Το
πιο μεγάλο υπαρξιακό ερώτημα που έχουμε οι άνθρωποι είναι το τι γίνεται μετά
θάνατον. Πώς θα είναι η ύπαρξή μας. Πώς θα είναι η κοινωνία με το Θεό. Με ποια
κριτήρια θα είμαστε με Εκείνον ή θα είμαστε μακριά Του; Με ποιους θα είμαστε;
Τα ερωτήματα αυτά πηγάζουν τόσο από το μυαλό μας, τη λογική μας, η οποία,
επειδή προσεγγίζει τα πράγματα και τον κόσμο δια των αισθήσεων, με βάση ό,τι
βλέπει και ό,τι ακούει, δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις οι οποίες θα στηρίζονται
σε πραγματικά δεδομένα. Ένας άλλος δρόμος απάντησης έχει να κάνει με την πίστη
στην εμπειρία κάποιων άλλων ανθρώπων, τους οποίους εμπιστευόμαστε και οι οποίοι
μας έχουν αφήσει ως παρακαταθήκη ό,τι έχουν ζήσει, δηλαδή μέσα από το βίωμα της
Εκκλησίας. Ο τρίτος δρόμος έχει να κάνει με την πίστη στο Θεό και το λόγο του
Ευαγγελίου, μέσα από τον οποίο προσεγγίζουμε το μυστήριο της αιωνιότητας.
Ο
απόστολος Παύλος, απαντώντας στην αμφισβήτηση των Κορινθίων σχετικά με το
πρόσωπό του και κατά πόσον ήταν όντως απόστολος κεκλημένος από το Θεό,
διηγείται με πλάγιο τρόπο την εμπειρία της αιωνιότητας την οποία έζησε ο ίδιος.
«Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ προ ετών δεκατεσσάρων
. είτε εν σώματι ουκ οίδα,
είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν . αρπαγέντα τον
τοιούτον έως τρίτου ουρανού. Και οίδα τον τοιούτον άνθρωπον . είτε
εν σώματι είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν . ότι ηρπάγη
εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα
ρήματα, ά ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ.
12, 2-4). «Ξέρω έναν άνθρωπο πιστό, ο οποίος πριν από δεκατέσσερα χρόνια
ανυψώθηκε μέχρι και τον τρίτο ουρανό –δεν ξέρω αν ήταν με το σώμα του ή χωρίς
το σώμα, αυτό ο Θεός το ξέρει. Ξέρω ότι αυτός ο άνθρωπος –ή ήταν με το σώμα ή
χωρίς το σώμα δεν το ξέρω, ο Θεός το ξέρει –μεταφέρθηκε ξαφνικά στον παράδεισο
κι άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος».
Τα
λόγια αυτά του Παύλου δίνουν απάντηση στο υπαρξιακό ερώτημα της αιωνιότητας
μέσα και από τους τρεις δρόμους. Αποτελούν προσέγγιση του Παραδείσου μέσα από
τις αισθήσεις και τον νου, γιατί ο Παύλος ένιωσε αυτή την αρπαγή από τη γη στον
ουρανό, ακόμη κι αν δεν μπορεί να προσδιορίσει αν ήταν με το σώμα του ή χωρίς
αυτό, η ακοή του άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να πει άνθρωπος, ενώ την ίδια
στιγμή η εμπειρία του Παύλου έρχεται να συναντήσει αντίστοιχες εμπειρίες
δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης (το όραμα του προφήτη Ησαΐα που ανέβηκε στο θρόνο
του Θεού) ή και της Καινής (όπως του ευαγγελιστή Ιωάννη όταν έγραφε την Αποκάλυψη). Παράλληλα, ο Παύλος ήταν
πεπεισμένος πως ό,τι έζησε και άκουσε αποτελεί σημείο πίστης και σχέσης με το
Θεό. Γι’ αυτό και θα προσθέσει στα όσα περιγράφει: «υπέρ του τοιούτου
καυχήσομαι». Γι’ αυτή την εμπειρία μπορεί να καυχηθεί και όχι για κάποιο από τα
δικά του έργα, ούτε καν για τον εαυτό του.
Η
αιωνιότητα, ο Παράδεισος, ακόμη κι αν δεν μπορεί να δηλωθεί με ρητό τρόπο, θα
είναι κοινωνία λόγου μεταξύ Θεού και ανθρώπου και την ίδια στιγμή, κοινωνία και όλων των ανθρώπων που θα βιώνουν αυτή την εμπειρία με το Θεό και μεταξύ τους. Ο λόγος είναι η βάση η οποία
αποτυπώνει την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του ανθρώπου και της κτίσης, της υπόλοιπης
δημιουργίας. Οι ήχοι και οι φωνές
ενυπάρχουν στη ζωή του κόσμου. Η παραγωγή όμως λόγου και η επικοινωνία υπάρχει
στον άνθρωπο. Και αυτός ο λόγος είναι έναρθρος, αποτυπώνει ιδέες, σκέψεις,
συναισθήματα, επιθυμίες. Είναι δημιουργικός. Γεννά διάλογο με τον πλησίον και
τον εαυτό μας. Την ίδια στιγμή γεννά πολιτισμό, δηλαδή αναζήτηση νοήματος στη
ζωή και έκφραση του νοήματος με συγκεκριμένο τρόπο, ιδέες, έργα και
δημιουργήματα, τεχνήματα. Γεννά όμως και κοινωνία με τον συνάνθρωπο, η οποία
εκφράζεται με την συνύπαρξη. Και όλα αυτά αποτυπώνουν, για όποιον πιστεύει, το κατ’
εικόνα Θεού που ενυπάρχει ως δωρεά στον άνθρωπο.
Ο
λόγος είναι έκφραση τόσο του σώματος, όσο και της ψυχής μας. Το σώμα δηλώνει με
την φωνή, την γραφίδα, τις εκφράσεις, τις κινήσεις ό,τι σκέπτεται, αισθάνεται και βιώνει ή θα
ήθελε να βιώσει τόσο το ίδιο όσο και η ψυχή. Γι’ αυτό και η πίστη στην
αιωνιότητα δεν μπορεί να αφήσει έξω το σώμα μας. Γι’ αυτό και ο θάνατος ως χωρισμός
της ψυχής από το σώμα αποτελεί διακοπή του λόγου, τουλάχιστον για τον τρόπο με
τον οποίο βλέπουμε και ζούμε οι άνθρωποι. Ο απόστολος Παύλος αφήνει να διαφανεί
αυτή η απροσδιοριστία στην οποία εισέρχεται ο άνθρωπος με την αιωνιότητα όταν
μας περιγράφει ότι δεν μπορεί να ξέρει αν η εμπειρία του Παραδείσου που έζησε
είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος. Όταν μας μιλά για τον αρπαγμό του,
δηλαδή για μία ουσιαστικά αναπάντεχη κίνηση από την μεριά του Θεού να τον κάνει
να βιώσει ό,τι βίωσε, και όχι για δικό
του κατόρθωμα ή επιλογή να συναντήσει έτσι το Θεό. Μας δείχνει ότι η αιωνιότητα
δεν περιλαμβάνει την ανθρώπινη ύπαρξη στην πληρότητά της εφόσον το σώμα είναι
εκτός της. Γιατί οι αισθήσεις θα μεταμορφωθούν μεν ώστε να εναποθέσουν κάθε
εμπάθεια και αμαρτία, ωστόσο χωρίς αυτές
η ύπαρξη δεν είναι πλήρης. Γι’ αυτό και περιγράφει την εμπειρία της
κοινωνίας με το Θεό ως ακουστική.
Η
ακοή δεν προϋποθέτει αναγκαστικά έναρθρη απάντηση. Γι’ αυτό και είναι άρρητα τα
ρήματα τα οποία ακούει ο Παύλος, ενώ δεν του επιτρέπεται να τα αποκαλύψει.
Είναι μία πρόγευση της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο και της κοινωνίας που δίνει
πληρότητα. Είναι μία συνομιλία του ανθρώπου με το Θεό στην οποία ακόμη και η
ακρόαση είναι αρκετή στον άνθρωπο για να γευθεί την μακαριότητα. Είναι όπως μια
μουσική που κάνει την ύπαρξη να ομορφαίνει. Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται να μιλήσει. Αφήνει
τον εαυτό του να βυθιστεί στη δύναμή της. Δεν είναι παθητική η ακρόαση. Την
ίδια στιγμή που ακούει ο άνθρωπος ξεκινά στην ύπαρξή του ένας εσωτερικός
διάλογος με τον λόγο της μουσικής. Ο άνθρωπος συλλαμβάνει τον εαυτό του να
χαίρεται ή να μελαγχολεί, ανάλογα με την υφή και το ύφος της μουσικής, να
γεννιούνται συναισθήματα εντός του, να αφήνεται στη δύναμη της μουσικής. Όσο
πιο ευαίσθητος είναι ο άνθρωπος, τόσο μεγαλύτερη επίδραση ασκεί η μουσική πάνω
του, τόσο στο σώμα, όσο και στην ψυχή του.
Ο
Παύλος μας αναφέρει και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να βιώσουμε την
κοινωνία του Παραδείσου. Είναι η αίσθηση της έλλειψης, της ταπείνωσης, της
ασθένειας που κάνει τον άνθρωπο να εμπιστεύεται το Θεό και όχι τον εαυτό του,
να μη μένει στον εγωκεντρισμό. Είναι ο δρόμος της χάριτος του Θεού, όπως αυτός
βιώνεται στη ζωή της Εκκλησίας αλλά και μέσα από την πίστη. Και είναι ο δρόμος
της αληθινής αγάπης προς το Θεό, όπως αυτός περνά μέσα από το συνάνθρωπο
αλλά και μέσα από την αποστολή φανέρωσης της αλήθειας
του Ευαγγελίου κατά το πρότυπο του Παύλου. Είναι, τέλος, ο δρόμος της υπομονής σε
κάθε δοκιμασία της ζωής και η καύχηση του ανθρώπου μόνο για την αγάπη του Θεού
και για κανένα δικό του επίτευγμα.
Στο
υπαρξιακό ερώτημα της μεταθανάτιας πραγματικότητας οι ορθολογιστές και οι
υλιστές απαντούν με την άρνησή της. Οι
πιστοί όμως έχουμε εμπιστοσύνη στην εμπειρία της Εκκλησίας και των Αγίων της,
όπως επίσης και στα λόγια του Ευαγγελίου, δηλαδή τα λόγια του ίδιου του Θεού.
Και προσδοκούμε την συνάντηση με το Θεό που ξεκινά εν σώματι σ’ αυτήν τη ζωή,
μέσα από τον πνευματικό αγώνα και την πίστη στον Κύριό μας, για να συνεχιστεί
με τον άρρητο τρόπο του διαλόγου Θεού και ανθρώπου στον Παράδεισο και να
ολοκληρωθεί με την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, με την ανάσταση των νεκρών,
οπότε και προσλαμβάνοντας το σώμα μας αναστημένο και άφθαρτο, θα ζήσουμε την
αιωνιότητα στην πληρότητά της. Αυτός είναι ο δρόμος νοήματος και αληθινής
ελπίδας για την ύπαρξη.
Κέρκυρα, 3
Νοεμβρίου 2013