5/3/25

ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΞΑΜΕΝΟΙ ΕΠΕΘΗΚΑΝ ΑΥΤΟΙΣ ΤΑΣ ΧΕΙΡΑΣ

 «Καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον ᾿Αντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας» (Πράξ. 6,6)

«Ἔτσι διάλεξαν τὸν Στέφανο, ἄνθρωπο γεμάτον πίστη καὶ ῞Αγιο Πνεῦμα· ἐπίσης τὸν Φίλιππο, τὸν Πρόχορο, τὸν Νικάνορα, τὸν Τίμωνα, τὸν Παρμενᾶ καὶ τὸν Νικόλαο ἀπὸ τὴν ᾿Αντιόχεια, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε προσχωρήσει στὸν ᾿Ιουδαϊσμό. ῾Η κοινότητα τοὺς ἔφερε μπροστὰ στοὺς ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι προσευχήθηκαν κι ἔβαλαν τὰ χέρια πάνω στὰ κεφάλια αὐτῶν τῶν ἑφτά». 

            Ένα από τα πιο δύσκολα ερωτήματα, τα οποία η Εκκλησία έχει να απαντήσει σε κάθε εποχή, ιδιαιτέρως όμως στην εποχή μας, είναι και αυτό της παραδόσεως. Άλλα χριστιανικά δόγματα, όπως οι προτεσταντικές εκκλησίες και ομολογίες, απορρίπτουν συνειδητά την όποια παράδοση, θεωρώντας πως μόνο ό,τι γράφεται και συμπεριλαμβάνεται στην Αγία Γραφή είναι αυθεντικό. Για τα υπόλοιπα ζητήματα, αρκεί να μην απαγορεύεται κάτι από την Αγία Γραφή και όλα μπορούν να ισχύσουν, όπως στο ζήτημα της ιερωσύνης των γυναικών. Άλλα χριστιανικά δόγματα στηρίζουν τον τρόπο οργάνωσης της Εκκλησίας με βάση την παράδοση. Θεωρούν δηλαδή ότι μπορεί η Αγία Γραφή να μην ασχολήθηκε με τη θεσμική έκφραση της Εκκλησίας, στην πραγματικότητα όμως άφησε τα περιθώρια αυτή να εξελιχθεί. Για παράδειγμα, ο ρωμαιοκαθολικισμός στηρίζει την θεωρία περί του πρωτείου του Πάπα της Ρώμης στον τρόπο ερμηνείας ενός διαλόγου του Χριστού με τους μαθητές του, στον οποίο ο απόστολος Πέτρος, ο οποίος θεωρείται ως ο πρώτος επίσκοπος της Ρώμης, ομολογεί ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού και ο Χριστός λέει ότι η ομολογία του Πέτρου θα είναι η πέτρα πάνω στην οποία θα στερεωθεί η Εκκλησία. Η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ερμηνεύει όχι την ομολογία ως την πέτρα, αλλά τον Πέτρο και τους διαδόχους του ως την πέτρα της στήριξης της Εκκλησίας και αποδίδει στον Πάπα της Ρώμης αξία και τιμή πρώτου και κυβερνήτη κατά άνθρωπον της Εκκλησίας, με ό,τι αυτό επακολούθησε. Η Ορθόδοξη Εκκλησία κρατά ως παράδοση τις Οικουμενικές Συνόδους, όπως επίσης και τις διδασκαλίες των Πατέρων της Εκκλησίας, εφόσον αυτές είναι σύμφωνες και με την Αγία Γραφή και έχουν γίνει αποδεκτές κατά τη διάρκεια της ιστορίας από την «συναίνεση  των υπόλοιπων Πατέρων», που έχουν αναγνωριστεί ως Άγιοι τόσο από τον κλήρο όσο και από τον λαό του Θεού.

            Για τους πολλούς όμως η παράδοση ταυτίζεται με τα ήθη και τα έθιμα. Γι’ αυτό και δεν επιθυμούν να δούνε το βάθος της, την ουσία της. Ακόμη κι αν τα ήθη και τα έθιμα είναι εμποτισμένα με ειδωλολατρικά κατάλοιπα, εντούτοις είναι παράδοση. Ακόμη κι αν τα ήθη και τα έθιμα γεννούν μια αυτάρκεια, η οποία όμως πόρρω απέχει από την βίωση της χριστιανικής ζωής, εντούτοις οι πολλοί μένουν ευχαριστημένοι διότι για το καλό του χρόνου εκκλησιάστηκαν, νήστεψαν, κοινώνησαν, ακόμη και εξομολογήθηκαν, ωστόσο η ζωή τους ουδόλως αλλάζει με την παρουσία του Χριστού εντός της. Αισθάνονται ήσυχη τη συνείδησή τους και συνεχίζουν να πορεύονται στον κόσμο αυτό με την αίσθηση ότι τα έχουν καλά με τον Θεό, έχουν επιτελέσει τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο.

            Άλλοι πάλι, που θεωρούν τους εαυτούς τους αυθεντικούς χριστιανούς, κάνουν τον πνευματικό τους αγώνα και προσπαθούν να ζήσουν την εκκλησιαστική ζωή, αναπτύσσουν μία τάση θεοποίησης της παράδοσης, την οποία ταυτίζουν με την πίστη. Δόγμα τους είναι πως η παράδοση είναι τόσο ιερή, ώστε πρέπει να τηρείται κατά γράμμα. Είναι έτοιμοι συνεχώς να κατακρίνουν όποιον τους προτείνει ακόμη και την αυθεντική ερμηνεία των όσων διαδραματίζονται στην εκκλησιαστική ζωή, να τους επισημάνει ότι όσα έχουν καθιερωθεί ως παράδοση δεν είναι απαραίτητα αυθεντική και σωστή παράδοση και αισθάνονται ότι ακόμη και η ελάχιστη αλλαγή, η οποία μπορεί και να είναι προς τη σωστή, αποτελεί προδοσία κατά της πίστης.

            Στην πραγματικότητα η παράδοση δεν είναι μία στατική πεποίθηση ή πρακτική ή και γνώμη ακόμη, αλλά η βάση ενός διαλόγου της πίστης με τη ζωή, με την ιστορία, με τις ανάγκες των ανθρώπων, με τις ρίζες τους. Πάνω από την παράδοση είναι η Εκκλησία. Η Εκκλησία αποδέχεται παραδόσεις, ανέχεται παραδόσεις, τροποποιεί παραδόσεις, διαλέγεται μέσω των παραδόσεων με τον λαό του Θεού κάθε εποχή. Κι αυτό είναι μία γόνιμη πρόσληψη της ζωής και της ιστορίας, είτε λειτουργεί συντηρητικά, είτε αναθεωρητικά είτε προσθετικά. Τα μόνα που δεν αλλάζουν είναι τα δόγματα και οι διδασκαλίες των Οικουμενικών Συνόδων, διότι εκεί εγείρεται ζήτημα πίστεως.

            Στις Πράξεις των Αποστόλων διαβάζουμε για την εκλογή των επτά διακόνων στην πρώτη Εκκλησία και την χειροτονία τους διά της επιθέσεως των χειρών των Αποστόλων. Αυτή η παράδοση συνεχίζεται στην Εκκλησία στο μυστήριο της ιερωσύνης μέχρι τις ημέρες μας και θα συνεχίζεται. Δεν είναι μία μαγική λειτουργία ή απλώς ένα τελετουργικό. Είναι η έκφραση της επιλογής του λαού να έχει λόγο στα των ποιμένων του, όπως επίσης της προσευχής των Αποστόλων, των ηγετών του λαού, και της καθόδου του Αγίου Πνεύματος, που αγκαλιάζει τον σύνολο άνθρωπο, και στο σώμα και στην ψυχή, γι’ αυτό και η επίθεση των χειρών.  

            Αυτό είναι στην πραγματικότητα το αυθεντικό περιεχόμενο της παράδοσης. Η έγνοια για τον σύνολο άνθρωπο, σώμα και ψυχή, η προσευχή, η συμμετοχή στη ζωή της κοινότητας, η διακονία του λόγου του Θεού, η έγνοια για να μην στερούνται κάποιοι τα απαραίτητα, κυρίως όμως η εμπειρία της παρουσίας του Χριστού διά της μεταλήψεως του Σώματος και του Αίματός Του. Όλα από κει ξεκινούνε. Οι άλλες παραδόσεις, αν δεν οδηγούν στο μυστήριο της ευχαριστίας, στο μυστήριο της Εκκλησίας, στη μετοχή στη ζωή του Χριστού, των Αποστόλων, των Αγίων, στην πραγματικότητα είναι ανθρώπινοι δρόμοι και τρόποι που μένουν στο παρόν. Ας μην επαναπαυόμαστε σε τέτοια αυτάρκεια.

            Χριστός Ανέστη! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

4 Μαΐου 2025

Κυριακή των Μυροφόρων

 

 

 

4/30/25

ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΟΥ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ

              

   Όσο κι αν δεν μπορούν να υπάρξουν επίσημα στατιστικά, η εικόνα που σχηματίσαμε τη φετινή Μεγάλη Εβδομάδα είχε να κάνει με μία σημαντική πύκνωση του εκκλησιάσματος, με μεγαλύτερη συμμετοχή στις ιερές ακολουθίες, ιδίως από την πλευρά νεώτερων σε ηλικία, όπως επίσης και αύξηση του αριθμού των εξομολογηθέντων. Ένας από τους παράγοντες που έπαιξαν ρόλο ήταν και αυτός της προβολής της σειράς για τον Άγιο Παΐσιο. Αρκετοί ήρθαν να μιλήσουν για τον εαυτό τους και τη ζωή τους παρακινημένοι από τα όσα είδαν για τον Άγιο. Εξομολογήθηκαν, ζήτησαν να κοινωνήσουν, κάποτε και μετά από αρκετά χρόνια, ενώ ο τρόπος διαχείρισης της ζωής με τη βοήθεια της προσευχής φαίνεται ότι άγγιξε κόσμο.

                Προφανές είναι το συμπέρασμα ότι η εικόνα  μιλά όσο χίλιες λέξεις. Ίσως και η μελαγχολική διαπίστωση για την ουσιαστική απουσία της Εκκλησίας από τον σύγχρονο τρόπο επικοινωνίας με τους ανθρώπους, που έχει να κάνει τόσο με την τηλεόραση όσο και με το Διαδίκτυο, με την αδυναμία της Εκκλησίας να περάσει μηνύματα και θέσεις σχετικά με την πρόταση ζωής της, να επιβεβαιώθηκε και πάλι όταν διαπιστώνουμε πως μία τηλεοπτική σειρά, σε ιδιωτικό κανάλι, βρίσκει τέτοια απήχηση, όχι μόνο σε τηλεθέαση, αλλά και στην καρδιά των ανθρώπων.  Στη νοοτροπία πολλών εκκλησιαστικών ανθρώπων υπάρχει η αίσθηση ότι όποιος έχει ανάγκη την Εκκλησία θα έρθει να την βρει  και σε βάθος χρόνου προσπάθειες όπως στην τηλεόραση και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης δεν είναι προς επένδυση. Η άποψη αυτή όμως, η οποία έχει οδηγήσει και σε μία παθητική αντιμετώπιση των σύγχρονων Μέσων ή σε μία απαξίωσή τους, επειδή η Εκκλησία δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την ακρότητα που μοιάζει να εντυπωσιάζει, δείχνει ότι ο επανευαγγελισμός που αρκετοί επαγγέλλονται δεν περιλαμβάνει το νέο κρασί σε νέα ασκιά, αλλά λόγια χωρίς αντίκρισμα.

                Η Μεγάλη Εβδομάδα έδειξε και πάλι ότι η πίστη κρατά τις ρίζες της στις καρδιές των ανθρώπων. Όσο κι αν στην επαρχία λείπουν οι ιεροψάλτες που θα αποδώσουν τη δυναμική και το κάλλος των ύμνων, ωστόσο υπάρχει μία δίψα,  μία αναζήτηση, μία διάθεση κάπως να  ζήσουμε με κριτήρια που ξεκινούν από τη μνήμη και τη συγκίνηση και φτάνουν στην ανάγκη για βίωση της παρουσίας του Χριστού, την αίσθηση ότι χωρίς κοινότητα δεν υπάρχει νόημα, την αγωνία τα παιδιά και η νέα γενιά από κάπου να πιαστούνε, την κινητοποίηση της καρδιάς που δεν θέλει να νικηθεί από τον θάνατο. Αυτά και άλλα σημεία αποτελούν πρόκληση για την ποιμαίνουσα Εκκλησία, η οποία καλείται να μη μείνει στο τελετουργικό, στα έθιμα ή στην αίσθηση ότι αντέχει ακόμη στις καρδιές των ανθρώπων, αλλά να βρει τρόπους περαιτέρω ευαισθητοποίησης και κινητοποίησής τους, αξιοποιώντας την διάθεσή τους είτε με την συμμετοχή τους στον στολισμό των επιταφίων και στην περιφορά τους, με έμφαση στα παιδιά, είτε με την διοργάνωση από κοινού ενοριακών δείπνων το βράδυ της Ανάστασης, μετά την αναστάσιμη θεία λειτουργία, είτε με περαιτέρω συμμετοχή των πιστών σε φιλανθρωπικές κινήσεις, κυρίως όμως με την συμπαράσταση στους μοναχικούς, στους ξένους, σε όσους αισθάνονται ότι είναι αποκλεισμένοι.

                Θα τολμούσαμε να πούμε ότι επιτέλους η ποιμαίνουσα Εκκλησία θα πρέπει να  διακηρύξει με όσο πιο δυνατή φωνή γίνεται τον Χριστό και την ανάσταση, αφήνοντας κατά μέρος την γκρίνια και την επίθεση στα κακώς κείμενα της κοινωνίας, τουτέστιν μία στείρα πολιτικοποιημένη προσέγγιση. Ο σταυρός είναι η ανώτατη έκφραση αδυναμίας και ήττας. Ακολουθείται όμως από την ανάσταση, την νίκη κατά του έσχατου εχθρού μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

            Χριστός Ανέστη!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια"

στο φύλλο της Τετάρτης 30 Απριλίου 2025

 

4/26/25

ΛΑΛΕΙΤΕ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΑΥΤΗΣ

 


ΛΑΛΕΙΤΕ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΑΥΤΗΣ

“Ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ τῆς νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, ἐξαγαγών τε αὐτοὺς εἶπε· πορεύεσθε, καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ρήματα τῆς ζωῆς ταύτης” (Πράξ. 5, 19-20)
Ἀλλὰ ἄγγελος Κυρίου ἄνοιξε τὴν νύχτα τὶς πόρτες τῆς φυλακῆς, τοὺς ἔβγαλε ἔξω καὶ εἶπε, «Πηγαίνετε, σταθῆτε στὸν ναὸ  καὶ μιλῆστε στὸν λαὸ γιὰ τὴν νέα  αὐτὴ  ζωή».

    Το κήρυγμα της Αναστάσεως είναι ρήμα νέας ζωής. Δεν έχει σημασία σε ποια κατάσταση βρισκόμαστε οι άνθρωποι, τόσο στην καθημερινή μας ζωή, όσο και στην πνευματική μας πραγματικότητα. Η στροφή μας προς την Ανάσταση είναι αφετηρία αλλαγής, αιωνιότητας, αγάπης, καινούργιας πορείας. Κι αυτό διότι αν πιστεύουμε ότι ο θάνατος νικήθηκε, τότε όλα μπορούν να αρχίσουν από την αρχή. Οι ήττες μας δεν είναι τελειωτικές. ΟΙ πτώσεις μας δεν μας κάνουν να απελπιζόμαστε. Η αμηχανία μας θα βρει διεξόδους, διότι στην ψυχή και στο μυαλό μας επέρχεται η φώτισης του Αναστάντος Χριστού. Η χαρά υπερβαίνει τη στιγμή της ευχαρίστησης, γιατί η σχέση με τον Χριστό δίνει διάρκεια. Και κάθε φόβος εκβάλλεται έξω, καθώς ο Χριστός δεν νικιέται.
    Οι απόστολοι, μετά την Πεντηκοστή, ξεκίνησαν να κηρύττουν τον Χριστό και την Ανάσταση. Συμπλήρωσαν το κήρυγμα με θαύματα. Όλος ο λαός των Ιεροσολύμων συγκλονίστηκε, διότι διαπίστωσε ότι Αυτός που είχαν σταυρώσει, που είχαν απορρίψει, που είχαν ευχηθεί το αίμα Του να πέσει πάνω τους και στα παιδιά τους, Αυτός για τον οποίο είχαν συμβιβαστεί με τον ειδωλολάτρη εξουσιαστή και εχθρό τους τον Πιλάτο, δεν νικήθηκε από το κακό και τον θάνατο, αλλά τους έδειξε ότι ήταν ο Υιός του Θεού. Και μόνο η θρησκευτική ηγεσία παρέμεινε στην άρνηση του Θεανθρώπου. Δεν ανέλαβε την ευθύνη για το έγκλημα, για την απιστία, για την άρνηση, αλλά θέλησε να τιμωρήσει και τους αποστόλους, κλείνοντάς τους στη φυλακή. Και τότε ένας άγγελος κατεβαίνει τους ανοίγει την πόρτα και τους προτρέπει να κηρύξουν στον ναό, όπου ο πολύς λαός συγκεντρώνονταν, τη νέα ζωή που ο Αναστάς Κύριος έφερε στον κόσμο και στον άνθρωπο.
    Αυτή τη νέα ζωή έχουμε ανάγκη και στους καιρούς μας. Ζωή που έγκειται στην ανάληψη της ευθύνης για τα λάθη και τις αμαρτίες μας, κυρίως για την αχαριστία έναντι του Θεού, για το έλλειμμα αγάπης έναντι του συνανθρώπου, για την απιστία στις δοκιμασίες της ζωής, για την επιθυμία μας εμείς να ελέγχουμε τη ζωή μας και την απόγνωση όταν διαπιστώνουμε ότι οι άλλοι δεν φέρονται όπως εμείς θα θέλαμε, με αποτέλεσμα συχνά να ηττώμαστε. Ζωή που έγκειται στην απόφαση ότι το κακό δεν γιατρεύεται στο επίπεδο του συνόλου, αλλά πρώτα στην δική μας καρδιά, στην δική μας κατάσταση. Αν το αντιμετωπίσουμε χωρίς φόβο, αλλά με μετάνοια, τότε ο Χριστός δεν θα μας αφήσει μόνους. Ζωή που έγκειται στον αγώνα αναζήτησης της αλήθειας στην Εκκλησία και όχι μόνο στο επίπεδο της προσωπικής σκέψης. Αν ρωτάμε, συζητάμε, ανταλλάσσουμε γνώμες, ψηλαφούμε, τότε ανοίγει ο δρόμος της ελπίδας και της ανάστασης και για μας. Ζωή που έγκειται στην μετοχή μας στη θεία Ευχαριστία, στο σώμα και το αίμα του Χριστού, το οποίο γίνεται η βάση για να αλλάξουμε, να αισθανθούμε ένα με τους συνανθρώπους μας, να νιώσουμε ότι η θυσία της αγάπης νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας.
    Αυτή τη νέα ζωή έχουμε ανάγκη να την ακούμε στην Εκκλησία και να τη ζούμε. Δεν είναι η Εκκλησία ένα απότοκο της παράδοσης, που υπάρχει για τις γιορτές, αλλά το σώμα του Χριστού, στο οποίο καλούμαστε να εγκεντριστούμε και να ενεργοποιηθούμε. Οι ταγοί της καλούνται να μιλήσουν γι’ αυτή τη νέα ζωή, να τη ζήσουν, να τη μοιραστούν, να τη διδάξουν. Η Εκκλησία είναι της Αναστάσεως και όχι ένα φιλανθρωπικό ή φολκλορικό σωματείο, όσο κι αν πολλοί το πιστεύουν ή το θέλουν. Η Ανάσταση είναι μία συνεχής επανάσταση ζωής νέας. Όλοι μαζί ας τη ζήσουμε!
    Χριστός Ανέστη!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
27 Απριλίου 2025
Κυριακή του Θωμά

4/25/25

Joseph Roth, “Φυγή χωρίς τέλος”

 


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 163- Joseph Roth, “Φυγή χωρίς τέλος”, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου και Άγγελος Αγγελίδης, εκδόσεις ΑΓΡΑ

    Ο Joseph Roth αποτελεί έναν από τους κορυφαίους συγγραφείς του Μεσοπολέμου. Από τους πιο σπουδαίους υμνητές της κοσμοπολίτικης κουλτούρας που άνθισε τις τελευταίες μέρες της αυτοκρατορικής Αυστροουγγαρίας, ο Joseph Roth θα φύγει από την Αυστρία όταν ο Χίτλερ γίνεται καγκελάριος της Γερμανίας και θα μεταναστεύσει στο Παρίσι, αρνούμενος να δεχθεί τον ναζιστικό ολοκληρωτισμό, τη βαρβαρότητα και την κόλαση που διέβλεπε ότι ερχόταν στην Ευρώπη και στον κόσμο. Θα φύγει πρόωρα από τη ζωή το 1939.
    Στο μυθιστόρημά του “Φυγή χωρίς τέλος”, που κυκλοφορείται από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ, όπως και άλλα βιβλία του Joseph Roth, σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου και Άγγελου Αγγελίδη και με εισαγωγή του Michael Hofmann, ο συγγραφέας καταγράφει την ιστορία του Φραντς Τούντα, ενός υπολοχαγού του αυστριακού στρατού, ο οποίος συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τους μπολσεβίκους, θα γνωρίσει την κουλτούρα και την ιδεολογία του κομμουνισμού, θα δραπετεύσει με τη βοήθεια ενός κυνηγού, θα ζήσει για ένα διάστημα στο Αζερμπαϊτζάν, στο Μπακού, όπου θα παντρευτεί μία σιωπηλή γυναίκα, θα ερωτευτεί τη γυναίκα ενός δικηγόρου, θα επιστρέψει στη συνέχεια στην πατρίδα του, όπου θα μάθει ότι η αρραβωνιαστικιά του δεν τον περίμενε αλλά παντρεύτηκε άλλον και έφυγε για το Παρίσι. Ο Τούντα θα μεταβεί και αυτός στη Γερμανία, στον αδερφό του που είναι διευθυντής ορχήστρας, θα περάσει από το Βερολίνο και στη συνέχεια θα καταλήξει στο Παρίσι, το πολιτιστικό κέντρο της Ευρώπης. Εκεί θα διπιαστώσει τα αδιέξοδά του και θα κρατήσει για τον εαυτό του, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Joseph Roth, την εικόνα ότι “άλλος περιττός σαν αυτόν δεν υπήρχε στον κόσμο” (σ. 212).
    Πέρα από τη φυγή του Τούντα από τα μέρη στα οποία ζει, προφητική αναφορά του Joseph Roth στον σύγχρονο κόσμο, όπου ο άνθρωπος συνεχώς ταξιδεύει και δεν ριζώνει πουθενά, ανεξαρτήτως ανα μένει κάπου, καθότι πλέον είναι το Διαδίκτυο η γη του καθενός, ο συγγραφέας μας δείχνει πάλι προφητικά το μεγάλο αδιέξοδο αυτού που ονομάζουμε ευρωπαϊκή ταυτότητα. Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο το 1927, πριν ο Χίτλερ καταδείξει τα αδιέξοδα. Κι όμως, ο Joseph Roth θέτει μέσω του ήρωά του το μεγάλο ερώτημα στους οπαδούς της ευρωπαϊκής κουλτούρας και ταυτότητας, οι οποίοι θέλουν να την προστατέψουν:
    “Τι ακριβώς είναι η κοινή ευρωπαϊκή κουλτούρα, την οποία θέλετε να προστατέψετε; Από τι ακριβώς την προστατεύετε; Αφού δεν έχει εξωτερικούς εχθρούς…
    ,,Η κοινή ευρωπαϊκή κουλτούρα είναι η θρησκεία!’’, είπε ο πρόεδρος, που δεν πατούσε το πόδι του σε εκκλησία.
    ,,Είναι τα χρηστά ήθη’’, είπε η κυρία της οποίας η παράνομη σχέση είχε γίνει βούκινο στον κόσμο όλο.
    ,,Είναι η τέχνη’’, είπε ο διπλωμάτης, που είχε να δει πίνακα ζωγραφικής από τότε που πήγαινε σχολείο.
    ,,Είναι η ιδέα, η έννοια ΄Έυρώπη’’’, ήταν η έξυπνη, καθότι γενικόλογη απάντηση ενός κυρίου ονόματι Ραπαπόρτ.
    Ο αριστοκράτης, όμως, είπε απλά:
    ,,Διαβάστε το περιοδικό μου!΄΄
    ,,Θ¨ελετε να προστατέψετε την κοινή ευρωπαϊκή κουλτούρα’’, είπε ο Τούντα, ,,αλλά θα πρέπει πρώτα να τη χτίσετε. Διότι η κοινή αυτή κουλτούρα της Ευρώπης δεν υπάρχει. Αν υπήρχε, θα ήξερε να προστατέψει μόνη της τον εαυτό της. Μπορεί, όμως, κανείς να χτίσει κάτι τέτοιο; Πολύ αμφιβάλλω. Αλλά ακόμα κι αν υπήρχε, ποιος θα ενδιαφερόταν να της επιτεθεί; Ο επίσημος μπολσεβικισμός; Μα αυτός τη θέλει και για τη Ρωσία,,.
    ,,Ναι, αλλά εδώ… εδώ θέλει να την καταστρέψει, ίσως για να την έχει μόνο αυτός μετά΄΄, φώναξε ο κύριος Ραπαπόρτ.
    ,,Κι αν ακόμα το’ θελε, δεν θα προλάβαινε. Διότι μάλλον θα την καταστρέψει ένας νέος πόλεμος΄΄.
    ,,Αυτόν ακριβώς θέλουμε να εμποδίσουμε΄΄, ένωσαν πολλοί μαζί τις φωνές τους.
    ,,Αυτό δεν θέλατε και το 1914; Μα όταν ξέσπασε ο πόλεμος, πήγατε στην Ελβετία κι ενώ βγάζατε εκεί τα περιοδικά σας, εδώ ντουφέκιζαν όσους αρνούνταν να πολεμήσουν΄΄
(σσ. 173-175).
    Αυτός ο καταπληκτικός διάλογος, που περιγράφει την κατάσταση της Ευρώπης και σήμερα, ύστερα από έναν μεγάλο αγώνα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης να οικοδομηθεί μία κοινή ευρωπαϊκή κουλτούρα που είναι προφανές ότι έχει αποτύχει, θέτει ερωτήματα σε όλους μας, ανεξαρτήτως θέσης στην κοινωνία.
    Πρώτον, η υποκρισία όσων καμώνονται ότι πιστεύουν σην ευρωπαϊκή κουλτούρα, ενώ με τη ζωή τους δεν σέβονται καμία από τις ρίζες της. Δεύτερον, η έμμεση καταγγελία της ρωσικής, τότε σοβιετικής υποκρισίας, η οποία ενώ αρνείται την ευρωπαϊκή κουλτούρα διότι θέλει να τη φτιάξει στα μέτρα της, στην πραγματικότητα είναι μέρος αυτής της κουλτούρας, μόνο που θέλει να είναι η εξουσία και η διαχείρισή της. Αυτό το βλέπουμε ξεκάθαρα και σήμερα. Τρίτον, η άρνηση υπεράσπισης της ευρωπαϊκής κουλτούρας στην προοπτική της θυσίας γι’ αυτήν, που δεν υφίσταται. Διότι κουλτούρα σημαίνει συλλογικότητα και όχι ατομοκεντρισμός.
    Ο Joseph Roth  θέτει προφητικά τα ερωτήματα που θα απασχολήσουν τον κόσμο στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και που επαναλαμβάνονται μέχρι σήμερα. Δεν είναι αναγκαίο η συλλογικότητα να ταυτιστεί με τον κοσμοπολιτισμό. Στην πραγματικότητα όμως ο αυθεντικός κοσμοπολιτισμός δεν μπορεί να είναι ατομοκεντρικός, διότι εύκολα σβήνει, εκλείποντος του υποκειμένου ή με τη φανέρωση της τυχόν υποκρισίας του. Ας προβληματιστούμε μαζί του.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Νια Παρασκευή 25 Απριλίου 2025




4/24/25

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ, “ΟΤΑΝ Η ΓΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΖΩΗ”

 


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 162- ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ, “ΟΤΑΝ Η ΓΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΖΩΗ”, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

Ο Βασίλης Καραποστόλης, ομότιμος καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι ένας από τους λίγους διανοουμένους της εποχής μας ο οποίος αναφέρεται στην πραγματικότητα με όρους ήθους. Δεν κάνει ηθικολογία. Βλέπει τη ζωή και τις προοπτικές της στα πλαίσια της γνώσης της αλήθειας, η οποία καθιστά τον άνθρωπο όχι μόνο χρήσιμο στη ζωή, αλλά ενεργό μέλος μιας κοινωνίας της συλλογικότητας και του “εμείς”. Δεν διστάζει να ασχοληθεί και με θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας, όπως είναι τα Τέμπη και οι πυρκαγιές, μόνο που η έγνοια του είναι πώς οι νέοι άνθρωποι θα πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, όχι με τον λαϊκισμό ότι το μέλλον τους ανήκει και δικαιούνται να κάνουν ό,τι θέλουν, αλλά με την προτροπή να παλέψουν ενεργοποιώντας τα χαρίσματά τους, ώστε να οικοδομήσουν το μέλλον! Το πλαίσιο αυτό διαφαίνεται ξεκάθαρα στο τελευταίο βιβλίο του “Όταν η γνώση είναι ζωή”, που κυκλοφορείται από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, όπου προτρέπει τη νέα γενιά και, κατ’ επέκτασιν, τον καθένα μας να υπερβεί την παθητικότητα της αναμονής, όσο κι αν αυτή οφείλεται και στις συνθήκες με τις οποίες η πολιτεία μάς αντιμετωπίζει, χωρίς να ζητά την ενεργοποίησή μας, και να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας.
    “Κάθε γενιά οφείλει να δώσει τη δική της απάντηση σε βασικά ζητήματα που βασάνισαν τις προηγούμενες γενιές. Αναξιοκρατία, ευνοιοκρατία, κομματισμός, πάντα τα ίδια αγκάθια, οι ίδιες πληγές. Είναι άραγε υπερβολικό να καλούμε τις νέες γενιές να ξεριζώσουν τα αγκάθια; Το πρόβλημα έχει δύο όψεις. Η μια αφορά τις ικανότητες των νεότερων και η άλλη τη θέλησή τους. Βέβαιο είναι ότι οι ικανότητες δεν τους λείπουν. Τα πτυχία, τα μεταπτυχιακά διπλώματα, οι δεξιότητες, η γλωσσομάθεια αυξάνονται, σωρεύονται. Μέχρι το σημείο να πιέζουν εσωτερικά τους κατόχους τους. Μια φωνή μέσα τους ξεσπά: ,,δώστε μας , επιτέλους, διέξοδο!,,Αλλά τι συμβαίνει; Συμβαίνει στις μέρες μας οι νεότεροι να έχουν όλα τα προσόντα εκτός από το προσόν να τα βάλουν στην πράξη” (σ. 55). Για να μπούνε όμως τα προσόντα σε πράξη, χρειάζεται ωρίμανση. Κι αυτή έρχεται μέσα από μία διαφορετική παιδεία και μέσα από μία άλλη αποφασιστικότητα, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο καλείται να διαδραματίσει ο καθένας μας.
    Σε ένα εξαιρετικό κείμενο ο Καρασποστόλης διαπιστώνει το ότι η ελληνική οικογένεια βρίσκεται σε παραίτηση. Αυτό έρχεται ως συνέπεια ενός φόβου οι γονείς να αναλάβουν την ευθύνη για τα παιδιά τους, να αποδεχτούν τον τίτλο του καθοδηγητή, κάτι που το παιδί το αντιλαμβάνεται και εύκολα πέφτει στον πειρασμό να αυτοδικαιώνεται. Την ίδια στιγμή, οι γονείς δεν θέλουν να εμπιστευθούν το σχολείο, ενώ απαιτούν από αυτό την καθοδήγηση για τα παιδιά τους. Όμως καθοδήγηση χωρίς συνέπεια, χωρίς όρια, χωρίς τιμωρία αν χρειαστεί, δεν μπορεί να υπάρξει. Κι εδώ οι γονείς αισθάνονται την ανάγκη να υπερασπιστούν το παιδί τους που ποτέ δεν φταίει, προσπαθώντας έτσι να συγκυβερνήσουν στο σχολείο, κάτι που είναι καταστροφικό και οδηγεί σε συγκρούσεις. Τότε “τι να διδαχθούν τα ανήλικα βλέποντας τη διαμάχη ανάμεσα στις δύο μεγάλες ενήλικες δυνάμεις που τα επιβλέπουν; Μάλλον θα αισθανθούν πως στη χώρα αυτή έχεις το ελεύθερο να μη μεγαλώσεις ποτέ” (σ.22).
    Για τον συγγραφέα, για να φτάσουμε να γίνουμε ενεργά μέλη της κοινωνίας, χρειάζεται να μάθουμε και να αισθανόμαστε την ανάγκη να γίνουμε χρήσιμοι: “Στο τέλος του μυθιστορήματος ,,Το πορτρέτο του καλλιτέχνη,, ο Τζαίημς Τζόυς βάζει τον νεαρό ήρωά του, τον Στήβεν, να συνοψίζει όλη του τη φιλοδοξία και τα όνειρά του σε μία φράση. Δεν ποθεί να γίνει οπωσδήποτε κάποιος σπουδαίος, ένας επιφανής. Εύχεται απλώς να γίνει χρήσιμος. Το λέει μέσα του και το καταλαβαίνει πως σ’ αυτή τη λέξη - ,,χρήσιμος,,- περιέχεται το μεγαλύτερο στοίχημα που μπορεί κάποιος να βάλει με τη ζωή. Αν μιλήσουν έτσι στον εαυτό τους αρκετοί νέοι, το μέλλον όλων μας θα είναι καλύτερο” (σ. 181). Μπορεί η χρησιμότητα να μην είναι το στοιχείο που χαρακτηρίζει τον πλήρως ελεύθερο άνθρωπο, κατά την φιλοσοφία των αρχαίων, όμως σε μια εποχή στην οποία η στόχευση είναι η αναγνωρισιμότητα, η δημοσιότητα, το “φαίνεσθαι”, και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης κάνουν τον νέο να ασχολείται όλη την ημέρα με το εγώ του, την εμφάνισή του, το σώμα του, την άκοπη ή επιφανειακή αποδοχή του από τους άλλους, το να εμφυσήσουμε στη νέα γενιά την αξία της χρησιμότητας είναι μία σπουδαία αλλαγή και πρόοδος, καθότι πλέον ο νέος θα αισθάνεται ότι συμμετέχει στη ζωή, ότι μπορεί και πρέπει να γίνει “υπερασπιστής του κοινού καλού” (σ.45) και “να αγαπήσει τον τόπο του αφού τον γνωρίσει” (σ. 47).
    Όλο αυτό το πλαίσιο προϋποθέτει μία άλλη θέαση στην εκπαίδευση. “Ο άνθρωπος δεν είναι καταδικασμένος σε ολοσχερή αφανισμό, εάν η ψυχή και ο νους του πειθαρχήσουν σε ορισμένους κανόνες, εάν δεχθούν να υποβληθούν σε μια ειδική αγωγή. Είναι μια άλλη πρόταση αυτή, που ξενίζει και ενοχλεί τις συνήθειες του καιρού μας. Τι πάει να πει αγωγή; Τι πάει να πει πειθάρχηση; Απέναντι σ’ αυτές τις έννοιες ο σύγχρονος πολιτισμός ορθώνει στα γρήγορα τα ερωτήματά του και αμέσως μετά τα αποσύρει, γιατί βιάζεται να δώσει ο ίδιος την απάντηση: δεν έχει νόημα γι’ αυτόν να αποδυθεί κανείς σε μια προσπάθεια μεταμόρφωσης του εαυτού του, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο απαιτεί, οπωσδήποτε, αρκετό χρόνο και κόπο. Ο μεν χρόνος πνίγεται μες στο αβέβαιο, ο δε κόπος θυμίζει παλιά και αφόρητα βάρη. Ούτε προς τα εμπρός ενθαρρύνεται να κατευθυνθεί ο άνθρωπος ούτε να επανασυνδεθεί με όσα ζωτικά και χρήσιμα του παραδίδει το παρελθόν. Έτσι, μοιραία, απομένει η καταφυγή στο παρόν σαν μια επιχείρηση που λέει ναι στο ,,εδώ και τώρα,,, επειδή το να πει ναι στο ,,αλλού’’, στο ,,μετά’’,, ή και στο ,,πάντα’’, θα έβαζε τον καθένα σε πολλές σκοτούρες. Θα έπρεπε να αναρωτηθεί όχι για το πώς γίνεται το ένα ή το άλλο πράγμα, αλλά για το τι είναι το ένα ή το άλλο, και επίσης για το ποιος είναι ο άνθρωπος που θέλει να γνωρίσει και να πράξει” (σσ. 222-223). Για τον συγγραφέα η εκπαίδευση χρειάζεται εκπαιδευτικούς και σύστημα που θα στηρίζονται στην προοπτική ότι στο σχολείο παρέχεται αγωγή, δηλαδή ο μαθητής δεν θεωρείται προσωπικότητα που είναι διαμορφωμένη, αλλά επιδέχεται καθοδήγησης, δηλαδή υπόκειται σε ηγεσία και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ίσος προς ίσον. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει ακόμη όρια, κανόνες, πειθαρχία. Προφανώς και αυτά δεν μπορεί να είναι η βία, ο αυταρχισμός και η απόρριψη της διαφορετικής γνώμης. Η άρνηση του σεβασμού και της ιεραρχίας, όπως επίσης και της αυθεντίας του δασκάλου ως ηγέτη, ως οδηγού στη γνώση και στην καλλιέργεια του ήθους της ψυχής του μαθητή όμως είναι προαπαιτούμενα για να αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας του σχολείου και ο προσανατολισμός του όχι ως βάση για την επαγγελματική αποκατάσταση του μαθητή, αλλά για την καλλιέργεια του ήθους του πολίτη και του ανθρώπου που θα κάνει τη γνώση ζωή.
    Και θα συμπληρώσει κάτι σημαντικό ο συγγραφέας: “Μπορούμε να πούμε πως στον πυρήνα της αρχαίας ελληνικής βιοθεωρίας βρίσκεται η απόφανση του Αριστοτέλη ότι το εἰδέναι, η απόκτηση δηλαδή γνώσης, είναι αντικείμενο μιας φυσικής όρεξης. Ίδιον του ανθρώπου είναι να πλησιάζει με όρεξη αυτό που αντίκρυ του στέκει αινιγματικό  και προκλητικό. Διαισθάνεται, ωστόσο, ότι, αν και κλειστό έως τότε μέσα στον εαυτό του, το αντικείμενο της νόησής του είναι κατ’ αρχάς προσπελάσιμο. Γι’ αυτό εκδηλώνεται η όρεξη. Γιατί είναι σαν το άγνωστο να προκαλεί τον άνθρωπο να αποδείξει τις δυνάμεις του. Την ευκαιρία και τη διέγερση αυτή την παρέχει κατεξοχήν η κλασική παιδεία. Στο πεδίο της το στοίχημα που τίθεται είναι πολύ πιο βαθύ, από υπαρξιακή άποψη, απ’ ό,τι στις θετικές επιστήμες. Ελέγχεται εδώ όχι το πόσο επαρκής είναι η γνώση ενός αντικειμένου, αλλά κυρίως το τι αποκαλύπτεται με τη γνωστική προσπάθεια σχετικά με το ποιον του υποκειμένου” (σ.223). Αν υπάρχει η όρεξη για γνώση, ξεκινά η αυτοδιάπλαση. Ο άνθρωπος, που είναι το υποκείμενο, δεν μαθαίνει το τι για να βρει δουλειά ή για να πάρει βαθμούς ή για να περάσει στο πανεπιστήμιο ή για να αναγνωριστεί η αξία του, αλλά για να μορφώσει τον εαυτό του, τον χαρακτήρα του, να βρει το νόημα της ζωής. Γι’ αυτό και είναι τελικά εσφαλμένη η αντίληψη πολλών ότι η κλασική παιδεία είναι νεκρή και άχρηστη. Όσο υπάρχει ανάγκη για άνθρωπο με ήθος, επομένως για άνθρωπο που θα προσφέρει στο σύνολο, θα δίνει και θα παίρνει, η γνώση είναι ζωή και δίνει ζωή.
    Υπάρχει ένα τελικό ερώτημα: καλά όλα αυτά, αλλά σήμερα ο κόσμος πορεύεται αλλιώς. Υπάρχει, κατά τη γνώμη μας, ένα κλειδί: είμαστε ελεύθεροι σήμερα να πορευτούμε κατά τη δική μας προοπτική, να μην απορροφηθούμε από τον θόρυβο του πολιτισμού μας, αλλά να ακούσουμε τη συνείδησή μας, να παλέψουμε επιμελούμενοι τον εαυτό μας, αρνούμενοι να είμαστε όπως οι πολλοί, εάν δεν μας εκφράζει. Κι εδώ η ευθύνη του δασκάλου είναι μεγάλη. Δεν είναι αρκετή η γνώση ενός αντικειμένου, αν ο δάσκαλος δεν ζητά να μεταλαμπαδεύσει ζωή. Αντίστοιχες είναι οι προοπτικές για τους γονείς, τους πολιτικούς, τους εκκλησιαστικούς, όσοι έχουν κληθεί να παρέχουν αγωγή. Ο καθένας ας προβληματιστεί.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Νια Πέμπτη 24 Απριλίου 2025



4/23/25

ΠΑΣΧΑ, ΛΥΤΡΟΝ ΛΥΠΗΣ

              

  Το Πάσχα είναι η γιορτή μιας άλλης χαράς: αυτής που μας δείχνει ότι ο θάνατος νικήθηκε και ότι μας περιμένει η βασιλεία του Θεού, στην οποία ο Χριστός συμπεριλαμβάνει τον όλο άνθρωπο, και την ψυχή και το σώμα. Γι’ αυτό και το Πάσχα χαρακτηρίζεται ως «λύτρον λύπης».  Ο Χριστός, με τον σταυρό, την ταφή και την ανάστασή Του έδωσε τον εαυτό Του λύτρο στον θάνατο και μας ελευθέρωσε. Με την ενανθρώπησή Του καταστάθηκε ο Θεός που έγινε άνθρωπος, δεν μεταμορφώθηκε  σε άνθρωπο, αλλά ενώθηκαν στο πρόσωπό Του η θεία και  ανθρώπινη φύση. Ο Θεός  δεν είναι απρόσιτος και αμέθεκτος καθότι άλλης υπόστασης από τον άνθρωπο, αλλά επειδή έγινε άνθρωπος μας δίνει τη δυνατότητα να γίνουμε θεοί κατά χάριν. Και ο τρόπος της θέωσης είναι ο τρόπος της νίκης κατά του θανάτου, διά της αγάπης που γίνεται θυσία. Ερχόμενος στο σκοτάδι του Άδη, ο Χριστός γίνεται το φως και η ζωή των ανθρώπων. Όσοι θέλουν να αγαπήσουν, να ανοίξουν έτσι την ύπαρξή τους στην  αγάπη του Θεού, λύνουν το αίνιγμα του  θανάτου και ξεκινούν τον τρόπο και τη ζωή της ανάστασης: αρχικά με την ψυχή τους που κοινωνεί τη χάρη του Θεού στο  πρόσωπο του Χριστού, εν τω ουρανώ, και μετά την Δευτέρα Παρουσία ψυχοσωματικά, στην πληρότητα της ύπαρξης που θα ζει τον καινούργιο ουρανό και την καινούργια γη, της αιωνιότητας.

                «Λύτρον λύπης» το Πάσχα.  Η λύπη έχει να κάνει με τη φθαρτότητα. Με το μίσος. Με την νοσταλγία ενός Παραδείσου, ο οποίος, στα κατάβαθα της ύπαρξής μας, είναι μία ανάμνηση που δεν χάνεται. Είναι ενσωματωμένη η μνήμη αυτή στο γονίδιο του Θεού, στο γονίδιο της αναζήτησης της όντως αλήθειας, σ’ αυτό που ονομάζουμε θρησκευτικότητα. Και ο Παράδεισος που νοσταλγούμε δεν κερδίζεται, αν δεν δοθεί ως λύτρο ο θάνατός μας. Διότι όσο υπάρχουμε το κακό θα παραμένει αθάνατο και επάνω μας και επάνω στον κόσμο. Όταν τελειωθούμε, διά της εξόδου μας από τη ζωή αυτή, τότε το κακό παύει να μας αγγίζει. Η λύπη κανονικά δεν θα έπρεπε να είναι για τον θάνατο, αλλά για το κακό και την αμαρτία, για την αίσθηση ότι είμαστε θεοί που θα πρέπει να ζήσουμε για πάντα, γιατί ο Θεός μας το χρωστά, ενώ η ζωή μας λέει ότι το τέρμα μπορεί να γίνει πέρασμα, αρχή, Πάσχα αληθινό. Κι έπρεπε ο Χριστός να γίνει ο Ίδιος το λύτρο για τη λύπη, ώστε να ανατείλει η χαρά.

                Ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλα μοιάζουν να υμνούν τη ζωή, χωρίς όμως όλα να είναι ζωή. Οι άνθρωποι παλεύουμε για τα αγαθά μας, για τις απολαύσεις μας, για την μετοχή μας σε ό,τι αυτός ο πολιτισμός τάζει ότι είναι ευτυχία, χωρίς όμως να νιώθουμε ότι καραδοκεί η λύπη του θανάτου πίσω από κάθε τι, καθότι δεν μπορεί να κρατήσει. «Η στιγμή περνάει και χάνεται και η ζωή ποτέ δεν πιάνεται» (Σταμάτης Σπανουδάκης). Μόνο η σχέση με τον Χριστό, όταν γίνεται αγάπη, δίνει νόημα διάρκειας. Διότι η αγάπη κάνει τις στιγμές μας αληθινά όμορφες, που μπορούμε να τις συνεχίσουμε ή, ακόμη κι αν έχουν όριο, να μας κάνουν να νιώσουμε την πληρότητα της σχέσης με τον Θεό που μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε ύπαρξη αθάνατη κατά χάριν, στην οδό του φωτός και της αληθινής ομορφιάς. Κι από κει ξεκινά η χαρά που δεν τελειώνει.

Χριστός Ανέστη! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

την Νιά Τετάρτη 23 Απριλίου 2025

4/22/25

ΠΑΠΑΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ, «ΕΛΠΙΔΑ- Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ»

 


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 161- ΠΑΠΑΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ, «ΕΛΠΙΔΑ- Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ»,  μετάφραση Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις GUTENBERG 

Η έξοδος από τη ζωή του Πάπα Φραγκίσκου καθιστά πολύ επίκαιρο την προσφάτως εκδοθείσα από τις εκδόσεις Gutenberg αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ελπίδα», σε μετάφραση της Άννας Παπασταύρου. Ο αρχικός σχεδιασμός για το βιβλίο αυτό, το οποίο ο Πάπας Φραγκίσκος έγραψε μαζί με τον Κάρλο Μούσο, ήταν να εκδοθεί μετά τον θάνατο του Πάπα. Επειδή όμως το 2025 ως έτος ανακηρύχτηκε από τον Ποντίφηκα της Ρώμης ως το έτος της Ελπίδας, η κυκλοφορία του βιβλίου έγινε νωρίτερα. Η συγκυρία όμως το έφερε ώστε τελικά να συνδυασθεί με την εκδημία του Πάπα, ύστερα από σχετικά μακρά περιπέτεια της υγείας του.

Είναι ένα βιβλίο που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, χωρίς κάποιος να πρέπει να υπεισέλθει σε δογματικά ζητήματα, μολονότι θεολογικά και εκκλησιολογικά κατά βάθος αυτό είναι αναπόφευκτο. Ωστόσο, έχοντάς το διαβάσει πριν τον θάνατο του Πάπα, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε -μεταξύ άλλων-τα εξής:

Α. Χρειάζεται πολύ μεγάλη τόλμη για έναν ηγέτη θρησκευτικό, που γύρω από το πρόσωπό του και από τον θεσμό δημιουργείται πάντα ένας μύθος τελειότητας, να τολμά να καταγράφει τη ζωή του χωρίς να φοβάται να δείξει αδυναμίες, δυσκολίες, συναισθήματα, κρίσεις, προβληματισμούς. Ο Πάπας Φραγκίσκος δεν διστάζει να παρουσιάσει την πορεία της ζωής του όπως την έζησε και όχι μόνο σε ό,τι αφορά στα γεγονότα, αλλά και στα συναισθήματά του. Η αυτοβιογραφία του είναι ένα βιβλίο πραγματικά συν-κινητικό, διότι είναι αυθεντικό και όχι υποκριτικό.

Β. Είναι εξίσου σπουδαίο να βλέπει κανείς τους θεολογικούς, κοινωνικούς, ψυχολογικούς και πολιτικούς προβληματισμούς ενός θρησκευτικού ηγέτη, που εκ των πραγμάτων, λόγω του θεσμού τον οποίο υπηρέτησε, έχει και φανερή πολιτική εμβέλεια. Μπορεί ο Πάπας της Ρώμης να μην είναι Καίσαρας σήμερα, όπως παλαιότερα, ωστόσο ο λόγος και οι αποφάσεις του διαμορφώνουν ηθικά, ψυχολογικά και κοινωνικά τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, καθότι πολλοί ψηφίζουν με βάση και τις θρησκευτικές τους αντιλήψεις. Το να βλέπει κάποιος έναν ηγέτη τέτοιας εμβέλειας όπως ο Πάπας να μη διστάζει να τα βάζει με τους πολιτικούς της γης, με ιδέες και νοοτροπίες, και να παίρνει θέση έναντι του πολέμου, της φτώχειας, της πείνας, της προσφυγιάς, της αδικίας δείχνει ότι ο συγκεκριμένος Πάπας είχε επίγνωση της χριστιανικής αποστολής που δεν περιορίζεται στη σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου, αλλά και στον αγώνα ο κόσμος να γίνεται πιο χριστιανικός, δικαιότερος, με αγάπη, με ειρήνη, με νόημα. Ίσως κάποιοι να πούνε ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν δικαιούται να αναλαμβάνει τέτοιους ρόλους διότι στο παρελθόν, στον Μεσαίωνα στους παγκόσμιους πολέμους, στις θρησκευτικές συγκρούσεις λειτούργησε αντίθετα με την χριστιανική μαρτυρία και παράδοση. Αυτό βεβαίως μπορεί να συζητηθεί και δύσκολα να αρνηθεί κάποιος τη βασιμότητά του. Επιτέλους όμως γιατί θα πρέπει να μένουμε μόνο στο χτες και να μη βλέπουμε τις αλλαγές, οι οποίες ξεκάθαρα είναι και η βάση για την αυθεντική χριστιανική μαρτυρία; Δεν μπορεί ο Χριστός να χρεώνεται τα λάθη των εκπροσώπων της πίστης. Επίσης, όταν ένας ηγέτης παλεύει να δώσει το αυθεντικό μήνυμα του Ευαγγελίου στον κόσμο, η προσπάθειά του δεν πρέπει να ακυρώνεται από τις όποιες μνήμες λαθών των άλλων. Ο καθένας μας κρίνεται με βάση τον δικό του αγώνα και το αν όσα λέει και πράττει είναι αυθεντικά. Και στον Πάπα Φραγκίσκο ο αναγνώστης θα διαπιστώσει αυτή την αυθεντικότητα που ξεπερνά δίπολα όπως προοδευτικός-συντηρητικός, παραδοσιακός-μοντέρνος, συστημικός- αντισυστημικός. Ο Φραγκίσκος, τουλάχιστον στα όσα  φάνηκαν τα 12 χρόνια της παποσύνης του και από όσα μπορεί κάποιος να διαβάσει στο βιβλίο του, υπήρξε Άνθρωπος με το Α κεφαλαίο. Η πίστη του είναι αδιαμφισβήτητη. Και ο αγώνας του να καταστήσει την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πιο ανοιχτή στις προκλήσεις των καιρών άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στο ποια πρέπει να είναι η χριστιανική μαρτυρία στους καιρούς μας. Στο σημείο αυτό με θλίψη διαπιστώνει κάποιος ότι τουλάχιστον στα καθ’ ημάς δεν υπάρχει ανάλογο ενδιαφέρον σε κοινωνικό επίπεδο, ούτε προβληματισμός, αλλά μόνο μία οργανωμένη εκκλησιαστική φιλανθρωπία που θεωρείται ως πανάκεια, χωρίς η μαρτυρία της Εκκλησίας για ευρύτερα ζητήματα που αγγίζουν τον άνθρωπο να ακούγεται.

Γ. Ο Πάπας Φραγκίσκος υπήρξε άνθρωπος φιλοσοφημένος και καλλιεργημένος μορφωτικά και πνευματικά. Δεν είναι τυχαία η αποδοχή του σε επίπεδο συνομιλητή από τους ισχυρούς της γης. Οι ιδέες του, η μαρτυρία του, ο αγώνας του μπορεί στην πραγματικότητα να αφήνουν αδιάφορη την κρατούσα πολιτική, πολιτιστική και οικονομική νοοτροπία, κάτι αναμενόμενο. Ποιος μπορεί να παραιτηθεί από την εξουσία του και να δει τη ζωή του ως διακονία; Να παραμείνει σε ένα διαμέρισμα ταπεινό, αλλά με τους ανθρώπους που συγκροτούν μαζί μια κοινότητα και να μην ανταλλάξει την απλότητα, τη αγάπη, την επικοινωνία με τη δόξα και το μεγαλείο των κολάκων και της αυλής; Μπορεί ο θεσμός να περιλαμβάνει πρωτόκολλα και απαιτήσεις. Όμως ο Φραγκίσκος, ένας Ιησουΐτης μοναχός που έζησε μάλλον σαν φραγκισκανός, που είχε την τόλμη να ανακατευτεί με τους απλούς ανθρώπους στην Αργεντινή, να υποστηρίζει ποδοσφαιρική ομάδα, να ακούει τάνγκο και λαϊκά τραγούδια, να είναι άρχοντας και, ταυτόχρονα, άνθρωπος του λαού, να κυκλοφορεί με το μετρό ως Αρχιεπίσκοπος και καρδινάλιος,  να αρνηθεί τελικά και την ταφή με τους άλλους Πάπες προτιμώντας την εκκλησία στην οποία αναπαυόταν η καρδιά του, έκανε ένα μεγάλο βήμα για να δείξει, τουλάχιστον στη Δύση, ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να πορεύεται με όρους του χτες, αλλά χρειάζεται να ξανασυναντήσει τον άνθρωπο, αυτόν που έχει αλλάξει, αυτόν που απομακρύνεται, που δεν μπορεί να νιώσει την ακρίβεια του δόγματος, αλλά μέσα του δεν έχει ξεχάσει την πίστη.

Δ. Κρατάμε δύο αποσπάσματα από το βιβλίο. Το πρώτο είναι ο χειροτονητήριος λόγος  του, εν είδει ομολογίας πίστης: του (13 Δεκεμβρίου 1969)

«Θέλω να πιστεύω στον Θεό Πατέρα, που με αγαπάει σαν παιδί Του, και στον Ιησού, τον Κύριο που εμφύσησε το Πνεύμα Του στη ζωή μου για να με κάνει να χαμογελώ και να με οδηγήσει έτσι στην Αιώνια Βασιλεία της ζωής.

Πιστεύω στην ιστορία μου, που τη διαπέρασε το βλέμμα αγάπης του Θεού, ο οποίος, μια ανοιξιάτικη μέρα, στις 21 Σεπτεμβρίου, ήρθε κοντά μου για να με καλέσει να Τον ακολουθήσω.

Πιστεύω στον πόνο μου, που είναι άγονος εξαιτίας του εγωισμού, στον οποίο βρίσκω καταφύγιο.

Πιστεύω στη μικρότητα της ψυχής μου, που προσπαθεί να απομυζά χωρίς να δίνει…χωρίς να δίνει.

Πιστεύω ότι οι άλλοι είναι καλοί και ότι οφείλω να τους αγαπώ χωρίς φόβο, και χωρίς ποτέ να τους προδώσω επιδιώκοντας τη δική μου ασφάλεια.

Πιστεύω στη θρησκευτική ζωή.

Πιστεύω ότι θέλω να αγαπώ πολύ.

Πιστεύω στον καθημερινό, διάπυρο θάνατο, από τον οποίο δραπετεύω, ο οποίος ωστόσο μου χαμογελάει καλώντας με να τον αποδεχτώ.

Πιστεύω στην υπομονή του Θεού, που με καλωσορίζει, καλά σαν καλοκαιρινή νύχτα.

Πιστεύω ότι ο πατέρας μου είναι στον ουρανό μαζί με τον Κύριο.

Πιστεύω ότι και ο πατέρας Δουάρτε βρίσκεται εκεί και συνηγορεί για την ιεροσύνη μου.

Πιστεύω στην Παναγία, τη μητέρα μου, που με αγαπάει και που δεν θα με αφήσει ποτέ μόνο. Και περιμένω την έκπληξη της κάθε μέρας, με την οποία θα εκδηλωθεί η αγάπη, η δύναμη, η προδοσία και η αμαρτία, που θα με συνοδέψουν ώς την ύστατη συνάντηση με αυτό το εκπληκτικό πρόσωπο που δεν ξέρω πώς είναι, από το οποίο διαρκώς δραπετεύω, αλλά θέλω να το γνωρίσω και να το αγαπήσω. Αμήν»  (σ. 195).

Το δεύτερο έχει να κάνει με την ελπίδα:

«Αν Ευσπλαχνία είναι το όνομα του Θεού, Ελπίδα είναι το όνομα που Εκείνος έδωσε σ’ εμάς, αυτό που ανταποκρίνεται στην πιο βαθιά αλήθεια μας, στην πιο βαθιά ουσία μας. Είμαστε πλασμένοι από ζωή και για τη ζωή. Είμαστε πλασμένοι από συνάφεια. Είμαστε πλασμένοι από αγάπη και για την αγάπη, και οι αγάπες μας, οι αγαπημένοι μας, δεν έχουν εξαφανιστεί στο σκοτάδι, μας περιμένουν στο φως, στην πληρότητα αυτής της αγάπης. Είμαστε όλοι τέκνα περιούσια, πλασμένα για μεγάλα πράγματα, για τολμηρά όνειρα.

Βαδίζουμε χέρι-χέρι με μια ακαταδάμαστη μικρούλα, της οποίας φέρουμε το όνομα. Γιατί ο Θεός μάς έκανε ελπίδα» (σ. 300).

Ε. Η ορθόδοξη παράδοση είναι περισσότερο ασκητική, εσωτερική, καρδιακή. Είναι ένας αγώνας εναντίον των παθών, να παλέψουμε με τον έσω άνθρωπο, ο οποίος αμαυρώνει τον τρόπο της φανέρωσής μας στον κόσμο όταν υποκύπτει στον πνευματικό θάνατο τού «μόνο εγώ».  Η αγάπη την οποία δίνει και ζητά ο Χριστός προϋποθέτει, για να έχει διάρκεια, τον αγώνα αυτό. Σε έναν κόσμο στον οποίο η εξωστρέφεια και ο ακτιβισμός απαντούνε συχνά στο ερώτημα του «φαίνεσθαι», η πίστη έχει να κερδίσει όταν συνομιλεί με την πραγματικότητα που κυριαρχεί καταθέτοντας την μαρτυρία του Χριστού. Η Εκκλησία έχει κληθεί να αλλάξει τον κόσμο. Για να τον αλλάξει όμως πρέπει να τον προσλάβει. Και για να τον προσλάβει, πρέπει να αποδεχτεί τον τρόπο που πορεύεται και τις ανάγκες του, όχι για να συσσχηματιστεί, αλλά για να του δώσει ελπίδα. Η παρουσία του Πάπα Φραγκίσκου σίγουρα αποτέλεσε ένα καμπανάκι αφύπνισης στη δυτική Εκκλησία, στον δυτικό κόσμο. Με την τόλμη του έκανε ένα βήμα αυτός ο κόσμος, στον οποίο κατά βάθος ανήκουμε κι εμείς, καθότι έχουμε αποστεί της πραγματικής πορείας της παράδοσής μας και δεν είναι καθόλου εύκολο να πιαστούμε από αυτήν, να μπορέσει να συνυπάρξει με το σήμερα, να θέσει ερωτήματα στην πίστη, ερωτήματα στον Χριστό, ερωτήματα ξεβολέματος και για μας και, γιατί όχι, ελπίδας.

Χριστός Ανέστη!  

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Νια Τρίτη 22 Απριλίου 2025