9/30/17

ΕΞΕΛΘΕΤΕ ΕΚ ΜΕΣΟΥ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΘΗΤΕ


           Ένα από τα μεγαλύτερα διλήμματα που αντιμετωπίζουμε οι χριστιανοί, από την πρώτη στιγμή της παρουσίας της Εκκλησίας στον κόσμο, είναι και η στάση μας έναντι αυτού: «να ανήκουμε στον κόσμο ή να ξεχωρίσουμε από αυτόν;». Ο απόστολος Παύλος, χρησιμοποιώντας έναν λόγο της Παλαιάς Διαθήκης (προφήτης Ησαΐας), αναφέρεται στο πρόσταγμα του Κυρίου στον λαό Του: «εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε, λέγει Κύριος, και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς, και έσομαι υμίν εις πατέρα και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας» (Β’ Κορ. 6, 17-18). « Φύγετε μακριά απ'  αυτούς και ξεχωρίστε. Μην αγγίζετε ακάθαρτο πράγμα κι εγώ θα σας δεχτώ. Θα είμαι για σας ο Πατέρας κι εσείς θα είστε γιοι και θυγατέρες μου». Η εύκολη ερμηνεία είναι οι άνθρωποι να φύγουν μακριά από κάθε αμαρτία, κάθε ακαθαρσία, κάθε τι το οποίο δεν είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Όμως ο αποστολικός λόγος έχει να κάνει με την πίστη του Παύλου και της Εκκλησίας ότι ο καθένας μας είναι «ναός Θεού ζώντος», επομένως φέρουμε προσωπική ευθύνη να κρατήσουμε αυτή την ευλογία να κατοικεί μέσα μας ο αληθινός Θεός. Και όχι μόνο. Να μην κάνουμε την ύπαρξή μας ναό ειδώλων, δηλαδή  χώρο και τρόπο λατρείας άλλων προτεραιοτήτων. Διότι είδωλα γίνονται για μας η σάρκα μας και θαλπωρή αυτής, η αμαρτία όταν ακολουθούμε το δικό μας θέλημα, μη λαμβάνοντας υπόψιν τον δρόμο του Θεού και του ευαγγελίου, η σπατάληση του χρόνου μακριά από τον Θεό και τον πλησίον, η επιλογή των ηδονών που μας χωρίζουν από τη αλήθεια, καθώς αποτυπώνουν το στιγμιαίο και αρνούνται την πληρότητα της ζωής που έχει να κάνει με την σχέση με τον Θεό.
      Ο αποστολικός λόγος είναι άραγε προτροπή αποχώρησης από τον κόσμο;  Είναι κριτική της εκκοσμίκευσης των καιρών μας και αίτημα αναχωρητισμού;
     Πολλοί χριστιανοί  επιζητούν την ασφάλεια της εύκολης ερμηνείας, όσο κι αν αυτή είναι αντιφατική. Από την μία απορρίπτουμε τον κόσμο και το κοσμικό πνεύμα, κι όμως είμαστε μέσα σ’  αυτό βρίσκοντας δικαιολογίες που μας αποπροσανατολίζουν. Χρησιμοποιούμε τα κοσμικά μέσα και μέτρα και λέμε στον εαυτό μας ότι δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, αφού εν τω κόσμω οικούμεν. Αισθανόμαστε ενοχές γιατί είμαστε παγιδευμένοι στον κοσμικό χρόνο και τρόπο, γιατί δεν μπορούμε να προσευχηθούμε όπως οι μοναχοί και οι μοναχές, γιατί έχουμε μέριμνες, γιατί οι δικοί μας άνθρωποι δε θέλουν να ζήσουν την πνευματική ζωή που θέλουμε εμείς και μας αναγκάζουν να οπισθοχωρούμε, γιατί η κόπωση και το άγχος μας καταβάλλουν, γιατί ο γάμος έχει σαρκικές απαιτήσεις, γιατί η τηλεόραση και ο υπολογιστής μας κλέβουν τον χρόνο μας.  Αισθανόμαστε ενοχές διότι δεν μπορούμε να κάνουμε την ελεημοσύνη που θέλουμε, γιατί είμαστε αναγκασμένοι να συνυπάρχουμε με κακούς, με άθεους, με αδιάφορους ανθρώπους, κάποτε και με βλάσφημους. Διαμαρτυρόμαστε για την κρίση των καιρών μας, μολονότι είμαστε μέρος του προβλήματος. Κι ενώ επιζητούμε τον αναχωρητισμό, εντούτοις είμαστε κι εμείς εκκοσμικευμένοι.
       Έτσι, βγαίνει από μέσα μας ένα ήθος κατάκρισης του κόσμου.  Δεν είμαστε σε θέση να λειτουργήσουμε στην προοπτική ότι ο Θεός επέτρεψε να ζούμε σε συγκεκριμένο χρόνο και σε συγκεκριμένο κόσμο, ακριβώς επειδή ο Ίδιος μας θέλει να είμαστε στο «νυν» της εποχής μας, όχι για να την σώσουμε ή να την κατακρίνουμε, αλλά για να γίνουμε ναός του και την ίδια στιγμή να είναι Πατέρας μας και εμείς τα παιδιά Του. Δεν μας ζητά να φύγουμε από τον κόσμο, διότι αυτό είναι μια κλήση για λίγους, αλλά να βγούμε έξω από το ειδωλολατρικό πνεύμα, αυτό που δεν αναγνωρίζει  ούτε την ύπαρξη ούτε την πατρότητα του αληθινού Θεού, αυτό που δεν μας θέλει ούτε πιστούς ούτε παιδιά Του. Ο Θεός μας ζητά να ξεχωρίσουμε από τους άλλους, όχι για να φανούμε ανώτεροι, αλλά για να δηλώσουμε την εμπιστοσύνη και την ελπίδα μας σε Κείνον και την ίδια στιγμή να αισθανθούμε ότι δεν μας χρειάζεται η ενηλικίωση του αυτοθεωμένου, του ορθολογιστή, του αυτάρκη, αλλά η παιδικότητα αυτού που εμπιστεύεται, αγαπά και χαίρεται να παραμένει υιός και θυγατέρα, όχι από ραθυμία ή φόβο της ενηλικίωσης, αλλά από αγάπη σ’  Αυτόν που μας χορηγεί την ελευθερία.
        Γιατί το να μην αγγίζουμε το ακάθαρτο, δηλαδή ό,τι είναι αντίθετο με τις εντολές του Θεού, δεν είναι υπόθεση παιδιού, αλλά ώριμου ανθρώπου. Δεν είναι ο φόβος του δούλου που θα τιμωρηθεί, αλλά η επιλογή όποιου αποφάσισε ότι προτιμά να αγαπά και να αφεθεί. Η επιλογή αυτού που ξέρει τι τον χωρίζει από τον Θεό και αρνείται την ηδονή του παρόντος για να ζήσει την χαρά της Βασιλείας. Θέλει αγώνα να νικήσουμε τον πειρασμό του ιδίου θελήματος. Θέλει αγώνα να αποδεχθούμε ότι είναι ωραίο να εκχωρήσουμε την ελευθερία μας σ’  Αυτόν που θα μας την επιστρέψει ως σωτηρία και ζωή.  Θέλει αγώνα όχι για να φύγουμε από τον κόσμο, αλλά για να ζήσουμε σ’  αυτόν με εμπιστοσύνη, όσο μπορούμε, λίγο ή πολύ, στον Θεό που είναι ο Πατέρας μας. Η πνευματική ζωή που πηγάζει από την επίγνωση του θελήματος του Θεού δεν είναι θεραπεία ενοχών ή προσδοκία μισθού, αλλά επιλογή του ερωτευμένου με την Αλήθεια.
     Στον κόσμο ο χριστιανός καλείται να ζήσει όχι αρνούμενος την πραγματικότητα, αλλά βλέποντάς την μέσα από το πρίσμα της Αγάπης και του θελήματος του Θεού. Να πει ΝΑΙ στο «νυν» , όχι όμως στην προοπτική ότι ο καθένας θα ζει για πάντα, αλλά με επίγνωση ότι η σχέση με τον Θεό είναι πιο πάνω από την στιγμή του σήμερα. Και να βάλει αγάπη και για τον κόσμο και για τον πλησίον και για τον πιστό και για τον αδιάφορο και άπιστο. Για τον πληγωμένο αλλά και για τον ορθοποδούντα. Και να είναι μετανοών, διότι δεν μπορεί χωρίς τον Χριστό να κάνει τίποτα, αλλά πάντοτε έχει την αίσθηση ότι τα καταφέρνει και μόνος του.
       Ας παλέψουμε όπου κληθήκαμε. Κατά το μέτρο των χαρισμάτων μας, αλλά και με το πείσμα ότι έχουμε μία αποστολή:  να μην λησμονούμε τον Θεό που είναι ο Πατέρας μας, αλλά και να μη νικιόμαστε ούτε από την έπαρση ότι μπορούμε μόνοι μας, ούτε ότι είμαστε ανώτεροι από τον κόσμο. Η Εκκλησία είναι το λιμάνι μας, αλλά και η ασφαλής οδός να μείνουμε ναός του ζώντος Θεού!

Κέρκυρα, 1η Οκτωβρίου 2017