Στην πνευματική ζωή υπάρχει ένα τρίπτυχο το οποίο αποτελεί πολύτιμο οδοδείκτη στην πορεία μας προς τον ουρανό. Είναι η ανάγνωση, είναι η συμβουλή, είναι η διδασκαλία. Και τα τρία περιλαμβάνονται στις πνευματικές υποθήκες που ο απόστολος Παύλος απευθύνει στον μαθητή του Τιμόθεο, επίσκοπο Εφέσου, και κατ’ επέκτασιν προς όλους τους χριστιανούς. «Ἐως έρχομαι πρόσεχε τη αναγνώσει, τη παρακλήσει, τη διδασκαλία» (Α’ Τιμ. 4, 13). Ίσως κάποιος να ισχυριζόταν ότι αυτά αναφέρονται στους ποιμένες, στους πνευματικούς μας καθοδηγητές. Όμως οι ποιμένες δεν υπάρχουν μόνο για τον εαυτό τους. Ό,τι ισχύει για εκείνους ισχύει και για εμάς. Επομένως, αν θέλουμε να προκόψουμε αληθινά, χρειάζεται αυτό το τρίπτυχο να το εφαρμόζουμε στη ζωή μας. Και μάλιστα, η εφαρμογή του χρειάζεται να γίνεται με «προσοχή», δηλαδή με αφιέρωση του νου και της καρδιάς μας στην πνευματική εργασία.
Η ανάγνωση των Γραφών και των πνευματικών λόγων αποτελεί στοιχείο το οποίο μας οδηγεί στην πνευματική και εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία. Διαβάζοντας το Ευαγγέλιο γνωρίζουμε ποιοι είμαστε. Ποιος είναι ο Θεός στον Οποίο πιστεύουμε και τι θέλει από εμάς. Ερευνούμε τα κρύφια της καρδιάς μας, διότι κάθε λόγος Θεού αποκαλύπτει το βάθος της ψυχής μας. Και την ίδια στιγμή μας δείχνει την συνέχεια της ζωής της Εκκλησίας. Πού ανήκουμε. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αγία Γραφή αποτελεί ιερό βιβλίο, όχι γιατί μπορεί να υποκαταστήσει την Εκκλησία, αλλά γιατί η Εκκλησία μας δείχνει δι’ αυτής ότι «Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13,8). Η προσοχή κατά την ανάγνωση λοιπόν δεν έχει να κάνει μόνο με το τεταμένο του νου και τη συγκέντρωση όταν διαβάζουμε. Έχει να κάνει με την ανάγκη του φωτισμού μας από τον Θεό, ώστε να μπορούμε να κατανοούμε όσα διαβάζουμε, να μη μένουμε μόνο στο γράμμα τους, αλλά να προσπαθούμε να οικειωθούμε το πνεύμα τους. Ο λόγος του Θεού θέλει αφιέρωση. Θέλει συν-κίνηση των εσωτερικών μας δυνάμεων. Και την ίδια στιγμή, θέλει αγάπη, ώστε να του δίδεται η πρέπουσα σημασία και να γίνεται αφετηρία εφαρμογής του στη ζωή μας.
Η παράκληση έχει να κάνει με τις συμβουλές που απορρέουν από την πνευματική ζωή. Και έχουμε όλοι ανάγκη από αυτές, οι οποίες να γίνονται σημείο αναφοράς προς την Αλήθεια, δηλαδή τον Χριστό. Συμβουλές στην Εκκλησία μπορούν να δώσουν οι πάντες. Πόσο όμως αισθανόμαστε ότι είμαστε δυνατοί και ικανοί «ετέρους διδάξαι» (Β’ Τιμ. 2,2); Συνήθως οι άνθρωποι υποφέρουμε από μία δοκησισοφία. Νομίζουμε ότι γνωρίζουμε και μάλιστα όταν έχει εκλείψει το πνεύμα της μαθητείας από την πορεία μας. Αντί να έχουμε ταπείνωση και διάθεση να ακούμε, είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να διατρανώσουμε τις απόψεις μας, να προτείνουμε τις λύσεις μας και να απαιτήσουμε από τους άλλους να κάνουν αυτό που τους λέμε. Στην Εκκλησία όμως υπάρχει η παράκληση δια της προσευχής στο Θεό και την ίδια στιγμή όσοι έχουν λάβει την ιδιαίτερη ευλογία να εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση, καλούνται να μην απεμπολούν το χάρισμά τους. Αυτοί είναι οι ποιμένες, οι παιδαγωγοί εν Χριστώ. Είναι εκείνοι στους οποίους η Εκκλησία εμπιστεύθηκε την δυνατότητα να συμβουλεύουν, να ενισχύουν, να παρακαλούν το λαό του Θεού. Να τον στηρίζουν στις δυσκολίες του. Κι εδώ η προσοχή είναι απαραίτητη. Τόσο από την μεριά του ποιμένα, ο οποίος καλείται με αγάπη, ειλικρίνεια και προσευχή να αφήνει το περίσσευμα της καρδιάς του να μιλεί στους ανθρώπους, αλλά και από εμάς, που καλούμαστε με επίγνωση της θέσεώς μας να μάθουμε να ακούμε τα όσα μας λέγουν και να μην επιτρέπουμε στον εγωισμό μας να απορρίπτει όχι μόνο τον λέγοντα αλλά και λεγόμενά του. Γιατί τότε περιπίπτουμε είτε στην εσωστρέφεια και την λύπη της μοναξιάς είτε γινόμαστε οδηγοί του εαυτού μας, με αποτέλεσμα την ανυπακοή και την πτώση.
Η διδασκαλία έχει να κάνει με την αυθεντικότητα του βιώματος της Εκκλησίας, το οποίο παρατίθεται τόσο δια του λόγου όσο και δια των έργων. Διδασκαλία είναι η αγιότητα και ο τρόπος της. Διδασκαλία είναι ο συνδυασμός θεωρίας και πράξης. Διδασκαλία είναι η ερμηνεία της αλήθειας. Διδασκαλία είναι και η αξιολόγηση των έργων και της ζωής μας, όχι από τους ανθρώπους, αλλά από τα όσα ο Θεός ζητά. Διδασκαλία είναι η ανάπτυξη σχέσης με αυτόν που διδάσκει, γιατί τίποτε στην Εκκλησία δεν είναι απρόσωπο. Διδασκαλία είναι η συγκρότηση σε κοινότητα, στο σώμα του Χριστού, γιατί τα πάντα γίνονται φανερά και απευθύνονται σε όλους όταν μπορούμε να συναντιόμαστε. Διδασκαλία είναι η επισήμανση του ψεύδους, της αίρεσης, της απομάκρυνσης από την γνησιότητα. Όχι με κραυγές, αλλά με νηφαλιότητα. Και με εμπιστοσύνη τελικά στην ίδια την Εκκλησία, η οποία μπορεί να αποδεχτεί ή και να απορρίψει κάθε διδασκαλία, ακόμη κι αν φαίνεται ευφυής και ορθή. Γιατί γνώμονας της Εκκλησίας δεν είναι να ευχαριστήσει ή να επαινέσει, αλλά να σώσει.
Το τρίπτυχο αυτό δεν είναι εύκολο να βρει εφαρμογή στη ζωή μας. Από την μία η έλλειψη χρόνου και η πρόταξη άλλων προτεραιοτήτων δεν μας αφήνει να μελετήσουμε. Ο εγωισμός δεν μας αφήνει να ακούσουμε τις συμβουλές των πνευματικών μας πατέρων. Η αίσθηση ότι κατέχουμε την αλήθεια δεν μας αφήνει να διδαχθούμε. Την ίδια στιγμή η κατά κόσμον σοφία έρχεται να μας συναντήσει και να μας εμβάλλει τον πειρασμό της ζωής χωρίς τον Θεό. Της υιοθέτησης άλλων γραφών ως αφετηρίας για τη ζωή μας. Της άρνησης ένταξης στην Εκκλησία. Της αίσθησης ότι η σοφία και η επιστήμη του κόσμου αρκούν. Έχουμε όμως ευθύνη έναντι του Θεού να καλλιεργούμαστε και έναντι του εαυτού μας και των άλλων να ανήκουμε στο σώμα του Χριστού, να διδασκόμαστε και να παρακαλούμαστε, ξαναβρίσκοντας πορεία ζωής και ελπίδας. Ας προσέξουμε λοιπόν τον λόγο του Αποστόλου. Και ας αλλάξουμε όσο είναι εφικτός τις προτεραιότητές μας λαμβάνοντας την χάρη και την ευλογία και την ομορφιά που ο λόγος του Θεού μας δίδει για κάθε περίσταση της ζωής μας και για κάθε πτυχή του εαυτού μας.
Κέρκυρα, 26 Ιανουαρίου 2014