Σε τι και σε ποιον βασίζεται
η ζωή μας; Ο Απόστολος Παύλος θέτει αυτό το σπουδαίο ερώτημα, καθώς περιγράφει
στους Γαλάτες τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ο ίδιος τη ζωή του. «Ο δε
νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του Υιού του Θεού του αγαπήσαντός με και
παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού» (Γαλ. 2,
20). Η τωρινή σωματική του ζωή, λέει ο Παύλος, είναι ζωή βασισμένη στην πίστη
του στον Υιό του Θεού που τον αγάπησε και πέθανε εκούσια για χάρη του. Στηρίζεται η κατά κόσμον και κατά άνθρωπον
ζωή του στην πίστη στο Χριστό, Αυτόν που αγάπησε και τον Παύλο και όλους τους
ανθρώπους και πέθανε για χάρη μας. Τι
σημαίνει να βασίζεται η ζωή στο Χριστό;
Σημαίνει
σχέση ενώπιος ενωπίω με το Χριστό. Δεν είναι ο Χριστός ένα φανταστικό πρόσωπο.
Δεν είναι ο ιδρυτής μιας θρησκείας, ο οποίος έφερε μερικές όμορφες ιδέες στον
άνθρωπο ή έδωσε ένα καλό παράδειγμα. Είναι το Θεανθρώπινο Πρόσωπο το Οποίο ο
Παύλος έχει δει και αισθάνεται να αγκαλιάζει τη ζωή του με τέτοιο τρόπο ώστε να
μην ζει εκείνος, αλλά στο πρόσωπό του να ζει ο Χριστό. Να είναι τα χέρια του
χέρια Χριστού. Τα μάτια και η σκέψη του μάτια και σκέψη Χριστού. Στην καρδιά
του να υπάρχει ο Χριστός. Νους, αισθήσεις, επιθυμίες, θέλημα, ψυχή, η ζωή του
ολόκληρη, ως τις λεπτομέρειές της να είναι ζωή Χριστού. Ο χρόνος και ο τρόπος του είναι χρόνος και
τρόπος Χριστού. Έχει παραιτηθεί από το θέλημά του, από το δικαίωμα να σκέφτεται
για τον εαυτό του, ακόμη και για τις υλικές του ανάγκες. Ζει την κοινωνία με το
Χριστό ως ερωτευμένος που τίποτε δεν έχει νόημα παρά η κοινωνία με το πρόσωπο
που αγαπά.
Σημαίνει
αποταγή της αμαρτίας, ως αποτυχίας να ζήσει ο άνθρωπος κατά το θέλημα του Θεού
και υιοθέτησης του εγωκεντρικού τρόπου που θεοποιεί τον ανθρώπινο εαυτό, τις
ανάγκες, τα δικαιώματα, τις επιθυμίες. Τίποτε δεν έχει ο άνθρωπος που να του
ανήκει. Σε κανένα από τα αγαθά του δεν μένει. Δεν ζητά να απολαύσει τα πάθη
του, αλλά παλεύει εναντίον τους για να φύγουν από την ύπαρξή του, να γίνει
καθαρός τη καρδία, για να βλέπει συνεχώς την όψη του Θεού. Και εγκεντρίζεται
στη ζωή της Εκκλησίας ως την κατεξοχήν μέθοδο αποταγής από την αμαρτία. Τη ζωή
της αγάπης και της συγχωρητικότητας απέναντι σε όποιον του οφείλει και ζητά από
το Θεό άφεση για ό,τι Του οφείλει.
Σημαίνει
απόρριψη όλων των άλλων νοημάτων που ο κόσμος προσφέρει στον άνθρωπο. Και αυτά
τα νοήματα δεν έγκεινται μόνο στις άλλες θρησκευτικές δοξασίες ή τις ηθικές και
φιλοσοφίες που κάνουν τον άνθρωπο να πιστεύει ότι μπορεί να στηριχθεί. Σημαίνει
απόρριψη κυρίως του υλιστικού φρονήματος, το οποίο μας κάνει να εμπιστευόμαστε
το πρόσκαιρο, την απόλαυση των αγαθών, ακόμη και το όραμα για μια καλύτερη ζωή,
στηριγμένη στο νυν του κόσμου και του
χρόνου. Ο άνθρωπος δεν γίνεται απόκοσμος. Όμως δεν βλέπει τη ζωή στην προοπτική
της καθημερινότητας. Δεν ελπίζει στα επιτεύγματα για να την νοηματοδοτήσει. Δεν
νικιέται από τη δύναμη της ανθρώπινης φιλοσοφίας, χωρίς αυτό να συνεπάγεται
απόρριψη ό,τι υγιούς αυτή έχει να προσφέρει. Δεν ελπίζει ούτε στα δικά του
κατορθώματα, στην ανάγκη να αφήνει καλό όνομα, ό,τι κι αν κάνει. Δεν τον
ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων.
Πόσο
εφικτός είναι αυτός ο δρόμος σήμερα;
Ζούμε
σε μια πραγματικότητα και έναν κόσμο που η πίστη συνήθως λοιδορείται. Δεν
θεωρείται ικανή να μας βοηθήσει να παρακολουθήσουμε τα δεδομένα της εποχής. Γι’
αυτό και ο χριστιανός θεωρείται ένας ρομαντικός ονειροπόλος, ο οποίος είναι
προσκολλημένος στο παρελθόν. Την ίδια
στιγμή το ερώτημα «τι κάνει ο Θεός για τον κόσμο;» έχει υποκαταστήσει το ερώτημα «τι κάνει ο
άνθρωπος, ο καθένας μας για τον κόσμο;», γιατί αυτό βολεύει τη νοοτροπία
του πονηρού να μεταφέρει την απουσία νοήματος στην δήθεν αδιαφορία του Θεού για
τα πλάσματά Του και επομένως να χρησιμοποιήσει την ανικανότητα ή την αδιαφορία
του ανθρώπου να παλέψει να μεταφέρει Αυτόν που θα έπρεπε να ζει, τον Χριστό,
στις διαστάσεις της ζωής. Η πίστη δεν
συνδέεται με την χαρά που λείπει. Αντίθετα, τα αγαθά είναι που δίνουν χαρά.
Η πίστη όμως είναι αυτή που δίνει αξία σε ό,τι κάνουμε, αλλά και σε ό,τι
έχουμε. Η πίστη ως δοξολογία και
ευχαριστία. Η πίστη ως αγάπη και μοίρασμα. Η πίστη ως η βεβαιότητα των εσχάτων,
της Ανάστασής μας. Η πίστη ως αυτή που κατισχύει της δύναμης της Ιστορίας και
της Εξουσίας. Η πίστη γεμίζει την καρδιά μας νόημα και σκοπό. Υπάρχουμε για
να αναζητούμε και να κοινωνούμε Εκείνον που τόσο μας αγάπησε ώστε να παραδώσει
τον εαυτό Του για μας στο θάνατο.
Η
πίστη διδάσκεται, αλλά και βιώνεται. Μέσα από το λόγο του Ευαγγελίου, το
παράδειγμα των Αγίων, φωτισμένους ανθρώπους που αγγίζουν την ψυχή μας. Η βίωση
όμως είναι υπόθεση προσωπική. Ξεκινά από το μυστήριο της Ευχαριστίας και συνεχίζεται στην
καθημερινότητα της ζωής μας, σε κάθε πτυχή της. Στον τρόπο με τον οποίο
βλέπουμε τον πλησίον μας. Την ειλικρίνεια και την αγάπη που αποπνέει ο λόγος
και το παράδειγμά μας. Την εμπιστοσύνη
στο Θεό. Μπορεί η πορεία του καθενός να είναι αδύνατον ούτε να πλησιάσει
έστω την πορεία του Παύλου. Όμως ο Χριστός μας δίνει την βεβαιότητα της αγάπης
Του και της παρουσίας Του εντός μας κάθε φορά που Τον ζητούμε και Τον
κοινωνούμε στη Θεία Ευχαριστία. Που Τον βλέπουμε στο πρόσωπο του συνανθρώπου
μας. Που απορρίπτουμε την στήριξη είτε στα αγαθά είτε στις ιδέες είτε στη
νοοτροπία του κόσμου τούτου. Κάθε φορά που
Τον επικαλούμαστε με ταπείνωση και ελπίδα, όπως τα παιδιά τον πατέρα ή τον φίλο
και οικείο. Κάθε φορά που μετανοούμε για
τις πτώσεις μας. Όταν ζούμε αληθινά τον τρόπο και την οδό της Εκκλησίας. Αξίζει
οποιαδήποτε απόρριψη και λοιδορία ο δρόμος της πίστης.
Κέρκυρα, 17
Νοεμβρίου 2013