3/6/14

ΧΑΙΡΕ ΤΟΥ ΠΕΣΟΝΤΟΣ ΑΔΑΜ Η ΑΝΑΚΛΗΣΙΣ, ΧΑΙΡΕ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ ΤΗΣ ΕΥΑΣ Η ΛΥΤΡΩΣΙΣ



            Ο άνθρωπος είναι πεσών. Το βιώνουμε κάθε στιγμή. Βλέπουμε την ύπαρξή μας να υφίσταται την πνευματική ήττα  του να κάνει άλλα από αυτά που επιθυμεί. Να επιθυμεί την σχέση, την κοινωνία με το Θεό, την καρδιακή μετοχή στη  ζωή της Εκκλησίας και να νικιέται από το πνεύμα της επιβίωσης. Να ζητεί τα άνω και η φιληδονία δια των αισθήσεων να μην του επιτρέπει να  καλλιεργήσει αληθινά τον εαυτό του, αλλά να ζει την ευτυχία στην πρόσκαιρη ευχαρίστηση, με αποτέλεσμα ο χρόνος να περνά χωρίς Θεό. Να θέλει να έχει γνήσια κοινωνία με τον συνάνθρωπο και να νιώθει ασήκωτο το βάρος της συγχώρεσής του. Και δακρύζει ο άνθρωπος για τον Παράδεισο που δεν μπορεί να βρει. Δακρύζει για τον θάνατο, που επισκέπτεται τους οικείους και φίλους, όπως και ολόκληρο τον κόσμο, και την ίδια στιγμή και τον ίδιο με την μορφή της αποτυχίας στους στόχους, της αδυναμίας να υπερβεί τον εαυτό του, να αγαπήσει.
                Ο άνθρωπος είναι πεσών. Η εποχή μας τον θεοποιεί και θέλει να τον πείσει ότι στην πτώση και τον θάνατο βρίσκεται το νόημα, καθώς η ζωή δεν έχει έτσι κι αλλιώς συνέχεια, πέρα από την πέτρα του μνήματος. Ότι παράδεισος είναι ο πολιτισμός και η μετοχή σ’ αυτόν. Παράδεισος είναι ο ατομοκεντρισμός και η τέρψη των αισθήσεων. Είναι τα δικαιώματά του. Είναι η υπέρβαση της κρίσης και κάθε κρίσης όχι με μετάνοια και αλλαγή νοοτροπίας, αλλά με επάνοδο στην δήθεν ευτυχία της απουσίας του Θεού από τη ζωή μας και της κυριαρχίας των υλικού ευδαιμονισμού. Ότι παράδεισος είναι να μπορεί να απολαμβάνεις χωρίς όρια, με μοναδική αξία τον εαυτό σου. Και δακρύζει ο άνθρωπος όταν διαπιστώνει ότι αυτό το πρότυπο μπορεί να του δίνει ζωή, όχι όμως την όντως ζωή. Και απορεί μπροστά στην φθορά. Και αναζητεί ανάσταση, χωρίς τελικά να την βρίσκει, συμβιβαζόμενος με την ματαιότητα του χρόνου, όπως επίσης και με την αίσθηση ότι αφού «αύριον αποθνήσκομεν», «φάγωμεν και πίωμεν».
                Η Εκκλησία μας, ιδίως κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μας προβάλλει μία μορφή που μας δείχνει ότι παρότι είμαστε πεσόντες, νικημένοι από τον θάνατο και την αδυναμία να επιλέξουμε ολοκληρωτικά, πληρωτικά, τη σχέση με το Θεό που μας δίνει ζωή, εντούτοις έχουμε ελπίδα. Είναι το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, προς την οποία ατενίζουμε κάθε Παρασκευή της Σαρακοστής, για να πάρουμε δύναμη και να πιστέψουμε ότι για όλα όσα δακρύζουμε, υπάρχει λύτρωση. Ότι αν κάνουμε το βήμα, ό,τι χάσαμε και χάνουμε στην πτώση μας, μας ξαναδίδεται. Κι αυτό είναι η σχέση με το Χριστό ως ζωή, ανάκληση και λύτρωση.
                Η Παναγία στο πρόσωπό της έδειξε ότι όλη η ανθρωπότητα, ο κάθε Αδάμ και η κάθε Εύα, μπορούμε να επιλέξουμε την ανάκληση από την πτώση. Ο Αδάμ και ο κάθε συνεχιστής του ζούμε  μία ζωή χωμάτινη, καθώς τα πάθη μας  κρατούνε έξω από την κοινωνία με το Θεό. Η Παναγία δέχθηκε, όταν ήλθε το πλήρωμα των καιρών, την κλήση του Θεού να επιλέξει την άλλη οδό. Στην θεοποίηση του ανθρώπινου προσώπου να αντιτάξει την ζωή με το Θεό δια της εμπιστοσύνης στο λόγο και την έμπρακτη αγάπη του Δημιουργού μας. Στην περιέργεια του να δοκιμάσουμε τα πάντα, χωρίς περιορισμούς, να αντιτάξει μία ελευθερία που βρίσκει την αληθινή καταξίωσή μέσα στην υπακοή δια της νηστείας από το θέλημά μας. Στον φόβο της απόρριψης από τους άλλους και τη νοοτροπία της εποχής να αντιτάξει το θάρρος ότι ανήκει στο Θεό, ότι είναι του Θεού και να φέρει τον ονειδισμό που μπορεί να την οδηγούσε στον δημόσιο παραδειγματισμό. Και γνωρίζουμε ότι η κλήση εκπληρώθηκε χάρις στην παρουσία στην ύπαρξή της του Υιού και Θεού της και στην διασκέδαση της ζάλης κάθε αμφίβολου λογισμού που η κοινωνία με το Θεό δίδει ως πολύτιμη παρακαταθήκη ευλογίας και πνευματικής δύναμης σ’ αυτόν που θέλει να νικήσει την πτώση.
                Η Παναγία μετέτρεψε τα δάκρυα της Εύας σε δάκρυα χαράς. Γιατί στο πρόσωπό της καταξιώθηκε ο άνθρωπος, ξαναβρίσκοντας τον αληθινό του προορισμό. Αφού ο Θεός καταδέχεται να γίνει άνθρωπος παίρνοντας σάρκα από τον άνθρωπο, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει αξία μοναδική. Γιατί είμαστε όλοι οικείοι της Υπεραγίας Θεοτόκου. Και λαμβάνουμε, εφόσον το θέλουμε, την μοναδική ευλογία να γινόμαστε κι εμείς αυτοί που φιλοξενούμε τον Θεό. Μέσα από την Θεία Ευχαριστία και η δική μας ύπαρξη γίνεται ευρυχωρωτέρα των ουρανών, αφού χωρεί τον Αχώρητο. Και μεγαλύτερη χαρά από την κοινωνία μαζί Του δεν μπορεί να υπάρξει. Αρκεί να επιλέξουμε την ανάσταση και την αγιότητα ως τον σκοπό της ζωής μας. Και τότε ο θάνατος οριστικά καταπατείται. Πρόσκαιρα μπορεί να φανεί νικητής. Έσχατος εχθρός όμως κι εκείνος θα καταργηθεί. Η κοινωνία όμως με τον Θεό, ο Παράδεισος, μας δίδεται ως δωρεά και πρόγευση της αιώνιας χαράς από αυτόν τον κόσμο. Αρκεί να αγαπούμε. Να ασκούμαστε, δείχνοντας ότι αναγνωρίζουμε τα δικά μας όρια. Και να πορευόμαστε εν ταπεινώσει και εν ευγνωμοσύνη σε μία ζωή κατά Θεόν.
                Το «Χαίρε» του Αγγέλου επαναλαμβάνουμε και εμείς καθόλη τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής προς το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Και δεν είναι ένας τυπικός χαιρετισμός. Είναι η βεβαιότητα της δικής μας ανάκλησης. Είναι η χαρά της δικής μας λύτρωσης. Γνωρίζουμε ότι συνεχώς πρεσβεύει για τον καθέναν μας και για τον κόσμο μας. Και θα μας βοηθά να μην αποκάμουμε. Αρκεί να νιώθουμε τη χαρά του να είμαστε μέλη του σώματος του Χριστού. Της Εκκλησίας που ακολουθεί την οδό της Παναγίας μας. Χωρούσα τον Αχώρητον και μεταδίδοντάς Τον σε όποιον νιώθει ότι Αυτού έστι χρεία.

Κέρκυρα, 7 Μαρτίου 2014