11/20/11

ΤΑ ΑΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ


Εορτάζουμε στις 21 Νοεμβρίου τα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου στο ναό του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα. Και έρχεται αυτή η εορτή στην αρχή της πνευματικής μας προετοιμασίας για την μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων, κατά την οποία ο Χριστός θα εισοδεύσει στις καρδιές μας και στη ζωή του κόσμου με την ενανθρώπισή Του. Πριν Εκείνος λοιπόν εισοδεύσει στον κόσμο Του, το σκεύος της εκλογής Του που είναι η Υπεραγία Θεοτόκος, θα εισοδεύσει στο Ναό Του και μάλιστα, όπως διασώζει η παράδοση της πίστης μας, στα Άγια των Αγίων, στο άδυτο του Ναού, στα άδηλα και κρύφια για τους ανθρώπους της Παλαιάς Διαθήκης, εκεί όπου μία φορά το χρόνο ο αρχιερέας των Ιουδαίων μπορούσε να εισέλθει κατά την εορτή του Εξιλασμού. Ο αρχιερέας Ζαχαρίας ευλόγησε την Παναγία και της είπε: «Ο Κύριος εδόξασε το όνομά σου σε πάσα γενεά. Στο πρόσωπό σου θα αποκαλύψει κατά τις έσχατες ημέρες τη Λύτρωση που ετοίμασε για το λαό Του». Την έβαλε να καθήσει στο τρίτο σκαλί του θυσιαστηρίου και η Χάρη του Κυρίου από τότε την επεσκίασε. Σηκώθηκε και άρχισε να χορεύει για να δείξει τη χαρά της. Όσοι ήταν εκεί παρόντες θαύμασαν το θέαμα που υποσχόταν μεγάλα θαύματα τα οποία ο Θεός επρόκειτο σύντομα να πραγματοποιήσει στο πρόσωπό της. Ήταν τριών χρονών τότε η Παναγία.
Τι έκανε στα Άγια των Αγίων η Υπεραγία Θεοτόκος;
Η Παναγία έφθασε στο ακρότατο σημείο προσέγγισης του Θεού που μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος. Τα Άγια των Αγίων δείχνουν εκείνο το χωροχρονικό σημείο που η ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να τεντώσει τα όριά της, να ακούσει και να δει το Θεό, να αφεθεί στην αγάπη Του και να κάνει να σταματήσει εντός της η κυριαρχία που υφίσταται από τα βαρίδια του κόσμου τούτου: τα πάθη, οι ηδονές, οι μέριμνες, η συγγένεια με τους γονείς και τους οικείους, ο φόβος της επιβίωσης, το άγχος των ανθρώπινων σχέσεων αποτελούν στάδια στα οποία ο καθένας μας καλείται να αγωνιστεί, να λάβει θέση έναντί τους, να διακριβώσει ποιος είναι ο προσανατολισμός του, αλλά και κατά πόσον θα τον διακυβερνούν ως προτεραιότητες στη ζωή του. Όλα αυτά, χωρίς να είναι απορριπτέα από το Θεό, γιατί Εκείνος επέτρεψε να τα έχουμε και να τα αντιμετωπίζουμε στη ζωή μας, να μας δίνουν χαρά ή να μας κάνουν να φέρουμε την λύπη τους, αποτελούν σημεία του χώρου στον οποίο ζούμε, αλλά και μας κάνουν να αγωνιζόμαστε εν χρόνω για να τους δώσουμε απαντήσεις. Τα Άγια των Αγίων αποτελούν όμως την αποταγή από όλα αυτά. Εκεί, μπροστά στο θυσιαστήριο, είναι ο άνθρωπος και ο Θεός και κανείς άλλος. Εκεί ο άνθρωπος καλείται να εναποθέσει «πάσαν βιοτικήν μέρμναν», να απλώσει τα υλικά κια τα νοητά του χέρια στο Θεό και να αφεθεί στην αγάπη Του, που προϋποθέτει τρεις δρόμους: την θυσία της αποταγής, την εμπιστοσύνη της προσευχής και την τροφή, το Μάννα του ουρανού που δεν είναι άλλο από το όνομα του Θεού και την παρουσία Του που φωτίζει την ύπαρξή, την πυρώνει εσωτερικά και την μεταμορφώνει. Η Παναγία έφθασε κεκλημένη από το Θεό στο ακρότατο αυτό σημείο.
Είχε την αποταγή που η παιδικότητα της καρδιάς της μπορούσε να δώσει με ενθουσιασμό και χαρά, γιατί ένιωθε ότι Πατέρας της πρωτίστως ήταν ο Θεός. Είχε τη χαρά της προσευχής καθώς βρισκόταν στον ιερό τόπο και ένιωθε την αγιότητα του χώρου, αλλά και την μεγαλοπρέπεια της παρουσίας του Θεού Τον οποίο εμπιστευόταν. Είχε και την ουράνια τροφή, που Άγγελος της την έφερνε, αλλά και ένιωθε την χάρη και το νόημα που η κοινωνία με το Θεό τής προσέφερε. Ἐτσι, εντρύφησε στην σχέση με το Θεό. Γιατί στα Άγια των Αγίων ο άνθρωπος δεν μένει μόνος του. Φτάνει την ύπαρξη στην υπέρβαση των ορίων της και εκεί βλέπει και αισθάνεται την ανταπόκριση του Θεού και την παρουσία Του. Ο Θεός φανερώνεται σε όσους Τον Αγαπούνε και Τον ζητούνε. Και γεμίζει την ύπαρξή τους, εισάγοντάς τους στο δικό Του χρόνο, που είναι η αιώνια κοινωνία μαζί Του και στο δικό Του χώρο που είναι η Εκκλησία, όχι μόνο ως υλικός ναός και τόπος, αλλά, πρωτίστως, ως κοινωνία αγάπης και ζωής.
Ζούμε σε μια πραγματικότητα που περιορίζει τη ζωή μας στον υλικό χωροχρόνο. Που δεν έχει άγια των Αγίων, δεν αναγνωρίζει την σημασία των ναών, που αρνείται το τάνυσμα της ύπαρξης στα έσχατα όρια της με σκοπό τη συνάντηση με το Θεό, γιατί αρνείται τελικά τον ίδιο το Θεό. Η ύπαρξη τανύεται στα όρια της γνώσης, της τεχνικής, της ηδονής, των παθών. Εκεί ο άνθρωπος θεωρεί ότι βρίσκει νόημα. Και όταν έρχεται ο θάνατος, τότε μπροστά του νιώθει ανίσχυρος. Λυπάται, γιατί δεν έχει ελπίδα. Ηττημένος από την ματαιότητα, δεν μπορεί να βρει τη χαρά του παιδιού που συναντά τον Πατέρα Του, γιατί δεν θέλει να Τον αναγνωρίσει ως Πατέρα. Έτσι, φαντάζει χωρίς νόημα η θυσία της αποταγής, έστω και κατ’ ολίγον με την ασκητικότητα, μπροστά στο δικαίωμα και την ηδονή που απορρέει από αυτό. Η εμπιστοσύνη της προσευχής, μπροστά στον ακτιβισμό και τη δράση εντός του χρόνου. Η ουράνια τροφή μπροστά στην ύλη και τα αγαθά. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος έχει απωλέσει την παιδικότητα της καρδιάς και της ύπαρξης. Και δυσκολεύεται να νοηματοδοτήσει κάθε γιορτή.
Ο Χριστός που έρχεται να εισοδεύσει στον κόσμο από τα άγια των Αγίων του ουρανού που κατέρχεται στη γη, ζητά η ύπαρξη του καθενός μας να φθάσει στα άκρα της, για να μπορέσει να την αγιάσει και να την μεταμορφώσει. Αυτός είναι ο δρόμος της Βασιλείας Του και ο δρόμος της κοινωνίας μαζί Του. Η Παναγία πρώτη τον άνοιξε, καθιστώντας τον εαυτό της πύλη. Ας την μιμηθούμε μέσα από την μικρότερη ή μεγαλύτερη αποταγή, μέσα από την λίγη ή την πολλή προσευχή, μέσα από την κοινωνία με το Χριστό στα μυστήρια της Εκκλησίας που είναι η θεία Ευχαριστία, η ακρόαση και μελέτη του λόγου του Θεού και η αγάπη, αφήνοντας τελικά Εκείνον να εισοδεύσει και στην δική μας ύπαρξη, δίδοντας νόημα και ζωή αληθινή στον εαυτό μας.

Κέρκυρα, 21 Νοεμβρίου 2011