Εισήγηση στο Φροντιστήριο Στελεχών
της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας
Παραμελημένο
το έργο της κατήχησης στην Εκκλησία στις μέρες μας. Δεν δίδει απτά
αποτελέσματα, παρεκτός αν ο αριθμός συμμετοχής, κυρίως των παιδιών και των
νέων, είναι μεγάλος. Δεν εντυπωσιάζει
τους φυσικούς προϊσταμένους των τοπικών Εκκλησιών, τους Επισκόπους, οι περισσότεροι
εκ των οποίων ελάχιστα ασχολούνται με
αυτό. Αρκούνται στην επαφή με τους νέους, όταν γίνονται ειδικές θείες
λειτουργίες για τα σχολεία, ή σε τυπικές
επισκέψεις στις ενορίες, όταν γίνονται κατηχητικές εκδηλώσεις ή γιορτές. Αντίστοιχα,
οι περισσότεροι ιερείς αισθάνονται ότι το να μιλήσει κάποιος σε νέους ανθρώπους
απαιτεί ένα ιδιαίτερο χάρισμα, απαιτεί κόπο, προετοιμασία και την ίδια στιγμή
το αποτέλεσμα εκ των πραγμάτων θα είναι δυσανάλογο. Αλλού δεν υπάρχουν
οικογένειες με παιδιά, ιδίως στα χωριά. Μένει ένας ελάχιστος ζήλος σε κάποιους,
οι οποίοι πιστεύουν στο έργο του επανευαγγελισμού των ανθρώπων, δίδουν τον
εαυτό τους, προσπαθούν να προσελκύσουν στελέχη, οι οποίοι θα γίνουν κατηχητές,
και βλέπουν την ίδια στιγμή την επίσημη Εκκλησία να μην τολμά να προχωρήσει
ούτε στην αντικατάσταση των απαρχαιωμένων κατηχητικών βοηθημάτων και να
αναλώνεται σε μία συνεχή ομφαλοσκόπηση. Σημασία έχει μόνο το φαγητό που δίδεται
στα συσσίτια και οι ηλικιωμένοι που περιθάλπονται στα ιδρύματα. Εξάλλου,
εξακολουθεί να υπάρχει η επανάπαυση στο γεγονός ότι στο σχολείο ακόμη
διδάσκεται το μάθημα των Θρησκευτικών, στο ότι οι θεολόγοι των Γυμνασίων και
των Λυκείων ακόμη μπορούν να μιλούνε για Θεό και θρησκεία στα παιδιά, στο ότι η
πλειοψηφία των δασκάλων, έστω και χωρίς έλεγχο για το τί και πώς, διδάσκει το
μάθημα, στα πλαίσια ενός σχολικού προγράμματος που έχει ως πρώτο θύμα το μάθημα αυτό όταν η ύλη
δεν βγαίνει.
Αν θέλουμε να είμαστε κοντά στην αλήθεια, η
πραγματικότητα για την κατήχηση είναι αυτή. Συνδέεται με την γενικότερη θέση
της Εκκλησίας στην κοινωνία και τη ζωή των ανθρώπων. Η Εκκλησία υπάρχει ως ένας
θεσμός χρήσιμος, ο οποίος προέρχεται από ένα παρελθόν ένδοξο, βοήθησε το λαό
μας να παραμείνει ελεύθερος στην συνείδηση όχι γιατί η ίδια είχε οργανώσει ένα
ξεχωριστό πρόγραμμα παιδείας και εθνικής αφύπνισης, αλλά γιατί η τέλεση της
θείας λειτουργίας από μόνη της δίδει την αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινότητα
ανθρώπων που έχει τη δική της γλώσσα, τη δική της ιστορία και παράδοση, σε έναν
λαό διαφορετικό από έναν άλλο, ο οποίος συνέβαινε να είναι και κατακτητής. Η Εκκλησία προσέφερε την μεγάλη περιουσία της
ώστε να γίνουν πόλεις, να αποκτήσουν κλήρο οι αγρότες, να χτιστούν σχολεία,
νοσοκομεία, κοινωφελή ιδρύματα, δημόσια κτήρια, χώροι άθλησης και ψυχαγωγίας
και επομένως το κράτος και η κοινωνία τής οφείλουν ευγνωμοσύνη. Σήμερα, οπότε
και οι άνθρωποι είμαστε μέλη ενός παγκόσμιου χωριού, πληροφορούμαστε από την
τηλεόραση και το Διαδίκτυο τι συμβαίνει απανταχού της γης, με αποτέλεσμα να
αισθανόμαστε ότι κυρίως ανήκουμε στον κόσμο και να μην έχουμε συνείδηση ότι
είμαστε διαφορετικοί από τους άλλους λαούς, καθότι κι εκείνοι στον κόσμο
ανήκουν, όλοι ντυνόμαστε το ίδιο, ακούμε την ίδια μουσική, διασκεδάζουμε με τον
ίδιο τρόπο, ιδίως οι νεώτεροι, πίνουμε τα ίδια ποτά, οδηγούμε αυτοκίνητα τα
οποία μας προτείνουν οι μεγάλες πολυεθνικές βιομηχανίες, αγοράζουμε από
πολυκαταστήματα τα οποία έχουν τα ίδια προϊόντα στα περισσότερα μέρη του
κόσμου, ενημερωνόμαστε από τις ίδιες πηγές ενημέρωσης, μιλούμε οι περισσότεροι
και ιδίως οι νεώτεροι τα Αγγλικά, η
αίσθηση ότι υπάρχει η Θεία Λειτουργία της Κυριακής ως το ξεκίνημα της εβδομάδας
μας και ως ο τόπος που σηματοδοτεί τον τρόπο που δίνει νόημα στη ζωή μας
αγγίζει όλο και λιγότερους.
Αυτό συνεπάγεται μία αίσθηση
συνήθειας αναφορικά με την πίστη. Όπως πιστεύεται, είναι αρκετή η γνώση που οι
παλαιότεροι έχουν από το σχολείο, από τις γιορτές, από το δικό τους κατηχητικό,
είναι αρκετή η γνώση από τα κηρύγματα που γίνονται στους ναούς και, κυρίως, η
αίσθηση ότι η Εκκλησία υπάρχει για να διασώζει τα τελετουργικά του παρελθόντος,
τα έθιμα των ανθρώπων, αλλά και να δίνει συμβουλές για την ηθική πορεία του
καθενός, να περιγράφει το «δέον γενέσθαι» και να συμβάλλει στην τάξη και στην
ομόνοια στην κοινωνία. Δυστυχώς αυτή η
νοοτροπία αποτυπώνεται στη σκέψη όχι μόνο εκείνων που έχουν τυπική σχέση με την
Εκκλησία ή είναι αδιάφοροι, αλλά και στην σκέψη εκείνων που θέλουν την Εκκλησία
να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων, εκείνων που προσπαθούν να
ζήσουν πιο πνευματικά.
Η κατήχηση λοιπόν έχει να
αντιμετωπίσει αυτή την μεγάλη πρόκληση. Να
βοηθήσει τις νεώτερες γενιές, αλλά και όπου γίνεται σε μεγαλύτερης ηλικίας
ανθρώπους, να εμβαθύνουν στο τι αληθινά είναι η Εκκλησία. Ότι είναι το Σώμα
του Χριστού, το οποίο προϋποθέτει κοινή πίστη και, την ίδια στιγμή, επίγνωση του ποια είναι αυτή η πίστη. Προϋποθέτει
διάθεση για κοινότητα και συλλογικότητα, κάτι που συνεπάγεται αναμορφωμένη
ενοριακή ζωή, περισσότερες ευκαιρίες του «συνυπάρχειν», του «συνημερεύειν» και
όχι συνάντηση μόνο στη λειτουργία της Κυριακής και της γιορτής κι εκεί χρονικά
κουτσουρεμένη. Προϋποθέτει χώρους συνύπαρξης και δραστηριότητες που θα
απευθύνονται σε όλους, και ιδιαιτέρως στις οικογένειες. Για να γίνει αυτό πράξη
χρειάζεται ιερείς και κατηχητές κατηρτισμένους, εθελοντές που θα εργαστούν
γιατί πιστεύουν στην χριστιανική ιδιότητα ως αποστολή για τον κόσμο και τη ζωή,
και την καλλιέργεια της πεποίθησης ότι η Εκκλησία δεν είναι ακόμη μία
δραστηριότητα στην εβδομάδα, αλλά το κέντρο ζωής των ανθρώπων, ο ναός το σπίτι
τους και η θεία λειτουργία η συνάντηση με το Θεό και τον συνάνθρωπο που δίνει
χαρά και λιγοστεύει την λύπη.
Η κατήχηση καλείται να δώσει μία άλλη αντίληψη για το ήθος και την
ηθική. Η Εκκλησία υπάρχει για να βοηθήσει τον άνθρωπο να βιώσει την
ελευθερία από τα πάθη και τις κακίες, όχι γιατί «πρέπει» να γίνει πιο ηθικός, αλλά
γιατί η αγάπη δεν μπορεί να καλλιεργηθεί, αν την ψυχή μας νοθεύει το κακό στις
ποικίλες μορφές του. Η αγάπη προηγείται
της ηθικής και της καθαρότητας και η Εκκλησία αυτόν τον δρόμο δείχνει. Αν
προηγείται η διαφύλαξη της ηθικής και των αξιών μιας κοινωνίας, τότε η Εκκλησία
γίνεται ένα σωματείο του παρελθόντος που
υπάρχει για ηθικοπλαστικούς σκοπούς, ένας σύλλογος που λειτουργεί φολκλορικά,
χωρίς όμως να λειτουργεί μεταμορφωτικά για το παρόν και το μέλλον εντός της
ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν «πρέπει» να
κάνουμε προσευχή επειδή είναι καθήκον μας έναντι του Θεού. Κάνουμε προσευχή
γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο μιλούμε στο Θεό, τον Οποίο αγαπούμε και στον Οποίο
πιστεύουμε. Δεν «πρέπει» να πάμε την Κυριακή στην Εκκλησία γιατί είναι
θρησκευτικό καθήκον μας, αλλά γιατί στην κυριακάτικη λειτουργία κοινωνούμε τον
Θεό που αγαπούμε και μας αγαπά. Στην Ευχαριστία δεν είμαστε απλώς μαζί με
κάποιους ανθρώπους κοινής πίστης, αλλά
συναντιόμαστε με όσους αγαπούν Αυτόν που κι εμείς αγαπούμε. Και είναι μία
μοναδική ευκαιρία να μοιραζόμαστε την κοινή μας αγάπη μαζί τους.
Η κατήχηση καλείται να δώσει μια άλλη αντίληψη για το τι είναι χρήσιμο
στη ζωή μας. Χρήσιμο δεν είναι το ποσοτικά μετρήσιμο, το εντυπωσιακό, το
αριθμητικά ισχυρό, το 90 % μιας κοινωνίας. Χρήσιμη δεν είναι η Εκκλησία επειδή
μπορεί να ενισχύει τους υποψήφιους βουλευτές, περιφερειάρχες, δημάρχους,
συμβούλους και επειδή μπορεί να βρίσκει δουλειά και να διορίζει ανθρώπους.
Χρήσιμη δεν είναι η Εκκλησία επειδή διασώζει το παρελθόν. Χρήσιμη δεν μπορεί να
είναι η Εκκλησία μόνο επειδή διασώζει παραδόσεις και επειδή με τον θρησκευτικό
τουρισμό ενισχύει τα καταστήματα, τους εμπόρους, την ανάπτυξη μιας κοινωνίας,
την διαφύλαξη της επιβίωσης. Χρήσιμο αληθινά
είναι ό,τι αγιάζει τη ζωή μας. Και η κατήχηση καλείται να ενσκήψει στον
αγιασμό των ανθρώπων. Να μιλήσει με απλότητα στις καρδιές των ανθρώπων για το
τι συμβαίνει όταν βαφτίζονται, όταν λαμβάνουν το χρίσμα, όταν παντρεύονται,
όταν πεθαίνουν, όταν μνημονεύονται, όταν λειτουργούνται, όταν συγχωρούν, όταν
ξεκινούν κάθε έργο τους με το σημείο του σταυρού, όταν μοιράζονται τον πόνο και
τη χαρά του άλλου, όταν πιστεύουν στο Θεό όχι για να λάβουν ίαση, θαύματα, «τα
καλά και συμφέροντα», αλλά γιατί «πίστις εστί ελπιζομένων υπόστασις,
πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ.
11,1). Είναι έργο της κατήχησης να δείξει ότι η Εκκλησία υπάρχει για να
διασώζει την αγάπη και την ενότητα και αυτό είναι η απόδειξη του αγιασμού των
ανθρώπων. Όχι το κλωναράκι του βασιλικού και ο ασπασμός του σταυρού μόνο, αλλά
η βίωση του σταυρού και της ανάστασης στις καρδιές μας. Το να μην αποκάμουμε
στις δοκιμασίες μας. Το να ζητούμε στη ζωή μας να γίνεται το θέλημα του Θεού
και όχι το δικό μας.
Η κατήχηση καλείται να δείξει στους ανθρώπους ότι η Εκκλησία μπορεί να
συνδιαλέγεται, να συναντά τα ανθρώπινα επιτεύγματα. Τον κόσμο και την
πρόοδό του. Δεν είναι μόνο αρνητική η πορεία της ανθρωπότητας. Δεν είναι κακό κατ’ ανάγκην η παγκοσμιοποίηση. Κακό είναι να
χάνουμε το πρόσωπό μας μέσα σ’ αυτήν. Δεν είναι κακό να βλέπουμε το άτομό
μας, τον εαυτό μας, να καλλιεργούμαστε στη ζωή μας, να αγωνιζόμαστε ακόμη και να
έχουμε χρήματα, με τιμιότητα. Κακό είναι να μην βλέπουμε τις ανάγκες των άλλων.
Να μην ενσκήπτουμε στα προβλήματά τους. Να θέλουμε να μας ακούνε χωρίς να
ακούμε. Δεν είναι κακό η επιστημονική πρόοδος. Ακόμη κι εκείνη που φαινομενικά
ενισχύει την αθεΐα, στην ουσία εξακολουθεί να είναι πεπερασμένη, γιατί υπάρχουν
πτυχές τόσο στη γνώση όσο και στην ύπαρξη που δεν μπορούν να καλυφθούν. Κάθε
φορά άλλωστε που θα βρίσκουμε κάτι, πάλι θα ανοίγονται ορίζοντες στο τι δεν
γνωρίζουμε. Η πνευματική μας παράδοση, η
θεολογία μας μάς δίνει τα κριτήρια και τα κίνητρα να συνδιαλεχθούμε με την
επιστήμη, χωρίς φόβο, ούτε με άκριτο θαυμασμό και τυφλωμένη παράδοση στην αίσθηση
της πανσοφίας της επιστήμης, αλλά και χωρίς υποτίμηση και αίσθηση ότι επειδή
εμείς αναζητούμε και παλεύουμε την οδό της Θεογνωσίας, η ανθρώπινη γνώση δεν
μας χρειάζεται. Δεν είναι κακή η
Δύση και το δυτικό πνεύμα. Άλλωστε η Ανατολή μάς δείχνει πού βρισκόμασταν
και προς τα πού θα πορευόμασταν. Γιατί Ανατολή είναι και το Ισλάμ που αποθεώνει
την κοιλία και τις ανάγκες της, την φιληδονία από την πλευρά του άνδρα, τον
φανατισμό έναντι όσων δεν έχουν την ίδια πίστη με τους μουσουλμάνους. Ανατολή
είναι και ο βουδισμός και ο ινδουισμός και ένας μυστικισμός που καίει τους
νεκρούς, που εκμηδενίζει την ύπαρξη στη φιλοσοφία του νιρβάνα, που χωρίζει τους
ανθρώπους σε κάστες, που απαγορεύει την πρόοδο
για την πλειονοψηφία των ανθρώπων και τους κρατά στη φτώχεια. Ανατολή
είναι το ρουσφέτι, η οικογενειοκρατία, είναι ο λαϊκισμός και η δημαγωγία, η
εντυπωσιομανία των τεράστιων ναών και κτηρίων, που κρατούνε τους ανθρώπους σκλαβωμένους
σε ανελεύθερα καθεστώτα.
Η κατήχηση καλείται να δείξει στους ανθρώπους και ιδιαιτέρως στους
νέους ότι η Ορθοδοξία δεν είναι ούτε
Δύση ούτε Ανατολή. Ότι μπορούμε να αντλήσουμε από όλους ό,τι όμορφο και
αξιόλογο, αρκεί να το μπολιάσουμε με τον αγιασμό της πίστης και αρκεί να έχουμε
κατά νουν ότι ο Χριστός μας κάλεσε όχι να περηφανευόμαστε γιατί είμαστε
ανατολικοί ή δυτικοί, αλλά για να απαρνηθούμε τον εαυτό μας, να σηκώσουμε τον
σταυρό μας και να τον ακολουθήσουμε. Κι αυτός ο σταυρός είναι μοναχικός,
προσωπικός. Κληθήκαμε οι χριστιανοί όχι να ευχαριστούμε το Θεό γιατί δεν
είμαστε «ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων» (Λουκ.
18,11), αλλά για να συμπορευόμαστε όντας μοναχικοί σε έναν κόσμο τον οποίο
«ο Χριστός νενίκηκε» (Ιωάν. 16,33) σε
ό,τι αφορά στο πνεύμα της απουσίας και του θανάτου του Θεού ή της υποκατάστασής
Του με την κοσμική εξουσία, την τάξη και την «ελέω Θεού» αυθεντία και κυριαρχία.
Δεν κληθήκαμε να απορρίπτουμε την γνώση γενικώς, αλλά την γνώση που «φυσιοί» (Α’
Κορ. 8,2). Δεν κληθήκαμε να απορρίπτουμε την επιστήμη, αλλά να την
θεωρούμε ευλογία του Θεού για να κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη σ’ αυτόν τον
κόσμο, όχι όμως για να υποκαθιστούμε την σωτηρία μας μ’ αυτήν. Δεν κληθήκαμε να έχουμε ως πρότυπο της ζωής
μας τη νοερά προσευχή, αλλά την αγάπη, όπως κι αν αυτή εκφράζεται, δηλαδή και
με τη νοερά προσευχή. Δεν κληθήκαμε
να απορρίπτουμε το Διαδίκτυο, αλλά να μαθαίνουμε τους τρόπους με τους οποίους
δεν θα παραδίδουμε τον εαυτό μας στους κινδύνους που αλλοτριώνουν την ψυχή μας.
Η Ορθοδοξία μάς εκπαιδεύει να λειτουργούμε σαν τις μέλισσες που κάθονται πάνω
σε όλα τα λουλούδια, αλλά αντλούν αυτό που πραγματικά ωφελεί για να γίνει το
μέλι.
Η κατήχηση καλείται να βρει μια γλώσσα που θα αγγίξει τις καρδιές των
ανθρώπων και ιδιαιτέρως των παιδιών και των νέων. Αυτή που θα δείξει τη
χαρά που η πίστη προσφέρει. Που δε θα απορρίψει την γνησιότητα των αισθημάτων
στο όνομα της ηθικής, αλλά θα διδάξει την ευθύνη για τον συνάνθρωπο, όπως
επίσης και την αξία που έχει η ευλογία και ο αγιασμός του Θεού σε κάθε σχέση.
Την χαρά της συχνής μετοχής στην θεία Ευχαριστία. Την χαρά της πνευματικής
ζωής. Την χαρά της μετάνοιας. Και την ίδια στιγμή την χαρά της συζήτησης με τα
νεανικά ενδιαφέροντα. Την προσπάθεια να
δοθεί στην νεανική καθημερινότητα μια άλλη προοπτική. Στις φιλίες και τις
παρέες η αίσθηση ότι δεν χαιρόμαστε μόνο για τον εαυτό μας, αλλά και με όσους
και για όσους αγαπούμε και θα θέλαμε να αγαπούμε και να μας αγαπούνε, τελικά
για όλο τον κόσμο. Την αξία και το νόημα της συγχώρεσης. Τη νίκη εναντίον των
παθών μας. Εναντίον της αίσθησης ότι « δεν πειράζει» για ό,τι χαλά την αγάπη.
Αυτές οι σύγχρονες κατηχητικές
προκλήσεις, για να απαντηθούν από την πλευρά της Εκκλησίας, των ιερέων που
ασχολούνται με την νεότητα, αλλά και των κατηχητών και κατηχητριών,
προϋποθέτουν τον κόπο της μελέτης, της προετοιμασίας, της διάθεσης για
ενασχόληση. Προϋποθέτουν την δαπάνη χρόνου και την χαρά τού να βρίσκονται όλοι
ανάμεσα στα παιδιά και τους νέους. Την χαρά της εξόδου από τους τέσσερις
τοίχους των ναών. Την χαρά της αξιοποίησης της εμπειρίας των άλλων. Και, κυρίως, την υιοθέτηση εντός της
καρδιάς μας της πεποίθησης: «μη φοβού το
μικρόν ποίμνιον» (Λουκ. 12,32).
«Μη φοβού» την απογοήτευση που γεννά ο
πειρασμός επειδή δε φαίνονται οι καρποί του έργου. Την απογοήτευση ότι οι
ανώτεροί μας δεν ασχολούνται ή προσπερνούν γρήγορα τον κόπο και τον χρόνο που
αυτό το έργο απαιτεί. Την απογοήτευση από την αδιαφορία των περισσοτέρων
γονέων, οι οποίοι σήμερα βλέπουν το κατηχητικό έργο ως ένα ακόμη parking παιδιών,
για να μην χρειάζεται οι ίδιοι να ασχολούνται μαζί τους. «Μη φοβού» την
απογοήτευση από την προσωπική μας ανεπάρκεια ή από τις ελλείψεις και αδυναμίες
μας. «Μη φοβού» την φαινομενική αδιαφορία των περισσότερων παιδιών και εφήβων.
«Μη φοβού» τελικά την πέτρα που συμπνίγει την ικμάδα του σπόρου. «Μη φοβού» την
μοναχικότητα της διαδρομής. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. 15,5) . Κανένα έργο δεν είναι δικό
μας. Όλα είναι δικά Του. Από Εκείνον κληθήκαμε και σ’ Εκείνον καλούμαστε να
επιστρέψουμε την κλήση και τα χαρίσματά μας. «Δάνεισαι τω δεδωκότι» (Όρθρος
Μεγάλης Τρίτης). «Φιλοπόνως έργασαι το δοθέν σοι τάλαντον» (Όρθρος Μεγάλης
Τρίτης).
Οι σύγχρονες κατηχητικές
προκλήσεις μας καλούν να αναλάβουμε έργο
απολογητή για την αλήθεια της πίστης και την ανάγκη της μαρτυρίας της στην
εποχή μας. Μας καλούν να δώσουμε κάτι από τον εαυτό μας, το χρόνο μας, την
καρδιά μας, να δώσουμε αίμα για να λάβουμε τη χαρά της συνάντησης με τους
πλησίον μας, ιδίως με τα παιδιά και τους νέους, που όπως οι περισσότεροι από εμάς, θα θυμηθούν κάποια
στιγμή τον σπόρο που αφήσαμε να πέσει στις καρδιές τους, όχι για να μας πούνε «ευχαριστώ»,
αλλά για να στραφούν προς Εκείνον από τον Οποίο η ζωή μας παίρνει νόημα και
σκοπό. Η χαρμολύπη είναι ο δρόμος του
κατηχητή. Και την ίδια στιγμή ο ζήλος που γεννά ενθουσιασμό στην καρδιά
του. Όποιος ασχολήθηκε μ’ αυτό το έργο
διαπίστωσε και διαπιστώνει ότι μπορεί να μην κέρδισε τον κόσμο, αλλά κέρδισε
την χαρά να μαθαίνει, να προσφέρει, να μοιράζεται, να αναλώνεται για το Χριστό
και την Εκκλησία. Και η ευλογία τελικά έρχεται ποικιλοτρόπως στη ζωή του.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός