Η εορτή ενός ιερομάρτυρος επισκόπου, όπως του Αγίου
Ελευθερίου, αποτελεί ευκαιρία για την Εκκλησία μας να μας υπενθυμίσει την
παραίνεση του Αποστόλου Παύλου, προς τον μαθητή του Τιμόθεο, επίσκοπο Εφέσου. Ο
Απόστολος των Εθνών προτρέπει τον Τιμόθεο να μην ντρέπεται να ομολογήσει τον
Κύριο, ακόμη κι αν αυτή η ομολογία γίνει αφορμή για μαρτύριο. «Μη ουν
επαισχυνθής το μαρτύριον του Κυρίου ημών μηδέ εμέ τον δέσμιον αυτού» (Β’ Τιμ. 1,8). Τι σημαίνει λοιπόν
«μαρτύριον» και ποιο είναι το χρέος όχι μόνο του επισκόπου, αλλά και του κάθε
χριστιανού, κατά τον Απόστολο;
Μαρτύριον είναι η απόφαση της καρδιάς μας
ότι ανήκουμε στο Χριστό. Και ανήκω σημαίνει ότι το θέλημά μου παραδίδεται
εν ταπεινώσει στο θέλημα του Χριστού, στον νόμο του Κυρίου μας. «Λύχνος τοις
ποσί ο λόγος σου και φως ταις τρίβοις μου», κατά τον Ψαλμωδό. Η απόφαση αυτή
προϋποθέτει εσωτερική διεργασία, διάλογο του ανθρώπου με τον εαυτό του και την
ψυχή του, ελεύθερη αποδοχή της πίστης ως στάσης ζωής που εκφράζει αυτόν που την
αποδέχεται σε απόλυτο βαθμό και κατάφαση στην κλήση του Θεού. Είναι ένας δρόμος
δύσκολος. Γιατί ο άνθρωπος καλείται να νικήσει εντός του τις αρχές και τις
εξουσίες του κόσμου τούτου και τον κοσμοκράτορα διάβολος. Χωρίς να του το
επιβάλει κανείς, να επιλέξει μία οδό ολιγάρκειας, αγάπης και εμπιστοσύνης στο
Θεό, που δεν θα κάνει πίσω με την πρώτη δυσκολία ή με τις επιθέσεις του κόσμου
και του ιδίου θελήματος, αλλά με επιμονή ο άνθρωπος θα διαλέξει να ανήκει στο
Χριστό, να Τον αγαπά και να θέλει να εφαρμόσει ό,τι ο Χριστός ζητά μέσα από το
Ευαγγέλιο. Ο Χριστός γίνεται τότε ο πολύτιμος μαργαρίτης, χάριν του οποίου τα
πάντα μπορεί να πωληθούν, προκειμένου να αγοραστεί το χωράφι στο οποίο ο μαργαρίτης
φυλάσσεται. Ωστόσο αυτή η αγορά δεν εξασφαλίζει την κατοχή του μαργαρίτη από
τον άνθρωπο. Χρειάζεται το μαρτύριον, η διάθεση της ύπαρξής μας να καταστήσει
τον μαργαρίτη το όντως πολύτιμον για τη ζωή μας.
Μαρτύριον είναι η απόφαση της ομολογίας χωρίς αισχύνη, χωρίς ντροπή,
χωρίς υπεκφυγές. Είναι η ξεκάθαρη στάση ενώπιον των ανθρώπων ότι πιστεύουμε
στο Θεό και ότι η απόφαση αυτή είναι στάση ζωής. Συχνά θέλουμε να λέμε ότι
πιστεύουμε στο Θεό. Δεν είναι όμως στάση ζωής η απόφαση αυτή, αλλά τήρηση ενός
εξωτερικού τύπου. Δείχνουμε ότι πιστεύουμε, χωρίς όμως αυτή η οδός να
συνοδεύεται από έμπρακτη φανέρωση. Τηρούμε εξωτερικά τις εντολές, αλλά η καρδιά
μας δεν είναι έτοιμη να αποδεχθεί όποια δοκιμασία επιτρέπει ο Θεός να
υποστούμε. Και είναι κυρίως το άθεο ή αδιάφορο πνεύμα της εποχής που βάζει σε
δοκιμασία την απόφασή μας και μας ενσπείρει αισχύνη ή φόβο για το μαρτύριον. Η
καρδιά μας δεν είναι έτοιμη και ταράσσεται και δειλιάζει. Μας καλούν οι
άνθρωποι να ομολογήσουμε την πίστη μας και εμείς επικαλούμαστε διάφορες
προφάσεις για να το αποφύγουμε. Την ίδια στιγμή προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε
την στάση μας, θέλοντας να τα έχουμε καλά και με τον Θεό και με το κοσμικό
πνεύμα. Αυτό δεν δικαιολογεί επιθετικότητα εναντίον των ανθρώπων, εναντίον των
άλλων που δεν πιστεύουν. Δεν δικαιολογεί μίσος και φανατισμό, που πολλές φορές
καλύπτει τα δικά μας υπαρξιακά κενά ή τα κενά πίστης, καθώς ζητούμε να
φαινόμαστε ακέραιοι και ακαινοτόμητοι, για να μην φανεί η πνευματική μας
γυμνότητα. Δεν είμαστε όμως εμείς αυτοί που χρειάζεται ο Θεός για να Τον
ομολογήσουν. Εμείς είμαστε αυτοί που χρειαζόμαστε Εκείνον και που με την όποια
μαρτυρία μας δείχνουμε αυτήν μας την αγάπη, αυτήν μας την ανάγκη, ότι Εκείνος
είναι το νόημα της ζωής μας.
Μαρτύριον είναι το να μην επαισχυνόμαστε για τους δεσμίους του Θεού,
για τους ανθρώπους που πριν από εμάς αγάπησαν το Θεό και αγίασαν, αλλά και για
την Εκκλησία και τη ζωή της. Συχνά οι άνθρωποι δεν φοβόμαστε να πούμε ότι
πιστεύουμε στο Θεό. Τον καθιστούμε άλλωστε μία αόρατη και παντοδύναμη ύπαρξη, η
οποία στη γενικότητά της μπορεί να γίνει αποδεκτή από τους άλλους. Δυσκολευόμαστε
όμως να ομολογήσουμε ότι σκοπός της ζωής μας είναι η αγιότητα. Δυσκολευόμαστε
να ομολογήσουμε ότι είμαστε ενεργά μέλη της Εκκλησίας. Ότι δεν ντρεπόμαστε που
ανήκουμε στο Σώμα του Χριστού. Που έχουμε πνευματικούς πατέρες. Που μελετούμε
το Ευαγγέλιο και προσπαθούμε να το κάνουμε πράξη στη ζωή μας, προσευχόμενοι για
όσους μας θλίβουν, συγχωρώντας και αγαπώντας ακόμη και τους εχθρούς μας και
ζητώντας από το Θεό το έλεός Του, τόσο για μας όσο και για όλους τους
ανθρώπους. Κάθε φορά που η Εκκλησία συκοφαντείται και δυσφημείται, ενίοτε από
λάθη και αμαρτίες των ανθρώπων, κρυβόμαστε από ντροπή. Δεν κατανοούμε ότι
πρωτίστως όλοι είμαστε αμαρτωλοί και εμείς το ίδιο. Ότι δεν χρειάζεται να
απολογούμαστε γι’ αυτό, αλλά να μετανοούμε, όχι για να αμνηστεύονται οι
αμαρτίες, αλλά γιατί ο καθένας μας έχει φταίξιμο έναντι του Θεού. Την ίδια
στιγμή ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε ότι αποδεχόμαστε την πνευματική παράδοση της
Αλήθειας, η οποία ανά τους αιώνες παραμένει μοναδική και εκφράζεται από πλήθος
Αγίων, οι οποίοι μας άφησαν πολύτιμη παρακαταθήκη την εμπειρία τους και την
αφιέρωση στο Χριστό, μέχρι θανάτου.
Μαρτύριο, τέλος σημαίνει αγάπη και θάνατος. Αγάπη για όλους και είναι
έμπονη αυτή η αγάπη. Γιατί οι άλλοι ενίοτε δεν την κατανοούν, ούτε και μας την
ανταποδίδουν, αλλά μας λοιδορούν ή μας θέλουν κατά το δικό τους πρότυπο ή είναι
έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να μας αμφισβητήσουν, γιατί δεν καταλαβαίνουν ότι ο
ένας συμπληρώνει τον άλλο στο σώμα του Χριστού, ο ένας αγωνίζεται για τον άλλο.
Έτσι ο καθένας μας μεταφέρει τις δικές του επιδιώξεις, τις δικές του ιδέες, τον
δικό του τρόπο στο σύνολο του Σώματος
του Χριστού και αρνείται να μοιραστεί και να υπομείνει και τους τρόπους των
άλλων. Έτσι η αληθινή αγάπη προϋποθέτει τον θάνατο, ο οποίος πηγάζει από την
ταπείνωση, δηλαδή τον αγώνα υποχώρησης του ιδίου θελήματος, των ιδίων ιδεών και
απόψεων και οικείωσης του θελήματος του Θεού, αλλά και της υπομονής στις
θλίψεις που μας προκαλούν οι άλλοι, πιστεύοντες και μη πιστεύοντες.
Αυτός ο δρόμος του μαρτυρίου
είναι ο κατεξοχήν δρόμος της Εκκλησίας. Αυτόν ας καλεί ο Χριστός να
ακολουθούμε. Και αυτός είναι ο δρόμος των Αγίων, τους οποίους καλούμαστε να
έχουμε ως συμμάχους και πρεσβευτές στον αγώνα μας. Ας είναι λοιπόν αυτή η
πορεία όχι μόνο των Επισκόπων ή των ιερέων, αλλά όλων των χριστιανών για να
έχει ο κόσμος μας παραδείγματα ελπίδας και γνήσιας πίστης, τα οποία τόσο πολύ
τα έχει ανάγκη.
Κέρκυρα, 15 Δεκεμβρίου 2013