6/6/14

ΕΚΑΘΙΣΕ ΤΕ ΕΦ’ ΕΝΑ ΕΚΑΣΤΟΝ ΑΥΤΩΝ



               Ζούμε σε μια εποχή όπου κυριαρχεί ο ορθολογισμός. Σ’ αυτή την κυριαρχία η πίστη στο πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος, όπως και η πίστη στον Τριαδικό Θεό γενικότερα, είναι πρόκληση. Πιο εύκολα αποδεχόμαστε έναν Θεό ως απρόσωπη, αφηρημένη δύναμη, η οποία δημιούργησε τον κόσμο και με την οποία επικοινωνούμε χάριν της ανάγκης μας  ή με την οποία θα έχουμε δυνατότητα να συνυπάρξουμε στην αιωνιότητα, παρά αποδεχόμαστε έμπρακτα έναν προσωπικό Θεό, ο Οποίος προσέλαβε εξ αιτίας της Αγάπης σάρκα και οστά και ο Οποίος μεριμνά για μας αποστέλλοντας το Άγιον Πνεύμα, για να μην μας αφήσει ορφανούς και την ίδια στιγμή για να μας δίδει συνεχή την μαρτυρία της παρουσίας Του.  Ενίοτε αποδεχόμαστε την παρουσία του Αγίου Πνεύματος ως μυστηρίου, το οποίο η λογική μας δεν μπορεί να αποδείξει, χωρίς όμως να συνειδητοποιούμε την δύναμη που δίνει στον άνθρωπο και τον κόσμο, την συνεχή ανακαινιστική Του πνοή, την οποία λαμβάνουμε στη ζωή της Εκκλησίας.
                Η Πεντηκοστή αποτελεί την αφετηρία αυτής της συνεχούς παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στη ζωή του κόσμου και των ανθρώπων, στην δική μας προσωπική ζωή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αφήγηση στις Πράξεις των Αποστόλων  σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το Άγιο Πνεύμα φανερώνεται στους Αποστόλους: «εκάθισέ τε εφ ένα έκαστον αυτόν» (Πράξ. 2, 3). Η παρουσία Του υπήρξε προσωπική επάνω στον καθέναν από τους μαθητές. Δεν ήταν μόνο μία γενική δωρεά προς όλο τον κόσμο και τους ανθρώπους, αλλά και μία ειδική εγκαθίδρυση στον καθέναν μαθητή, ο οποίος Το προσδοκούσε. Αυτή ακριβώς η προσδοκία, καρπός της αγάπης προς το Χριστό, ο Οποίος προετοίμασε τόσο πριν την Ανάσταση όσο και μετά από αυτήν τους αποστόλους για τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος, αποτελεί το χαρακτηριστικό σημείο, το οποίο συνήθως λείπει από την δική μας ζωή. Σημεία της προσδοκίας ήταν η συγκέντρωση των Αποστόλων στον ίδιο τόπο. Ήταν η ομοψυχία τους. Ήταν η ετοιμότητά τους να μοιραστούν τη χαρά και τον θησαυρό των αγαθών. Ήξεραν πως ό,τι επρόκειτο να τους δοθεί δεν θα ήταν για την προσωπική τους καταξίωση, αλλά για την διακονία του Ευαγγελίου σε όλη την κτίση.  Για την συνέχεια του έργου που ο Διδάσκαλός τους είχε ξεκινήσει. Και περίμεναν αυτή την παρουσία του Αγίου Πνεύματος όντας ομόψυχοι. Έχοντας μία ψυχή και μία καρδιά. Μη βάζοντας τα προσωπικά τους πιστεύω, τον τρόπο της θέασης του κόσμου, τα χαρίσματα, τις γνώσεις, τις ικανότητές τους πιο πάνω από την ενότητα μεταξύ τους. Και την ίδια στιγμή συγκεντρώθηκαν επί το αυτό. Δεν έμειναν σε μία ενότητα καρδιακή, πνευματική, ιδεολογική. Η ενότητά τους περιελάμβανε και την χαρά της συντροφιάς, της κοινότητας, της παρουσίας στον χώρο όπου είχαν αγιαστεί χάρις στην παρουσία του Χριστού.
                Αυτά τα τρία σημεία αποτέλεσαν την βάση για να τους αγγίξει το Άγιο Πνεύμα σε προσωπικό επίπεδο. Όταν οι άνθρωποι ανήκουμε στην Εκκλησία, δηλαδή συγκεντρωνόμαστε εν Χριστώ στον τόπο και τον τρόπο του Ευαγγελίου, όταν  η καρδιά μας είναι ομόψυχη με των άλλων, δηλαδή προσδοκούμε την παρουσία του Χριστού, Εκείνον ζητούμε, αγαπούμε και είμαστε πρόθυμοι να αφήσουμε κατά μέρος κάθε τι το ανθρώπινο και καθημερινό, τότε έχουμε όλες τις προϋποθέσεις της λήψης του Αγίου Πνεύματος. Αλλά και όταν έχουμε την διάθεση να αναλάβουμε την αποστολή να πορευθούμε στον κόσμο ο καθένας μιλώντας για το θαύμα το οποίο ζει, τότε το Άγιο Πνεύμα δεν μένει στην γενική ευλογία. Έρχεται στον καθέναν από εμάς και μας δίνει την χάρη και την ευλογία να προσφέρουμε και να προσφερόμαστε και να διακονούμε το έργο της σωτηρίας όχι μόνο του εαυτού μας, αλλά και του κόσμου.
Ο κόσμος έχει ως κέντρο τον εαυτό του, το άτομό του. Ζητά τα προσωπικά χαρίσματα, όχι για να λειτουργήσει σε προοπτική συλλογικότητας, αλλά για την ατομική καταξίωση και επιτυχία. Η κοινωνία αποτελείται από άθροισμα ατομικοτήτων, που δεν αποσκοπούν στην ομοψυχία, στην κοινότητα, στην αποστολή της προσφοράς του μηνύματος του Ευαγγελίου σε όλο τον κόσμο και την κοινή σωτηρία, αλλά στην ατομική δόξα. Γι’ αυτό και ζητά από την Εκκλησία την ικανοποίηση των ατομικών θρησκευτικών, κοινωνικών, υλικών αναγκών του. Δεν μπορεί να σκεφτεί ότι η Εκκλησία, ως το σώμα του Χριστού το οποίο συγκροτείται εν Αγίω Πνεύματι, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτόν τον αρμονικό συγκερασμό, της καταξίωσης του προσώπου που λαμβάνει έκαστον τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος όχι για να τα κρατήσει για τον εαυτό του, αλλά ως αποτέλεσμα της εκκλησιαστικής προοπτικής και ένταξης. Γι’  αυτό και τίποτε στην Εκκλησία δεν λειτουργεί στην προοπτική της ατομοκεντρικότητας, αλλά στην πορεία του σώματος του Χριστού και στην ένταξη σ’  αυτό.  Ο άνθρωπος βάζει την προσδοκία, την ομοψυχία και την αποστολή και το Άγιο Πνεύμα καταξιώνει τον καθέναν.
Μπορεί το λογικό μας να μην κατανοεί τι σημαίνει Άγιο Πνεύμα. Όταν όμως είμαστε συνηγμένοι επί το αυτό στην ευχαριστιακή και κάθε άλλη εκκλησιαστική σύναξη και νιώθουμε ότι μπορούμε να αφεθούμε στην προοπτική της προσδοκίας της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, όταν επιδιώκουμε ομοψυχία και αισθανόμαστε ότι ακόμη κι αν είμαστε διαφορετικοί, εντούτοις δεν μπορούμε χωρίς τους αδελφούς μας, όταν επιλέγουμε να αισθανόμαστε απεσταλμένοι όχι για να σώσουμε, αλλά για να μοιραστούμε ό,τι έχουμε λάβει, τότε υπάρχουν τα σημεία που αποδεικνύουν ότι υφίσταται η παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Και όλα αυτά μέσα στην προοπτική της πίστης και της παράδοσης της Εκκλησίας, η οποία διαμορφώθηκε εν Αγίω Πνεύματι και της οποίας γνώστες και συνεχιστές καλούμαστε να είμαστε και εμείς. Το παράδοξο είναι ότι μέσα από την στροφή προς τους άλλους, καταξιώνεται και ο εαυτός μας, αποκτά νόημα η ζωή μας και βρίσκουμε ό,τι μας λείπει.
Ο άνθρωπος που μέσα στο σώμα του Χριστού αισθάνεται ορφανός σημαίνει ότι δεν έχει προσπαθήσει όσο θα μπορούσε να λειτουργήσει στην προοπτική της κοινωνίας εν Αγίω Πνεύματι. Γιατί η χάρις Του έρχεται και αγιάζει τον καθέναν που προσδοκά, ομοψυχεί, αισθάνεται την ευθύνη της αποστολής του. Και ενισχύεται όποιος κοινωνεί στην ζωή της Εκκλησίας το τρίπτυχο αυτό. Έχουμε πολλά να μάθουμε. Κυρίως να λειτουργήσουμε στην δρόσο της χάριτος. Προς τα εκεί αποσκοπεί και ο αγώνας τον οποίο καλούμαστε να αναλάβουμε. Για την προσωπική μας Πεντηκοστή που δε νοείται εκτός της Πεντηκοστής όλων. Σε έναν κόσμο που μένει στην ατομοκεντρικότητα και που αρνείται να αφεθεί στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος, το οποίο «πάντα χορηγεί», από την στιγμή που επιλέγουμε να νικούμε την αμαρτία του χωρισμού μας από το Θεό και τον συνάνθρωπο, της παράδοσής μας σε έναν κόσμο σάρκινο, όπου η ατομική μας δικαίωση, καταξίωση, ηδονή είναι το κύριο κριτήριο ζωής.   Ας ξαναβρούμε λοιπόν όχι με ευχές απλώς, αλλά με πράξη, τον τρόπο του Αγίου Πνεύματος στη ζωή της Εκκλησίας.     

Κέρκυρα, 8 Ιουνίου 2014