, όταν ο άνθρωπος νιώθει την αγάπη, την ελπίδα, την ανάσταση. Όταν μπορεί να μοιραστεί ένα χαμόγελο. Να σταθεί στο δάκρυ του άλλου. Να νιώσει ότι η προσευχή είναι αληθινή βοήθεια και να την κάνει γι’ αυτόν που τον δυσκολεύει. Όταν όμως λες χωρίς να ζεις, τότε μπορεί να κάνεις θόρυβο, αλλά ούτε ωφελείς ούτε ωφελείσαι.

Οι άνθρωποι σήμερα έχουμε έντονη την τάση της αυτοδικαίωσης, η οποία συνοδεύει την περιαυτολογία. Σαν να αισθανόμαστε ότι έχουμε κάτι να αποδείξουμε, τα παιδιά στους γονείς, οι μαθητές στους δασκάλους, οι εργαζόμενοι στ’ αφεντικά, οι φτωχοί στους πλούσιους, οι άσχημοι στους όμορφους. Μεγαλώνουμε σε ένα κλίμα όπου το δίκιο μας πρέπει να εκφράζεται και να αναγνωρίζεται. Ακόμη και οι καλές μας πράξεις χρειάζεται να προβληθούν, γιατί αλλιώς μοιάζουν χωρίς νόημα. Αν δεν μας ανταποδοθεί αυτό που θεωρούμε ότι μας αξίζει, τότε μελαγχολούμε. Απογοητευόμαστε. Αισθανόμαστε ότι κι αν αξίζουμε, ποιος το νιώθει; Τα λόγια μας κρύβουν μια περηφάνια, όχι της δημιουργικότητας, της χαράς και της αξιοπρέπειας, αλλά αυτή της λύσσας ότι «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Και δεν διστάζουμε να πληγώσουμε, επειδή είμαστε πληγωμένοι. Να εκδικηθούμε, γιατί οι άλλοι δεν είναι όπως τους θέλουμε.

Η πνευματική μας παράδοση μάς μιλά για τη γλώσσα της σιωπής. Αυτή που βγαίνει μέσα από την αγάπη και την έγνοια για τον άλλον. Ο βίος χωρίς λόγια είναι απότοκος μιας ταπεινοσύνης, η οποία κερδίζει τον ουρανό και ομορφαίνει τη γη. Γιατί να τη δείξουμε; Μα γιατί κληθήκαμε να ωφελούμε. Αυτή είναι η πεμπτουσία της αγάπης. Το να προσφέρεις, να διδάσκεις, όχι χωρίς αλήθεια, αλλά χωρίς απαίτηση να είσαι ο πρώτος. Δείξε τον δρόμο κι ας μην σ’ ακούνε. Άφησε στον Θεό τον θερισμό, αλλά μη φοβηθείς να σπείρεις. Ας είσαι ο ελάχιστος. Σωζόμαστε δίνοντας ένα πιάτο φαγητό, ένα ποτήρι νερό, ένα ρούχο που μας περισσεύει, κάνοντας μια προσευχή για τον ξένο, τον άρρωστο, τον απόκληρο. Γιατί η πίστη δεν θέλει πολλά.

«Μάλλον θόρυβος γίνεται». Ζούμε σε μια εποχή στην οποία όποιος φωνάξει, αισθάνεται ότι εισακούεται και κερδίζει. Μας λείπει η φωνή της δεήσεως. Της εναπόθεσης της ελπίδας μας στον μεγάλο Ταπεινό. Αυτόν που είναι πάντα δίπλα μας κι ας μοιάζει σιωπηλός. Εκείνος θα μας δώσει ό,τι αληθινό. Της αγάπης τελικά τον δρόμο.   

π. Θεμιστοκλής  Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

Στο φύλλο της Τετάρτης 2 Ιουλίου 2025

6/28/25

Η ΜΕΡΙΜΝΑ ΠΑΣΩΝ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ



“Χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ᾿ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν”
(Β’ Κορ. 11,28). 
“Εκτός των άλλων, η επίβλεψή μου η καθημερινή ήταν η μέριμνα για όλες τις εκκλησίες”. 

    Η εορτή των Πρωτοκορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου θέτει ένα πολύ δυνατό ερώτημα στην εποχή του ατομοκεντρισμού, στην εποχή στην οποία αυτός που θέλει να είναι πιστός χριστιανός θέτει ως προτεραιότητα την ατομική του σωτηρία, είναι έτοιμος να κατακρίνει τους άλλους, τους εντός και τους εκτός της Εκκλησίας, χωρίς πάντοτε να αισθάνεται τη σημασία τού να είναι μέλος μιας εκκλησιαστικής κοινότητας, καθώς έχει εκχωρήσει αυτή την προϋπόθεση στο Διαδίκτυο, από όπου σχεδόν αποκλειστικά πληροφορείται, διαμορφώνει γνώμη και θεωρεί βεβαιότητες αυτά που του λένε οι συνήθως διάττοντες αστέρες του. 
    Το ερώτημα αυτό είναι το αν ο χριστιανός υπάρχει για τον εαυτό του ή καλείται να είναι μέλος του σώματος του Χριστού που υπάρχει για όλη την ανθρωπότητα, αν ο χριστιανός είναι άνθρωπος παγκόσμιος, οικουμενικός, ή άνθρωπος της ατομικής του αλήθειας και βεβαιότητας. Αν σκεφτούμε την απλότητα που χαρακτηρίζει πολλούς από τους πιστούς, το ακατήχητό τους, αλλά και την έγνοια για την ατομική και οικογενειακή επιβίωση, το ερώτημα μοιάζει ακατανόητο. Ας σωθώ εγώ και το τι θα γίνει για τους πολλούς, ας το απαντήσουν αυτοί που είναι προεστώτες ή, τελικά, ο ίδιος ο Θεός. Μοιάζει εύλογη η απάντηση αυτή. Τότε όμως γιατί οι χριστιανοί ασχολούμαστε με τον κόσμο και βλέπουμε παντού εχθρούς της πίστης, φοβόμαστε, επιτιθέμεθα, αγωνιούμε, συνήθως για τον εαυτό μας αν αντέξει, επικρίνουμε, κάποτε σφοδρά; Στην πραγματικότητα η σωτηρία του κάθε ανθρώπου, το να γνωρίσει ο κάθε άνθρωπος τον Χριστό και την αλήθεια είναι το χρέος μας.
    Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος, γράφοντας την δεύτερη επιστολή του προς του Κορινθίους, περιγράφει τον εαυτό του ως “την μέριμνα πασών των Εκκλησιών”. Νοιάζεται, φροντίζει για όλες τις τοπικές Εκκλησίες, για όλους τους χριστιανούς. Το κήρυγμά του δεν είναι τοπικό, αλλά οικουμενικό. Η έγνοια του είναι για όλους, για εκείνους που προβληματίζονται, για εκείνους που ρωτούν, για εκείνους που αμφισβητούν, για εκείνους που θέλουν να προχωρήσουν στη σχέση με τον Χριστό. 
    Αυτός είναι ο δρόμος του αληθινού χριστιανού, δρόμος αποστολικός και ιεραποστολικός. Αγαπη, μοιράζεται, νοιάζεται με κριτήριο όχι την ατομική του σωτηρία, αλλά τη σχέση του με το σώμα του Χριστού, την Εκκλησία σύμπασα. Και η Εκκλησία βρίσκεται στα πρόσωπα εκείνων με τους οποίους συνυπάρχει, αλλά και με εκείνους στους οποίους μπορεί να απευθυνθεί. Το ερώτημα είναι Ποιος είναι ο Χριστός στον Οποίο πιστεύουμε και Ποιον Χριστό δείχνουμε: τον Χριστό του φόβου ή της αγάπης; Τον Χριστό τού εγώ ή τού εμείς; Τον Χριστό της ανάστασης και της αλήθειας ή τον Χριστό της ηθικολογίας και της καλής συμπεριφοράς; Τον Χριστό της Εκκλησίας ή τον ατομικό μας Θεό; Τον Χριστό που ενώνει ή τον Χριστό της αυτάρκειας; Τον Χριστό που πλησιάζει ή τον Χριστό που απομακρύνει για να μη μιανθούμε και κινδυνέψουμε δήθεν να χάσουμε τη σωτηρία μας;
    Τον Χριστό της πίστης μας καλούμαστε να ζούμε και να μοιραζόμαστε με την έγνοια της αγάπης που είναι για όλους. Αυτή την αγάπη που μας λείπει από τη ζωή, διότι η αγάπη είναι άνοιγμα και όχι κλείσιμο στον εαυτό μας, στα δεδομένα μας, στα όσα έχουμε. Αυτή η αγάπη ας γίνει μέριμνα για τους πάντες, προσευχή για τους πάντες, συνάντηση με τους πάντες στη θεία λειτουργία, στη ζωή, στην Εκκλησία. Για να είναι οι πρωτοκορυφαίοι απόστολοι στήριγμα αληθινό και στη δική μας πορεία!
    Χρόνια πολλά!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
29 Ιουνίου 2025
Πέτρου και Παύλου των πρωτοκορυφαίων αποστόλων

6/24/25

ΚΑΜΕ ΤΟ ΚΑΛΟ


 Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «η κακία την κακία δεν την καταβάλλει καθόλου. Αλλά, αν κάποιος σου κάμει κακό, συ κάμε του καλό, ώστε με την ευεργεσία να εξουδετερώσεις την κακία» (από το «Γεροντικό»)

Η κοινωνία ασχολείται ιδιαιτέρως με το φαινόμενο της βίας. Στα σχολεία πολλές συζητήσεις, προγράμματα για την αντιμετώπιση, αλλά και την πρόληψη του σχολικού εκφοβισμού, με στήριξη στη οικογένεια, με προβληματισμούς για τα πρότυπα των παιδιών και των νέων και δικαίως γίνονται όλα αυτά και πρέπει. Υπάρχει όμως μία διάσταση, η οποία δεν συζητιέται, είτε διότι θεωρείται ξεπερασμένη ηθικολογία είτε διότι «δεν πουλάει» στον κόσμο των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Είναι το να πράττουμε το καλό.

Ο ασκητικός λόγος της Εκκλησίας, σε συνέχεια της διδασκαλίας του Χριστού για την αγάπη και στους εχθρούς μας, επισημαίνει κάτι που οι σύγχρονοι ειδικοί δεν θέλουν να δούνε: η κακία δεν καταβάλλει την κακία. Και αυτός που τιμωρείται, συνήθως εκλαμβάνει την τιμωρία ως κακία απέναντι στη δική του κακή στάση ή συμπεριφορά. Αυτό δεν σημαίνει ότι χρειάζεται το κακό να μην οριοθετείται και να μην αποδοκιμάζεται. Και δεν ζούμε σε κοινωνία αγγέλων, αλλά και η παιδαγωγία, κάποτε και πιο αυστηρή, βοηθά στην συναίσθηση ότι δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Όμως το κακό χτυπιέται στη ρίζα του όταν ο άνθρωπος μάθει να κάμει το καλό. Διότι το καλό χτυπά μία ευαίσθητη χορδή της ψυχής που ονομάζεται φιλότιμο. Και το φιλότιμο γεννά εσωτερικό διάλογο στον άνθρωπο, για το αν πρέπει να συνεχίσει να πορεύεται με την κακία ως βάση της ζωής του.

Η κακία στην πραγματικότητα είναι ένα προσωπείο της επιθυμίας του ανθρώπου για δύναμη και εξουσία. Όποιος πράττει το κακό έχει την αίσθηση ότι επικρατεί εις βάρος του αδύναμου, αποδεικνύει την αξία του, εκτονώνεται, εκδικείται την οικογένειά του ή τους φίλους του  ή το σύστημα που δεν αναγνωρίζουν το πρόσωπό του και αισθάνεται καλά. Από τη άλλη, αυτός που εξουσιάζει διότι έχει τη δύναμη, υποκύπτει στη δίψα της απληστίας. Αισθάνεται ότι μπορεί να αποδείξει ότι υπερέχει όλο και πιο πολύ. Ότι ο κόσμος στέκεται κάτω από τα πόδια του. Ότι μπορεί, χάρις στη δύναμή του, να εξαγοράσει τα πάντα, ακόμη και τον θαυμασμό. Κάποτε, τρέφεται και από τον φόβο που προκαλεί η δύναμή του. Όσο πιο πολύ δείχνουν οι άλλοι ότι τον φοβούνται, τόσο πιο δυνατός αισθάνεται.

Είναι πραγματικά δαιμονική η νοοτροπία αυτή. Διότι, όσο δυνατός κι αν είναι κανείς, υπάρχουν η περιπέτεια της ζωής, η μεταστροφή από το ευχάριστο στο δυσάρεστο, το ευμετάβολο. Κυρίως όμως υπάρχει ο θάνατος, ο οποίος δεν κάνει καμία διάκριση. Ο παντοδύναμος θα παρουσιαστεί ενώπιον του Θεού με μοναδικό αληθινό του όπλο την καλοσύνη και την αγάπη. Αλλά δεν είναι μόνο μεταφυσική η θεώρηση της καλοσύνης. Το να κάμεις το καλό είναι αληθινός πολιτισμός. Προϋποθέτει καρδιά που παλεύει εναντίον της αυτοδικαίωσης και βλέπει τον άλλο ως πρόσωπο που έχει αξία μοναδική και αναφαίρετη. Η καλοσύνη γίνεται ευκαιρία αφύπνισης και μετάνοιας, αλλαγής δηλαδή νοοτροπίας.

Μπορεί η καλοσύνη να περιφρονείται. Ας την διδάξουμε όμως με το παράδειγμά μας στην νέα γενιά, ακόμη και σε δύσκολες αποφάσεις. Οι δεύτερες ευκαιρίες βοηθούν. Η έγνοια όμως και το να κάμεις το καλό γιατρεύουν αληθινά τις πληγές της κακίας, διότι όλα μπορούν να ξεκινήσουν από την αρχή. Και ο Θεός ενισχύει. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

Στο φύλλο της Τετάρτης 25 Ιουνίου 2025

6/20/25

ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝΤΩΝ Η’ΚΑΙ ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ


 «Καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ. 2, 15-16)

«Καὶ οἱ σκέψεις τους μεταξύ τους κατηγοροῦν ἢ καὶ ἀπολογοῦνται, ὅπως θὰ φανῇ τὴν ἡμέρα, ὅταν, σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιό μου, ὁ Θεὸς θὰ κρίνῃ τὰ κρυφὰ τῶν ἀνθρώπων διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». 

            Παραλλάσσοντας μία φράση ενός σπουδαίου φιλοσόφου του 20ού αιώνα, του Λούντβιχ Βιντγκενστάιν, ο οποίος λέει ότι «τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου», θα μπορούσαμε να την προεκτείνουμε ως ότι «τα όρια της σκέψης μου είναι τα όρια του κόσμου μου». Δεν είναι μόνο το τι προσλαμβάνει ο άνθρωπος, μπορεί να ερμηνεύσει, να επεξεργαστεί, να εκφράσει διά του νου του. Είναι και ο κρυπτός κόσμος. Είναι το τι αποθηκεύει, πώς κατευθύνει και κατευθύνεται, ποια σενάρια δημιουργεί, πώς μπορεί να διαχειριστεί τη ζωή του, τα συναισθήματά του, τις επιθυμίες του. Ο κόσμος όλος περικλείεται στον νου. Προφανώς και η καρδιά μας γεννά. Η δική μας παράδοση, η ορθόδοξη άλλωστε ζητά από τον νου να μεταβεί στην καρδιά, διότι εκεί βρίσκεται η πλήρης μορφή και προσωπικότητα του ανθρώπου. Η καρδιά περιλαμβάνει και όσα δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε λογικά, με τη δύναμη της σκέψης μας, όπως είναι  η τέχνη, η μουσική, η ποίηση, η ομορφιά και η ασκήμια. Δεν είναι απαραίτητο ο νους μας να έχει διαμορφωμένα κριτήρια τού τί μας αρέσει και τί όχι. Πάντα στον άνθρωπο υπάρχει η έκπληξη, το απροσδόκητο, το ξεχωριστό. Το μυστήριο, που δεν μπορεί να ερμηνευθεί αποκλειστικά με το μυαλό, αλλά βιώνεται καρδιακώς και ο νους έρχεται εκ των υστέρων να το εκλογικεύσει. Ο έρωτας είναι η καλύτερη απόδειξη. Γιατί ερωτευόμαστε κάποιον ή κάποια; Γιατί, εκ των υστέρων, προσαρμόζουμε τη ζωή μας διά της σκέψεως στο πρόσωπο που ερωτευτήκαμε, στη σχέση μαζί του ή μαζί της ή στην απόρριψη όταν η σχέση δεν προχωρά ή τελειώνει; Το ίδιο συμβαίνει και με τον θάνατο. Το πώς θα τον διαχειριστούμε ουσιαστικά έρχεται εκ των υστέρων να διαμορφωθεί διά του νου, όταν όμως η καρδιά έχει πονέσει και ο νους βιώνει το ανερμήνευτο του μυστηρίου που δεν μπορεί να αποδεχθεί ο σύνολος άνθρωπος.

            Όμως η σκέψη είναι για τον άνθρωπο ένα όριο. Και η σκέψη μας τροφοδοτείται από τους λογισμούς μας. ΟΙ λογισμοί είναι μικρές πινελιές συλλήψεων νοητικών, μία φράση κάποτε, μία εικόνα, μία επιθυμία, μία ιδέα που εμφανίζονται στον νου μας, είτε από εμάς τους ίδιους είτε από το περιβάλλον και τον κόσμο μας, από όπου γεννώνται ως προκλήσεις, είτε εκ του πονηρού, όπως μας λέει η πνευματική μας παράδοση. Ο τρόπος που θα διαχειριστούμε τους λογισμούς μας χτίζει την προσωπικότητά μας. Αν οι λογισμοί μας έχουν πυρήνα, εκτός από την περιέργεια και την εξέταση της αλήθειας τους, την αγάπη και την ομορφιά, τότε τα όρια της σκέψης μας γίνονται αγάπη και ομορφιά, μαζί με τον κόσμο, διότι βλέπουμε τους λογισμούς μας ως οχήματα συνύπαρξης, προσφοράς, εκτίμησης, κάποτε και δοξολογίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ζητούν από εμάς να μελετούμε το κάλλος των κτισμάτων, της ομορφιάς που ο κόσμος φέρει, ως ευκαιρία να δοξάσουμε και να ευχαριστήσουμε τον Θεό, θεωρώντας Τον διά της φύσεως  ως Δημιουργό και Κτίστη των απάντων. Αν οι λογισμοί μας έχουν ως βάση την αυτοδικαίωσή μας, τότε γέρνουμε προς την αμαρτία, προς την αυτοθέωση, προς την αίσθηση ότι ο κόσμος ερμηνεύεται μόνο δι’ ημών. Και έτσι γεννώνται συγκρούσεις, ανταγωνισμοί, εξουσία, διαμάχες.

            Ο απόστολος Παύλος επισημαίνει όμως μία διάσταση που ο άνθρωπος, ιδίως του καιρού μας, δεν θέλει να δει. Ότι οι λογισμοί μας θα είναι η βάση της κρίσεώς μας, όταν ο Θεός θα κρίνει τα κρυπτά μας, τα αφανέρωτα του νου και της καρδιάς, την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας, την ημέρα των εσχάτων, διά του Ιησού Χριστού, του Υιού και Λόγου του Θεού.  Όσα εμείς νομίζουμε ότι είναι ο σκληρός μας δίσκος, για τον Θεό δεν είναι μυστικό, αλλά γνωστά κατά πάντα, διότι Εκείνος είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Και η κρίση μας θα είναι αν επιλέξαμε να διαχειριστούμε τους λογισμούς μας στην προοπτική της αγάπης και της ομορφιάς ή στην προοπτική της εξορίας του Θεού από τη ζωή μας και της αυτοθέωσής μας, που αναπόφευκτα οδηγεί στην κακία. Τότε οι λογισμοί μας οι ίδιοι θα εγερθούν και άλλοι θα μας κατηγορήσουν και άλλοι θα απολογηθούν για μας. Η ελευθερία μας όμως μάς λέει ότι έχουμε αυτόν τον αγώνα στη ζωή που ζούμε: τον αγώνα του ευαγγελίου, δηλαδή τον αγώνα της αγάπης, της ομορφιάς και της δοξολογίας, ώστε τα όρια της σκέψης μας να γίνονται όρια ενός κόσμου, στον οποίο το κακό δεν θα νικήσει. Ακόμη κι αν αυτό φαίνεται αναπόφευκτο, διότι έτσι δείχνουν τα πράγματα, ο κρυπτός της καρδίας μας άνθρωπος είναι η δική μας ευθύνη. Ας εργαστούμε πνευματικά και διά του Αγίου Πνεύματος. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

Β’ Ματθαίου