Από την πρώτη Εκκλησία ένας μεγάλος κίνδυνος
χαρακτήριζε τους χριστιανούς: αυτός της
αυτάρκειας. Της αίσθησης δηλαδή ότι είναι αρκετό το μήνυμα του Ευαγγελίου
να κηρυχθεί σε όσους ήταν οικείοι, είτε στη γλώσσα είτε στην καταγωγή είτε στην
προηγούμενη θρησκευτική ταυτότητα. Κάθε άνοιγμα προς άλλους, οι οποίοι δεν
είχαν το στοιχείο της οικειότητας, αποτελούσε αφορμή προβληματισμού. Και δεν ήταν μόνο ένα είδος δειλίας που
χαρακτηρίζει τους ανθρώπους, οι οποίοι καλούνται να μιλήσουν όχι απλώς για
κάποιες ιδέες, αλλά για το ίδιο το νόημα της ζωής που τους συνέχει, που τους
καθιστά επιφυλακτικούς. Είναι και η
αίσθηση ότι φτάνουν οι δικοί μας για την σωτηρία. Το μήνυμα στους άλλους,
τους μη οικείους ας αφεθεί να δοθεί από κάποιους άλλους. Όχι από μας. Είναι ακόμη η αίσθηση ότι οι μη οικείοι έχουν άλλες καταβολές. Δεν
έχουν την εμπειρία του Θεού όπως εμείς. Δεν έχουν την πνευματική υποδομή, για
να μπορέσουν να κατανοήσουν το μήνυμα του Ευαγγελίου ή ακόμη κι αν διανοητικά
μπορούν, ο τρόπος της ζωής τους που δεν είναι τόσο καθαρός όσο ο δικός μας, δεν
τους επιτρέπει να ζήσουν αυτό που εμείς ζούμε και, επομένως, ας περιοριστούμε
σε αυτούς με τους οποίους μπορούμε να συνεννοηθούμε γιατί έχουμε κοινές
παραδόσεις, παρακαταθήκες, μιλάμε κοινή γλώσσα.
Η
Εκκλησία έλυσε αυτό το ζήτημα καλλιεργώντας την ιεραποστολή. Αμέσως μετά το
μαρτύριο του Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου, πολλοί εκ των χριστιανών
της Παλαιστίνης διεσπάρησαν και βρέθηκαν σε περιοχές όπου υπήρχε «ελληνιστές»,
δηλαδή Ιουδαίοι οι οποίοι μιλούσαν ελληνικά, πίστευαν στον Ιουδαϊσμό, αλλά είχαν
επηρεαστεί από την συνύπαρξής τους στη διασπορά με τους ειδωλολάτρες Έλληνες.
Αρχικά λοιπόν όσοι είχαν γίνει χριστιανοί εκήρυτταν την πίστη μόνο στους Ιουδαίους, σε εκείνους που και μιλούσαν
εβραϊκά και ακολουθούσαν τις ιουδαϊκές παραδόσεις. Τους ήταν δύσκολο να
ανοιχτούν σε εκείνους που δεν ήταν ακραιφνείς, καθαροί Ιουδαίοι, από τη στιγμή
που δεν μιλούσαν τη γλώσσα και ζούσαν ανάμεσα σε ειδωλολάτρες. Κάποιοι όμως
τόλμησαν. «Εισελθόντες εις Αντιόχειαν ελάλουν προς τους Ελληνιστάς, ευαγγελιζόμενοι
τον Κύριον Ιησούν» (Πράξ. 11, 20).
Υπερέβησαν τον φόβο και την αυτάρκεια, αλλά και το κλείσιμο στην γνησιότητα και
την καθαρότητα και ανοίχτηκαν. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Καθώς «η χειρ
Κυρίου μετ’ αυτών ην», πολύς αριθμός αφού πίστεψε, επέστρεψε προς τον Κύριο. Ο
Χριστός φώτισε και ευλόγησε το άνοιγμα των τολμηρών πιστών.
Τα χαρακτηριστικά αυτής της
κατάστασης τα βιώνουμε τόσο στον κόσμο όσο και στην Εκκλησία και σήμερα. Από την μία ο κόσμος αισθάνεται την
αυτάρκεια να μπορεί να ζει χωρίς Θεό, χωρίς υπαρξιακές και μεταφυσικές ανησυχίες,
χωρίς νόημα αιωνιότητας, γι’ αυτό και λοιδορεί την πίστη και αρνείται να
συζητήσει για το Θεό. Ταυτόχρονα, πολλοί διακατέχονται από ένα πνεύμα εγκλωβισμού
στην οικειότητα. Έναν εκλεκτικισμό που
γίνεται υπερηφάνεια. Αρνούνται σήμερα οι άνθρωποι να βγούνε από το καβούκι
του εαυτού τους, να προχωρήσουν στην ανάπτυξη γνήσιων σχέσεων και με άλλους,
εκτός από τους κάθε μορφής οικείους, προτιμούν να παραμένουν προσηλωμένοι στην
δύναμη της εικόνας και των ΜΜΕ, τα οποία κατατρώγουν τον όποιο χρόνο
κοινωνικότητας και αγάπης και περιφρονούν όσους δεν είναι καθαρά δικοί τους,
είτε λόγω της γλώσσας, είτε λόγω των παραδόσεων, είτε λόγω της καταγωγής. Διακατέχονται λοιπόν από ένα πνεύμα
υπερηφάνειας και οίησης, μόνο που το δηλώνουν ξεκάθαρα, με κάθε δυνατό
μέσο, εκμεταλλευόμενοι την άνεση στο
θράσος που το σήμερα μας προσφέρει, όπως επίσης και το ότι η δαιμονική τους
έπαρση τους κάνει να μην σιωπούν, αλλά να προβάλλονται. Και αυτό συμβαίνει
και έναντι των χριστιανών, οι οποίοι υφιστάμεθα την προπαγάνδα της επηρμένης
οφρύος των όσων βρίσκονται στην κατάσταση κάθε μορφής αυτάρκειας.
Από την άλλη, υπάρχει και εντός της Εκκλησίας ένα ρεύμα το οποίο
είναι εγκλωβισμένο στην δική του αυτάρκεια. Αυτή παίρνει συνήθως την μορφή της
ηθικής και δογματικής καθαρότητας, που δεν θέλει να ανοιχτεί, είτε γιατί δειλιάζει
και φοβάται ότι πρέπει να ακολουθήσει νέα σχήματα για να διαλεχθεί με τον κόσμο,
είτε γιατί είναι ράθυμο και ευχαριστημένο με την δική του σωτηρία, όπως
πιστεύει, και αρκείται στην πεποίθηση ότι «αρκεί ο Θεός που φροντίζει για τους
άλλους», είτε γιατί έχει απολυτοποιήσει την αξία της δικής του πνευματικής
κατάστασης, την οποία στηρίζει στην παράδοση και τις παραπομπές σε λόγους
μεγάλων Πατέρων, χωρίς να βλέπει τη ζωή εκείνων, η οποία ήταν πάντοτε ανοιχτή
προς όλους. Αυτό το ρεύμα εγκλωβίζει την Εκκλησία σε μία γερασμένη νοοτροπία,
φοβική, και συνήθως καλύπτει προσωπικές αμαρτίες και απωθημένα, τα οποία δεν
αντιμετωπίζονται χωρίς αγάπη. Αυστηροί
προς τον εαυτό μας, επιεικείς προς τους άλλους ήταν και είναι ο αληθινός τρόπος
της Εκκλησίας.
Ας ξαναβρούμε το ήθος και τον τρόπο της ιεραποστολής. Ας υπερβούμε
την αυτάρκειά μας. Και την ίδια στιγμή ας μην φοβόμαστε την κοσμική αυτάρκεια. Η
περιθωριοποίηση των χριστιανών και ο διωγμός, σωματικός, ψυχολογικός, ηθικός,
πνευματικός, είναι σημείο του σταυρού του Χριστού, τον οποίο καλούμαστε να
σηκώσουμε. Μέσα στην όποια όμως απόρριψη οφείλουμε να μην περιχαρακωνόμαστε σε
έναν ελιτισμό και στην αίσθηση ότι είμαστε οι σεσωσμένοι. Ανάλογα με τα
χαρίσματα και τη δύναμη της πίστης του ο καθένας, ανάλογα με την εκκλησιολογική
του συνείδηση, την μετοχή του δηλαδή στη ζωή της Εκκλησίας, ας μην εγκαταλείψει
το όραμα να συνδράμει ώστε και έτεροι να γνωρίσουν το μήνυμα του Ευαγγελίου. Να
προβληματισθούν. Να καλλιεργήσουν ανησυχίες, που η χάρις του Θεού θα βοηθήσει
να γίνουν μονοπάτια σωτηρίας. Και ας αποφεύγουμε την αυτάρκεια τόσο στη σχέση
μας με το Θεό, όσο και στη σχέση μας με τους ανθρώπους. Η δεκτικότητα και η
αγάπη ας μας κάνουν ανοιχτούς. Είναι δρόμος ζωής και ελπίδας και «η χειρ του
Κυρίου θα είναι μεθ’ ημών».
Κέρκυρα, 18 Μαΐου 2014