Η ανακαίνιση της ύπαρξης του
τυφλού από τον Χριστό με το δόσιμο της όρασης αποτελεί για όσους πιστεύουμε στο
Θεό μία αφορμή να συνειδητοποιήσουμε τον τρόπο της πίστης μας. Αυτό φαίνεται από το πώς αντιδρούμε στην αμφισβήτησή της
τόσο από τους άλλους, όσο και από τον εαυτό μας. Ο τυφλός, μόλις ξαναβρήκε το
φως του, κλήθηκε από το κοινωνικό και θρησκευτικό περιβάλλον, το οποίο μέχρι
τότε γνώριζε την τυφλότητά του, να δώσει εξηγήσεις για το θαύμα που βίωσε. Η
απάντηση του περιβάλλοντος για το πώς και ποιος έκανε το θαύμα ήταν η απόρριψη
του Χριστού. Δεν μπορούσαν να αποδεχτούν ότι ο παραβάτης του Σαββάτου θα είχε
τέτοια δύναμη ή τέτοια παρρησία ενώπιον του Θεού, ώστε να μπορεί να
θαυματουργεί. Έτσι, το περιβάλλον του πρώην τυφλού ζητά από αυτόν να δοξάσει το
Θεό. Δεν μπορεί να ερμηνεύσει το θαύμα και γι’ αυτό το αποδέχεται παθητικά. Κατ’
αυτούς δεν μπορεί να συμμετέχει ο Χριστός σ’ αυτό.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει
η στάση των γονέων του πρώην τυφλού. Στα επίμονα ερωτήματα των Ιουδαίων οι
γονείς απαντούν για το γιο τους: «αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε» (Ιωάν. 9, 21). Η στάση τους είναι
διπλωματική. Γνωρίζουν Ποιος θεράπευσε το παιδί τους. Δεν θέλουν όμως να το
ομολογήσουν δημόσια, γιατί προτιμούν να μην απορριφθούν από την κοινότητα στην
οποία ανήκουν. Επιλέγουν να μην λάβουν θέση πάνω στην Αλήθεια, για να μπορούν
να κρατήσουν τη θέση τους στην κοινωνία. Ένας κοντόφθαλμος υπολογισμός. Απουσία
θάρρους. Βλέπουν αυτό που τους ανήκει, δηλαδή την κοινωνική θέση, και αρνούνται
αυτό που έλαβαν, την θεραπεία του παιδιού τους. Δεν θέλουν να πιστέψουν στο
Χριστό και να προχωρήσουν με γενναιότητα στην ομολογία, αλλά και την ίδια
στιγμή κρύβονται πίσω από το παιδί τους.
Εκείνο όμως δεν κάνει πίσω.
Εκείνο γνωρίζει την Αλήθεια. Ξέρει Ποιος τον θεράπευσε και, καθώς έχουν
ανοιχτεί και τα μάτια της ψυχής του, ομολογεί ότι ο θεραπευτής του είναι εκ του
Θεού. Δεν κρύβεται. Δεν το ενδιαφέρει η
τιμωρία. Δεν προτιμά να κρατήσει την κοινωνική του θέση, αλλά και δεν θέλει να
μοιραστεί μια κολοβωμένη χαρά, μια κολοβωμένη αλήθεια. Αποδέχεται το να γίνει
αποσυνάγωγο, γιατί γνωρίζει ότι ο Θεός δεν δέχεται τους χλιαρούς. Και
επιβεβαιώνει την θέση των γονιών του. Όντως έχει ηλικία. Όχι όμως για να παίζει
παιχνίδια ιδιοτέλειας, αλλά για να μαρτυρεί την αλήθεια.
Οι χριστιανοί συχνά καλούμαστε
στη ζωή μας να αποδείξουμε ότι έχουμε ηλικία. Κι αυτή δεν έχει να κάνει μόνο με
τα χρόνια της ζωής μας, αλλά κυρίως με την πνευματική μας κατάσταση. Η
πνευματική ηλικία του ανθρώπου αποδεικνύεται από την πίστη στην Αλήθεια που
είναι ο Χριστός. Αποδεικνύεται από την δίψα η Αλήθεια να μη μένει κρυμμένη.
Αποδεικνύεται από την θέληση να μη μείνουμε προσαρμοσμένοι στα δεδομένα της εποχής
μας και στην κοινωνική μας θέση. Αποδεικνύεται από τον τρόπο που ζούμε την
πίστη μας. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με την καύχησή μας για τα πνευματικά μας
κατορθώματα, που δεν είναι εκ Θεού κατάσταση, αλλά με την ταπεινή, σταθερή και
ευλογημένη απόφασή μας να μην αρνηθούμε ό,τι μας έχει δώσει ο Θεός.
Κι αυτή η ομολογία γίνεται
ενώπιον του κόσμου. Γιατί η συμμετοχή μας στη ζωή της Εκκλησίας είναι μία
δημόσια μαρτυρία της πίστης μας. Σε έναν κόσμο που θεωρεί την χριστιανική πίστη
ιδιωτική υπόθεση και σπεύδει να γελοιοποιήσει όποιον αποδέχεται την αγάπη του
Θεού, ο χριστιανός που εκκλησιάζεται, που συμμετέχει στη ζωή της ενορίας του,
που αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές του Θεού, που αγαπά, που δεν ανταποδίδει
το κακό, που είναι έτοιμος να συγχωρήσει, που αναγνωρίζει την αμαρτωλότητά του,
που δεν φοβάται την περιθωριοποίηση, που έχει τελικά το πνευματικό θάρρος να
δει τον κόσμο με τα μάτια της ψυχής, που αντιστέκεται στο κακό, δείχνει ότι
έχει βρει την οδό της Βασιλείας του Θεού και έχει απαλλαγεί από το σκοτάδι του
να έχει μάτια και να μην βλέπει.
Για να γίνει αυτό χρειάζεται η
πνευματική μεθηλικίωση. Αυτή που επιτυγχάνεται δια της προσευχής και της
εμπιστοσύνης στο Θεό, όπως επίσης και δια των μυστηρίων της πίστης μας.
Χρειάζεται όμως και η νίκη κατά της μικροδιοτέλειας και της διπλωματίας που
αρνείται να κρατήσει την Αλήθεια.
Χρειάζεται η απαγκίστρωση από το πνεύμα της αθεΐας, όπως επίσης και της προσκόλλησης
στους τύπους των όσων νομίζουμε ότι είναι η Αλήθεια. Και είναι επίπονος ο
δρόμος αυτός. Γιατί χρειάζεται αυτοσυνειδησία και την ίδια στιγμή παραίτηση από την ευκολία
να απορρίπτουμε τους άλλους που βλέπουν και ζούνε την Αλήθεια. Χρειάζεται
παραίτηση από την οίηση ότι εμείς γνωρίζουμε και κανείς άλλος και από τη
νοοτροπία να ποιούμε αποσυναγώγους από
την ψυχή και τη ζωή μας όσους τολμούν να μας υποδείξουν οδούς προς το Χριστό. Χρειάζεται
τελικά η εμπιστοσύνη στο Χριστό και σ’ αυτούς που Τον ζούνε και παλεύουν γι’
Αυτόν. Σ’ αυτούς που και ηλικίαν έχουν
και είναι διατεθειμένοι να ομολογήσουν το Φως.