Ένας
από τους πολλούς λόγους για τους οποίους τιμούμε την Παναγία είναι και γιατί
ένωσε αυτά που φαίνεται αδύνατον να ενωθούν, έφερε τα αντίθετα στον ίδιο τόπο
και τρόπο. Γι’ αυτό και ο ποιητής του Ακαθίστου Ύμνου την χαιρετά αναφωνώντας: «Χαίρε,
η ταναντία εις ταυτό αγαγούσα . χαίρε η παρθενίαν και λοχείαν
ζευγνύσα». Και μας δίδει η Υπεραγία Θεοτόκος ένα παράδειγμα κατά Θεόν σύνθεσης,
μοναδικό σε ό,τι αφορά την δυναμική του, αλλά και την ίδια στιγμή κατορθωτό από
όλους μας, παρά την φαινομενική δυσκολία του.
Ποια
είναι τα αντίθετα που ένωσε στο πρόσωπό της η Παναγία;
Πρώτα τον Θεό με τον άνθρωπο.
Γνωρίζουμε από την θεολογική μας παράδοση ότι ο Θεός είναι άκτιστος και ο
άνθρωπος κτιστός. Το κτιστόν δανείζει την σάρκα, δανείζει την μήτρα, δανείζει
την μητρότητα, τόποι και τρόποι ανθρώπινοι, στον Θεό και ο άσαρκος σαρκούται, ο
αχώρητος χωρείται, ο απρόσιτος νηπιάζει. Είναι μυστήριο μέγα και μοναδικό αυτό.
Ο πεπερασμένος νους μας δεν μπορεί να το συλλάβει. Στο πρόσωπο της Παναγίας
όμως λαμβάνει υπόσταση. Και την ίδια στιγμή η Θεοτόκος γίνεται η απαρχή ώστε
όλοι οι άνθρωποι να μπορούν να ζήσουν αυτόν τον τρόπο ένωσης του Θείου και του
ανθρώπινου. Μόνο που σε μας αυτό δε γίνεται κατά φύσιν, αλλά κατά χάριν. Όταν
μετέχουμε στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του
Χριστού. Ο Χριστός κατοικεί στην ύπαρξή μας. Όταν η ύπαρξή μας αγωνίζεται να
χαριτωθεί. Να ειρηνεύσει εντός της από την τρικυμία των παθών και των λογισμών.
Να υπακούσει στο θέλημα του Θεού. Να ελκύσει την παρουσία Του χάρις στην
προσευχή, την ταπείνωση, την αγάπη. Να Τον κοινωνήσει στην Εκκλησία και τη ζωή
της. Και ως τόπο και ως τρόπο. Τόπος η καρδιά μας. Τρόπος η ένωση μαζί Του. Να
γιατί η Παναγία γίνεται η αφετηρία για την υπέρβαση των αντιθέτων.
Ένωσε την παρθενία και την λοχεία. Η
Παναγία πιστεύουμε ότι υπήρξε προ τόκου, κατά τον τόκον και μετά τόκον
παρθένος. Αυτό είναι ασύλληπτο για τις πτωχές μας πνευματικές δυνάμεις. «Νενίκηνται
της φύσεως οι όροι». Η φύση θέλει την παρθενία να διαλύεται στον τόκο. Κι αυτό
είναι δωρεά του Θεού στο ανθρώπινο γένος, για να βοηθά και να διαδέχεται. Στην
Παναγία έχουμε και τα δύο, μόνο που επέρχεται ένα διαφορετικό περιεχόμενο. Η Παναγία
ως γυναίκα δεν βοηθά έναν άνδρα. Βοηθά όλο το ανθρώπινο γένος να βρει τον
αληθινό του προορισμό. Τον Παράδεισο της κοινωνίας με το Θεό. Και γεννά την διαδοχή
όχι ως σημείο της αναπαραγωγής, δηλαδή της ανάγκης του ανθρώπου να νικήσει δια
της τεκνοποιίας τον θάνατο, αλλά ως διαδοχή της αιωνιότητας και της αθανασίας
κατά χάριν, με την νίκη κατά του πνευματικού θανάτου. Δεν διατηρεί το όνομα
μιας οικογένειας και τη γενιά ζωντανή, αλλά γεννά Εκείνον που θα κρατήσει ζωντανό
και εν τω νυν και εν τω μέλλοντι αιώνι σύμπαν το ανθρώπινο γένος που θα
πιστέψει, θα αγαπήσει, που θα δοθεί σ’ Αυτόν. Σημείο του νέου τρόπου βοήθειας και διαδοχής είναι η διατήρηση από την Παναγία της
παρθενίας, όχι μόνο ως φυσικού σημείου, αλλά και ως καρδιακής δωρεάς. Κι αυτό
μυστήριο μέγα και ανήκουστον.
Ένωσε τον διασπασμένο και διαχωρισμένο σε
λαούς, φυλές και γλώσσες, όπως επίσης και τον διχοτομημένο εντός του άνθρωπο και έφερε την ειρήνη ως δωρεά ζωής. Η Παναγία μάς ξαναέδωσε τον αληθινό
προορισμό μας που δεν είναι να είμαστε διαιρεμένοι. Και η διαίρεση δεν είναι
μόνο εξωτερική, αλλά, κυρίως εσωτερική. Έχει να κάνει τόσο με τις διαμάχες για
εξουσία, για οριοθέτηση των κεκτημένων μας, με τον τονισμό των διαφορών μας, μέσα
από ένα πνεύμα υπερηφάνειας και μίσους. Έχει όμως να κάνει και με τον εαυτό
μας, όπου διχοτομούμαστε εξαιτίας της παράδοσής μας στα πάθη και τις αμαρτίες,
των επιδράσεων του διαβόλου και της κακίας, το πνεύματος εξουσίας έναντι των
άλλων που δεν μας αφήνει να αγαπούμε και μας καθιστά κακότροπους και
εγωκεντρικούς. Έχει να κάνει με την απουσία τελικά του Θεού ως κριτηρίου
διαμόρφωσης της πορείας της ζωής μας. Η Παναγία εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού
και γεύεται ως δωρεά την ειρήνη της καρδιάς, πως ό,τι και να της συμβεί είναι
φανέρωση της αγάπης του Θεού. Και μας υπενθυμίζει την καταγωγή μας εκ Θεού, ότι
είμαστε εικόνες Του που καλούμαστε να ζήσουμε καθ’ ομοίωσίν Του. Αυτό σημαίνει
πως όλες οι διαφορές που έχουμε δεν μπορούν να διαγράψουν την κοινή μας
ταυτότητα. Ότι είμαστε τέκνα Θεού. Γι’ αυτό και η χριστιανική μας ιδιότητα και
ζωή μας ενώνει σε μία πρόσκληση για παροξυσμό αγάπης, προσευχής, πόνου για όλο
το ανθρώπινο γένος. Ανήκουμε ο καθένας στο λαό του, έχουμε ιστορία και μνήμη,
διαφορές εξωτερικές σε σχέση με τους άλλους. Εντός της καρδίας μας όμως δεν
υπάρχει τόπος για διχασμό, γιατί ειρηνεύουμε κατά Θεόν. Βλέπουμε τον κάθε
άνθρωπο ως τον αδελφό μας. Κι αυτό είναι πάλι μυστήριο, μοναδικό και αιώνιο.
Σε
μία εποχή υπερτονισμού των αντιθέσεων και την ίδια στιγμή πεποιθήσεως στο «εγώ»
μας, στα επιτεύγματα, στις δυνάμεις μας, στις ικανότητές μας να βρεθούν λύσεις,
στις αποφάσεις μας, στις ιδέες μας, η Παναγία αφαιρεί τις σκιές και καλύμματα
που δεν αφήνουν το πρόσωπά μας να δούνε την Αλήθεια, που είναι ο Χριστός. Μόνο
ο τρόπος της Παναγίας και ο τόπος της που είναι η Εκκλησία μπορούν να ενώσουν
ταναντία. Ας μην περιμένουμε από τους πολλούς και τον κόσμο λύση, αλλά ας
αγωνιστούμε ο καθένας στην δική του ζωή να θυμόμαστε τι σημαίνει χριστιανός, τι
σημαίνει αναστημένος από τον πνευματικό θάνατο άνθρωπος, τι σημαίνει κοινωνία με
τον Άκτιστο. Ίσως κατανοήσουμε το μέγεθος της δωρεάς και την ίδια στιγμή την
αδυναμία μας να την οικειωθούμε. Ταυτόχρονα όμως θα στραφούμε με εμπιστοσύνη,
όπως τα παιδιά στη μητέρα τους, προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Κι εκείνη θα
μεσιτεύει για να την ακολουθήσουμε εν ελευθερία στην οδό της ενότητας με το Θεό
και τον συνάνθρωπο.
Κέρκυρα, 21
Μαρτίου 2014