11/19/24

ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

                

 Ξεχασμένη γιορτή τα Εισόδια της Θεοτόκου. Ποιο το νόημα να θυμόμαστε οι πολλοί ένα γεγονός που σήμερα θα έμοιαζε αδιανόητο. Δυο ηλικιωμένοι γονείς αφιερώνουν το τρίχρονο κοριτσάκι τους στον ναό του Θεού, για να μείνει για πάντα εκεί. Σήμερα θα ονομάζαμε την κίνηση θρησκευτική «ιδρυματοποίηση». Παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού.  Και όντως θα ήταν διότι ο κόσμος έχει άλλες προτεραιότητες. Δεν βλέπει τη ζωή στα πλαίσια της σχέσης με τον Θεό, αλλά μόνο στην προοπτική της κοσμικής ευτυχίας. Δεν θεωρεί ο κόσμος την παιδεία του Θεού που έλαβε η Παναγία στα εννέα χρόνια παραμονής στον ναό ικανή συνθήκη, για να έχει η ζωή ενός ανθρώπου νόημα, αφού σκοπός του δεν είναι να μοιάσει στον Θεό, ενεργοποιώντας τα χαρίσματα του «κατ’ εικόνα», αλλά να μπορέσει να ζήσει τη ζωή του στον κόσμο τούτο. Και η κατά κόσμον, η θύραθεν παιδεία είναι το κύριο όπλο για μια τέτοια πορεία, για να εργαστεί ο άνθρωπος, για να βγάλει χρήματα, για να πετύχει. Δεν θεωρεί ο κόσμος την μητρότητα το μείζον για μια γυναίκα. Την έχει υποκαταστήσει από την καριέρα, την αυτοδιάθεση του σώματος, την φιληδονία χωρίς ευθύνη. Δεν θεωρεί ο κόσμος την αρετή της ψυχής ζωτικό σημείο της ύπαρξης, αλλά τα προσόντα, τα χαρίσματα, ιδίως την ομορφιά και την ευφυΐα, τα οποία οδηγούν τον άνθρωπο στην αναγνώριση. Δεν θεωρεί ο κόσμος την ταπεινότητα και την αφάνεια τρόπους που αξίζουν, αλλά την επίδειξη και την αυτοθεματοποίηση.

             Κι όμως, τα Εισόδια της Θεοτόκου εξακολουθούν να μας υποδεικνύουν έναν δρόμο αυθεντικό, χωρίς κατ’  ανάγκην να απορρίπτουν  τον πολιτισμό των καιρών μας. Μας υπενθυμίζουν ότι υπάρχει ο έσω άνθρωπος, αυτός που τρέφεται από την εμπιστοσύνη στον Θεό, που νιώθει την ανάγκη της προσευχής ως αναφοράς της ύπαρξης στον ουρανό, που δεν λησμονεί ότι κέντρο της ζωής του είναι ο ναός, ως κοινότητα ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης, ως τόπος και τρόπος συνάντησης με τον πλησίον, ως γαλήνη της καρδιάς που έρχεται όταν νιώθουμε τα πάθη και τα λάθη μας. Και η είσοδος του καθενός και της καθεμιάς στον ναό του Θεού δεν είναι απλή εκπλήρωση ενός θρησκευτικού καθήκοντος, αλλά η δήλωση ότι το νόημά μας βρίσκεται στην πίστη, στην επίγνωση ότι δεν τελειώνουν όλα στον θάνατο, στο ότι υπάρχει ο Χριστός που προκαταγγέλλεται από την Παναγία, από τους Αγίους, από την παράδοσή μας, από την αγάπη που δείχνουμε στον πλησίον, από το να στεκόμαστε απέναντι στις φωνές που μας λένε ότι ο άνθρωπος είναι «φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν».

       Ένα κορίτσι εισέρχεται στον ναό του Θεού. Όπως μας υπενθυμίζει η παράδοση της πίστης, την υποδέχεται ο αρχιερέας, ο οποίος έχει λάβει πληροφορία παρά Θεού ότι πρόκειται για ένα πρόσωπο αληθινά ξεχωριστό και μοναδικό. Την ακολουθούν άλλα κορίτσια κρατώντας λαμπάδες. Είναι γιορτή η είσοδός της στον ναό, όπως είναι γιορτή για τον ουρανό και κάθε δική μας είσοδος στον ναό του Θεού, διότι για τον κάθε άνθρωπο ο Χριστός έγινε άνθρωπος, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, αναλήφθηκε, στέλνει το Άγιο Πνεύμα, προσφέρεται στα μυστήρια της Εκκλησίας, περιμένει την πρόσκλησή μας να εισοδεύσει στον ναό της καρδιάς μας. Λησμονούμε αυτή την ευλογία που έχουμε λάβει και που υπερβαίνει κάθε εποχή. Ίσως γιατί κρατάμε κλειστά προς το φως του ουρανού τα μάτια της ψυχής μας. Ποτέ όμως δεν είναι αργά. Άμποτες η Παναγία να μας δείχνει τον δικό της δρόμο κι εμείς να την ακολουθήσουμε!

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 20 Νοεμβρίου 2024

11/12/24

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΣΩΣΤΟ; 

                


 Αναρωτιόμαστε συχνά, ιδίως όταν οι μεγαλύτεροι συνομιλούμε με τους νεώτερους, γιατί δεν καταφέρνουμε να πείσουμε γ’ αυτό που θεωρούμε σωστό. Είναι μήπως γιατί αυτό που πιστεύουμε δεν είναι στην πραγματικότητα το σωστό; Είναι διότι ο άλλος, στον οποίο απευθυνόμαστε, έχει τόσο εγωισμό, ώστε δεν αποδέχεται τον λόγο μας; Είναι επειδή δεν τον καταλαβαίνει; Είναι επειδή θέλει να μπει στην περιπέτεια του λάθους, της διακρίβωσης με βάση το δικό του θέλημα του τι πρέπει να γίνει ή όχι; Ή όλα πηγάζουν από ένα αίσθημα απόρριψης της αυθεντίας και τη στιγμή που εμείς θέλουμε να δώσουμε στον άλλο να καταλάβει ότι αυτό που του λέμε είναι σωστό, εκείνη τη στιγμή στη σκέψη του λειτουργούμε ως η αυθεντία που θέλει ή έχει μάθει να απορρίπτει;

                Αυτά είναι αιώνια ερωτήματα της παιδαγωγικής και της συμβουλευτικής προσέγγισης  των ανθρώπων. Και επεκτείνονται και στην πνευματική ζωή. Συχνά οι άνθρωποι που πιστεύουμε στον Θεό θα θέλαμε να ακολουθούν και οι άλλοι άνθρωποι, τουλάχιστον του περιβάλλοντός μας, τον δρόμο της πίστης. Λησμονούμε βέβαια τον λόγο του Χριστού: «ει τον λόγον μου ετήρησαν, και τον υμέτερον τηρήσουσι» (Ιωάν. 15,20). Λησμονούμε ότι ούτε εμείς τηρούμε συνήθως τον λόγο του Χριστού και, επομένως, πώς έχουμε την απαίτηση οι άλλοι να κάνουν αυτό που εμείς δεν πράττουμε; Άρα, ο δρόμος της ταπείνωσης είναι η δική μας αρχή. Να μπορούμε εμείς να παλεύουμε να τηρούμε τον λόγο του Χριστού και της Εκκλησίας, για να ζητούμε, και πάλι με διακριτική αγάπη, από τους άλλους να πράξουν το ίδιο. Κι εκεί που νιώθουμε τοίχο, να επιλέγουμε την οδό και τον τρόπο της προσευχής, που ενώνεται με την υπομονή.

                Όμως στις σχέσεις γονέων και παιδιών, δασκάλων και μαθητών, επικεφαλής και υφισταμένων, πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το ίδιον θέλημα, το οποίο αρνείται να πράξει αυτό που μοιάζει και ίσως και να είναι σωστό; Η μέθοδος της βίας είναι απορριπτέα. Η τιμωρία είναι ένα όριο, που κάποτε είναι απαραίτητο, από την άποψη ότι εάν δεν υπάρχουν συνέπειες, τότε η ασυδοσία φέρνει περαιτέρω κακό. Αν δεν πειστεί όμως ο άλλος για το ότι είναι προς όφελός του και έχει νόημα να πράξει το σωστό, τότε και την τιμωρία θα βρει τρόπο να την ξεπεράσει. Ο διάλογος, η επιμονή, το φιλότιμο μπορούν να βοηθήσουν. Κυρίως όμως η αποφασιστικότητά μας, ότι αυτό που προτείνουμε γνωρίζουμε ότι είναι το σωστό. Έχουμε επιχειρήματα και πειθώ. Και τότε υπάρχει η ελπίδα να βοηθηθεί ο καλοπροαίρετος στο να αντιληφθεί ότι ό,τι προτείνουμε έχει αγάπη και ζητείται από αγάπη.

                Στην καθημερινότητα της ζωής, στην πολιτική, στις ανθρώπινες σχέσεις υπάρχει η καχυποψία του συμφέροντος. Δεν είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε αυτό που μοιάζει σωστό, καθότι υποψιαζόμαστε ότι αυτός ή αυτοί που μας το προτείνουν δεν είναι ειλικρινείς, αλλά έχουν ιδιοτέλεια μέσα τους και μας το ζητούνε. Ή, αποκρύπτουν άλλους στόχους και προβάλλουν αυτό που μοιάζει σωστό, αλλά δεν είναι ολοκληρωμένη η ματιά την οποία καλούμαστε να ρίξουμε. Το ρόδο συνοδεύεται και από αγκάθια. Και ο ιδιοτελής κρύβει ό,τι θα πληγώσει, ωραιοποιώντας τον ανθό, ώστε να πετύχει τον δικό του στόχο. Γι’ αυτό χρειάζεται αλήθεια και αγάπη, όταν θέλουμε να δείξουμε έναν δρόμο που νιώθουμε ότι είναι ο σωστός. Και ας επιμείνουμε. Ο χρόνος αποκαλύπτει ό,τι κρύβεται. Η προσευχή βοηθά στην αντοχή, ακόμη κι αν η λύπη της άρνησης δυσκολεύει.                 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 13 Νοεμβρίου 2024

11/8/24

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΟΛΑΤΡΙΑ (ΠΡΟΕΚΟΠΤΟΝ ΕΝ ΤΩ ΙΟΥΔΑΙΣΜΩ)

 

«Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων» (Γαλ. 1, 13-14)

«᾿Ασφαλῶς ἔχετε ἀκούσει γιὰ τὴ διαγωγή μου ὅσον καιρὸ ἀνήκα στὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία, ὅτι καταδίωκα μὲ πάθος τὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὴν ἐξαφανίσω. Καὶ πρόκοβα στὸν ἰουδαϊσμὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικους συμπατριῶτες μου, γιατὶ εἶχα μεγαλύτερο ζῆλο γιὰ τὶς προγονικές μου παραδόσεις». 

                Το ξεκίνημα της πορείας του αποστόλου Παύλου στην ιστορία της διάδοσης του χριστιανισμού στον κόσμο δεν είχε καμία σχέση με τη συνέχεια. Ο απόστολος ήταν ένας άνθρωπος της ιουδαϊκής παράδοσης, βαθύς γνώστης της, ζηλωτής, έμπειρος, με ενθουσιασμό, αντίθετος με τον Χριστό και την πίστη, διώκτης των χριστιανών. Κι όλα αυτά διότι, έχοντας μελετήσει την παράδοση του λαού του, θεωρούσε πως ο Ιησούς Χριστός αποκλειόταν να ήταν ο προσδοκώμενος Μεσσίας, ο Υιός του Θεού. Και θεωρούσε τόσο τον Κύριο, όσο και εκείνους που Τον ακολουθούσαν κίνδυνο για την ιουδαϊκή πίστη και παράδοση. Ότι παραπλανούσαν οι μαθητές του Χριστού τους ανθρώπους, διδάσκοντας μία αίρεση καταστροφική για τη σωτηρία του κόσμου. Και χρέος του θεώρησε να αντισταθεί. Να διώξει τους χριστιανούς με κάθε τρόπο. Με τη βία. Με τη φυλάκιση. Με τον θάνατο, όπως όταν συνέργησε στο μαρτύριο του αγίου Στεφάνου. Όμως ο Θεός είχε άλλη θέληση. Και του εμφανίστηκε στο όραμα της Δαμασκού, για να ανατρέψει ριζικά τη ζωή του και να τον καταστήσει απόστολο των εθνών, προς μεγάλη έκπληξη των υπόλοιπων παραδοσιολατρών του λαού του.

            Η παραδοσιολατρία υπάρχει και στην εποχή μας. Άνθρωποι πιστοί, βλέπουν έναν κόσμο που λειτουργεί σαν να μην υπάρχει Θεός, αλλά και έναν κόσμο που καπηλεύεται τον Θεό και το Ευαγγέλιο, παραχαράσσοντάς το, ώστε να δικαιολογούνται τα πάθη και οι αδυναμίες στο όνομα της αγάπης. Κι ενώ η αγάπη είναι συνδεδεμένη με την αλήθεια και  την ελευθερία, εντούτοις ο κόσμος ζητά από τους χριστιανούς να πορεύονται μόνο με την αγάπη. Να αμνηστεύουν τα ανθρώπινα πάθη, σαν να μην τρέχει τίποτα, ενώ και το Ευαγγέλιο και η Αγία Γραφή ξεκαθαρίζουν ότι «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23). Και από την άλλη, υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι στο όνομα της πίστης, αποκλείουν την πρόοδο του κόσμου τούτου, επειδή δεν τον κατανοούν, επειδή θεωρούν πως η πρόοδος φέρνει την αμαρτία, ενώ κάθε πρόοδος, είτε στην επιστήμη είτε στην τεχνολογία είτε σε οποιονδήποτε τομέα εγείρει πάντοτε το ερώτημα της χρήσης της από τον άνθρωπο και τον κόσμο, διότι αφ’ εαυτού της είναι ούτε καλή ούτε κακή. Εμείς αποφασίζουμε ποιον δρόμο θα ακολουθήσουμε ως προς τη χρήση των επιτευγμάτων. Κι αυτός ο δρόμος έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το νόημα της ζωής μας, ποια σχέση έχουμε με τον Θεό, ποια ελπίδα αιωνιότητας μας διακατέχει.

            Οι άνθρωποι αυτοί τελικά ομνύουν στο όνομα της παράδοσης, μη αισθανόμενοι την αντιφατικότητα των επιλογών τους. Από την μία δεν είναι σε θέση να ισορροπήσουν ανάμεσα στην αγάπη, την αλήθεια και την ελευθερία, επιλέγοντας ανισοβαρώς κάποια από τις τρεις παραμέτρους σε σχέση με τις άλλες, και από την άλλη, ενώ αξιοποιούν πλήρως τα επιτεύγματα του κόσμου, τον καταριούνται. Βέβαιοι ότι ο Θεός είναι μαζί τους, επιτίθενται, απορρίπτουν, αρνούνται, ομοιάζοντας με την νοοτροπία των εχθρών της πίστης. Το όραμα της Δαμασκού δείχνει ότι ο Θεός επιλέγει εκείνους που θέλει να αναλάβουν τον δρόμο να οδηγήσουν τους ανθρώπους στην αλήθεια και εκείνους που καλούνται να ακολουθήσουν τους πρωτοπόρους. Αγάπη όμως ζητά από όλους, ισορροπημένη στα φίλτρα της αλήθειας και της ελευθερίας. Και όπως ο απόστολος Παύλος μάς έδειξε, ο κόσμος δεν είναι για να τον απορρίψεις, αλλά για να διαλέξεις τι σου χρειάζεται πραγματικά και τι σε βλάπτει, χωρίς γενικούς αφορισμούς.

            Όπως και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, ο κόσμος πορεύεται με μια ειδωλολατρία του «εγώ», της δύναμης και της ισχύος, του συμφέροντος και της ηδονής. Η απάντηση σ’  αυτήν την ειδωλολατρία δεν μπορεί να είναι μια παραδοσιολατρία εγκλωβισμού στα ίδια, ούτε όμως και η αποδοχή τού να μας κουνά ο κόσμος το δάχτυλο και να μας λέει τι είναι σωστό και τι όχι με βάση τη δική μας πίστη και παράδοση, που την έχει απορρίψει συνειδητά. Η απάντηση περνά μέσα από την αγάπη για τον Θεό, την αποδοχή της κλήσης Του να είμαστε χριστιανοί, χωρίς ακρότητα και φανατισμό, με αγάπη, αλήθεια κι αγώνα ελευθερίας από τα πάθη μας. Και όπου μπορούμε, να δίνουμε με αυτόν τον τρόπο, της αυταπάρνησης, της υπέρβασης, της προσφοράς την μαρτυρία μας. Μέσα δηλαδή από την Εκκλησία και τη ζωή της. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

10 Νοεμβρίου 2024

Κυριακή Η’ Λουκά

 

11/5/24

Η ΚΑΡΔΙΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑ


«Και τι εστί καρδία ελεήμων; να καίγεται η καρδιά σου για όλη την κτίση, για τους ανθρώπους, για τα πουλιά και τα ζώα και τους δαίμονες και για κάθε κτίσμα»
(Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)

Τα τραγούδια που ακούνε οι μεγαλύτερες γενιές μιλούνε για αγάπη, συνήθως ανεκπλήρωτη στα πλαίσια του έρωτα. Τα τραγούδια που ακούνε οι νεώτερες γενιές μιλούνε για χρήμα, για δύναμη, υποτιμούν τη γυναίκα, εντοπίζουν το κλειδί του νοήματος της ζωής στο «εγώ». Η συγχώρηση είναι μια ξεχασμένη λέξη, μια ξεχασμένη έννοια στους καιρούς μας, αφού η καρδιά μοιάζει πληγωμένη, γιατί δεν ικανοποιούνται τα «θέλω» της. Η συγχώρηση, άλλωστε, δεν συνδέεται εύκολα με την αγάπη, αφού όταν αγαπάς, περιμένεις ανταπόδοση, αναγνώριση, αμοιβαιότητα. Πώς να αντέξεις να αγαπάς, όταν η πόρτα του άλλου είναι κλειστή, όταν η δική του καρδιά δεν ανταποκρίνεται, όταν η σχέση γίνεται χρήση;

Δύο μοιάζουν οι λόγοι που οδηγούν στους δρόμους αυτούς. Ο ένας έχει να κάνει με τη θεώρηση της πίστης ως άχρηστης κατάστασης σε έναν κόσμο όπου η επιστήμη τείνει να δώσει απαντήσεις σε όλα ή ως χρήσιμης, μόνο με την έννοια της ηθικότητας ή της μεταφυσικής κατοχύρωσης, όπως μια παράδοση αφήνει να διαφανεί. Μας χρειάζονται κάποιοι κανόνες, ώστε να μη γινόμαστε ζούγκλα. Μας χρειάζεται μια ελπίδα για μετά τον θάνατο. Μας χρειάζεται ένας Θεός που θα ανταποδώσει τα καλά μας και θα τιμωρήσει όσους δεν ακολουθούν τις εντολές Του, για να δικαιωθούμε εμείς. Μας χρειάζεται ένας Θεός που θα μας περιμένει στην άλλη ζωή, ώστε ο κόπος μας στον παρόντα χρόνο να μην πάει χαμένος. Κι έτσι, όσοι έχουν αποφασίσει ότι η πίστη δεν έχει νόημα σε έναν καιρό και σε έναν κόσμο, όπου όλα εξηγούνται και όλα κείνται στην προοπτική της απόλαυσης και του δικαιώματος, ακόμη κι αν υπάρχουν ανισότητες, έρχονται να συναντήσουν εκείνους που λειτουργούν στην προοπτική του Θεού «δούναι και λαβείν».

Ο ασκητικός λόγος όμως δείχνει μιαν άλλη πορεία. Αγάπη είναι η σπλαχνική καρδιά, αυτή που ελεεί. Αυτή που δίνει, χωρίς να τη νοιάζει αν θα πάρει. Αυτή που πονά για όλη τη κτίση, καθώς την αναγνωρίζει ως δημιούργημα του Θεού. Κι αν αγαπάς τον Θεό που δημιούργησε εσένα, μπορείς να μην αγαπάς, να μην πονάς, να μην δίνεσαι σε όσα Εκείνος δημιούργησε και για σένα και για όλους; Άνθρωποι, πουλιά, ζώα θέλουν την έγνοια σου. Θέλουν το μοίρασμα από το περίσσευμα ή το υστέρημά σου. Θέλουν πρωτίστως τη συγχώρησή σου για ό,τι δεν είναι. Θέλουν την προσευχή σου, για ό,τι μπορεί να γίνουν. Ακόμη και οι δαίμονες, οι πιο δυστυχισμένες από επιλογή τους υπάρξεις του κτιστού κόσμου, θέλουν τη συγχώρησή σου, γιατί δεν νιώθουν παιδιά του Θεού. Κι επειδή δύσκολα κάποιος από μας μπορεί να φτάσει σ’  αυτήν την ελεήμονα καρδιά, ας έχει επίγνωση ότι κληθήκαμε να προσπαθήσουμε κι ότι δεν είμαστε μόνοι μας στον δρόμο αυτό.

Η Εκκλησία δεν είναι για να ρίχνει στην πυρά. Είναι για να αφυπνίζει, σε έναν κόσμο στον οποίο το «εγώ και μόνο εγώ» θριαμβεύει, ότι το νόημα βρίσκεται στην καρδιά, αυτή που έχει πάρει την απόφαση να παλέψει ακόμη και εναντίον της μοναξιάς που νιώθει όποιος πορεύεται αγαπώντας. Δρόμος που εναποθέτει κάθε δικαίωμα μπροστά στο να είμαστε και να βλέπουμε ανθρώπους και κόσμο ως δώρα Θεού.   

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 6 Νοεμβρίου 2024

11/2/24

Ο ΤΡΙΤΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ


«Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ»
(Β’ Κορ. 12,2)

«έρω ἕναν ἄνθρωπο πιστό, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια ἀνυψώθηκε μέχρι καὶ τὸν τρίτο οὐρανὸ -δὲν ξέρω ἂν ἦταν μὲ τὸ σῶμα του ἢ χωρὶς τὸ σῶμα, αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸ ξέρει». 

            Το όνειρο του χριστιανού είναι η ζωή μετά τη ζωή, η υπέρβαση του θανάτου.  Για όσους πιστεύουμε, η ανάσταση των νεκρών είναι η μόνη αυθεντική παρηγοριά για το γεγονός ότι το σώμα μας θα ταφεί. Για τον φόβο του τι θα γίνει με τον εαυτό μας, όταν έρθει η ώρα της εξόδου μας από αυτή τη ζωή. Και η προσδοκία του Παραδείσου, του «τρίτου ουρανού», όπως μας βεβαιώνει ο απόστολος Παύλος, γράφοντας την δεύτερη επιστολή του προς τους Κορινθίους, είναι η ελπίδα μας ότι υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα, στην οποία «ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος».

            Ο τρίτος ουρανός, ο Παράδεισος, αποτυπώνεται από τον απόστολο με έναν τρόπο ταπείνωσης. Δεν αναφέρει ότι ήταν ο ίδιος αυτός που ηρπάγη εκεί, αλλά κάποιος χριστιανός, πιστός, οικείος του. Δεν θέλει να προσδιορίσει αν η αρπαγή αυτή έγινε εν σώματι ή εκτός του σώματος. Δεν είναι ότι δεν γνωρίζει. Νιώθει όμως ότι οι δικές του αισθήσεις δεν αρκούν για να τις εμπιστευθεί. Ό,τι έχει να κάνει με τον Θεό ξεπερνά τα δεδομένα της δικής μας κατανόησης και δεν μπορεί να ιδωθεί και να περιγραφεί με την αυτάρκεια του ανθρώπινου λόγου. Γι’ αυτό και το βίωμα, το οποίο ο απόστολος μοιράζεται με τους χριστιανούς, στην πραγματικότητα μάς δείχνει ότι ο τρόπος της γνώσης, της εμπειρίας, της μετοχής στον Θεό και στα μυστήριά Του είναι προσωπικό βίωμα, όχι μη εκκλησιαστικό, διότι τότε δεν θα μπορούσε κανείς να διεκδικήσει ότι είναι αυθεντικό, καθώς μόνο η Εκκλησία το αποδέχεται ή το απορρίπτει, και στην περίπτωση του αποστόλου Παύλου το αποδέχτηκε και το αποδέχεται, αλλά έχει να κάνει και με τον τρόπο που ο Θεός αποκρίνεται στην επιθυμία του ανθρώπου να είναι παιδί του.

            Ο τρίτος ουρανός μπορεί για τους άπιστους και τους άθεους και τους αδιάφορους να είναι μία φενάκη. Για όσους πιστεύουμε  όμως είναι η κοινωνία με το πρόσωπο του Χριστού, το φως, τη χαρά, αλλά και μία συνεχής αναγνώριση και ευγνωμοσύνη για το ότι «ο υψηλός Θεός επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος βουλόμενος ελκύσαι προς το ύψος Του» όσους από τους ανθρώπους θέλουν να είναι μαζί Του. Το πώς αυτό θα γίνει πραγματικότητα, αρχικά εν ψυχή και μετά την Δευτέρα Παρουσία και εν σώματι, δηλαδή με τον άνθρωπο ακέραιο, μόνο ο Θεός το γνωρίζει. Είναι το μυστήριο, το θαυμαστό του Θεού. Αν έχει κάποιος εμπιστοσύνη στον Θεό και το θέλημά του, τότε θα αφήσει κατά μέρος όποιον δισταγμό, όποιαν αμφιβολία, όποιον φόβο και θα προχωρήσει στην χαρά του Κυρίου.

            Ο τρίτος ουρανός έχει ως προϋπόθεση την αγάπη. Έχει ως προϋπόθεση την μετάνοια. Την ταπείνωση. Την εκζήτηση του ελέους του Θεού.  Ξεκινά από αυτήν την ζωή, στην κοινωνία με τον Θεό και τον συνάνθρωπο στην Εκκλησία. Από το Ευαγγέλιο και την τήρηση των εντολών του Θεού. Από την πορεία στη ζωή χωρίς απαιτήσεις και φωνές και παράπονα και θορύβους, με υπομονή, θυσία και προσφορά. Γιατί ο τρίτος ουρανός δεν είναι κάτι διαφορετικό από την αγάπη, αλλά η βίωσή της στον έσχατο βαθμό, που μόνο η παρουσία του Χριστού μπορεί να μας δώσει. Η απλότητα στην καρδιά, η απόφαση να μην ζητούμε αλλά να δεχόμαστε σταυρούς και αναστάσεις, η προσευχή, ο αγώνας για επίγνωση και μετάνοια αφήνουν στον Θεό τον τελευταίο λόγο. Κι Εκείνος γνωρίζει πότε, πώς, για πόσο και πόσο θα μας δώσει σ’ αυτήν τη ζωή, και τι θα μας αφήσει να προσμένουμε στην αιωνιότητα. Κι αν Τον εμπιστευτούμε, θα ζήσουμε, όπως οι άγιοι, την χάρη και τη χαρά. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

3 Νοεμβρίου 2024

Κυριακή Ε’ Λουκά

10/29/24

ΣΙΩΠΩ ‘Η ΜΙΛΩ;


«Η σιωπή είναι μυστήριο του μέλλοντος αιώνος. Οι λόγοι είναι όργανο του κόσμου τούτου»
(Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)

Δεν μας είναι εύκολο πάντοτε να μιλούμε. Ιδίως όταν χρειάζεται να επισημάνουμε σημεία της συμπεριφοράς του άλλου, με τον οποίο σχετιζόμαστε, εκεί φοβόμαστε την άρνηση, τη σύγκρουση, τη διάσπαση. Δεν αντέχουμε να βλέπουμε τον άλλο να είναι θυμωμένος μαζί μας. Δεν αντέχουμε να τον βλέπουμε να αρνείται τον λόγο μας. Να θεωρεί πως ό,τι λέμε είναι κατασκευασμένο από τη φαντασία μας, ότι τον αδικούμε, ότι δεν βλέπουμε τι συμβαίνει γύρω μας και είμαστε έτοιμοι να φορτώσουμε σε εκείνον κατηγορίες που αρμόζουν σε άλλους ή που δεν είναι, τελικά, τόσο σημαντικές. Έτσι, προτιμούμε τη σιωπή. Προτιμούμε την ησυχία μας. Μπορεί μέσα μας να «βράζουμε». Ωστόσο, δεν θέλουμε να αναλάβουμε το κόστος του λόγου.

Αυτό συμβαίνει στις σχέσεις του ζευγαριού. Νιώθουμε ότι αν ο άλλος ακούσει από εμάς τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα αναφορικά με τον χαρακτήρα του, τη συμπεριφορά του, τις πράξεις ή, κυρίως, τις παραλείψεις του, τότε θα γκρεμιστούν οι γέφυρες της αγάπης και η σχέση μας θα κλονιστεί. Ακόμη κι αν η συμπεριφορά είναι εντελώς απορριπτέα, όπως σε περιπτώσεις βίας, είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε δικαιολογίες, γιατί δεν θέλουμε να μείνουμε μόνοι μας. Το ίδιο συμβαίνει και με τα παιδιά. Δεν θέλουμε να χαλάσουμε σ’ αυτά το χατίρι, να τα στενοχωρήσουμε. Έτσι, είναι σύνηθες να αποφεύγουμε τον έλεγχο ή να λάβουμε κάποιες αποφάσεις γι’ αυτά  ως ενήλικες που είμαστε, μόνο και μόνο για να μη χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε το σκοτεινιασμένο πρόσωπό τους.

Ο ασκητικός λόγος αναφέρεται στη σιωπή ως μυστήριο του μέλλοντος αιώνος. Εκεί, η ψυχή μας και, όταν θα ξαναέρθει ο Χριστός, η σύνολη ύπαρξή μας δεν θα χρειάζεται να μιλά για να πείσει, για να αποδείξει, για να εκδηλώσει συναισθήματα, αφού όλα θα είναι στη διαφάνεια του φωτός, της κοινωνίας της αγάπης, όπου η θέα του προσώπου του Χριστού, των Αγίων, των άλλων ανθρώπων θα είναι αρκετή για να νιώθουμε την πληρότητα της κοινωνίας. Κάθε λόγος θα είναι περιττός τότε, καθώς δεν θα έχει να προσθέσει κάτι στη χαρά την οποία θα ζούμε. Όμως ο ίδιος ασκητικός λόγος μάς υπενθυμίζει ότι στον κόσμο τούτο οι λόγοι είναι απαραίτητοι. δείχνουν πορεία ζωής. Εκφράζουν συναισθήματα. Εκφράζουν προβληματισμούς. Μπορούν να ανοίξουν δρόμους αλήθειας, αρκεί να υπάρχει η αγάπη.

Μιλάμε με αγάπη και αγάπη; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα, το οποίο χρειάζεται να μας απασχολεί. Σε όλες τις πτυχές της ζωής μας, στην οικογένεια, στην παρέα, στην εργασία, στην ηρεμία, στη σχέση με τον εαυτό μας, μιλάμε επειδή αγαπάμε; Είναι τα λόγια μας καρπός αυτής της αγάπης που νοιάζεται για την αλήθεια; Είναι μπολιασμένα με τη διάκριση του να μην κρύψεις το πραγματικό, αλλά και να μην εξουθενώσεις αυτόν που δεν μπορεί να το ζήσει; Πείθουμε ότι αγαπάμε με όσα λέμε και όσα πράττουμε; Διότι και οι πράξεις λόγος είναι, κάποτε και πιο αυθεντικός.

Η λογοδιάρροια των καιρών μας αποπνέει συχνά την τάση της αυτοδικαίωσης. Δυσκολευόμαστε να βρούμε αγάπη. Μόνο εξουσία και εγωκεντρισμό αποπνέουν οι κραυγές που ακούγονται και γράφονται. Λείπουν η σεμνότητα και η ευγένεια. Κυρίως όμως λείπει η φανέρωση μιας καρδιάς που θέλει να νιώσει τον άλλον, όχι για να τον αφήσει στο ψέμα του, αλλά για να του δώσει την ευκαιρία να βγει στην αλήθεια. Πάντως, το να προτιμούμε τον συμβιβασμό της σιωπής δεν είναι λύση. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

            στο φύλλο της Τετάρτης 30 Οκτωβρίου 2024

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, "ΓΡΙΦΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ"


Με συγκίνηση διαβάσαμε ένα από τα τελευταία βιβλία του σπουδαίου Χρήστου Γιανναρά, βιβλίο που σφραγίζει την πορεία των αναζητήσεών του τόσο στη φιλοσοφία όσο και στη θεολογία, βιβλίο καρπό της πίστης του στον Χριστό και της ελπίδας του στην αιωνιότητα και την ανάσταση. Επιγράφεται "Γρίφος θάνατος" και κυκλοφορήθηκε το 2021 από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, σε μία περίοδο όπου ο κόσμος μας ταλανιζόταν από τον κορωνοϊό, σε ένα μεταίχμιο απειλής της ζωής από τον θάνατο.

                "Κατανοώ τον θάνατο, δεν τον γνωρίζω", επισημαίνει ο Χρήστος Γιανναράς. Τονίζει ότι ο άνθρωπος είναι "ένα διφυές υπαρκτό: υπάρχει τόσο με τον τρόπο της χρονικής περατότητας των έμβιων υπαρκτών, όσο και με τον τρόπο της αχρονίας των σχέσεων. Μπορούμε, στην περίπτωση του ανθρώπου, να μιλάμε για οντολογία της σχέσης. Που σημαίνει ότι: αυτό που είναι ο κάθε άνθρωπος, η μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη ύπαρξή του, γνωστοποιείται ως αμεσότητα σχέσης, ως εμπειρική (μέσω των αισθήσεων) γνώση. Ακούγοντας μια μουσική σύνθεση αναγνωρίζω την ετερότητα της δημιουργικής ενέργειας του μουσουργού, βλέποντας έναν ζωγραφικό πίνακα αναγνωρίζω τη μοναδικότητα της δημιουργικής ενέργειας του ζωγράφου" (σ. 15), είτε είναι ζων είτε κεκοιμημένος. "Από τη σχέση μου με τα παράγωγα του καλλιτεχνικού του λόγου εξαρτάται η γνώση της υπαρκτικής του ετερότητας" (σ. 15).  

                Ο αγώνας του ανθρώπου στη ζωή του είναι να δώσει νόημα στην ύπαρξή του, τουτέστιν να να πιστοποιήσει την αιτία για την οποία υπάρχει και τον σκοπό της ύπαρξής του. "Γεννιέται αυτή η πιστοποίηση, όπως γεννιέται, ερήμην της συλλογιστικής-αποδεικτικής μου ικανότητας, η επίγνωση της μητρικής αγάπης- ή όπως η επίγνωση των λέξεων πρόσωπο, έρωτας, πόλις-πολιτική, δημοκρατία, σωτηρία, αλήθεια, λόγος, πίστη, κόσμος, που παραπέμπουν επίσης σε ανάλογη εμπειρία βίωσης-μετοχής σε συντελούμενα (γιγνόμενα) δεδομένα". Σε αντίθεση με τη σιωπή μπροστά στην ειμαρμένη που ήταν η απάντηση των αρχαίων Ελλήνων, "Η χριστιανική Εκκλησία διεμόρφωσε, με λογική συνέπεια αλλά και εμπειρικό αντιστύλι, μια πρόταση οντολογίας που φωτίζει ως Αιτιώδη Αρχή την υπαρκτική ελευθερία: να πραγματοποιείται η ύπαρξη ως ελευθερία από κάθε προκαθορισμό, κάθε αναγκαιότητα, κάθε δεσμευτική τελεολογία. Και η ερμηνευτική αυτή οντολογική πρόταση να είναι και εμπειρικά προσβάσιμη (επιδεχόμενη εμπειρική πιστοποίηση), όχι μόνο λογικά κατανοητή" (σσ. 31-32). Στη χριστιανική εμπειρία  η ενανθρώπηση του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδας γίνεται "με όρους απόλυτης ελευθερίας από κάθε φυσική νομοτέλεια: γεννιέται από παρθένο μητέρα, που δέχθηκε ελεύθερα και συνειδητά να κυοφορήσει, όχι ,,εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός'', αλλά ,,εκ Θεού'', ελεύθερα συντασσόμενη με τη βούληση του Γεννήτορα, όχι με την αναγκαιότητα της ορμής" (σ. 32). Γι' αυτό και η υπέρβαση της θεοποίησης του νου γεννά μία άλλη προσέγγιση στη γνώση: αυτή της εμπειρικής μετοχής, αυτή της πίστης ως εμπιστοσύνης, για όλα τα γεγονότα της ζωής, επομένως και για τον θάνατο.

                Κατά τον συγγραφέα το πρόβλημά μας δεν απαντιέται με το να πιστέψουμε σε μια αθανασία της ψυχής, ως του ουσιώδους του ανθρώπου, και άρνηση του σώματος με τον χαρακτηρισμό του ως πρόσκαιρου και αναλώσιμου. "Στην περίπτωση του ανθρώπου πνεύμα ή ψυχή ονομάζουμε την ενεργούμενη υπαρκτική μοναδικότητα-ανομοιότητα του ατόμου- όταν βγει από το σώμα το τελευταίο πνεύμα-ψυχή του (τελειώσει η ανα-πνοή του), χάνεται το ,,κυρίως ανθρώπινον'': ό,τι μοναδικό, ανόμοιο, ανεπανάληπτο τον συνιστούσε ως ζώσα ύπαρξη" (σσ. 39-40). Αν ο Θεός είναι αγάπη και όχι απλώς έχει αγάπη, τότε η αρχή, η αιτία της ύπαρξής μας είναι η αγάπη του Θεού που γίνεται δημιουργία. Και ο σκοπός της ύπαρξής μας είναι η ομοίωση του Θεού, δηλαδή η αγάπη. Η γνώση δεν είναι καρπός διανοητικής κατάκτησης, αλλά, στην πραγματικότητα, χάρισμα μέσα από τη σχέση με τον Χριστό. Αυτό, στη σύγχρονη δυτική σκέψη έρχεται  να το καταδείξει με την έννοια του μυστικού στοιχείου ο σπουδαίος Wittgenstein: "χωρίς άλλο, υπάρχει αυτό που δεν λέγεται με λόγια. Είναι αυτό που δείχνεται, το μυστικό στοιχείο" (σ.93). Ο Wittgenstein συναντά την ανατολική ορθόδοξη παράδοση του αποφατισμού: δεν ταυτίζεται η αλήθεια με τη γλωσσική της διατύπωση. Η γνώση δε περιορίζεται "στην ατομική κατανόηση, διαίσθηση, συναίσθηση, προαίσθηση, αντίληψη" (σ. 92). Παρόλα αυτά, στη δυτική παράδοση είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που "εμπρόθετα η Τέχνη διακονεί τη σχέση, όχι τον ατομοκεντρισμό αισθημάτων, νοημάτων, συγκινήσεων, απόλαυσης, διδαχής, ανατάσεων, μεταρσιώσεων" (σ. 93).   

                Τελικά, "ο άνθρωπος γεννιέται (έρχεται στην ύπαρξη) με διφυή (δύο φύσεων) τρόπο: τον τρόπο των κτιστών υπάρξεων (της ανάγκης για αυτοσυντήρηση, κυριαρχία, ηδονή) και τον τρόπο της άκτιστης Αιτιώδους Αρχής (της αγαπητικής ελευθερίας)" (σ. 66). Αυτός ο τρόπος διαφαίνεται και στον θάνατο. Αν ο θάνατος έχει να κάνει μόνο με τον τρόπο του κτιστού, τότε όντως δεν έχει νόημα. Ίσως ούτε και η ζωή δεν έχει νόημα, πέρα από την επιβίωση, την κυριαρχία, την ηδονή. Αν όμως ο θάνατος έχει να κάνει και με τον τρόπο της άκτιστης Αιτιώδους Αρχής, της αγαπητικής ελευθερίας, "αν ο άνθρωπος φτάσει (ή του χαριστεί) να βιώνει την προσδοκία του θανάτου ως παράδοση της ύπαρξής του στον Αίτιο και Εραστή της, τον Χριστό, τότε, ακόμη κι αν η λογική μας δεν μπορεί να έχει αποδείξεις για τη ζωή μετά τη ζωή, τότε η σχέση με τον Χριστό κάνει στην καρδιά μας να γεννιέται το θαύμα". Να πορευόμαστε προς τον θάνατο με εμπιστοσύνη σ' Αυτόν, τον Αναστάντα εκ νεκρών, Αυτόν που μας υποσχέθηκε ότι όποιος πιστεύει σ' Αυτόν, κι αν πεθάνει, θα ζήσει. Αυτό είναι το Ευαγγέλιο της Εκκλησίας. Αυτή είναι η πίστη η νικήσασα τον θάνατο. Αυτή που τη βιώνουμε ως θαύμα στα πρόσωπα των Αγίων. Αυτή που δεν εξαντλείται στις διατυπώσεις της λογικής, αλλά τις υπερβαίνει. Αυτή που γίνεται αγάπη και υπάρχει διά της Αγάπης.

                Το βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά έρχεται να συμπυκνώσει όλη του την πορεία ζωής, τη δίψα για τον άνθρωπο που υπάρχει εν σχέσει με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Το πρόσωπο που εμπιστεύεται, χωρίς να εξαντλεί την αναζήτησή του στη λογική, καθώς νιώθει ότι υπάρχει ήδη από αυτή τη ζωή ένας τρόπος που δεν εξαντλείται στη λογική: ο τρόπος της Τέχνης. Και όποιος εμπιστεύεται τον Θεό στο πρόσωπο του Χριστού, θα αντέξει και την οδό του θανάτου. Το οσιακό τέλος του συγγραφέα στις 24 Αυγούστου 2024 απέδειξε ότι ήταν έμπειρος της όντως ζωής και ότι έφυγε παραδίδοντας τον εαυτό του σε Εκείνον που αγάπησε όσο κανέναν: τον Ιησού Χριστό, το όνομα, το υπέρ παν όνομα.

                Είμαστε ευγνώμονες στον συγγραφέα για όσα μας πρόσφερε. Είμαστε βέβαιοι ότι ζει τη χαρά, την ελευθερία, την αγάπη εν Χριστώ. Και προσδοκά την ανάσταση, για να γευτεί ως πλήρης, σώος, ακέραιος άνθρωπος, ψυχή τε και σώματι, την αιωνιότητα, αυτήν που θα θέλαμε όλοι.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

29 Οκτωβρίου 2024