ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑ
ΞΕΝΟ ΣΤΙΧΟ: ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ
ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Γ. ΣΕΦΕΡΗ
Το αίμα
τώρα τινάζεται καθώς φουσκώνει η κάψα στις φλέβες τ’ ουρανού τ’ αφορμισμένου.
Γυρεύει να περάσει από το θάνατο για να
‘βρει τη χαρά Το φως είναι σφυγμός ολοένα πιο αργός και πιο αργός
θαρρείς πως πάει να σταματήσει. ("Θερινό ηλιοστάσι")
Βράζει το αίμα μας. Θέλουμε ζωή,
αλλά δεν ξέρουμε πώς να την βρούμε. Μας φταίνε οι άλλοι, ενώ μας λείπει η εντός
μας ματιά. Το να κοιτάξεις όμως μέσα σου είναι θάνατος. Γιατί βλέπεις το
αληθινό σου πρόσωπο και τρομάζεις. Γι’
αυτό πρέπει να φταίνε οι άλλοι.
Εκείνος εισοδεύει. Γυρεύει να
περάσει από το θάνατο όχι για να βρει Εκείνος τη χαρά, αλλά εμείς. Το μεγαλείο
του Θεού και την ίδια στιγμή το μυστήριό
Του. Αφήνει το Φως Του να σβήσει, σαν σφυγμός που αδυνατίζει. Μόνο που δεν
είναι το μηδέν η κατάληξη. Είναι το τέντωμα της ψυχής και των αισθήσεών μας,
για να ακούσουμε και τον πιο αδύναμο ήχο , για να δούμε στην τελευταία
συχνότητα που τα μάτια της ψυχής μας μπορούν να συντονιστούν. Μόνο στην ησυχία
το αίμα τινάζεται. Γιατί ξέρει ό,τι εκεί βρίσκει ουρανό. Στη σιγαλιά του
Αποσπερίτη.
Μας δόθηκε ο ουρανός. Μ’ ένα τραγούδι στο στόμα κι ένα κλαδί βαγιού
στο χέρι. Κι Εκείνον να χτυπά την πόρτα της καρδιάς μας, περιμένοντας να
σταματήσει να μας φταίνε οι άλλοι και να Του εμπιστευθούμε τον εαυτό μας. Την
αλήθειά μας. Ό,τι είμαστε. Για να αναδυθεί μέσα από το άσχημο με το οποίο
φτιασιδώσαμε το πρόσωπό μας, αυτό για το οποίο κληθήκαμε. Να είμαστε παιδιά
Του.
Κυριακή των Βαΐων 13 Απριλίου 2014