Οι
άνθρωποι ζούμε εν κοινωνία μεταξύ μας. Και ο τρόπος με τον οποίο κοινωνούμε
είναι πρωτίστως ο λόγος. Ο λόγος έχει να κάνει τόσο με την προφορική του μορφή,
όσο και με αυτήν που έχουμε μέσα μας. Ο λόγος αποτυπώνει τι σκεπτόμαστε τόσο
για τον κόσμο, όσο και για τον συνάνθρωπο, αλλά και για τον εαυτό μας. Την ίδια
στιγμή ο λόγος είναι φορτισμένος από την σημασία που δίνουμε στο Θεό και στην
ίδια τη ζωή μας, από το κοσμοείδωλο το οποίο έχουμε, δεν έχουμε ή νομίζουμε πως
έχουμε. Κι αυτή η φόρτιση αποτυπώνεται στον τρόπο με τον οποίο μιλάμε στους
άλλους, τόσο για εκείνους, όσο και για άλλους ανθρώπους, αλλά και για τον εαυτό
μας.
Συνήθως οι άνθρωποι δεν δίνουμε
ιδιαίτερη σημασία στα λόγια μας. Νομίζουμε ότι όλα πηγάζουν αυτόματα από μέσα
μας και όλα αποτυπώνουν το χαρακτήρα μας, ανταποκρινόμενα στη στάση των άλλων
έναντί μας. Αγαπούμε, αδιαφορούμε, απορρίπτουμε και αναλόγως εκφραζόμαστε.
Συνήθως οι άνθρωποι προσέχουμε τα λόγια των άλλων. Αν μας αγαπούνε, αν είναι
αδιάφοροι έναντί μας, αν μας απορρίπτουν αναλόγως αποδεχόμαστε ή όχι όσα μας
λένε. Ο λόγος μας είναι πηγή αγάπης ή απόρριψης. Ο λόγος μας είναι πηγή κρίσης έναντι των άλλων. Εκφραζόμαστε
αξιολογικά γι’ αυτούς. Σκεπτόμαστε αν η στάση τους έναντί μας ή έναντι των άλλων,
οι πράξεις τους, οι ιδέες τους, το κοσμοείδωλό τους ταιριάζει με τον δικό μας
τρόπο σκέψης και ζωής και αναλόγως εκφέρουμε την κρίση μας. Και το να
σταματήσουμε να εκφραζόμαστε με κρίσεις έναντι των άλλων είναι πολύ δύσκολο,
ενίοτε και αδιανόητο.
«Συ τις ει ο κρίνων αλλότριον
οικέτην;» (Ρωμ. 14,4), είναι το
ερώτημα που θέτει ο απόστολος Παύλος. Δεν αναφέρεται στην κρίση για τις σκέψεις
και τις πράξεις των άλλων, γιατί αν ήταν έτσι, τότε κανένας λόγος δεν θα
μπορούσε να διατυπωθεί. Και τόσο ο λόγος του Χριστού όσο και το Ευαγγέλιο είναι ένας συνεχής έλεγχος, μία συνεχής κρίση για
την πορεία μας στον κόσμο. «Ο λόγος ον εγώ ελάλησα, εκείνος κρινεί αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα» (Ιωάν. 12, 48), αναφωνεί ο Κύριός μας. Μόνο που αυτή η κρίση δεν είναι εμπαθής, αλλά καθρεφτίζει την αλήθεια
της πίστης, την αλήθεια της αγάπης, την αλήθεια του τρόπου που οδηγεί στην
Βασιλεία των Ουρανών. Ο απόστολος Παύλος αναρωτιέται για το δικαίωμά μας να λειτουργούμε ως δικαστές. Να απορρίπτουμε
συνολικά τον άλλον, να τον μειώνουμε, να τον υβρίζουμε, να ασχολούμαστε με τα
δικά του πάθη παραθεωρώντας τα δικά μας, με την άρνησή μας να δούμε «την δοκόν»
που βρίσκεται στο μάτι μας και τον εντοπισμό του λόγου μας στο «κάρφος», την
ακίδα που βρίσκεται στο μάτι του αδελφού μας (Ματθ. 7,5). Ο Παύλος ζητά
από τους χριστιανούς όχι να πάψουν να σκέπτονται, αλλά να πάψουν να βλέπουν
μόνο τα σφάλματα του άλλου και να δούνε πρωτίστως τα δικά τους. Όχι να
πάψουν να μιλούνε με τους άλλους και για τους άλλους, αλλά να πορεύονται εν
αγάπη και κυρίως να ξεκινούν τον αγώνα για μετάνοια, για διόρθωση από τον ίδιο
τον εαυτό τους. Και πρωτίστως, να έχουμε
την πεποίθηση ότι ο καθένας μας είναι «αλλότριος οικέτης». Ανήκουμε όλοι
στον Θεό, που είναι ο Κύριός μας. Κανείς άνθρωπος δεν μας ανήκει, για να
δικαιούμαστε να τον απορρίψουμε. Μόνο ο διάβολος προσπαθεί να μας πείσει ότι οι άλλοι μας ανήκουν και μπορούμε να τους κρίνουμε απορρίπτοντάς τους, όπως κάνει ο ίδιος για το Θεό και τον κόσμο που Εκείνος δημιούργησε.
Η αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή,
εκτός των άλλων δυνατοτήτων που μας δίνει, προτείνει στον εαυτό μας την αληθινή νηστεία, που έχει να κάνει με
την απομάκρυνση από κάθε κακό. Μεταξύ αυτών είναι και η αποχή από την
καταλαλιά. Κι αυτή θα έρθει όταν θυμηθούμε τον αποστολικό λόγο. Όταν
εννοήσουμε ότι είναι άλλο να αρνούμαστε τις πράξεις και την συμπεριφορά των
άλλων και άλλο να τους απορρίπτουμε συνολικά. Είναι άλλο να βλέπουμε τη ζωή μας
και τη ζωή των ανθρώπων με γνώμονα το Ευαγγέλιο και τον λόγο του Χριστού και
άλλο να γινόμαστε θεοί, οι οποίοι βγάζουμε καταδικαστικές αποφάσεις γι’ αυτούς.
Είναι άλλο να λειτουργούμε με αγάπη έναντί τους και άλλο να διατρανώνουμε τα
πάθη τους, τα λάθη τους και να αρνούμαστε ότι τελικά όλοι από τον ίδιο Θεό θα
κριθούμε. Κι όπως ζητούμε από τον Θεό συγχώρεση, να συγχωρούμε κι εμείς όσους
μας οφείλουν.
Στο Γεροντικό υπάρχει μία πολύτιμη διήγηση: «Ένας αδελφός έπεσε κάποτε
σε αμαρτία, σε Σκήτη. Και αφού έγινε συνέδριο, έστειλαν και φώναξαν τον Αββά
Μωυσή τον Αιθίοπα. Αυτός όμως δεν ήθελε να έλθει. Του εμήνυσε λοιπόν ο
πρεσβύτερος, λέγοντας: ‘ Έλα, γιατί όλοι σε περιμένουν’. Κι εκείνος σηκώθηκε
και ήλθε. Και παίρνοντας ένα ζεμπίλι τρύπιο, το γέμισε με άμμο και το φορτώθηκε
στον ώμο. Εκείνοι δε, βγαίνοντας σε συνάντησή του, του λέγουν: ‘Τι σημαίνει
αυτό, πάτερ; ‘. Τους είπε τότε ο γέρων: ‘ Έχω πίσω μου τις αμαρτίες μου οπού
ξεχύνονται, αλλά δεν τις βλέπω. Και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω αμαρτίες άλλων’.
Και αυτοί, ακούοντας, τίποτε δεν είπαν στον αδελφό. Αλλά τον συγχώρησαν» (Είπε Γέρων –το «Γεροντικόν» σε νεοελληνική
απόδοση, υπό Βασιλείου Πέντζα, εκδ. ΑΣΤΗΡ, Αθήνα 1996, σελ. 163)
Ας προσπαθήσουμε για περισσότερη
σιωπή, περισσότερο έλεγχο του εαυτού μας, περισσότερη αγάπη, που θα πηγάσουν
από την εμβάθυνση στο λόγο του Θεού και στη ζωή της Εκκλησίας. Κι ας είναι τόσο
η νηστεία και η προσευχή όσο και η εν γένει ευκαιρία για προσέγγιση του Θεού
αφορμές για να δούμε τι σημαίνει λόγος τόσο για μας όσο και για τους άλλους και για
τον κόσμο. Να είναι ο λόγος μας εμφορούμενος από την πίστη και την αγάπη στο
Θεό και τον πλησίον. Να είναι ο λόγος μας
αφορμή συμπάθειας και την ίδια στιγμή ειλικρινής, δοτικός και
συγχωρητικός έναντι του άλλου. Να είναι αφορμή να δούμε τον δικό μας εαυτό. Να
γινόμαστε περισσότερο ταπεινοί. Αληθινά χριστιανοί.
Κέρκυρα, 2 Μαρτίου 2014