Το
μεγάλο ερώτημα πολλών ανθρώπων και ιδιαιτέρως νέων, είναι πώς αποδεικνύεται η
ύπαρξη του Θεού. Μπορεί να γνωρίζουμε τι λέει η Εκκλησία για τον Κύριό μας
Ιησού Χριστό, διότι μέσω Αυτού μπορούμε να γνωρίσουμε την ύπαρξη του Θεού
Πατέρα και την αποστολή του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο, να σπουδάζουμε
μικρότερες ή μεγαλύτερες λεπτομέρειες της ζωής Του, να συμμετέχουμε στη ζωή της
πίστης μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας, όμως ο ορθολογιστής εαυτός μας πάντοτε
θέτει αυτό το μεγάλο ερώτημα: είναι αλήθεια όλα αυτά όσα μαθαίνουμε ή ακούμε να
λέγονται για το Χριστό; γιατί οι αισθήσεις μας δεν βιώνουν την ύπαρξή Του;
Γιατί η Εκκλησία στους αιώνες προσπαθεί να δείξει την παρουσία Του, αλλά τα
αφήνει όλα τελικά στην προσωπική πίστη του καθενός; Είναι η πίστη η τελική απάντηση λοιπόν;
Ο
απόστολος Πέτρος, με αφορμή το ερώτημα αυτό, κάνει μία αναφορά στον
προβληματισμό αυτό: «ου γαρ σεσοφισμένοις μύθοις εξακολουθήσαντες εγνωρίσαμεν
υμίν την Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ’ επόπται
γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος» (Β’
Πέτρ. 1, 16). Δε βασιστήκαμε σε περίτεχνους μύθους για να σας
γνωστοποιήσουμε την δυναμική έλευση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Έχουμε δει με
τα ίδια μας τα μάτια το μεγαλείο Του. Ο
αποστολικός λόγος είναι σπουδαίος, διότι μεταθέτει το ερώτημα από το προσωπικό
στοιχείο του καθενός, στη δυνατότητά μας να εμπιστευθούμε εκείνους που είδαν το
Χριστό και την δόξα Του. Η εποχή μας βεβαίως έχει θεοποιήσει το «εγώ» του
καθενός μας, με αποτέλεσμα να μην μας αφήνει να πειστούμε στον λόγο άλλων που
έζησαν την όντως Αλήθεια της παρουσίας του Χριστού.
Όμως εδώ ισχύει το παράδοξο. Ενώ
όλοι μας αποδεχόμαστε τη γνώση της Ιστορίας, της Φυσικής, της Τεχνολογίας και
της Τεχνικής χωρίς να έχουμε πειραματιστεί ή ερευνήσει πάνω σ’ αυτήν, διότι
εμπιστευόμαστε όλους όσους το έχουν κάνει, όταν έρχεται η ώρα για την πίστη στο
Χριστό, αρνούμαστε να δείξουμε εμπιστοσύνη στους «επόπτες της αυτού μεγαλειότητος»,
σα να πρόκειται για ανύπαρκτους ανθρώπους, σα να μην είναι εκείνοι οι οποίοι
όχι μόνο εγκατέλειψαν τη ζωή τους, αλλά και την θυσίασαν τελικά για να
διακηρύξουν απανταχού της γης το μήνυμα της ύπαρξης αυτής της μεγαλειότητος,
όχι για αργύριο ή χρυσίο ή για θεραπεία του εγωισμού τους και της σαρκός τους,
αλλά για κακοπάθεια και θάνατο. Μόνο άνθρωποι που έζησαν την δόξα του Χριστού
θα μπορούσαν να επιλέξουν μία ζωή αφιέρωσης και αυταπάρνησης για να διακηρύξουν
την εμπειρία και την πίστη τους και να ανοίξουν έναν δρόμο που δε νικήθηκε ούτε
από εξουσίες, ούτε από πολιτισμούς, ούτε από ανθρώπινες γνώσεις, ούτε από
μαρτύριο, ούτε από τον θάνατο κάθε μορφής.
Εδώ βρίσκεται και η απάντηση στο
«γιατί η πίστη;». Διότι πρόκειται για την εμπειρία όλων εκείνων που έζησαν και
καταθέτουν Αυτόν που έζησαν. Δεν ανακάλυψαν απλώς μία γνώση. Άκουσαν την φωνή
του Θεού Πατρός στο όρος Θαβώρ να αναγγέλλει ότι «ούτος εστίν ο υιός μου ο
αγαπητός, εις όν εγώ ευδόκησα» (Β’ Πέτρ. 1,
17) και την ίδια στιγμή διαπίστωσαν «καθώς ηδύναντο» «την τιμήν και την δόξαν» την οποία ο Χριστός έλαβε από τον Πατέρα Του
την στιγμή της Μεταμορφώσεώς Του και σπεύδουν να μας κοινοποιήσουν την εμπειρία
του βιώματός τους, ως την χαρά της
κοινωνίας μαζί του την οποία δεν μπορούν να κρατήσουν μόνο για τον εαυτό τους,
αλλά θέλουν να γίνει η ημέρα η οποία «θα διαυγάσει και θα ανατείλει φωσφόρος εν
ταις καρδίαις ημών» (Β’ Πέτρ. 1, 19).
Αυτά τα τρία στοιχεία, η τιμή, η
δόξα και η φωνή είναι που βίωσαν οι μαθητές στο Θαβώρ, συναναστρεφόμενοι τον
Υιό και Λόγο του Θεού. Τιμή στην ανθρώπινη φύση, η οποία καταξιώνεται να ζήσει
την ένωση με την θεία. Δόξα στην ανθρώπινη φύση, η οποία γίνεται φως, δηλαδή
λάμπει από όπου και να την κοιτάξει κάποιος, καθαρή από πάθη και έγνοιες και
λογισμούς, και την ίδια στιγμή αντανακλά χαρά, αιωνιότητα και ζωή στον καθένα.
Και φωνή που βεβαιώνει ότι δεν πρόκειται για μία οπτασία, ένα κατασκεύασμα της
ανθρώπινης φαντασίας, έναν οραματισμό που πηγάζει από την πολλή αγάπη ή από την
επιθυμία για δικαίωση του εαυτού μας, αλλά για την αποκάλυψη του Θεού Πατρός
ότι στο πρόσωπο του Χριστού έχει υιοθετήσει τον κάθε άνθρωπο και η αγάπη του
Θεού δε νικιέται από τις διαστάσεις του κόσμου και του χρόνου, αλλά είναι αιώνια.
Η εορτή της Μεταμορφώσεως
γίνεται ευκαιρία να ξανακοιτάξουμε την πίστη μας. Πόσο εμπιστευόμαστε τα
βιώματα των Αποστόλων και των Αγίων, οι οποίοι ανά τους αιώνες άφησαν στην άκρη
κάθε κοσμικό μέτρο και άπλωσαν τις καρδιές τους προς τον Θεό εν τω προσώπω του
Κυρίου μας. Έλαβαν Τον Ίδιο ως Φως στο μυστήριο της Ευχαριστίας. Τον συνάντησαν
στο πρόσωπο του πλησίον τους. Τον ένιωσαν να καθοδηγεί τις συνειδήσεις τους
στην διαρκή μετάνοια. Τον προσέλαβαν καθώς ξεδιψούσαν ακούγοντας τις
φωνές που μιλούσαν γι’ Αυτόν. Τον προσδοκούσαν στην εσχάτη ώρα του τέλους της
εδώ ζωής και αναφωνούσαν «Ναι, έρχου Κύριε». Γι’ αυτό και ζούσαν την μεταμόρφωση της
καρδιάς τους συνεχώς στη ζωή της Εκκλησίας. Στη ζωή δηλαδή που συνεχίζει το
βίωμα και την εμπειρία όλων όσων γεύτηκαν την Μεταμόρφωσή Του ως τιμή, δόξα και
φωνή αγάπης.
Μία τέτοια εμπειρία μπορεί να μοιάζει
αδιανόητη για τον άνθρωπο που κρίνει τα πάντα μόνο με το δικό του εγώ. Όμως
αποτελεί τον δρόμο του χριστιανού που εμπιστεύεται. Γι’ αυτό και η γιορτή της
Μεταμόρφωσης αποτελεί τελικά την πρόσκληση και την πρόκληση να ξαναδούμε πόση
εμπιστοσύνη έχουμε στον Λόγο ως Φως, που
θα μας βγάλει από κάθε σκοτάδι. Πόσο από τον χρόνο της ζωής και της καρδιάς μας
θα αφιερώσουμε στον Κύριο της δόξης. Και θέλει άνοδο στο όρος Θαβώρ που είναι η
ζωή της Εκκλησίας, για να αφήνουμε κατά μέρος κάθε βιοτική μέριμνα και ηδονή
που μας ξεγελά, χωρίς τελικά να μας φωτίζει.
Κέρκυρα, 6 Αυγούστου 2014